Τα μάτια σου δυο μαύρα άτια
τρέχανε ξέγνοιαστα μες στη ζωή
ο χάρος τα έκανε κομμάτια
κι η μάνα σου ούρλιαξε γιατί
Το γέλιο σου έμοιαζε με ήλιο
το πρόσωπο σου μ’ ανατολή
σε πήγε ο χάρος σ’ άλλο βασίλειο
σ’ έντυσε η μάνα σου άσπρη στολή
Όταν γελούσες χαλούσε ο κόσμος
από το γέλιο σου το καθαρό
όλη η ψυχή σου μύριζε δυόσμος
τώρα χόρεψες του χάρου το χορό
το πρόσωπο σου αυγής αχτίδα
η ομορφιά σου λουλούδι του βουνού
τα νιάτα σου ολόφωτη ελπίδα
κι έγινες ξάφνου κόρη τ’ ουρανού
τόξο ουράνιο σε βροχερό καιρό
ναός της μάνας σου όλος λατρεία
γενέθλια σε ετοίμασε στον ουρανό
για τα χρόνια σου τα είκοσι τρία