Αναθυμούμαι… “Αρχόντου Αποστολίδου Παπαδοπούλου: Η Αρχόντισσα της Ψυχής μου”. Γράφει ο Συμεών Ζαγκανίκας
Αναθυμούμαι τη γιαγιά μου, μητέρα της μητέρας μου, Αρχόντου Αποστολίδου Παπαδοπούλου, όπως ήταν εγγεγραμμένη στο δημοτολόγιο του οικισμού Δήμητρας, της κοινότητας Καρπερού Γρεβενών. Αρχόντου και για τις βυζαντινές επικλήσεις του αδελφού της Χαράλαμπου Αποστολίδη. Αρχόντσα, για τους Πόντιους συνεξόριστους της. Αρχόντω, για τους ντόπιους συγχωριανούς της. Αρχοντούλα για την κληρονομική της παρακαταθήκη και Αρχόντισσα για το στασίδι της ψυχής μου. Η καταφυγή, το αποκούμπι μου, στις παιδικές μου αγωνίες. Είναι η γιαγιά που με μεγάλωσε!..
Την ενθυμούμαι, αεικίνητη, παρά την γεροντική κύφωση, γλυκιά, παρά τα ασήκωτα βάσανα. Με ορθολογισμό, ως η καματερή λογική, που έρχεται μέσα από την πολύχρονη, σωρευτική εμπειρία, την οποία ελάχιστοι την είχαν και την έχουν εκταμιευμένη, όπως την είχε η γιαγιά μου! Και το πιο εύχαρες χαμόγελό της έκρυβε μια απροσδιόριστη μελαγχολία. Στο κάτω μέρος των βλεφάρων, μια βαθιά μελανιά ήταν φωλιασμένη, η οποία, με την επιδερμική της επικάλυψη, έκρυβε την πίκρα από τα ανυπέρβλητα βάσανα που της επιφύλαξε η ζωή.
Είχα πάντα την αίσθηση, πως σε κάθε πτύχωση της ψυχής της ήταν χαραγμένος ο πόνος, ο φόβος, η πείνα, η απελπισία, η απώλεια, ο καημός, η πίκρα, η αποστροφή και ο θάνατος. Παρόλη την προσπάθειά της να αποκρύψει τα μυστικά της, γιατί τούτα ήταν ανομολόγητα, αξεπέραστα για την χριστιανική ηθική της, τούτα παρέκβαιναν την προσπάθειά της και γινόταν συνηγορητές και μάρτυρες του ενδόμυχου απαρηγόρητου πόνου. Ήταν μάρτυρας, όλης της φρίκης, της ατέλειωτης πορείας, στις βουνοκορφές της Ανατολίας, από το Τοχάτ (Τοκάτη των Βυζαντινών) μέχρι το Ντιγιαρμπακίρ των Κούρδων, το Χαλέπι των Ασσυρίων και τη Βηρυτό των Αράβων του Λιβάνου, απόσταση τετραπλάσια, απ αυτή, που μεσολαβεί από τον Ταΰγετο μέχρι τον Έβρο!
Στην ανακουφιστική ευχή των νεότερων, των προσφύγων, που γεννήθηκαν στην Ελλάδα: « Θεία Αρχόντσα περασμένα, ξεχασμένα» αυτή, απαντούσε: «Τρύπησαν και κι εδέβανε», (Άφησαν ανεπούλωτες πληγές και δεν πέρασαν) και στη δική μου επιμονή να μου μιλήσει για τη Γενοκτονία και τον Ξεριζωμό έλεγε: «Ατά τ έσυραμε εμείς, άνθρωπος άλλος απάν σ Γή να μη σύριατα», (Αυτά που περάσαμε εμείς, άνθρωπος άλλος πάνω στη Γη να μην τα περάσει!…)
Οι ευτυχισμένες μέρες ήταν ελάχιστες. Νιόπαντρη, έμποδος, (εγκυμονούσα), και με μικρό παιδί στην αγκαλιά της, στερήθηκε τον άντρα της, Συμεών Παπαδόπουλο. Ο Συμεών, λιποτάκτησε και βγήκε αντάρτης στα βουνά του Πόντου για να μην καταταγεί στα ανθρωποβόρα «Αμελέ Ταμπουρού» (Τάγματα Εργασίας). Εκεί τοποθετούσαν τους Ρωμιούς της Ανατολίας, οι Νεότουρκοι, στην στρατολόγηση τους στον Τουρκικό Στρατό. Όποιος πήγαινε εκεί, πίσω δεν γύριζε. Εκεί, άφησε τα κόκκαλα του και ο πεθερός του Απόστολος Αποστολίδης, 50 ετών, τότε.
Στο ειρηνικό τους χωριό, το Σαρίγκιολ (Ξανθιά Λίμνη), οκτώ μόλις χιλιόμετρα από το Τοχάτ, φύσηξαν, τον Μάη του 1919, οι άγριοι άνεμοι του «εκτοπισμού», της μετακίνησης και της εξορίας των χριστιανών Ρωμιών. Φύσηξαν και αναρρίγησαν οι πέτρες και τα ντουβάρια του μικρού χωριού. Αναρρίγησαν αποπνέοντας θλίψη στους καρόδρομους της μετακίνησης των κατοίκων του. Μια θλίψη που την στέλνουν στις αισθήσεις τα υποστατικά, τα υπεραιωνόβια δέντρα, τα πηγάδια, οι στράτες της καθημερινότητας και κάθε αντικείμενο που επιβεβαίωνε την ύπαρξη του μέσα από την κίνηση και την ανάσα αυτών που είχαν τη χρήση και τη λειτουργία τους και έχουν καρφωθεί στην ανεξίτηλη μνήμη της πικρής μέρας του Ξεριζωμού!
Πριν ανατείλει η επόμενη μέρα, της βίαιης εκτόπισης, ληστρικοί αραμπάδες και υποζύγια από τα γειτονικά τουρκοχώρια άρχισαν να κατηφορίζουν προς το έρημο χωριό. Συνάμα, όμως, με την άφιξη τους, πύρινες γλώσσες άρχισαν να ανυψώνονται σ όλα τα υποστατικά του χωριού, καταστρέφοντας τις αποθήκες και τα αμπάρια, τους αχυρώνες και τα σπίτια , αφήνοντας σύξυλους τους επίδοξους ληστές. Ο Σπύρος Παπαδόπουλος, πρωτεξάδελφος του Συμεών, ο καλύτερος στο σημάδι από τους αντάρτες της περιοχής, έβαλε φωτιά στο χωριό, λέγοντας: «Αυτός ο εκτοπισμός, επιστροφή, δεν έχει. Δεν θα αφήσω τις περιουσίες μας να τις ληστέψουν οι Τούρκοι», σε αντίθεση, με τον καπετάν Πελιτσάνο (Δημήτριο Αμαραντίδη) και τον ομαδάρχη Τελήορ (Γεώργιο Ιωσιφίδη), που είχαν τις αντιρρήσεις τους. Οι περισσότεροι, τις πρώτες ώρες του εκτοπισμού, δεν ήθελαν να πιστέψουν στην γυμνότητα των ματιών τους, έχοντας την αμυδρή ελπίδα, ότι σύντομα θα ξαναρχόταν η νηνεμία και η ειρηνική διαβίωση. Απλά στην ενστικτώδη αγωνία τους προσπαθούσαν να τροφοδοτήσουν τις απόσβενουσες σπίθες μιας απέλπιδας επιθυμίας. Έτσι αφανίστηκε ένα ακόμη ελληνικό χωριό στο οροπέδιο της Τοκάτης στην περιφέρεια της Σεβάστειας.
Την επομένη ημέρα από το Τοχάτ ξεκίνησαν κοπαδιαστά τρεις χιλιάδες συνεξόριστοι Ρωμιοί, για μια πορεία προς το άγνωστο, με την περιφρούρηση ένοπλων «τσαντερμάδων», που πυροβολούσαν με το παραμικρό ακόμη και αναίτια στη μάζα των χριστιανών. Ένα απελπισμένο ανθρωπομάνι από γέροντες, γυναίκες και παιδιά. Μαζί τους υπήρχαν και ελάχιστοι άντρες, που εκούσια υπέστησαν τη βίαιη εκτόπιση και την εξορία, γιατί δεν ήθελαν να αφήσουν ορφανεμένες τις οικογένειες τους με την φυγή τους στο αντάρτικο. Ένα καραβάνι ψυχών, που τα γεγονότα δονούσαν τον ψυχισμό τους και γέμιζαν με έναν ανέκφραστο φόβο, που αδιόρατα τον συναισθανόταν όλοι, και ο οποίος συνέβαλλε άμεσα στο να θωρακίσουν τη συνεκτικότητα τους σαν σύνολο και να στεριώσουν τις αντοχές τους.
Οι περισσότεροι άνδρες του Σαρίγκιολ, έμειναν στην διατεταγμένη τους υποχρέωση να υπερασπιστούν την ιστορική τους πατρίδα, την πίστη τους και να διαφυλάξουν τη ζωή και την αξιοπρέπεια των οικογενειών τους. Όλοι τους βρισκόταν κάτω από τις εντολές του καπετάνιου Αναστάσιου Παπαδόπουλου (Γοτσιά Αναστάζ), του Κολοκοτρώνη του Πόντου, όπως τον αποκαλούσαν, και τούτο γιατί είχε στρατηγικό μυαλό και έφερνε πάντα νικηφόρες μάχες απέναντι στον επίσημο τουρκικό στρατό.
Τα δύσβατα φαράγγια και οι αφιλόξενες κορφές των οροσειρών του Ταύρου και του Αντίταυρου, οι ελάχιστες τροφές, οι οποίες, σχεδόν, εξαντλήθηκαν τις πρώτες μέρες, το αδιάκοπο βάδισμα στους κακοτράχαλους δρόμους, οι βιασμοί, οι επιδημίες που ενέσκηψαν από την έλλειψη νερού και το αφόρητο κρύο, οδήγησαν στον θάνατο τους γέροντες και τους ανήμπορους να ανταπεξέλθουν στις ανυπέρβλητες σκληρές συνθήκες. «Πέφτουν, σέρνονται, βαδίζουν, άλλοι προχωράνε και άλλοι λυγίζουν…».
«Η διαδρομή που είχαμε διανύσει γέμισε από νεκρά σώματα. Ένας αμείλικτος θάνατος μας θέριζε. Θέριζε τους χριστιανούς που δεν ήθελαν να αλλαξοπιστήσουν. Οι νεκροί μας έμειναν άταφοι, σκεπασμένοι με λίγα χιόνια και λίγα λιθάρια. Και όσοι δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν την μακάβρια πορεία έμειναν εγκαταλελειμμένοι μαζί με τους νεκρούς, βορά στα σαρκοβόρα αγρίμια της Ανατολίας που ακολουθούσαν την πορεία από μικρή απόσταση.
«Από την πρώτη νύχτα, οι τσανταρμάδες, βγάζοντας τα ζωώδη ένστικτά τους, έπεσαν πάνω στις γυναίκες και άρχισε ο ομαδικός βιασμός, μπροστά στα μάτια των συζύγων, των πατεράδων και των παιδιών τους. Κι αυτό γινόταν σ όλη τη βασανιστική πορεία μέχρι το Ντιγιαρμπακίρ».
«Όταν ένας παυρενός παπάς προσπάθησε να προφυλάξει την κόρη του, τότε οι τσανταρμάδες βίασαν τον ποπά και την ποπαδία, τους οποίους και σκότωσαν, η δε ποπαδοκόρη έμεινε στην πορεία με σαλεμένο το μυαλό της. Δεν ήταν λίγοι που έχασαν το μυαλό τους. Ελάχιστοι απ αυτούς έφτασαν μέχρι και τις νέες τους εγκαταστάσεις στην Ελλάδα, χωρίς να μπορούν να κατανοήσουν που και γιατί βρέθηκαν μακριά από την πατρίδα τους».
«Σχεδόν καθημερινά μακαρίζαμε αυτούς που έμειναν παγωμένοι το πρωί, μέσα στα χιόνια, γιατί ο θάνατος, τους γλύτωσε από την επομένη μέρα των μαρτυρίων!…»
«Ένα παγερό δειλινό μας έβαλαν με την απειλή των όπλων να πλυθούμε στις ακτές του Άλυ ποταμού (Κιζίλιρμακ) Το επόμενο πρωινό σηκωθήκαμε για να συνεχίσουμε την πορεία, λιγότεροι, από το ένα τρίτο, των ατόμων που ξεκινήσαμε…»
«Για μέρες πολλές κουβαλούσαμε στη ράχη μας, με εναλλαγή, μαζί με τον αδελφό μου, Χαράλαμπο, τη μάνα μας Παρθένα Χερίδου Αποστολίδου, η οποία παρέδωσε το πνεύμα της, χωρίς να το αντιληφθώ και για ώρες κουβαλούσα μόνο το σώμα της, πάνω στους ώμους μου, χωρίς την ψυχή της. Τη θάψαμε κάτω από το χιόνι και ακολουθήσαμε την ατέλειωτη πορεία της απανθρωπιάς και του θανάτου».
«Ανασήκωνα τα μάτια μου στον ουρανό και στις άκρες τους δεν υπήρχε ούτε ένα δάκρυ, είχαν στερέψει και αυτό πολλαπλασίαζε το πόνο και με έκανε να μουγκρίζω υπόκωφα, χωρίς φωνή. Ήδη είχα θάψει το παιδί μου, που ήταν έντεκα μηνών, αβάπτιστο και αλειτούργητο και είχα αποβάλλει το μωρό μου που ήταν έτοιμο να γεννηθεί. Ακόμη και τώρα δεν μπορώ να ξεχάσω αυτή την εγκατάλειψη και την απώλεια. Έκτοτε έκανα άλλα οκτώ παιδιά και μόνο το τελευταίο, με συγχώρησε ο Θεός, και επέζησε».
«Από τα δώδεκα άτομα της οικογένεια μας που ξεκινήσαμε μόνο εγώ και ο αδελφός φτάσαμε στην Ελλάδα!… Η γυναίκα του αδελφού μου, τα δύο του παιδιά, τα τρία μικρότερα αδέλφια μας και τα δύο μικρότερα, από μας, πρώτα μας ξαδέρφια έμειναν στο δρόμο της εξαντλητικής πορείας. Από τους τρείς χιλιάδες του δικού μας καραβανιού, θα πρέπει να επιζήσαμε λιγότεροι από πεντακόσιοι !..».
Κάθε ημέρα στο δρόμο συναντούσαμε τα υπολείμματα των εκτοπισμένων που προηγήθηκαν. Άταφους κατασπαραγμένους, μισότρελους και κουρελήδες πεινασμένους, που έτρωγαν χόρτα και ρίζες σαν εμάς για να αντέξουν.
«Η πορεία θανάτου έφτασε ως το Ντιγιαρμπακίρ στην περιοχή των Κούρδων. Οι Κούρδοι μας φιλοξένησαν στους στάβλους τους και στους αχυρώνες τους, μας έδωσαν ρούχα και τροφή για να στυλωθούμε. Και εμείς από βαθιά υποχρέωση, για τέσσερεις μήνες αναλάβαμε όλες τις χειρονακτικές εργασίες τους…». Μετά, μεταφερθήκαμε στο Χαλέπι των Ασσυρίων χριστιανών. Εδώ οι χριστιανοί μας έβαλαν στα σπίτια τους και μοιράστηκαν μαζί μας το ψωμί τους. Μαζί τους ζήσαμε δύο μήνες σχεδόν και αμέσως μετά μεταφερθήκαμε στην Βηρυτό του Λιβάνου, όπου σε είκοσι μέρες επιβιβαστήκαμε στο καράβι για τον Πειραιά…» .
Στη Βηρυτό καθημερινά έφταναν οι εναπομείναντες από τα καραβάνια της εξορίας, σιωπηλοί και εξαντλημένοι χωρίς να κοιτάζουν πίσω, βλέποντες τα Αμερικάνικα καράβια ως θεόσταλτους κιβωτούς σωτηρίας, που θα τους μετέφεραν στην Ελλάδα. Ένα καράβι με ορφανά παιδιά, κάτω των δώδεκα ετών, που σωθήκαν με την αλληλεγγύη αυτών που άντεξαν, μεταφέρθηκαν στη Νέα Υόρκη και ένα άλλο στην Αργεντινή.
Από τους 30 νυμφευμένους άντρες που εγκαταστάθηκαν στη νέα τους πατρίδα στο χωριό Αράπι Γρεβενών, οι είκοσι έξι, απώλεσαν την γυναίκα τους στην Τουρκία. Κάποιοι ψελλίζουν κάποιους αριθμούς και προσπαθούν να προσεγγίσουν την πραγματικότητα εκείνων των χρόνων, αλλά πρέπει, κάποιος, να τους πει την ανείπωτη αλήθεια, πως και οι αριθμοί δεν μπορούν, δεν αντέχουν στους απολογισμούς του τρόμου, του πανικού και του θανατικού, που φέρνουν ομίχλες σκοτοδίνης και παγώνουν τον νου. Και μάλιστα για πολλά χρόνια μετά. Είναι, λοιπόν, απροσδιόριστοι οι εκτοπισμένοι και απροσδιόριστος και ο αριθμός των άταφων νεκρών. Στην Ελλάδα από επίσημα στοιχεία έφτασαν συνολικά, μόλις, 180.000 έλληνες του Πόντου από τους 700.000 περίπου, που είχαν καταμετρηθεί στην ιστορική τους πατρίδα πριν το 1914.
Όλη αυτή η εξιστόρηση είναι ένας ατελείωτος λυγμός πάνω από την ιδιαίτερη πατρίδα της γιαγιάς μου, ένα μακρόσυρτο μοιρολόγι που βγαίνει από τους άταφους νεκρούς μας και ακούγεται πάνω από την μακρινή πορεία της απελπισίας και του θανάτου και φτάνει μέχρι και την Ελλάδα, όπου η πρώτη γενιά των προσφύγων έφυγε από τη ζωή με τα μάτια ανοιχτά, αδικαίωτοι, γιατί στην αγαπημένη, ιστορική τους πατρίδα συνεχίζουν, οι γενοκτόνοι, το έργο τους ανενόχλητοι… χωρίς να καταγγέλλονται επίσημα στα διεθνή forum. Ένα μακρόσυρτο μοιρολόγι που ο αχός του ακούγεται καθαρός και στεντόρειος, ξεπερνώντας τους ήχους της ερτζιανής ρύπανσης και τα ηχοφράγματα της σκοπιμότητας. Kαι θα ακούγεται μέχρι την τελική δικαίωση….
Οι Τούρκοι επικαλούνται, ψευδέστατα, για τον εκτοπισμό των Χριστιανικών πληθυσμών στρατηγικούς λόγους και τούτο, γιατί από το 1917, οι Ρώσοι επαναστάτες μετατρέπονται σε φίλους του Κεμάλ Πασά. Ο δε στρατός των Ελλήνων βρισκόταν μακριά στη Σμύρνη των Γιουνάν. Άρα δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Εξάλλου οι εκτοπισμοί, όπως και τα Αμελέ Ταμπουρού άρχισαν από το 1909 για τους Αρμένιους και το1914 για τους Ρωμιούς Χριστιανούς! Ήταν ένα επεξεργασμένο σχέδιο λευκού θανάτου. Ένα σχέδιο Γενοκτονίας. Ένα σχέδιο που εξυφάνθηκε από τους Νεότουρκους και εφαρμόστηκε από τον Κεμάλ. Έχουμε την ωμή του διατύπωση, στο Συνέδριο τους, στη Θεσσαλονίκη, το 1908. «Θέλουμε μια Τουρκία καθαρή. Οι Χριστιανοί είναι ζιζάνια που πρέπει να ξεριζωθούν».
Αυτό που συνάγεται απ όλες τις αφηγήσεις είναι ότι, οι επιζήσαντες Έλληνες του Πόντου, βρισκόταν ήδη οι περισσότεροι στην Ελλάδα ή εκτοπισμένοι στις πορείες θανάτου για την Ελλάδα πολύ πριν αποφασιστεί η «Ανταλλαγή των Πληθυσμών, 30 Ιανουαρίου του 1923, με την συμφωνία της Λωζάννης . Το αρχικό σχέδιο των Νεότουρκων και του Κεμάλ πασά επιτεύχθηκε με επιτυχία, κατέκαψαν, σκότωσαν, βίασαν και ξερίζωσαν τους Έλληνες από τις ιστορικές τους Πατρίδες. Γι αυτό μην αναζητήσετε στον Πόντο ούτε έναν σταυρό κοιμητηρίου. Οι Ρωμιοί του Πόντου εξαφανίσθηκαν από τις πατρογονικές εστίες τους σαν να ήταν φαντάσματα στην φαντασία κάποιων «επηρμένων» προπαγανδιστών εναντίον της Τουρκικής ακεραιότητας!…
Όταν επισκέπτομαι τα παιδικά μου χρόνια στη μνήμη μου πρωταγωνιστεί η γιαγιά μου, η όμορφη Αρχόντισσα. Η Αρχόντισσα της καρδιάς μου, η οποία εξέπεμπε τόση αγάπη που δεν υπάρχει μέγεθος για να προσμετρηθεί . Ήταν μια αγάπη ενδόμυχη, λειτουργική, που επιμεριζόταν στα εννιά θαμμένα παιδιά της, η οποία πολλαπλασιαζόταν με τα αξεπέραστα χρόνια της απώλειας και επέστρεφε γεμάτη θαλπωρή στο άμεσο οικογενειακό της περιβάλλον, που δημιούργησε με το δέκατο παιδί της την Ευανθία Παπαδοπούλου Ζαγκανίκα …
Για την αποτύπωση των λεχθέντων, ως μνημόσυνο, στην άσβεστη μνήμη της πολυβασανισμένης ζωής της, ο εγγονός της, Σίμος Ζαγκανίκας