Γειά σας πιδιά μ΄ καλά. Τι γενησέστι; Ιγώ μια φορά καλά είμι κι η μπάμπου μ΄ κόμα κι καλύτιρα,
Μέρα Χριστούϊννα κι ήταν γιουμάτο του Τσιαμητάδκου του σπίτ΄ μι κόσμον! Ήταν όλα τα Τσιαμητούλια κι οι φίλ΄ μ΄ από τ΄ Ντράμστα. Ήγλιπα του σπίτ΄ να κριτσάει απού κόσμουν, τς αγκάλιαζα όλνους κι χαίρουνταν η ψχούλα μ΄!
Είχα πιεί κι κανα δυό πουτήρια παραπάν κι νταϊάκουσα λίγο στ΄ν κόχη κι όπως νταϊάκουσα είηδα ότι του σπίτ΄ άδειασι. Τάχα ήρθι μια κακιά αρρώστεια κι αρρώσταιναν οι κόσμ΄, ου ένας απ΄ τουν άλλουν. Δε ζιούγουνι καένας καέναν. Όλ΄ έβαναν μάσκες κι καμμιά φορά δεν έφτανι μιαν κι έβαναν κι δυό. Οι ανθρώπ΄ φοβούνταν κι δε ζιούγουνι ου ένας τουν άλλουν κι απόμνεσκαν μοναχοί. Τα πιδιά δε ζιούγουναν τς παππούδες κι οι φαμπλιές κλείσκαν στα σπίτια τς κι καένας δεν πάηνι σι άλλο σπίτ΄. Ούτι τα πιδιά στς πατεράδες κι στς μάννες! Έρουνταν γιουρτές κι οι ανθρώπ΄ απόμνεσκαν μοναχοί στα σπίτια, σαν κούκκοι.
Σκιάχκα μι τ΄ αυτό που ήγλιπα, τσούρξα κι τνάχκα σιαπάν! Ευτυχώς αυτό που ήγλιπα ήταν γίνουρου. Τα τσιαμητούλια μ΄ ήγλιπαν που ροχάλτζα κι έκαμναν χάζ΄, αλλά σκιάχκαν σαν μ΄ είηδαν που τσούρξα! Πήρα ένα – ένα τα τσιαμητούλια κι τα φίλ΄ μ΄, τς αγκάλιασα κι τς φίλτσα. Αυτοί δεν ήξιραν γιατί, αλλά ιγώ ήξιρα, για τ΄ αυτό, ένα σας λέου: Όσο είμιστι καλά, αγκαλιάσας, φλίσας, ανξέτι τα σπίτια σας κι ζήστι σαν ανθρώπ΄! Δεν ξέρουμι τι μας καητιράει!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα