Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Α.Π.Θ.
- Ἀπαγορευμένη καὶ ἐπιτρεπόμενη ἀποτείχιση
Τὸν τελευταῖο καιρὸ γίνεται συχνὰ λόγος γιὰ «ἀποτείχιση» καὶ «ἀποτειχισμέ-νους» πιστούς, μὲ συχνὴ ἐπίσης καὶ μᾶλλον σκόπιμη παρανόηση τοῦ ἐννοιολογι-κοῦ περιεχομένου αὐτῶν τῶν λέξεων. Τὸ οὐσιαστικὸ ἀποτείχισις παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ἀποτειχίζω, τὸ ὁποῖο σύμφωνα μὲ τὰ Λεξικὰ σημαίνει: ὀχυρώνω, ἀποκλείω διὰ τείχους, ἐγείρω μεσότοιχον. Ἑπομένως καὶ ἡ λέξη «ἀποτείχισις» σημαίνει: ἀποκλεισμὸς διὰ τείχους, ὀχύρωσις. Τὸ δὲ τεῖχος ποὺ ὑψώνει κανεὶς γιὰ νὰ ἀμυνθεῖ καλεῖται ἀποτείχισμα.
Εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ χρήση τῆς λέξεως ἀποτείχιση προϋποθέτει ὅτι ὑπάρχει κάποιος κίνδυνος, κάποιος ἐχθρός, γιὰ τὴν προφύλαξη ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὑψώνει κανεὶς ἕνα τεῖχος. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ἡ ἔννοια αὐτὴ τῆς ἀποτειχίσεως φραστικὰ εἰσάγεται ἀπὸ τὸν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου (861), ὅπου εἶναι σαφέστατο καὶ ἡλίου φαεινότερο ποιός εἶναι ὁ κίνδυνος ποὺ ἐπιβάλλει τὴν ἀποτείχιση. Αὐτὸς εἶναι ἡ αἵρεση καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι.
Συγκεκριμένα μὲ τοὺς δύο προηγουμένους κανόνες ἡ Σύνοδος, γιὰ νὰ ἀπο-τρέψει τὴν δημιουργία σχισμάτων, τιμωρεῖ μὲ τὴν αὐστηρὴ ποινὴ τῆς καθαιρέ-σεως, διὰ τοῦ 13ου τὸν πρεσβύτερο ἢ διάκονο, ὁ ὁποῖος διακόπτει τὴν κοινωνία μὲ τὸν ἐπίσκοπό του καὶ δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομά του στὶς διάφορες εὐχὲς τῶν θείων λειτουργιῶν, πρὶν νὰ καταδικασθεῖ ὁ ἐπίσκοπος ἀπὸ κάποια σύνοδο, «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως», ἐπικαλούμενος κάποια δῆθεν ἀτοπήματα, «ἐγκλήματα», τοῦ ἐπισκόπου, δηλαδὴ ὄχι θέματα πίστεως ἀλλὰ διοικητικές, οἰκονομικὲς κ.ἄ. ἀτασθαλίες. Τὰ ἴδια ἐπαναλαμβάνει καὶ ὁ 14ος, δηλαδὴ ἐπιβάλλει τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως στὸν ἐπίσκοπο τώρα, ποὺ γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους διακόπτει τὴν κοινωνία μὲ τὸν μητροπολίτη του. Ὁ 15ος κανόνας ἔχει μία ἰδιαιτερότητα: Στὸ πρῶτο του μέρος λέγει τὰ ἴδια καὶ γιὰ τὸν μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος διακόπτει τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου, στὴν δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου ἀνήκει. Στὸ δεύτερο μισὸ ὅμως τοῦ κανόνος, ὅπου εἰσάγεται καὶ ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως, ὁ κανὼν προβαίνει σὲ μία ἐξαίρεση, μὲ βάση τὴν ὁποία ἠμποροῦν οἱ κληρικοὶ ὁποιασδή-ποτε βαθμίδος καὶ ἀξιώματος νὰ διακόψουν τὴν κοινωνία μὲ τὸν ἱερατικῶς προϊστάμενό τους καὶ νὰ μὴ τὸν μνημονεύουν· αὐτὸ συμβαίνει, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος, ὁ μητροπολίτης ἢ ὁ πατριάρχης κηρύσσουν καὶ διδάσκουν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δηλαδὴ φανερά, ἀπροκάλυπτα, κάποια αἵρεση, ποὺ τὴν ἔχουν καταδικάσει Σύνο-δοι καὶ Ἅγιοι Πατέρες, «παρὰ τῶν Ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην». Ἡ διακοπὴ μάλιστα αὐτὴ τῆς κοινωνίας καὶ τῆς ἀναφορᾶς τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου, μητροπολίτου, πατριάρχου γίνεται καὶ πρὶν ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέμα κάποια σύνοδος, δηλαδὴ καί «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως».
Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἀποτειχίζουν τοὺς ἑαυτούς των ἀπὸ τέτοιους δῆθεν ἐπισκόπους, ποὺ κηρύσσουν αἵρεση, ὄχι μόνο δὲν ὑπόκεινται στὶς ποινὲς ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ προηγούμενοι κανόνες, δηλαδὴ στὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως, ἀλλὰ πρέπει ἐπὶ πλέον νὰ τιμῶνται μὲ τὴν πρέπουσα τιμὴ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, διότι ἀποτειχίσθηκαν, δηλαδὴ χωρίσθηκαν μὲ τὸ τεῖχος τῆς ἀληθείας, ὄχι ἀπὸ ἐπισκόπους, ἀλλὰ ἀπὸ ψευδεπισκόπους καὶ διότι ὄχι μόνο δὲν προκαλοῦν σχίσμα καὶ διαιρέσεις, ἀλλὰ σπεύδουν, ἐπείγονται νὰ γλυτώσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ σχί-σματα καὶ διαιρέσεις ποὺ προκαλοῦν οἱ ψευδοεπίσκοποι. Παραθέτουμε τὸ ἀκρι-βὲς κείμενο τοῦ κανόνος, τὸ ὁποῖο δυστυχῶς δὲν προσέχουν πολλοὶ καὶ ὁμιλοῦν ἀπὸ κοιλίας, πρόχειρα, καὶ ἀβασάνιστα καὶ κατόπιν θὰ σχολιάσουμε κάποια σημεῖα του, ὥστε νὰ ἀποσαφηνισθεῖ ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως, ἰδιαίτερα τὸ ἀπὸ ποιόν, ἀπὸ ποιούς ἀποτειχίζεται κανείς, ποιός εἶναι ὁ κίνδυνος, ὁ ἐχθρός, γιὰ τὴν ἀπόκρουση τοῦ ὁποίου ὑψώνει κανεὶς τὸ τεῖχος, ὥστε νὰ ἀμυνθεῖ καὶ νὰ παρεμποδίσει τὴν προέλαση καὶ τὴν ἐξάπλωσή του. Τί προκύπτει ἀπὸ τὸ κείμενο; Ἀποτειχίζεται κανεὶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἢ ἀπὸ τὴν αἵρεση, ἀπὸ ἀληθινοὺς ἐπι-σκόπους ἢ ψευδεπισκόπους; Ἂς ξαναδιαβάσουμε προσεκτικὰ τὸ κείμενο τοῦ 15ου κανόνος, ποὺ παραθέτουμε ἀμέσως:
«Τὰ ὁρισθέντα περὶ Πρεσβυτέρων καὶ Ἐπισκόπων καὶ Μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον ἐπὶ Πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος, ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ Μη-τροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καὶ μὴ ἀναφέροι τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως, σχίσμα ποιήσοι· τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλό-τριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείῃ τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ἐσφράγισταί τε καὶ ὥρισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, καὶ σχίσμα ποιούντων, καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι᾽ αἵρεσίν τινα παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ συνοδικῆς δια-γνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζον-τες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
- Γιατὶ θεσπίσθηκε ὁ 15ος Κανών;
Αὐτὸ ποὺ ἐνδιέφερε τοὺς Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τὴν περίοδο ποὺ συνεκλήθη ἦταν νὰ ἀποτρέψουν τὴν δημιουργία σχισμάτων στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶχε προηγηθῆ ἡ ἐμφάνιση τῶν μεγάλων αἱρέσεων μὲ τελευταία αὐτὴ τῆς Εἰκονομαχίας, ποὺ πρόσφατα εἶχε καταδικασθῆ καὶ ἡττηθῆ μὲ τὴν ἀναστήλω-ση τῶν εἰκόνων (843), καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶχε θριαμβεύσει. Δὲν θὰ ἤθελαν λοιπὸν νέες διαιρέσεις καὶ ἀναστατώσεις. Προέβλεπαν ὅτι, ἐπειδὴ ὁ Διάβολος δὲν μπό-ρεσε μὲ τὶς αἱρέσεις νὰ διασπάσει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, θὰ ἐπιχειροῦσε τώρα νὰ τὴν πλήξει μὲ τὴν δημιουργία σχισμάτων, προβάλλοντας διοικητικά, οἰκονομικὰ καὶ ἄλλα σκάνδαλα ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωματούχων. Τὸ λέγει σαφῶς ἡ Σύνοδος στὴν ἀρχὴ τοῦ 13ου Κανόνος: «Τὰς τῶν αἱρετικῶν ζιζανίων ἐπισπορὰς ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ ὁ παμπόνηρος καταβαλών, καὶ ταύτας ὁρῶν τῇ μαχαίρᾳ, τοῦ Πνεύματος ἐκτεμνομένας προρρίζους, ἐφ᾽ ἑτέραν ἦλθε μεθοδείας ὁδόν, τῇ τῶν σχισματικῶν μανίᾳ τὸ Χριστοῦ Σῶμα, μερίζειν ἐπιχειρῶν». Νομοθετεῖ λοιπόν, ὅπως προείπαμε, μὲ τοὺς τρεῖς κανόνες (13, 14 καὶ 15) ὅτι ὅποιοι κληρικοὶ στρέφονται ἐναντίον τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ μητροπολίτου καὶ τοῦ πατριάρχου ἐπικαλούμενοι διάφορα ἀτοπήματα, «ἐγκλήματα», καὶ διακόπτουν τὴν κοινωνία μαζί του ὡς καὶ τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του στὶς ἱερὲς ἀκο-λουθίες, πρὶν νὰ ὑπάρξει μάλιστα συνοδικὴ ἀπόφαση καὶ καταδίκη, αὐτοὶ πρέπει νὰ καθαιροῦνται. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἀπαγορεύεται ἡ διακοπὴ μνημοσύνου, ἡ ἀποτείχιση.
Γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅμως ὅτι ἡ διακοπὴ μνημοσύνου, ἡ ἀποτείχιση, ἀπαγο-ρεύεται παντελῶς, ὅτι εἶναι κάτι ποὺ δὲν πρέπει οὔτε νὰ συζητεῖται οὔτε νὰ ἐνθαρρύνεται, καὶ ἐπειδὴ ἡ αἵρεση, ὡς προσβολὴ τῆς πίστεως, τῶν δογμάτων, εἶναι χειρότερο κακό, μεγαλύτερος κίνδυνος γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ σχίσμα, γι᾽ αὐτὸ οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 15ου Κανόνος ὁρίζουν καὶ θεσπίζουν ὅτι ὅσα προηγουμένως ὁρίσθηκαν, ἡ μὴ διακοπὴ δηλαδὴ μνημοσύνου, δὲν ἰσχύουν στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἐπίσκοπος, ὁ μητροπολίτης, ὁ πατριάρχης κηρύσσουν αἵρεση. Στὴν περίπτωση αὐτὴ πρέπει ἀμέσως καὶ «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως» νὰ ἀποτειχισθοῦμε, νὰ ὑψώσουμε τεῖχος ἄμυνας, νὰ ἀπο-κλείσουμε τὴν αἵρεση, νὰ ὀχυρωθοῦμε. Ὑπάρχει, λοιπὸν καμμία ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἀποτείχιση εἶναι ἀποτείχιση ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τοὺς ψευδεπισκόπους καὶ ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀληθινοὺς ἐπισκόπους; Τόσο πολὺ ἔχασαν τὰ μυαλά τους ἀπὸ τὴν θολούρα τοῦ Συγκρητισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κάποιοι ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι εἴτε ἀπὸ ἀγραμματοσύνη θεολογικὴ εἴτε σκό-πιμα, ὡς στρατευμένοι στὸν Οἰκουμενισμό, ἐκφοβίζουν καὶ τρομοκρατοῦν τοὺς κληρικοὺς καὶ τοὺς πιστοὺς πὼς δῆθεν ἡ διακοπὴ μνημοσύνου σὲ βγάζει ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ ὁδηγεῖ σὲ σχίσμα; Δὲν λέγει ὁ κανόνας ὅτι οἱ διακόπτοντες τὸ μνημόσυνο, ὄχι μόνο δὲν ὑπόκεινται στὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ τιμῶνται, γιατὶ δὲν χωρίσθηκαν ἀπὸ ἐπισκόπους, ἀλλὰ ἀπὸ ψευδεπι-σκόπους, οὔτε προκάλεσαν σχίσμα, ἀλλὰ προφυλάσσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σχίσματα; Θὰ ἀφήσουμε λοιπὸν τοὺς αἱρετικοὺς οἰκουμενιστὰς νὰ μᾶς τρομοκρα-τοῦν μὲ τὸν δῆθεν κίνδυνο σχίσματος καὶ μένοντας ἑνωμένοι μαζί τους θὰ εἴμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία; Τότε καὶ μὲ τοὺς Παπικούς, τοὺς Προτεστάντες, τοὺς Μονοφυσίτες ἑνωμένοι εἴμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία.
- Λανθασμένη ἡ θέση: «Ἐμεῖς μένουμε στὴν Ἐκκλησία, δὲν φεύγουμε». Ποιοί φεύγουν;
Προκαλεῖ ἐντύπωση ὅτι καὶ πρόσωπα, κατὰ τὰ ἄλλα ὀρθοδόξου φρονήματος, καὶ μάλιστα λόγιοι ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι καὶ καθηγηταὶ ἐκλαμβάνουν τὴν ἀπο-τείχιση κακῶς ὡς χωρισμὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς ψευδοεπισκόπους· ἰσχυρίζονται καὶ γράφουν καὶ κηρύσσουν ὅτι ἐμεῖς μένουμε μέσα στὴν ἐκκλησία, δὲν ἀποτειχιζόμαστε, δίνουμε τὸν ἀγώνα μέσα στὴν ἐκκλησία. Γίνονται ἔτσι καλοὶ συνεργάτες καὶ βοηθοὶ τῶν αἱρετικῶν ψευδεπισκόπων, διότι δὲν ἀφήνουν νὰ ὑψωθεῖ τὸ τεῖχος τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ μνημοσύνου, μὲ συνέπεια ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐπὶ δεκαετίες τώρα νὰ προελαύνει ἀκάθεκτα, νὰ καταλαμβάνει πρόσωπα καὶ θεσμούς, συνόδους, ἱεραρχίες, ἱεράρχες, θεολογικὲς σχολές, καὶ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ὡς ἐλεύθεροι σκοπευτὲς νὰ ρίχνουμε μερικὲς τουφεκιὲς ἀπέναντι ἑνὸς ἐχθροῦ καὶ ἑνὸς κινδύνου μὲ ἀσύγκριτη ὑπεροπλία καὶ ἀσύμμετρη ἀπειλή. Αὐτὸ ὅμως δὲν κάνουμε τόσα χρόνια ἀναβάλλοντας τὴν κατασκευὴ τοῦ τείχους; Καὶ δὲν πρέπει τώρα βλέποντας ὅτι ὁ ἐχθρὸς κατέλαβε ἀκόμη καὶ τὸ τελευταῖο θεσμικὸ προπύργιο ποὺ διαθέτουμε, τὸ συνοδικὸ σύστημα μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, νὰ βελτιώσουμε τὴν στρατηγική μας, νὰ προσαρμόσουμε τὰ ἐπιτελικά μας σχέδια, νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸν ὁπλισμὸ ποὺ μᾶς προμήθευσαν μὲ Ἁγιοπνευματικὲς ἀποφάσεις οἱ Ἅγιοι Πατέρες; Ἀπὸ τὸ κάστρο τῆς ψευδοσυν-όδου ἐξαπολύονται μύδροι καὶ ἀπειλές, ὑποδουλώνονται στὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ στὴν Πανθρησκεία διαρκῶς περισσότεροι, αὐξάνουν οἱ συμπροσευχὲς καὶ οἱ οἰκουμενιστικὲς φιέστες, θρασύτατα ἐπισκοπίδια καὶ θεολογίσκοι διαστρεβλώ-νουν καὶ παραμορφώνουν τὸν λόγο τῆς ἀληθείας καὶ ὡς ἄγρια θηρία τὸν κατασπαράσσουν, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος[1], καὶ ἐμεῖς προβλη-ματιζόμαστε ἀκόμη ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἂν εἴμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία μένοντας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἢ ἂν φεύγουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία χωριζόμενοι ἀπὸ αὐτούς; Δὲν εἶναι κατασταλαγμένο ἐκκλησιολογικὸ ἀξίωμα ὅτι ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, καὶ ὄχι ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχουν ἐπίσκοποι, καὶ πατριάρχες αἱρετικοί;
- Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Μαξίμου καὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Θὰ παραθέσω δύο μόνο μαρτυρίες ἐπιφανῶν Ἁγίων, Πατέρων, Διδασκάλων καὶ Ὁμολογητῶν, γιὰ νὰ φανεῖ ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ ποιοί φεύγουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὥστε οἱ μὲν αἱρετίζοντες Οἰκουμενισταὶ νὰ κλείσουν τὰ ἀπύλωτά τους στόματα καὶ τὴν τρομοκράτηση τῶν ἀγνοούντων μὲ τὸ φόβητρο τοῦ σχίσματος, οἱ δὲ ἡμέτεροι ὀπαδοὶ τῆς σιγῆς καὶ τοῦ ἐφησυχασμοῦ νὰ σκεφθοῦν καλύτερα καὶ νὰ ἐνεργήσουν τολμηρότερα καὶ πατερικώτερα, νὰ φοβοῦνται ὄχι τὴν ἀπομόνωση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὴν ἀπομόνωση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς τὸν 7ο αἰώνα, ἁπλὸς μοναχός, ἀλλὰ λόγῳ τῆς τεράστιας μόρφωσης καὶ τοῦ θεϊκοῦ φωτισμοῦ ὑπεροχώτερος καὶ ὑψηλότερος πολλῶν πατριαρχῶν καὶ ἐπισκόπων[2], ἐσήκωσε σχεδὸν μόνος τὸ βάρος τῆς ἀντίδρασης ἀπέναντι στὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ἡ ὁποία εἶχε καταλάβει ὅλα τὰ πατριαρχεῖα, γιὰ κάποιο διάστημα καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ὅπως τώρα ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει καταλάβει τὴν πλειονότητα τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν μὲ συνοδική του κατοχύρωση στὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης. Ἀκόμη καὶ οἱ αὐτοκράτορες εἶχαν πεισθῆ ὅτι γιὰ νὰ ἐπικρατήσει εἰρήνη καὶ ἑνότητα καὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸ κράτος ἔπρεπε νὰ παύσει νὰ ἀντιδρᾶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος, τὴν θεολογικὴ γραμμὴ τοῦ ὁποίου ἀκολουθοῦσε μεγάλο μέρος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. Ἔπρεπε εἴτε μὲ τὴν πειθὼ εἴτε μὲ τὴν βία νὰ δεχθεῖ τὸ συμβιβαστικὸ καὶ διπλωματικὸ κείμενο τοῦ «Τύπου», ὅπως ὀνομάσθηκε τὸ ἔγγραφο ποὺ ἑτοίμασαν οἱ θεολόγοι τοῦ αὐτοκράτορος Κώνσταντος Β´, ἐγγονοῦ τοῦ Ἡρακλείου, στὶς αὐλὲς τῶν ἀνακτόρων καὶ τοῦ Πατριαρχείου, σὰν τὰ διπλωματικὰ κείμενα ποὺ ἑτοίμασε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε τώρα ὄχι μὲ μία αἵρεση ἀλλὰ συλλήβδην μὲ ὅλους τοὺς αἱρετικούς. Οἱ ἐπίσκοποι τῆς τότε διπλωματικῆς θεολογίας σταλμένοι ἀπὸ τὸν πατριάρχη στὸν τόπο φυλακίσεως τοῦ Ἁγίου Μαξίμου προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἐκφοβίσουν ὅτι μὲ τὴν ἄκαμπτη καὶ ἀνυποχώρητη στάση του ἀπέναντι σὲ ὅ,τι ἀποφάσισαν ὅλες οἱ τοπικὲς ἐκκλησίες, μὲ τὴν διακοπὴ κοινωνίας, βγάζει τὸν ἑαυτό του ἐκτὸς Ἐκκλησίας, φεύγει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι παραδειγματικὴ καὶ καθοδηγητικὴ διαχρονικὰ ἡ ἀπάντηση τοῦ Μεγάλου Θεολόγου καὶ Ὁμολογητοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δὲν βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι τὴν διοικοῦν, οἱ πατριάρχες, οἱ ἐπίσκοποι, οἱ σύνοδοι, ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ σωτήρια ὁμολογία τῆς πίστεως. Τὶς συνόδους δὲν τὶς νομιμοποιεῖ ὁ συγκαλῶν καὶ οἱ συγκαλούμενοι, ἀλλά «ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης». Παραθέτουμε τὸ ἡρωϊκὸ ὁμολογητικὸ κείμενο: «Ἔφασκον δ᾽ οἱ ἀφιγμένοι πρὸς τοῦ πατριάρχου ἐστάλθαι· οἳ καὶ ταῦτα, ὡς εἶχον, προὔτειναν τῷ ἁγίῳ· “Ποίας εἶ, φασίν, ὦ οὗτος, Ἐκκλησίας;”. Αὐτοῖς γὰρ τοῖς ἐκείνων χρήσομαι ρήμασι· “Βυζαντίου, Ρώμης, Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων; Ἰδοὺ πᾶσαι μετὰ τῶν ὑπ᾽ αὐτὰς ἐπαρχιῶν ἡνώθησαν. Εἶ τοίνυν εἶ τῆς Καθολικῆς καὶ αὐτὸς Ἐκκλησίας, ἑνώθητι, μήπως ξένην ὁδὸν τῷ βίῳ καινοτομῶν, πάθῃς ἅπερ οὐ προσδοκᾶς”. Πρὸς οὓς ὁ μακάριος πῶς ἂν εἴποις ἐπικαίρως καὶ συνετῶς ἀποκρίνεται: “Καθολικὴν Ἐκκλησίαν, τὴν ὀρθὴν καὶ σωτήριον τῆς πίστεως ὁμολογίαν, ὁ Κύριος εἶναι εἰπών, ἐπὶ τούτῳ καὶ Πέτρον καλῶς ὁμολογήσαντα, ἐμακάρισεν”»[3]. Σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἀνακρίσεως, λόγου γενομένου περὶ συνόδων καὶ περὶ τῆς κανονικῆς ἢ μὴ κανονικῆς συγκλήσεώς τους, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἔθεσε τὸ οὐσιαστικὸ κριτήριο γιὰ νὰ θεωρηθεῖ μία σύνοδος ὀρθόδοξη. Εἶπε ὅτι ὁ εὐσεβὴς κανόνας τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖ ἅγιες καὶ ἔγκυρες συνόδους ἐκεῖνες ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν ὀρθότητα τῶν δογμάτων: «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανὼν ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν»[4]. Στὴν κατηγορία ὅτι μὲ τὴ στάση του προκαλεῖ σχίσμα, ὅπως κατηγοροῦν καὶ ἐμᾶς τώρα, ὅσους ἀπορρίπτουμε τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ἀπήντησε λέγοντας μὲ ἐρωτηματικὸ λόγο: «Ἂν αὐτὸς ποὺ λέγει ὅσα διδάσκουν ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες σχίζει τὴν Ἐκκλησία, τί θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι διαπράττει εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας αὐτὸς ποὺ ἀναιρεῖ τὰ δόγματα τῶν Ἁγίων, ἄνευ τῶν ὁποίων δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία;»[5].
Στὴν ἴδια γραμμὴ βαδίζει μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ αἰῶνες, τὸν 14ο αἰώνα, ὁ μεγάλος Ἡσυχαστὴς καὶ Ὁμολογητής, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ ἀσυγκρίτως μεγαλύτερος θεολόγος τῆς δεύτερης χιλιετίας. Μὲ βαρύτατους χαρακτηρισμούς, χωρὶς τὶς φράγκικες δυτικὲς ψευτοευγένειες, ἐπικρίνει ὡς ψεύτη τὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο, ὁ ὁποῖος ἔγραψε ἕνα γράμμα πρὸς τὸν πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, ὅπου ἐπιβεβαίωνε τὴν ἀντίθεσή του πρὸς τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, γεμᾶτο ἀπὸ ἀνακρίβειες καὶ ψεύδη. Στὸ γράμμα του ὁ πατριάρχης Ἰγνάτιος ἀναχωρώντας ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ἔγραφε ὅτι ἐπιστρέφει στὴν ἐκκλησία του, στὴν Ἀντιόχεια, τὴν ὁποία ἔλαβε ὡς κλῆρο μὲ τὴ Χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως νομίζουν καὶ ἰσχυρίζονται καὶ σήμερα ὅσοι καταλαμβάνουν ἐπισκοπικούς, ἀρχιεπισκοπικοὺς καὶ πατριαρχικοὺς θρόνους. Ἔγραφε: «Ἀπέρχεται ἡ μετριότης ἡμῶν εἰς τὴν ἐκκλησίαν αὐτῆς, ἣν Χριστοῦ Χάριτι γνησίως κεκλήρωται». Θυμωμένος ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γιὰ τὴν ὑποστήριξη τοῦ πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα καὶ τὶς ἐναντίον του ἀβάσιμες καὶ ἀθεολόγητες κατηγορίες, διερωτᾶται κατ᾽ ἀρχὴν ποιά σχέση, ποιά μερίδα στὴν Ἐκκλησία, ποιά διαδοχὴ καὶ κληρονομιὰ στὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ ἔχει αὐτός «ὁ συνήγορος τοῦ ψεύδους», διαδοχὴ στὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι «στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας», καὶ ποὺ διαμένει διηνεκῶς ἀσφαλὴς καὶ ἀκράδαντη, στηριγμένη σταθερὰ πάνω σὲ ἐκεῖνα ποὺ ἔχει στηριχθῆ ἡ ἀλήθεια. Ἀποφθεγμα-τικὰ λέγει στὸν αἱρετίζοντα πατριάρχη ὅτι εἶναι ξένος πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ἐκτὸς Ἐκκλησίας, διότι «οἱ τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί». Ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια· ὅσοι δὲν εἶναι μὲ τὴν ἀλήθεια εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Διαψεύδουν λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς τους, λέγουν ψέμματα, ὅσοι ἀποκαλοῦν τοὺς ἑαυτούς των καὶ ἀλληλοεπικαλοῦνται ποιμένες καὶ ἀρχιποιμένες, ὅταν δὲν ὀρθοδοξοῦν. Γιατὶ ὁ Χριστιανισμὸς δὲν λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψιν τὰ πρόσωπα ἀλλὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως: «Μηδὲ γὰρ προσώποις τὸν Χριστιανισμόν, ἀλλ᾽ ἀληθείᾳ καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα»[6].
Δὲν εἶναι παραδειγματικὴ καὶ καθοδηγητικὴ ἡ παρρησία, ἡ τόλμη, ἡ σταθερὴ καὶ ἀνυποχώρητη στάση ἑνὸς ἁπλοῦ μοναχοῦ τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, καὶ ἑνὸς ἁπλοῦ παπᾶ, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, πρὶν γίνει μητροπολίτης Θεσσαλονί-κης, ἀπέναντι στὴν πανίσχυρη ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτικὴ ἡγεσία; Ἀμφέβαλλαν καθόλου γιὰ τὸ ποῦ βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία, γιὰ τὸ ποιὸς φεύγει ἀπὸ τὴν Ἐκκλη-σία καὶ ποιὸς προκαλεῖ σχίσματα; Δὲν ἐπίστευαν ὅτι οἱ αἱρετικοὶ φεύγουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἐκφράσει, νὰ ἐκπροσωπήσει ἀκόμη καὶ ἕνας μοναχός, ἀκόμη καὶ ἕνας παπᾶς, ὅταν ἐκφράζουν καὶ ἐκπροσωποῦν τὴν Ἀλήθεια;
- Σταθερή, συνεπὴς καὶ ἀξιόπιστη ἡ θέση τῶν ἀγωνιζομένων
Ἡ κατ᾽ οἰκονομίαν ἀναβολὴ ἐπὶ μερικὰ ἔτη τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου, μὲ στόχο τὴν ἐνημέρωση τῶν ἀκατήχητων καὶ ἀγνοούντων Ὀρθοδόξων πιστῶν, δὲν σημαίνει ὅτι θὰ ἀκυρώσουμε τὴν ἀκρίβεια αὐτῶν ποὺ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες διδάσκουν. Ἤδη στὰ Πορίσματα τοῦ μεγάλου Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου ποὺ ὀργάνωσαν στὴν Θεσσαλονίκη τὸ 2004 τό «Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας», τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. καὶ ἡ «Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν» γράφαμε:
«Νὰ διατρανωθεῖ πρὸς τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἡγεσίες ὅτι σὲ περίπτωση ποὺ ἐξα-κολουθήσουν νὰ συμμετέχουν καὶ νὰ ἐνισχύουν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενι-σμοῦ, διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ, ὁ ἐπιβεβλημένος σωτήριος, κανονι-κὸς καὶ ἁγιοπατερικὸς δρόμος τῶν πιστῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, εἶναι ἡ ἀκοινω-νησία, ἡ διακοπὴ δηλαδὴ τοῦ μνημοσύνου τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται συνυπεύθυνοι καὶ συγκοινωνοὶ τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης. Δὲν πρόκειται περὶ σχίσματος, ἀλλὰ περὶ θεαρέστου ὁμολογίας, ὅπως τὸ ἔπραξαν παλαιοὶ Πατέρες, ἀλλὰ καὶ στὶς ἡμέρες μας ὁμολογηταὶ ἐπίσκοποι, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ γεραρὸς καὶ σεβαστὸς μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Αὐγουστῖνος, καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος»[7].
Καὶ στὴν ἱστορική «Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» ποὺ συνετά-γη καὶ ἐκυκλοφορήθη τὸ 2009 ἀπὸ τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μο-ναχῶν», ὑπογραφεῖσα ἀπὸ πλειάδα ἀρχιερέων, ἑκατοντάδες κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ χιλιάδες πιστῶν γράψαμε:
«Αὐτὴν τὴν παναίρεση (=τοῦ Οἰκουμενισμοῦ) ἔχουν ἀποδεχθῆ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων πολλοὶ πατριάρχες, ἀρχιεπίσκοποι, ἐπίσκοποι, κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί. Τὴν διδάσκουν “γυμνῇ τῇ κεφαλῇ”, τὴν ἐφαρμόζουν καὶ τὴν ἐπιβάλλουν στὴν πράξη κοινωνοῦντες παντοιοτρόπως μὲ τοὺς αἱρετικούς, μὲ συμπροσευχές, ἀνταλλαγὲς ἐπισκέψεων, ποιμαντικὲς συνεργασίες, θέτοντες οὐσιαστικῶς ἑαυ-τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Ἡ στάση μας ἐκ τῶν συνοδικῶν κανονικῶν ἀποφάσεων καὶ ἐκ τοῦ παραδείγματος τῶν Ἁγίων εἶναι προφανής. Ὁ καθένας πρέπει νὰ ἀναλάβει τὶς εὐθύνες του»[8].
- Ἀντὶ τοῦ «ἀποτείχιση» καλύτερα νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸν ὅρο «διακοπὴ μνημοσύνου»
Ἔχει ἀποδειχθῆ ὅτι ὁ ὅρος «ἀποτείχιση», ἐνῶ εἶναι ὀρθὸς καὶ κανονικός, δημιουργεῖ παρεξηγήσεις καὶ δίνει λαβὴ στοὺς κακοπροαίρετους νὰ τοῦ δίνουν ἐννοιολογικὲς προεκτάσεις τὶς ὁποῖες δὲν ἔχει. Πάντως καὶ μέσα στὸν κανόνα τὸ ἐννοιολογικὸ κύριο βάρος πέφτει στὴν διακοπὴ τῆς κοινωνίας, τοῦ μνημοσύνου, ποὺ εἶναι περιορισμένη καὶ ξεκάθαρη ἐννοιολογικὰ καὶ δὲν ἐπιτρέπει παρερμη-νεῖες καὶ προεκτάσεις. Ἡ ἔννοια τοῦ τείχους ἐπιτρέπει π.χ. στοὺς οἰκουμενιστὰς νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι ὑψώνεται τεῖχος ποὺ χωρίζει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐνῶ, ὅπως δείξαμε, τὸ τεῖχος ὑψώνεται γιὰ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς ψευδεπισκόπους. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ἀποτείχιση» δὲν ἀπαντᾶται σὲ θεολογικὰ λεξικὰ καὶ πίνακες ἐννοιῶν στὰ σχετικὰ θεολογικὰ καὶ νομοκανονικὰ ἔργα. Εἶναι σχετικῶς νεώτερη ἡ χρήση του, καὶ πρέπει ἀντὶ αὐτοῦ νὰ χρησιμο-ποιεῖται ὁ ὅρος «Διακοπὴ κοινωνίας» καὶ καλύτερα «Διακοπὴ μνημοσύνου». Στὸ Ἅγιον Ὄρος μετὰ τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση καὶ τὴν διακοπὴ τοῦ μνημο-σύνου ὅσων ἐδέχθησαν τὸ Νέο Ἡμερολόγιο, ἡ διάκριση δὲν γινόταν μεταξὺ «ἀποτειχισμένων» καί «μὴ ἀποτειχισμένων» ἀλλὰ μεταξὺ «μὴ μνημονευόντων» καί «μνημονευόντων». Τό «μνημονεύοντες» καὶ «μὴ μνημονεύοντες» ταιριάζει καὶ σήμερα καὶ δυσκολεύει ὅσους θέλουν νὰ παρουσιάσουν τοὺς «μὴ μνημονεύ-οντες» ὡς σχισματικούς, διότι αὐτοὶ δὲν προβαίνουν σὲ καμμία σχισματικὴ ἐνέργεια, ἁπλῶς δὲν μνημονεύουν τοὺς αἱρετικοὺς ἢ αἱρετίζοντες ἐπισκόπους.
[1]. Λόγος 28ος, Θεολογικὸς 2ος, 2, ΕΠΕ. 4, 3G: «Εἰ δέ τις θηρίον ἐστὶ πονηρὸν καὶ ἀνήμερον καὶ ἀνεπίδεκτον πάντη λόγων θεωρίας καὶ θεολογίας, μὴ ἐμφωλευέτω ταῖς ὕλαις κακούργως καὶ κακοήθως, ἵνα τινὸς λάβηται δόγματος ἠ ρήματος, ἀθρόως προσπηδῆσαν, καὶ σπαράξη τοὺς ὑγιαίνοντας λόγους ταῖς ἐπηρείαις, ἀλλ᾽ ἔτι πόρρωθεν στηκέτω καὶ ἀποχωρείτω τοῦ ὄρους, ἢ λιθοβοληθήσεται καὶ συντριβήσεται καὶ ἀπολεῖται κακῶς κακάς».
[2]. Εἰς τὸν βίον καὶ τὴν ἄθλησιν τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ὁμολογητοῦ Μαξίμου, 14, PG 90, 81-84: «Διὰ τοῦτο παντὶ τρόπῳ ἐκείνους παρέθηγε· συνεκρότει, λόγοις ἤλειφε πρὸς ἀνδρείαν, γενναιοτέρου ἐνεπίπλα φρονήματος. Εἰ γὰρ καὶ τῷ θρόνῳ ὑπερεῖχον, ἀλλὰ τήν γε σοφίαν καὶ σύνεσίν, ἐλάττους ἦσαν καὶ ἀποδέοντες· ἵνα μὴ τὴν ἄλλην ἀρετὴν λέγω καὶ τὴν ἐν ἅπασι τοῦ ἀνδρὸς εὔκλειαν. Ὅθεν καὶ λόγοις τε ἦσαν τοῖς ἐκείνου ὑπείκοντες καὶ παραινέσεσιν ἄλλαις καὶ συμβουλαῖς οὕτω πολὺ τὸ ὠφέλιμον ἐχούσαις, ἀναντιρρήτως πειθόμενοι».
[3]. Αὐτόθι, 24, PG 90, 93.
[4]. Ἐξήγησις τῆς κινήσεως, γενομένης μεταξὺ τοῦ κυροῦ ἀββᾶ Μαξίμου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ καὶ τῶν ἀρχόντων ἐπὶ σεκρέτου 12, PG 90, 148.
[5]. Αὐτόθι 5, PG 90, 117: «Ταῦτα αὐτοῦ λέγοντος κράζει ὁ Μηνᾶς· «Ταῦτα λέγων ἔσχισας τὴν Ἐκκλησίαν». Καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· «Εἰ ὁ λέγων τὰ τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ τὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων σχίζει τὴν Ἐκκλησίαν, ὁ ἀναιρῶν τὰ τῶν Ἁγίων δόγματα, τὶ δειχθήσεται τῇ Ἐκκλησίᾳ ποιῶν, ὧν χωρὶς οὐδὲ αὐτὸ τοῦτο, Ἐκκλησίαν εἶναι δυνατόν;»
[6]. Αγιου Γρηγοριου Παλαμα, Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας 3, ἐν Π. Χρηστου, Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. Β´, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 627.
[7]. Τμημα Ποιμαντικησ Και Κοινωνικησ Θεολογιασ Θεολογικησ Σχολησ Α.Π.Θ. καὶ Εταιρεια Ορθοδοξων Σπουδων (ὀργανωταί), Οἰκουμενισμός, Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Πρακτικὰ Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, Αἴθουσα Τελετῶν Ἀριστοτελείου Πανεπιστη-μίου Θεσσαλονίκης, 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, Ἐκδόσεις «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 1029.
[8]. Συναξη Ορθοδοξων Κληρικων και Μοναχων, Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, 2009, σελ. 25.