Τρίτη, 24 Ιουνίου, 2025

Άρθρα. Γραφει ο Κωνσταντίνος Τζέκης Αντιστράτηγος ΕΛΑΣ ε.α.

0 comment 246 minutes read

Άρθρα. Γραφει ο Κωνσταντίνος Τζέκης Αντιστράτηγος ΕΛΑΣ ε.α.

11) ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΓΝΑΤΙΑ

 

 

Με ικανοποίηση ο λαός της Κοζάνης και μάλιστα οι επαγγελματίες της πρέπει να διάβασαν την είδηση για την υπογραφή της προγραμματικής συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ των νομαρχιών που διέρχεται η Εγνατία και συνεπώς και της νομαρχίας Κοζάνης και της ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ.

Όμως για να είναι επιτυχές και αξιοποιήσιμο το τουριστικό αυτό προϊόν, δεν πρέπει να παραμείνουμε στις υπογραφές και να περιμένουνε το Μάννα εξ ουρανού για να γευτούμε τα οφέλη του.  Χρειάζεται να ακολουθήσουμε ορισμένους δρόμους για να αποβεί επ’ ωφελεία η προσπάθεια αυτή των φορέων που ανέλαβαν να υλοποιήσουν αυτή την προοπτική.

Θα πρέπει κατ’ αρχήν να κατανοηθεί ότι ο επισκέπτης που πρέπει να αντιμετωπίζεται ως φίλος και προς Θεού όχι ως τουρίστας, πριν χτυπήσει την πόρτα μας, επισκέφθηκε πάμπολλες περιοχές και γνωρίζει ποιος τον εκμεταλλεύεται και ποιος όχι.

Οι υποδομές των χώρων διαμονής και επίσκεψης, οι προσφερόμενες υπηρεσίες και γενικά η ικανοποίηση των αναγκών του επισκέπτη, πρέπει να είναι πολύ υψηλές και να έχουν τον χαρακτήρα της προσφοράς και όχι της εκμετάλλευσης.

Οι δημόσιοι χώροι πρέπει να είναι καθαροί, να παρέχουν ασφαλείς υποδομές κυκλοφορίας και επαρκούς ενημέρωσης για θέσεις στάθμευσης και να γίνει προσπάθεια ανάδειξης των αξιοθέατων των περιοχών επίσκεψης.

Πρέπει να τοποθετηθούν ευανάγνωστες πληροφοριακές πινακίδες για να πληροφορούν τους επισκέπτες και βέβαια να αναδειχθούν τα αξιοθέατα και οι περιοχές που μπορούν να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των επισκεπτών.

Στον τομέα των πολιτιστικών δράσεων πρέπει να αναδειχθούν τα πολιτιστικά στοιχεία των περιοχών και να προγραμματισθούν πάμπολλες εκδηλώσεις, ώστε να παρέχουν στους επισκέπτες συνεχές και υψηλό επίπεδο θεάματος.

Όλα βέβαια τα παραπάνω είναι τα ευκολότερα των πραγμάτων που πρέπει να γίνουν. Τα δυσκολότερα αναφέρονται στις επιχειρήσεις και στο προσωπικό που θα αναλάβει την εξυπηρέτηση του τουριστικού πακέτου και την νοοτροπία του.

Χρειάζεται εκπαίδευση των τουριστικών παραγόντων, ώστε να αναπτυχθεί τουριστική συνείδηση.

Όμως πάντα θα μου μένει η απορία του καφέ. Όταν ο καφές στην κεντρική πλατεία μας κοστίζει τόσο όσο στην πλατεία Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης, αν όχι περισσότερο, πώς θα πείσεις τον επισκέπτη ότι δεν τον εκμεταλλεύεσαι;

Όταν ο επισκέπτης βρίσκει το απόγευμα του Σαββάτου την αγορά κλειστή, ενώ τα καταστήματα τουριστικών προϊόντων για πώληση ντόπιων εμπορευμάτων, όπως χειροποίητα σκεύη, κουδούνια, άλλα σουβενίρ τοπικού χαρακτήρα, προϊόντα γης, όπως κρόκος, τσάι κλπ, είναι ελάχιστα και σίγουρα ανεπαρκή, όταν δεν υπάρχουν τουριστικοί οδικοί χάρτες βουνών για  τζιπ  ή για πεζοπορία, όταν δεν υπάρχουν ούτε καν κάρτες με αξιοθέατα της περιοχής, όταν τα καταστήματα εστίασης με παραδοσιακά εδέσματα είναι ελάχιστα, πώς να μιλήσεις και για ποιο τουριστικό προϊόν;

Αν θέλουμε να εκμεταλλευθούμε τις ευκαιρίες ας σηκώσουμε τα μανίκια και ας εργασθούμε όλοι. Και ιδίως ας γίνουμε τουλάχιστον ευγενικοί. Ένα παλιό σλόγκαν του τουρισμού έλεγε «το χαμόγελο αξίζει και δεν κοστίζει». Ας αρχίσουμε λοιπόν από τα μικρά, αφού τα μεγάλα θα αργήσουν να έρθουν.

 

 

10) ΟΙ ΖΟΜΠΙ ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΕΣ

 

Μεθαμφεταμίνη. Ο Κρυσταλλικός θάνατος του αθλητισμού. Η «Τίνα» του αγγλικού κλαμπ. Ένας στους είκοσι Αμερικανούς φοιτητές έχουν δοκιμάσει την ουσία αυτή. Τους «ελκύει» η ψεύτικη πραγματικότητα της μεθαμφεταμίνης. Η ευφορία της αρχικής δόσης, η ψεύτικη αυτοπεποίθηση.

Όταν όμως είναι υπό την επήρεια βλέπουν ότι τους επιτίθενται εξωγήινοι ή βρικόλακες ή τέρατα, δεν έχουν συνείδηση του χώρου και επειδή η μαστούρα τους κρατάει μισή μέρα βρίσκονται σε μεγάλους κινδύνους.

Μπορεί παραδείγματος χάριν να βλέπουν ότι τους κυνηγάνε Μουζαχεντίν και να εγκαταλείψουν το σπίτι τους ή το αυτοκίνητό τους και να αρχίζουν να τρέχουν στο πουθενά αψηφώντας όλους τους κινδύνους.

Από την μεθαμφεταμίνη επηρεάζεται η κρίση και η συμπεριφορά του χρήστη, καθώς συνδυάζει τη υπερκινητικότητα της κοκαΐνης και τις παραισθήσεις του LSD. Γι’ αυτό και θεωρείται ένα από τα πιο επικίνδυνα ναρκωτικά. Και δυστυχώς με την πρώτη ο χρήστης είναι εθισμένος. Ο χρήστης καθώς ζει στην παράνοια βλέπει τρομακτικά πράγματα και νιώθει ότι τον απειλούν χίλιοι κίνδυνοι.

Η μεθαμφεταμίνη κατασκευάσθηκε από τον Ιάπωνα χημικό Ναγκάι το έτος 1893 από την ουσία των σπορ, την εφεδρίνη.

Και ενώ ήταν ξεχασμένη χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από τους Ιάπωνες καμικάζι. Ηρωισμός λοιπόν ή παραισθήσεις ναρκομανών, ήταν ο ηρωισμός των Ιαπώνων;

Αυτή την ουσία τάιζαν τους υποψήφιους Ολυμπιονίκες της άρσης βαρών. Πρέπει να γίνει κατανοητό. Μέσα στον αθλητισμό ευδοκιμούν όλα. Ορμόνες, διεγερτικά, ναρκωτικά, όλα. Στον χώρο του αθλητισμού πληθαίνουν τα κρούσματα με το ναρκωτικό μεθαμφεταμίνη. Και όταν ο «αθλητής» αποσυρθεί τα αποτυπώματα της ουσίας είναι παντού εμφανή.

Και οι παρενέργειες οι χειρότερες από όλα τα ναρκωτικά. Οι χρήστες γίνονται ζόμπι. Μεταλλάσσονται ολοκληρωτικά. Και δεν είναι μόνο η αλλαγή της φωνής τους, η τριχοφυΐα, η βίαιη συμπεριφορά τους και τα συμπτώματα που προαναφέραμε. Στους χρήστες αυτούς παρατηρούνται σημάδια στο πρόσωπό τους και στο σώμα τους. Επειδή οι χρήστες ξύνονται, σαν τις μαϊμούδες, τόσο έντονα, προκαλούν τραύματα στο σώμα τους.

Αυτές τις ουσίες πληρώναμε από το υστέρημά μας για τους «α(θ)ληταράδες» μας. Για να τους χειροκροτήσουμε στο βάθρο ναρκομανείς και Ολυμπιονίκες. Και ζόμπι.

 

 

 

9) ΠΥΡΡΟΣ ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ  .. ΜΕΓΑΣ

 

Δυστυχείς οι λαοί που έχουν ιστορία και την αγνοούν. Έλεγε το ρητό της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Θα συμπλήρωνα όχι μόνο δυστυχείς αλλά και βλάκες. Αφορμή δεν παίρνω μόνο από τις κλοπές του κρατιδίου που θέλει να σφετερισθεί την ιστορία γειτονικού του λαού, αφού έτσι και αλλιώς οι πρόγονοι του κρατιδίου αυτού βοσκούσαν τάρανδους και Βίσονες όταν οι Έλληνες είχαν ανακαλύψει τον αληθινό θεού πριν ακόμη ενσαρκωθεί ο Θεός. Αφορμή παίρνω  και από την παράλληλη και όμοια συμπεριφορά του άλλου γείτονα μας της Αλβανίας που μετά τον Καστριώτη που τον μετονόμασε σε Σκεντέρμπεη και τον έχει εθνικό της ήρωα – πάντως δεν θα μπορούσε να τους τιμωρήσει η ιστορία σκληρότερα για την ασέβειά της αυτή αφού Σκεντέρ μπέης σημαίνει Ισκεντέρ που είναι η ονομασία του Αλέξανδρου και έτσι θέλοντας και μη επιβεβαιώνει το ελληνικό όνομα του Καστριώτη, σαν να λέμε Καστριώτης ο Έλληνας- προσπαθεί να καπηλευθεί τον Βασιλιά της Ηπείρου του Πύρρου, ότι δήθεν είναι βασιλιάς των Μολοσσών και οι Μολοσσοί είναι Αρχαίοι Αλβανοί και δεν συμμαζεύεται.

Όμως ποιος είναι ο ηγέτης αυτός που μεσουράνησε αμέσως μετά τον Μέγα Αλέξανδρο; Ποια είναι η καταγωγή του; Ποια είναι η δράση του και τι κατόρθωσε;

Η σημαντικότερη περίοδος στην ιστορία της αρχαίας Ηπείρου είναι η περίοδος της βασιλείας του Πύρρου, μια περίοδος εξαιρετικά πολυκύμαντη λόγω της εκρηκτικής προσωπικότητας του ιδίου.

Η συμμαχία των Ηπειρωτών υπό την κυριαρχία των Μολοσσών βασιλέων, συνετέλεσε ώστε το κράτος να αποκτήσει όχι μόνο την μεγαλύτερη του έκταση, αλλά να γίνει μια από τις πρωτεύουσες δυνάμεις του κόσμου, που αναδύθηκαν από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Μολοσσοί. Λαός της αρχαιότητας που κατοικούσε στην περιοχή που εκτεινόταν από το λεκανοπέδιο της σημερινής λίμνης των Ιωαννίνων ως τα σύνορα Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Κέντρο των Μολοσσών ήταν η Δωδώνη. Βασίλευσε εκεί για πρώτη φορά ο Νεοπτόλεμος ή Πύρρος. Το κράτος των Μολοσσών έγινε πολύ ισχυρό και έφτασε σε μεγάλη ακμή κατά τον 5ο αι. π.Χ., όταν βασιλιάς ήταν ο Άδμητος. Στον πελοποννησιακό πόλεμο συμμάχησαν με τους Αθηναίους. Μετά τον πελοποννησιακό πόλεμο πρωτεύουσα έγινε η Αμβρακία. Τότε οι Μολοσσοί δημιούργησαν πολλές αποικίες και ήρθαν σε επαφή με τους Κορινθίους. Το κράτος άρχισε να παρακμάζει από το 2ο αι. π.Χ., οπότε διασπάστηκε σε άλλα μικρότερα. Το 168 π.Χ. υποδουλώθηκε στους Ρωμαίους.

Ο Πύρρος γεννήθηκε το 319, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ήταν εξάδελφός του, αφού ο πατέρας του Πύρρου, Αιακίδης και η μητέρα του Αλέξανδρου, Ολυμπιάδα, ήταν πρώτα εξαδέλφια. Ο Αιακίδης, βασιλιάς των Μολοσσών και η γυναίκα του Φθία, από επιφανή οικογένεια της Θεσσαλίας, είχαν επίσης δύο κόρες, την Δηιδάμεια και την Τρωάδα. Ο Πύρρος, μόλις δύο χρονών, φυγαδεύεται από την Ήπειρο, λόγω καθαίρεσης του πατέρα του από τους υπηκόους του. Δώδεκα χρόνων ανακτά τον θρόνο του και ύστερα από πέντε χρόνια καθαιρείται όταν απουσίαζε από το βασίλειό του και καταφεύγει στον άνδρα της αδελφής του Δηιδάμειας, Δημήτριο Πολιορκητή. Στην αποφασιστική μάχη των διαδόχων του Αλέξανδρου που έγινε στην Ιψό (σημερινό Σιψίν) το 301, ο νεαρός τότε Πύρρος πολέμησε γενναιότατα στο πλευρό του γαμβρού του. Παρά την δυσμενή έκβαση της μάχης, ο νεαρός Πύρρος δεν εγκαταλείπει τον Δημήτριο, τον ακολουθεί στην Ελλάδα και αναλαμβάνει την προστασία ορισμένων πόλεων που του εμπιστεύεται ο γαμβρός του.

Μετά τον θάνατο της Δηιδάμειας, ο Δημήτριος στέλνει όμηρο τον Πύρρο στην Αίγυπτο στην αυλή του Πτολεμαίου το 299.

Στην Αλεξάνδρεια ο Πύρρος κέρδισε την εκτίμηση του Πτολεμαίου, για τα χαρίσματά του, ψυχικά, πνευματικά και την ανδρεία του. Η επιρροή που είχε στην αυλή του Βασιλιά, συνετέλεσε στο να νυμφευθεί την Αντιγόνη, κόρη της Βασίλισσας Βενερίκης και να υποστηριχθεί από τον Πτολεμαίο πολύπλευρα, χάρη στην οποία επανέρχεται στην Ήπειρο ως συμβασιλέας το 297 και σύντομα μόνο του. Για λόγους πολιτικούς και ακολουθώντας τα χνάρια του Φιλίππου και του Αλέξανδρου, εφαρμόζει την πολυγαμία και μετά τον θάνατο της Αντιγόνης, από την οποία απέκτησε ένα γιο τον Πτολεμαίο, παντρεύεται πρώτα την Λάνασσα κόρη του Βασιλιά των Συρακουσών Αγαθοκλή που του δίνει προίκα την πόλη της Κέρκυρας, με την οποία αποκτά ένα γιο τον Αλέξανδρο και κατόπιν παντρεύεται δύο κόρες γειτόνων βαρβάρων Βασιλέων. Από τη μια θα γεννηθεί ο Έλενος.

Tο έτος 295 εκμεταλλευόμενος τις έριδες για την διαδοχή στο θρόνο της Μακεδονίας, επεμβαίνει και χωρίς να συγκρουσθεί αυξάνει σημαντικά την έκταση του κράτους του, κατακτώντας την φημισμένη Κορινθιακή αποικία Αμβρακία, την οποία ο Πύρρος κόσμησε με καλλιτεχνήματα και την κατέστησε Πρωτεύουσα του κράτους του, μέχρι την πτώση της Βασιλείας του, το 232.

Μαζί με την Κέρκυρα που όπως είπαμε την απέκτησε ως προίκα, το Βασίλειο του Πύρρου, περιελάμβανε τις δύο μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις του Ιονίου.

Την ίδια εποχή, το 294, ο Δημήτριος Πολιορκητής γίνεται κύριος της Μακεδονίας. Έτσι η γειτνίαση των δύο άξεστων και ικανών Βασιλιάδων θα σημάνει την έναρξη ενός  κύκλου συγκρούσεων, αφού ο θάνατος της Δηιδάμειας, ακύρωσε την συγγενική σχέση των δύο ανδρών.

Η κατάσταση παίρνει σοβαρή τροπή σε βάρος του Πύρρου, όταν η σύζυγός του Λάνασσα τον εγκαταλείπει και παντρεύεται τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, κουβαλώντας μαζί της και το προικώο της, την Κέρκυρα.  Σ’ αυτήν ο Δημήτριος εγκαθιστά αμέσως Μακεδονική φρουρά και έτσι ο Πύρρος έχει Ανατολικά και Δυτικά του τον ίδιο αντίπαλο και αισθάνεται περικυκλωμένος.

Στον συνασπισμό του Πτολεμαίου της Αιγύπτου και του Βασιλιά της Θράκης Λυσιμάχου, συμμετέχει και ο Πύρρος, στην προσπάθειά του να αποκτήσει πλεονέκτημα. Πράγματι κατορθώνει να εκδιώξει τον Δημήτριο από το μεγαλύτερο μέρος των κτήσεών του και έτσι ο Πύρρος στέφεται Βασιλιάς της Μακεδονίας και το έτος 288, γίνεται κυρίαρχος και της Θεσσαλίας και σχεδόν του μεγαλύτερου μέρους του Ελλαδικού  χώρου. Όχι όμως για πολύ αφού ο Λυσίμαχος της Θράκης με τον στρατό του και την προπαγάνδα, τον εκδιώκει από την Μακεδονία και την Θεσσαλία. Σε λίγο με στρατό και ελέφαντες ξεκινά την εκστρατεία του στη Δύση.

Ο Πύρρος δεν ήταν αυτός που πρώτος συνέλαβε την ιδέα να κατακτήσει την Δύση. Προηγήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος, που είχε σχεδιάσει την επέκταση του Μακεδονικού Κράτους προς δυσμάς, προκειμένου να γίνει κυρίαρχος πάσης της γης. Μετά τον θάνατό του οι διάδοχοι δεν είχαν χρόνο να σκεφθούν την συνέχιση του έργου του Μ. Αλεξάνδρου, απασχολημένοι με τις διαρκείς διαμάχες μεταξύ τους.

Ο Πύρρος που θεωρούσε τον εαυτό του ότι ήταν ο διάδοχος του Μεγάλου Στρατηλάτη,  ασχολήθηκε με τα μεγαλόπνοα σχέδια κατάκτησης της Δύσης. Έστρεψε τα βλέμματά του προς την Ιταλία και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία. Οφείλουμε βέβαια να παραδεχθούμε ότι στρέφοντας την προσοχή του προς την Ιταλία, εγκατέλειψε τα σχέδια του για να ασχοληθεί εκ νέου με τον θρόνο της Μακεδονίας.

Οι Ιστορικοί παραδέχονται ότι παρά το νεαρό της ηλικίας του και τον αψύ χαρακτήρα του, δεν ρίσκαρε την ανακατάληψη του Μακεδονικού θρόνου και την επίθεσή του εναντίον του Πτολεμαίου Κεραυνού, υπολογίζοντας εκτός των άλλων και το κόστος της διάβασης της οροσειράς της Πίνδου, έναντι του εύκολου ναυτικού δρόμου προς δυσμάς, με ορμητήριό του την Κέρκυρα που μόλις είχε καταλάβει. Άλλωστε τους Μακεδόνες ελάχιστα τους εμπιστεύονταν αφού είχε πικρή εμπειρία από τις προηγούμενες επεμβάσεις του, ενώ τον προσήλκυε το δέλεαρ των πλούσιων πόλεων της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, σε συνδυασμό με την ελάχιστες και ομιχλώδεις πληροφορίες που είχε για την ισχύ της Ρώμης.

Την περίοδο αυτή, το έτος 281 π.Χ. δέχθηκε απρόσμενα την πρόσκληση των Ταραντίνων, οι οποίοι ζήτησαν την βοήθειά του.

Την εποχή εκείνη οι Ελληνικές πόλεις της Δύσης ήταν εύπορες και ο Πύρρος υπολόγιζε σοβαρά στη βοήθειά τους. Ο Πύρρος υπολόγιζε ότι μπορούσε να τις ενώσει και να τις χρησιμοποιήσει ως ορμητήριο στις ενέργειές του. Σκοπός του και όνειρό του, ήταν η κυριαρχία του ελληνισμού στη δύση και η μεταφορά του ελληνικού πολιτισμού σ’ αυτήν, παράλληλα με το έργο του Μ. Αλέξανδρου προς Ανατολάς.

Στις αρχές του 3ου αιώνα, οι Ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας ευημερούσαν, αλλά είχαν εισέλθει στο στάδιο της παρακμής. Ο Τάρας, πόλη κυρίως εμπορική ασκούσε τολμηρή πολιτική κηδεμονία σε διάφορες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας. Για να αντιμετωπίσει τις κατά καιρούς βαρβαρικές επιθέσεις, καλούσε κατά καιρούς ξένους ηγεμόνες ως συμμάχους.  Το φθινόπωρο του 282 π.Χ. εμφανίσθηκε ξαφνικά μοίρα δέκα ρωμαϊκών πλοίων στο λιμάνι του Τάραντα, παραβαίνοντας υφιστάμενη συμφωνία. Τα πλοία προφασίσθηκαν ότι πραγματοποιούσαν επίσκεψη εθιμοτυπίας, αλλά στην πραγματικότητα ο σκοπός τους ήταν η ανατροπή του καθεστώτος του Τάραντα.

Οι Ταραντίνοι αντέδρασαν άμεσα. Επιβιβάσθηκαν στα πλοία τους και

ανοιχτά του κόλπου καταναυμάχησαν τα ρωμαϊκά πλοία.

Το επεισόδιο σήμανε συναγερμό καθώς η ενέργεια των Ρωμαίων θεωρήθηκε ωμή παρέμβαση στα εσωτερικά του Τάραντα, αλλά και η ενέργεια των Ταραντίνων θεωρήθηκε από τους Ρωμαίους σκληρή απάντηση σε μια αβλαβή διέλευση των πλοίων τους.

Τα γεγονότα που επακολούθησαν έπεισαν τους Ταραντίνους ότι οι Ρωμαίοι επιδίωκαν την  κατάληψη της πόλης και από εκεί χρησιμοποιώντας το λιμάνι τους ως ορμητήριο, επιδίωκαν να καταλάβουν την Σικελία και τις ευημερούσες εκεί ελληνικές πόλεις.

Οι Ταραντίνοι δεν ζήτησαν στρατιωτική βοήθεια από τον Πύρρο, αλλά ικανό στρατηλάτη για να διευθύνει το στρατό τους. « αλλ’ ηγεμόνος έμφρονος και δόξαν έχοντος». Ο Πλούταρχος μαρτυρεί τους λόγους που οι Ταραντίνοι ζήτησαν την βοήθεια του Πύρρου. « Ταραντίνοι εβουλεύοντο ποιείσθαι Πύρρον ηγεμόνα και καλείν επί τον πόλεμον ως σχολήν άγοντα πλείστον των βασιλέων και στρατηγόν όντα δεινότατον». Βέβαια δεν μπορεί να αποκλεισθεί η άποψη ότι οι  Ταραντίνοι ζήτησαν τη βοήθεια του Πύρρου, αφού γειτνίαζε μ’ αυτούς και σε περίπτωση ανάγκης θα τους ενίσχυε με τα στρατεύματά του.

Μόλις έφθασε το αίτημα των Ταραντίνων, ο Πύρρος κατά την πάγια συνήθεια και πρακτική των ηγετών της εποχής, ζήτησε τον χρησμό του Μαντείου της Δωδώνης και πήρε ευνοϊκή απάντηση.

«Πύρρος πέμψας ες Δωδώνην εμαντεύσατο περί της στρατείας και οι χρησμού ελθόντος, αν εις Ιταλίαν περαιωθεί, Ρωμαίους νικήσειν, συμβαλών αυτόν προς το βούλημα, δεινή γαρ εξαπατήσαι τινα επιθυμία εστίν, ουδέ το έαρ έμειναν».

Οι προτάσεις των πρέσβεων του Τάραντος είχαν άμεσο αποτέλεσμα. Ο Πύρρος αφού στάθμισε την κατάσταση σε Ελλάδα και Ιταλία, οργάνωσε εκστρατευτικό σώμα στο οποίο συμπεριέλαβε ενισχύσεις και από  άλλους ηγεμόνες. Η απόφασή του να περιλάβει και ενισχύσεις από άλλες περιοχές πλην της Ηπείρου, δείχνει την πρόθεση του Πύρρου να προσδώσει πανελλήνιο χαρακτήρα στην εκστρατεία του.

Συμπαρασύροντας και άλλους ηγεμόνες δείχνει την πρόθεση του να τεθεί επικεφαλής τους ως εκπρόσωπος του νέου Μακεδονικού ή ευρύτερα του Ελληνικού κόσμου.

Ενισχύσεις δέχθηκε από τον Αντίγονο τον Γονατά και οικονομική από τον Αντίοχο τον Α΄.

Το σώμα που συγκροτήθηκε ανέρχονταν σε 22.500 πεζούς , 3.000 ιππείς και 20 ελέφαντες. Ο Πύρρος οργάνωσε τον στρατό του παίρνοντας ως πρότυπο τον στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τον πυρήνα του στρατού του αποτελούσε φάλαγγα πεζών διαιρεμένη σε φυλές (Χάονες, Θεσπρωτοί, Μακεδόνες κλπ) και μονάδες μισθοφορικών συμμαχικών στρατευμάτων, ψιλών και ελεφάντων.

Κατά την συνήθεια των ηγεμόνων της εποχής την αποστολή συμπλήρωναν «οι φίλοι» που ήταν πολεμικό  συμβούλιο από πρόσωπα των κατακτηθέντων εδαφών. Βλέπουμε λοιπόν την αναβίωση του θεσμού «των εταίρων» του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Ο Πύρρος επέλεγε τους στρατηγούς του από τους φίλους καθώς και τα μέλη του βασιλικού αγήματος, επίλεκτου τμήματος ιππέων, που είχε σχηματισθεί κατά μίμηση του ομωνύμου τμήματος του Αλέξανδρου.

Τελικά την άνοιξη του 280 π.Χ. ο Πύρρος επικεφαλής του στρατού του απέπλευσε για Ιταλία από την  Απολλωνία.

Οι κάτοικοι του Τάραντα, τον υποδέχθηκαν ως «Στρατηγό αυτοκράτορα»

ο οποίος εν όψει της σύγκρουσης και επειδή διαπίστωσε μαλθακότητα στον τρόπο ζωής των κατοίκων, κήρυξε τον Τάραντα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο Πύρρος έλαβε μέτρα ανύψωσης του ηθικού των κατοίκων και μέτρα πειθαρχίας στο στρατό τους. Σε λίγο χρόνο διοικούσε έναν αξιόλογο στρατό, έτοιμο να αντιμετωπίσει του Ρωμαίους.

Εν τω μεταξύ η είδηση άφιξης του Πύρρου αναστάτωσε τους Ρωμαίους.

Την εποχή αυτή οι Ρωμαίοι, αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα λόγω των συγκρούσεών τους με τους γείτονες Γαλάτες, Τυρρηνούς, Λευκανούς και Σαμνίτες. Όμως προ του κινδύνου κατόρθωσαν να αντιδράσουν και έστειλαν τον ύπατο Βαλέριο Λαιβίνο, επικεφαλής στρατεύματος και με στόχο να αιφνιδιάσουν τον Πύρρο στην   πόλη Ηράκλεια της νοτίου Ιταλίας.

Ο Πύρρος μολονότι υστερούσε αριθμητικά, δεν δίστασε να επιτεθεί στον ύπατο. Στη σύγκρουση που ακολούθησε ο Πύρρος δείχνοντας τα προσόντα του, κατάφερε, αν και αριθμητικά υστερούσε, να τρέψει σε φυγή τον στρατό των Ρωμαίων.

Η μάχη απέδειξε ότι ο Πύρρος υπερτερούσε των αντιπάλων του. Η νίκη ήταν η αιτία να αρθούν οι επιφυλάξεις από μερικές   πόλεις που δίσταζαν να προσχωρήσουν στον Πύρρο και έτσι ο Πύρρος αύξησε τον αριθμό των συμμάχων του.

Οι Ρωμαίοι, μετά την ήττα τους στην Ηράκλεια, απέστειλαν τον ύπατο Φαβρίκιο να διαπραγματευθεί τους αιχμαλώτους. Ο Πύρρος έδειξε μεγαλοψυχία και τους επέστρεψε χωρίς λύτρα. Στη συνέχεια κινήθηκε προς βορρά και έφθασε μέχρι τα περίχωρα της Ρώμης. Δίστασε όμως ή δεν ήταν έτοιμος για την μεγάλη σύγκρουση και υποχώρησε χωρίς πίεση στον Τάραντα. Εκεί εγκατέστησε τον στρατό του σε γειτονικές πόλεις για να διαχειμάσουν. Ο χειμώνας πέρασε με προετοιμασίες και για τους δύο αντιπάλους. Την άνοιξη ο Πύρρο εισέβαλε στην Απουλία. Ο στρατός των Ρωμαίων κινήθηκε νότια με σκοπό να συναντήσει τον Πύρρο  και οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στο Άσκλο. Η σύγκρουση είχε διαφορετική τακτική από την πρώτη. Στην πρώτη σύγκρουση την πρωτοβουλία της επίθεσης την είχαν οι Ρωμαίοι, ενώ στο Άσκλο την πρωτοβουλία την είχαν οι Έλληνες. Το ιππικό των Θεσσαλών και οι ελέφαντες, κατάφεραν να διασπάσουν τον στρατό τω ν Ρωμαίων οι οποίοι ηττημένοι αποσύρθηκαν στα βουνά, ασφαλείς από την αδυναμία των αλόγων και των ελεφάντων να τους ακολουθήσουν.

Άσχετα προς το τυπικά ευνοϊκό αποτέλεσμα για τον Πύρρο, η γενική κατάσταση μετά την μάχη υπήρξε δυσμενής για τις Ελληνικές δυνάμεις. Ενώ μετά την μάχη και την νίκη της Ηράκλειας, άνοιξε ο δρόμος για την κατάκτηση της Ρώμης, η νίκη στο Άσκλο κατέδειξε ότι ο στρατός του δεν μπορούσε να κινηθεί ελεύθερα στην Απουλία. Οι Ρωμαίοι καίτοι νικήθηκαν, μπορούσαν να αντλήσουν δυνάμεις από φιλικές πόλεις του Βορρά, σε αντίθεση με τους Έλληνες που δεν περίμεναν βοήθεια από πουθενά, καθώς «τους αυτόθι συμμάχους αμβλύτερους εώρα».

Οι νίκες του Πύρρου ονομάσθηκαν Πύρρειες, και η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να τονίσουμε τις δυσμενείς επιπτώσεις μιας νίκης ή μιας προσπάθειας, όταν οι παράμετροι είναι δυσμενείς σε σχέση με τα κέρδη του αγώνα.

Μετά τη νίκη στο Άσκλο και την αμηχανία που επικράτησε στο στρατόπεδο του Πύρρου, δύο κακές  ειδήσεις,  έφεραν   σε δυσμενέστερη  θέση τον Πύρρο.

Η μία κακή είδηση ήταν από την Ελλάδα. Ο Βασιλιάς της Μακεδονίας Πτολεμαίος Κεραυνός, ξαφνικά τον χειμώνα του 279 π.Χ. ενώ βρίσκονταν στην πρωτεύουσα του Μακεδονικού κράτους με ολιγάριθμη δύναμη του στρατού του, δέχθηκε επίθεση Γαλατών που ξαφνικά εμφανίσθηκαν στη Μακεδονία. Νικήθηκε και σκοτώθηκε. Επακολούθησε πανικός και αναρχία στη Μακεδονία. Άριστες προϋποθέσεις για τον Πύρρο, μετά τη νίκη στο Άσκλο, να τεθεί εκ νέου επικεφαλής του Μακεδονικού κράτους, εμφανιζόμενος ως σωτήρας του Ελλαδικού χώρου.

Η δεύτερη είδηση ήρθε από την Σικελία. Ο Θοίνων, τύραννος των Συρακουσών και ο Σωσίστρατος, τύραννος του Ακράγαντα, κάλεσαν τον Πύρρο να επέμβει στη Σικελία , για να αντιμετωπίσει τους Καρχηδόνιους που εμφανίσθηκαν στη Σικελία με 120 πλοία. Του πρόσφεραν, μάλιστα, τρεις πόλεις της νήσου, τον Ακράγαντα, τις Συρακούσες και τους Λεοντίνους.

Φαίνεται ότι το δίλημμα του Πύρρου ήταν μεγάλο. Να επιστρέψει στην Ελλάδα και να στεφθεί, εκ νέου, πιθανότατα βασιλιάς της Μακεδονίας, εκδιώκοντας τους Γαλάτες ή να παραμείνει στη Σικελία, όπου τον υποδέχθηκαν οι Ελληνικές πόλεις, ως σωτήρα και ήρωα;

Προτίμησε το δεύτερο. Οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες του Πύρρου δικαιολόγησαν και τις τολμηρότερες ελπίδες του. Οι Καρχηδόνιοι στις συγκρούσεις με τους Έλληνες ηττήθηκαν κρατώντας μόνο σαν βάση τους το απρόσιτο οχυρό Λιλύβαιο.

Ξαφνικά όμως ο Πύρρος μετέβαλε γνώμη και αποφάσισε να αναχωρήσει για την πατρίδα του. Πιθανολογούνται τρεις λόγοι που τον ανάγκασαν να μεταβάλει την γνώμη του. Ο πρώτος λόγος ήταν η αντίδραση ορισμένων ελληνικών πόλεων να συνεισφέρουν για τις στρατιωτικές ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό και μέσα. Ο δεύτερος λόγος ήταν οι απόπειρες ορισμένων πόλεων να συνάψουν σχέσεις και συμφωνίες με τους Καρχηδονίους και το τρίτος λόγος ήταν η σθεναρή αντίσταση των Καρχηδονίων σε συνδυασμό με την ισχυρότατη θέση που κατείχαν στο οχυρό Λιλύβαιο.

Ο Πύρρος διαπίστωσε την μεταστροφή των πραγμάτων σε βάρος του και αποφάσισε το 275 π.Χ. να αναχωρήσει από την Σικελία δίνοντας τέλος σε μια ελπιδοφόρα προσπάθεια ελληνικής παρέμβασης στα πράγματα της Μεγάλης Ελλάδας.

 

 Τα ιερά της Ηπείρου

 

Μια από τις πιο λαμπρές περιόδους της Ιστορίας της Ηπείρου και ειδικότερα του ιερού της Δωδώνης ήταν το πρώτο μισό του τρίτου αιώνα π.Χ. Στο χρονικό διάστημα αυτό έβαλε την σφραγίδα του ο Πύρρος.

Τα ηπειρωτικά φύλλα που έως την περίοδο αυτή ήταν στην περιφέρεια του ελλαδικού κόσμου, εγκατέλειψαν την μακρόχρονη τους απομόνωση και φιλοδοξία τους ήταν να αναμιχθούν ενεργά στις υποθέσεις των Ελληνικών πραγμάτων . Καθοδηγητής και μοχλός της προσπάθειας αυτής ήταν ο Πύρρος, βασιλιάς των Μολοσσών, του σημαντικότερου ίσως φύλλου των Ηπειρωτών.

Στις προηγούμενες αναλύσεις μας είδαμε τον Πύρρο να εισβάλει στην Ελλάδα, να γίνεται ρυθμιστής των Ελληνικών πραγμάτων, να συγκρούεται με τους Ρωμαίους και να τους νικά στην Ιταλία. Παράλληλα αναπτύχθηκε μια εκτεταμένη δραστηριότητα στον καλλωπισμό των πόλεων της Ηπείρου και την ανοικοδόμησή τους.

Ιδιαίτερα το Ιερό Μαντείο της Δωδώνης, αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε όχι μόνο σε θρησκευτικό και μαντικό κέντρο, αλλά και σε κέντρο διοικητικό και βάση της διευρυμένης πολιτικής κοινοπραξίας της «Ηπειρωτικής Συμμαχίας».

Την εποχή αυτή έγινε εξωραϊσμός του ιερού κέντρου και ο ναός του Δία, κατασκευάσθηκαν νέοι ναοί και ιδρύθηκαν νέα  μνημειακά κτίρια που εξυπηρετούσαν πολιτικούς και πολιτιστικούς σκοπούς. Τέτοια ήταν το Βουλευτήριο, το Πρυτανείο και το Θέατρο.

Με τις προσθήκες αυτές, ο χώρος του ιερού γέμισε κτίρια, αλλάζοντας τελείως το αρχέγονο τοπίο του δάσους, χωρίς όμως να παραμορφωθεί ο προσανατολισμός του χώρου που ατένιζε την κοιλάδα μέσω της οποίας εισέρχονταν οι προσκυνητές από την κεντρική και νότιο Ελλάδα.

Η μαντική φηγός (Βαλανιδιά) είχε δεσπόζουσα θέση στην ανατολική πλευρά της υπαίθριας αυλής του ιερού πλάι στο ναό που ήταν αφιερωμένος στο Δία, ενώ περιβάλλονταν από τους υπόλοιπους ναούς που σχημάτιζαν γύρω- γύρο, ημικύκλιο με αμφιθεατρική ανάπτυξη, ενώ το Θέατρο λίγο πιο πάνω προκαλούσε δέος στον εισερχόμενο προσκυνητή.

Ο Πύρρος πρωταρχικό μέλημα ήταν η αναπαλαίωση και η αναβάθμιση του ναού του Δία, ο οποίος αποκτά μνημειακό χαρακτήρα. Ο Παυσανίας, ιστορικός της εποχής, αναφέρει ότι ο Πύρρος υλοποίησε την επιθυμία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος είχε υποσχεθεί, ως «Ηπειρώτης τρων Αιακιδών» την διάθεση υπέρογκου ποσού για τον εξωραϊσμό της Δωδώνης. Ο περίβολος του ναού, που είχε οικοδομηθεί από την Ολυμπιάδα, μητέρα του Αλέξανδρου, όταν βρίσκονταν στην Ήπειρο τον 4ο αιώνα, αντικαταστάθηκε με άλλον πιο ευρύχωρο, διακοσμημένο στο εσωτερικό του με ιωνικές κιονοστοιχίες σε σχήμα Π . Παράλληλα αναμορφώθηκε ο ναός και απέκτησε πέτρινη σκεπή, κατά τις οικοδομικές συνήθειες της περιοχής.

Στους κίονες των στοών ο Πύρρος ανάρτησε τις ρωμαϊκές ασπίδες που ήταν λάφυρα από τις μάχες του στην Ιταλία και από την νίκη του στην Ηράκλεια το 280 π.Χ. με αφιερωματικές επιγραφές: « Βασιλεύς Πύρρος και Ηπειρώται και Ταραντίνοι από Ρωμαίων και των συμμάχων», καθώς και Μακεδονικές ασπίδες λάφυρα του πολέμου και της νίκης του εναντίον του Αντιγόνου στα στενά του Αώου. Με αυτόν τον τρόπο ο Πύρρος, όχι μόνο εξέφραζε όχι μόνο την ευγνωμοσύνη του προς το Μαντείο της Δωδώνης, προς το οποίο είχε απευθυνθεί πριν εκστρατεύσει στην Ιταλία και είχε πάρει ευνοϊκή απάντηση, αλλά και υπενθύμιζε την εναντίον της Δύσης προσπάθεια του, αφού πριν από αυτόν είχε προσπαθήσει χωρίς επιτυχία ο θείος του Αλέξανδρος Α΄ ο Μολοσσός.

Η ανατολική πλευρά του ιερού χώρου ήταν ελεύθερη από κτίσματα, αφού εκεί υπήρχε η «υψίκορμος» βαλανιδιά η κατοικία του Δωδωναίου Δία, ο οποίος κατά την έκφραση του Ησιόδου « ναίει δ’ εν πυθμένι φηγού».Ταυτόχρονα με την αναμόρφωση του ναού του Δία ιδρύονται οι ναοί της Αφροδίτης και του Ηρακλή που πλαισιώνουν το τόξο με επίκεντρο το ναό του Δία.  Ο ναός του Ηρακλή ήταν ο μοναδικός δωρικός ναός στη Δωδώνη με σηκό και τετράστυλο ή εξάστυλο πρόναο. Με το ναό συνδέεται ένα ανάγλυφο από ασβεστόλιθο με παράσταση του αγώνα του Ηρακλή με την υποστήριξη του Ιόλαου εναντίον της Λερναίας Ύδρας.  Η μοναδική για τα αρχαιολογικά δεδομένα της Δωδώνης ανάγλυφη παράσταση από τους άθλους του Ηρακλή μοιραία οδηγεί στην εποχή της Βασιλείας του Πύρρου και στην σύνδεσή του με τον Ηρακλή, τον ήρωα που λάτρευε, αλλά και είχε και προγονικές ρίζες μ’ αυτόν.

Χάριν της ιστορικής αλήθειας παραθέτουμε την πληροφορία σύμφωνα με την οποία ο Μολοσσικός οίκος των Αιακιδών, μετά τον γάμο της Ολυμπιάδος με τον Φίλιππο της Μακεδονίας, πατέρα του Μ. Αλεξάνδρου, είχε συνδεθεί με επιγαμία με τον Μακεδονικό οίκο των Αργεαδών, οι οποίοι θεωρούσαν εαυτούς ως απογόνους του Ηρακλή. Ο Πύρρος ενίσχυσε αυτούς τους γενεαλογικούς δεσμούς με τον δεύτερο γάμο του με την κόρη του Αγαθοκλή, τυράννου των Συρακουσών, ο οποίος επίσης καταγόταν από τον Ηρακλή. Οι ιστορικοί της εποχής παραλληλίζουν  τη Ρώμη μετά την μάχη της Ηράκλειας εναντίον του   Πύρρου  και τη νίκη του, προς την Λερναία Ύδρα. Θεωρείται συνεπώς πιθανό  η αναπαράσταση στο ανάγλυφο της Δωδώνης που αναπαριστά τον Ηρακλή εναντίον της Λερναίας Ύδρας, να υπονοεί τον Πύρρο (Ηρακλή) εναντίον της Ρώμης (Λερναία Ύδρα).

Ο Πύρρος επίσης συνδέεται και με την λατρεία της Αινειάδας Αφροδίτης, την οποία εισήγαγε από τον Έγεστα της Σικελίας.  Σ’ αυτόν πρέπει να οφείλεται η ίδρυση του απλού δίστηλου ναΐσκου, με πρόναο και σηκό, που βρίσκονταν στο δυτικό άκρο της τοποθέτησης των λατρευτικών κτιρίων.   Ο ναός αυτός έχει αποδοθεί στη λατρεία της Αφροδίτης με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα, τη χρονολόγηση του κτιρίου στα τέλη του 4ου και κατά μια άποψη στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. και τη σύνδεση του Πύρρου με την λατρεία της Αινειάδας Αφροδίτης.

Τα ιερά της Ηπείρου

Τα μεγαλόπνοα σχέδια του Αιακίδη Βασιλιά στη Δωδώνη δεν περιορίσθηκαν στον εξωραϊσμό του τεμένους του Δία και στους νεωτερισμούς της λατρείας που εισήγαγε. Το ιερό της Δωδώνης στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. διευρύνθηκε με δυο σημαντικά μνημειακά κτίρια πολιτικού χαρακτήρα. Πρόκειται για το Πρυτανείο, ένα από τα ελάχιστα που έχουν αποκαλυφθεί έως τώρα και το Βουλευτήριο. Το Πρυτανείο βρίσκονταν νοτιοδυτικά του ιερού και αποτελούνταν από μια αίθουσα τετράγωνη με εστία στο κέντρο και μια περίστυλη αυλή με ιωνική στοά.  Το Βουλευτήριο απέναντι από το Πρυτανείο στη νότια πλευρά του λόφου, ανατολικά του θεάτρου , αποτελείται από μια μνημειακή αίθουσα με εμβαδόν 1.260 τ.μ. και μια δωρική στοά στην πρόσοψη. Παρ’ όλο που η ανασκαφή κινείται σε ρυθμούς αργούς,  θεωρείται βέβαιο,  ότι οι σύνεδροι κάθονταν στην ανωφερική θεατρική διαμόρφωση της αίθουσας, ενώ χαμηλά στην επίπεδη πλευρά, θα βρίσκονταν η έδρα των ομιλητών και η κάλπη από λαξευμένη πέτρα για την ψηφοφορία.

Το Πρυτανείο εκπροσωπούσε την διοίκηση του εκτελεστικού σώματος και αποτελούνταν  από εκπροσώπους των Ηπειρωτικών φύλλων, οι οποίοι επόπτευαν την εκτέλεση των νόμων και των ψηφισμάτων.

Στο Βουλευτήριο συνέρχονταν οι εκπρόσωποι της Συμμαχίας των Ηπειρωτών και αργότερα του Κοινού των Ηπειρωτών και έπαιρναν αποφάσεις θεσπίζοντας νόμους και ψηφίσματα, μερικά από τα οποία βρέθηκαν χαραγμένα σε βάθρα μπροστά από τη ανατολική πλευρά  του Βουλευτηρίου και μπροστά από την ιωνική στοά του Πρυτανείου.

Και τα δυο σώματα Βουλευτικό και Εκτελεστικό είχαν την έδρα τους μέσα στο χώρο του πανηπειρωτικού ιερού, γεγονός που αποδεικνύει ότι η Δωδώνη, παράλληλα με τον θρησκευτικό της χαρακτήρα, διαδραμάτισε την εποχή αυτή  σημαντικό πολιτικό ρόλο ως διοικητικό κέντρο της Ηπείρου.

Ατυχώς για την εποχή αυτή, που ήταν η ενδοξότερη περίοδος της Ηπείρου, είναι πενιχρές οι σχετικές φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες μέσω των οποίων θα μπορούσε να τεκμηριωθεί η σύνδεση της κατασκευής των δυο κτιρίων με τον Πύρρο.  Ωστόσο η υπόθεση αυτή θα ήταν ιδιαίτερα δελεαστική αν αναλογισθεί κανείς το φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα του Πύρρου και παράλληλα να ληφθεί υπ’ όψη η αναγκαιότητα ίδρυσης κτιρίων πολιτικού χαρακτήρα εξαιτίας των αναγκών της διευρυμένης την εποχή αυτή Ηπειρωτικής Συμμαχίας.

Η κατασκευή του τεράστιου Βουλευτηρίου και του Πρυτανείου μάλλον συμπίπτει με την μεταφορά από τον Πύρρο της Πρωτεύουσας από τον Πασσαρώνα, για τον οποίο θα ασχοληθούμε εκτενέστερα, που ήταν έως τότε η Πρωτεύουσα των Μολοσσών στη Δωδώνη.

Στα πλαίσια βεβαίως του προσανατολισμού του Πύρρου και της σύνδεσής του με την Ελληνική Παιδεία, εντάσσεται και το Αρχαίο Θέατρο της Δωδώνης που κατασκευάσθηκε στις αρχές του 3ου αιώνα.  Πρόκειται ένα από τα μεγαλύτερα θέατρα της Ελλάδος με χωρητικότητα 17.000 θεατών και φυσικά η κατασκευή του είναι μνημειακή.

Το θέατρο είναι κατασκευασμένο έξω από τον περίβολο του ιερού και ο προσανατολισμός του είναι νότια προς την κοιλάδα.

Το σχέδιο του οικοδομήματος ήταν απλό. Αποτελούνταν από το κοίλον με 55 σειρές εδωλίων την κυκλική ορχήστρα και την σκηνή με τα τετράγωνα παρασκήνια και με την δωρική στοά στην πρόσοψη. Έξι δυνατοί πύργοι ενίσχυαν την κατασκευή, ενώ παράλληλα αποκτούσαν πλαστικότητα οι μονότονες επιφάνειες.

Έτσι ο αρχαίος προσκυνητής, που έφθανε από τον Νότο, εντυπωσιαζόταν από το θέαμα του λαμπρού αυτού οικοδομήματος του θεάτρου το οποίο ήταν το μεγαλοπρεπέστερο και εμφανέστερο μνημείο του ιερού.

Επομένως με τη μνημειακή κατασκευή του Θεάτρου εξυπηρετούνταν όχι μόνο οι πνευματικές ευαισθησίες του Πύρρου, αλλά με τον καλύτερο τρόπο και οι επιδιώξεις του ηγεμόνα για επίδειξη και πανελλήνια προβολή, αλλά και οι επιθυμίες του βασιλιά για λαμπρές τελετές και πολυάνθρωπες συγκεντρώσεις στις οποίες ο ίδιος θα είχε την προεξάρχουσα θέση, σε σκηνικό ενός μεγαλειώδους και εντυπωσιακού σε όγκο και πολυτέλεια πλαισίου.

Στο θέατρο λοιπόν αυτό ο Πύρρος ανανέωσε την γιορτή των Ναϊων, κατά τη διάρκεια των οποίων γίνονταν με λαμπρότητα δραματικοί, μουσικοί και γυμνικοί αγώνες και αρματοδρομίες.

Επομένως στο πρώτο μισό του 3ου αιώνα π.Χ. το Ιερό της Δωδώνης εξομοιώθηκε πλέον αρχιτεκτονικά με τα μεγάλα πανελλήνια ιερά τα οποία είχαν ακολουθήσει την ίδια εξέλιξη αλλά πολύ ενωρίτερα από την Δωδώνη.

Βέβαια η εφαρμογή και υλοποίηση ενός τόσο εκτεταμένου οικοδομικού προγράμματος  στο ιερό της Δωδώνης, μαρτυρούσε περίοδο ακμής οικονομικής και πολιτιστικής. Δεν πρέπει να παραλείψουμε την παράλληλη με την θρησκευτική και πολιτιστική ανύψωση επιδίωξη του Πύρρου για Πανελλήνια αναγνώριση, καθώς επιθυμούσε να επιβάλλει στο Πανελλήνιο την άποψη ότι ήταν συνεχιστής του έργου του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

 

 

Πασσαρώνα : Η Πρωτεύουσα των Μολοσσών

 

Λίγοι, μάλλον, έχουν ξανακούσει αυτή τη λέξη. Εκτός από τους ειδικούς και τους ιστορικούς, ο απλός λαός αγνοεί την Πασσαρώνα, απλούστατα γιατί δεν διδάσκεται η ιστορία της Ηπείρου, εκτός από λίγες σελίδες που αναφέρονται στον Πύρρο.

Ποια λοιπόν είναι η Πασσαρώνα; Οι περισσότερες εγκυκλοπαίδειες την αγνοούν, τα λεξικά επίσης, πως είναι λοιπόν δυνατό να γίνει γνωστή στο ευρύ κοινό μια άγνωστη Ελληνική Πρωτεύουσα;

Κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα π.Χ. τα πρώτα μολοσσικά φύλλα κατέρχονται στην Ήπειρο και καταλαμβάνουν τα μεγάλα λεκανοπέδια των Ιωαννίνων και του Παρακαλάμου, περιοχή σημαντική διαχρονικά με μεγάλη στρατηγική και οικονομική σημασία.

Σύμφωνα με τους Αρχαίους Συγγραφείς και ιδίως τον Πλούταρχο, η Πασσαρώνα ήταν η Πρωτεύουσα του κράτους των Μολοσσών που από τις αρχές του 6ου αιώνα εξαπλώνεται και ισχυροποιείται.  Για την ακριβή θέση της Πασσαρώνας τα ευρήματα είναι πενιχρά και η αρχαιολογική σκαπάνη ακόμη δεν μπορεί με βεβαιότητα να εντοπίσει το χώρο.

Στην πεδιάδα των Ιωαννίνων υπάρχουν δύο μεγάλες ακροπόλεις με σπουδαία τείχη που μαρτυρούν την ύπαρξη δύο ισχυρών πόλεων, της ακροπόλεως του Γαρδικιού και της ακροπόλεως της Καστρίτσας.

Ο Καθηγητής κ. Δάκαρης με βάση ορισμένους ιστορικούς συσχετισμούς και τοπογραφικά στοιχεία, ισχυρίζεται ότι η ακρόπολη του Γαρδικιού αντιστοιχεί  με την αρχαία Πασσαρώνα και η ακρόπολη της Καστρίτσας με την αρχαία Τέκμωνα.

Ο λόφος του Γαρδικιού που βρίσκεται 11 χλμ. Βορειοδυτικά των Ιωαννίνων, είναι φύσει και θέσει ισχυρή με εξέχουσα στρατηγική σημασία, καθώς ελέγχει ολόκληρο το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων.

Στην κορυφή του λόφου υπάρχει τείχος 800 μέτρων ερειπωμένο σήμερα, όχι μόνο από τις επιπτώσεις του χρόνου, αλλά και από τα  οχυρωματικά έργα των Τούρκων κατά τη διάρκεια  των Βαλκανικών πολέμων (1912).

Στις παρυφές του λόφου του Γαρδικιού βρίσκονται τα ερείπια αρχαίου ναού . Έρευνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο ναός αυτός ήταν αφιερωμένος στον Άρειο Δία της Πασσαρώνας που χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. με ριζικές επισκευές κατά την Ρωμαϊκή περίοδο, μετά την καταστροφή που πρέπει να υπέστη από τις λεγεώνες του Αιμίλιου Παύλου, ο οποίος το 167 π.Χ. εκτελώντας απόφαση της Συγκλήτου κατέστρεψε περίπου 70 πόλεις της Ηπείρου και εξανδραπόδισε 150 χιλιάδες νέους ανθρώπους.

Στο ιερό αυτό συγκεντρώνονταν οι άρχοντες και ο λαός την Άνοιξη, όταν κτηνοτρόφοι όντας εγκατέλειπαν τα πεδινά βοσκοτόπια και μετακινούνταν προς τα βουνά. Κάτι άλλωστε ανάλογο συμβαίνει και τώρα. Και κατά την σημερινή εποχή όπως και τότε μαζεύονται οι κτηνοτρόφοι, είτε πριν αναχωρήσουν για τα χειμαδιά τους, είτε πριν αναχωρήσουν για τα λιβάδια των βουνών για να δώσουν ευχές επανένωσης και να γλεντήσουν για τον χωρισμό ή το αντάμωμα. Είναι πασίγνωστος ο τρανός χορός της Βλάστης και οι ανάλογες γιορτές στα βλαχοχώρια. ( ΣΣ και ύστερα ψάχνουν οι διάφοροι φωστήρες να βρουν την καταγωγή των Βλάχων). Η συγκέντρωση αυτή τότε είχε τον χαρακτήρα της ορκοδοσίας προς τους θεούς για την συνέχιση της υποταγής στην πολιτική εξουσία και στη διαφύλαξη των κανόνων καλής γειτονίας.

Η ίδρυση της Ακρόπολης της Πασσαρώνας τοποθετείται από τον Καθηγητή κ. Σ. Δάκαρη περίπου έναν αιώνα πριν από την ίδρυση του Ναού, στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. (425-450 π.Χ.). Ήταν η περίοδος της πολιτιστικής άνοιξης των Μολοσσών υπό την ηγεσία του ικανού Βασιλιά του Θαρύπα, ο οποίος ήταν γενάρχης του οίκου των Αιακιδών.

Ο Βασιλιάς αυτός που είχε γαλουχηθεί με τον Αττικό πολιτισμό εισήγαγε στην Ήπειρο ριζοσπαστικές καινοτομίες.

Ο Πλούταρχος  στο  βιβλίο  του  «Πύρρος 1.3»  αναφέρει ότι ο  Θαρύπας

«Πρώτος κόσμησε τις πόλεις με Ελληνικές συνήθειες και γραφή και δημοκρατικούς νόμους». Οι πρωτοβουλίες είχαν στόχο την πολιτική, πολιτιστική και στρατηγική ανάπτυξη των Μολοσσών, οι κυριότερες των οποίων ήταν, η συνένωση μικρών κωμών σε μεγάλες πόλεις, η ετήσια εκλογή αρχόντων, το κοινό νόμισμα, η γραφή και κυρίως η συγκρότηση σε ενιαία δύναμη των Μολοσσών. Ωστόσο παρά τα μέτρα  το βασίλειο των Μολοσσών ήταν μικρό, επιτηρούμενο από τα υπόλοιπα Ηπειρωτικά φύλλα και από το βασίλειο των Μακεδόνων που επί Φιλίππου Β΄ και του Κασσάνδρου, προσάρτησαν περιοχές Ηπειρωτών, αλλά ήλεγχαν και τις διαβάσεις που οδηγούσαν στην Ήπειρο.

Στις αρχές  όμως του 3ου αιώνα π.Χ. ο Πύρρος ισχυροποιεί τη θέση των Μολοσσών ανακτώντας από τους Μακεδόνες τα εδάφη που είχαν απολέσει , επέκτεινε το κράτος προς Βορρά  σε βάρος των Ιλλυριών, κατέλαβε τα Ιόνια νησιά και δημιούργησε μια ενιαία και ισχυρή Ήπειρο, την οποία χρησιμοποίησε σαν ορμητήριο της επεκτατικής  πολιτικής του.

Για την ασφάλεια της Ηπείρου έγιναν σπουδαία οχυρωματικά έργα, αφού το κράτος μεγάλωσε πλέον αρκετά από τον Αχελώο έως το Δυρράχιο και ήταν λόγω του δύσβατου της περιοχής, δυσκολομετακίνητο το στράτευμα. Τα οχυρωματικά και τα τεχνικά έργα, όπως ευρύχωρες ακροπόλεις σε περιοχές στρατηγικής σημασίας, δρόμοι και γέφυρες για τον στρατό και οχυρωμένες πόλεις όπως η Αντιγόνεια προστέθηκαν στην υπηρεσία του νέου δυναμικού κράτους της Ηπείρου.

Την εποχή αυτή ενισχύθηκε το τείχος της Πασσαρώνας περιμετρικά πλην της νότιας πλευράς, γιατί τα απόκρημνα όρη προστάτευαν την πόλη.

Ο Πύρρος έδωσε μεγάλη προσοχή στην ενίσχυση της πόλης όχι μόνο γιατί ήταν η πρωτεύουσά του και το κέντρο εξουσίας του, αλλά γιατί ήταν η συνέχεια της διοίκησης των Μολοσσών. Παράλληλα το ιερό του Αρείου Διός ήταν το ιερό κέντρο των Μολοσσών στο οποίο φυλάσσονταν όλα τα αρχεία του κράτους και τα δημόσια ψηφίσματα, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τη Δωδώνη. Βέβαια οφείλουμε να καταδείξουμε την έλλειψη συστηματικών ανασκαφών στην περιοχή, ώστε να διερευνηθούν πλήρως τα πέριξ του ιερού οικοδομήματα, αλλά και οι κατοικίες των Μολοσσών.

Η σχέση του Πύρρου με την Πασσαρώνα και το Ιερό του Διός αποδεικνύεται και από άλλες πηγές. Όπως γράφει ο Πλούταρχος στο έργο του  «Πύρρος 5», σε μια από τις ετήσιες γιορτές  στο Ιερό κατά την άνοιξη πριν από το έτος 295 π.Χ. συνέβη το γνωστό επεισόδιο ανάμεσα στον Πύρρο και τον Γέλωνα. Η δωρεά δύο ζευγαριών βοών από τον Γέλωνα προς τον Πύρρο, έγινε αφορμή να εξυφανθεί δολοφονική απόπειρα κατά του Πύρρου, που κατέληξε όμως στο αντίθετα αποτέλεσμα, με τον φόνο του συμβασιλέα Νεοπτόλεμου.

Ένα άλλο περιστατικό επίσης συνδέεται με τον Πύρρο και τον Άρειο Δία. Κατά τον Πλούταρχο, όταν ο στρατός του νίκησε τους Μακεδόνες στην Αιτωλία το 289 π.Χ. ο Πύρρος αποκλήθηκε από τους στρατιώτες του Αετός. Ο ίδιος ανταποδίδοντας την φιλοφρόνηση απάντησε: « Δι’ υμάς… αετός ειμί πώς γαρ ου μέλλω, τοις υμετέροις όπλοις ώσπερ ωκυπτέροις επαιρόμενος;» παρομοιάζοντας με ωκύπτερα την ορμητικότητα των στρατιωτών τους και τα όπλα τους. Τα ωκύπτερα, δηλαδή οι μεγάλες φτερούγες του αετού, που πλαισιώνουν έναν κεραυνό, αποτελούν την βραχυγραφία της παράστασης του αετού που πατάει τον κεραυνό.

Μάλλον η παρομοίωση αυτή δεν μπορεί να ήταν απλή φιλοφρόνηση του Πύρρου προς τους στρατιώτες του.  Ήταν βαθύτερο το νόημα, αφού το έμβλημα της Ηπειρωτικής Συμμαχίας ήταν ο φτερωτός αετός με δύο ωκύπτερα στο μέσον.

Επομένως ο Πύρρος χρησιμοποιώντας τη φράση ως λογοπαίγνιο και ανταποδίδοντας τους επαίνους και τον θαυμασμό των στρατιωτών του παρομοίαζε την ορμητικότητά τους και τα όπλα τους με τον φτερωτό κεραυνό, το σύμβολο του Αρείου Διός. Σ’ αυτόν τον θεό είχε ορκισθεί στο επίσημο Ιερό της Πασσαρώνας ότι θα τηρήσει τους νόμους κατά την ανάρρησή του στον θρόνο, όπως συνηθιζόταν από τους βασιλείς των Μολοσσών.

Την τήρηση των όρκων και των ενόρκων υποσχέσεων επέβλεπε ο Άρειος Δίας όπως απηχεί και επιγραφή ανάγλυφου «αρά τω Διί ου βέλος διίπταται» που βρέθηκε και φυλάσσεται στο Μουσείο των Ιωαννίνων και που συσχετίζει τον θεό με τη λέξη «αρά». Από την άλλη μεριά ο Πύρρος παράλληλα με τις άλλες του ιδιότητες ως βασιλιάς των Μολοσσών και αρχηγός του στρατού ήταν και ο θρησκευτικός ηγέτης του λαού του. Αυτή τη δύναμη αντλεί από την θεία του καταγωγή, καθώς θεωρείται απόγονος του Αχιλλέα, γι’ αυτό και διατηρεί ιαματικές ιδιότητες, ιδίως στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού που είχε θεραπευτική δύναμη.

Όμως παρά την στενή σύνδεση του Πύρρου με την αρχέγονη πρωτεύουσα των Μολοσσών, την Πασσαρώνα, με τον κατ’ εξοχήν σεβαστό θεό των Άρειο Δία, ο βασιλιάς δεν δίστασε τελικά να μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους του στην Αμβρακία την σημερινή Άρτα για να εξυπηρετήσει το πρόγραμμα του για μια μεγάλη και ισχυρή Ήπειρο.

Για τον Πύρρο ήταν μεγάλη επιτυχία η παραχώρηση σ’ αυτόν της Αμβρακίας, παλιάς κορινθιακής αποικίας στον Αμβρακικό κόλπο, η οποία είχε μεγάλη ακτινοβολία σε όλη την Ελλάδα, αντάξια της αίγλης του Ηπειρώτη βασιλιά. Ο Στράβων, σπουδαίος ιστορικός αναφέρει: «…μάλιστα δ’ εκόσμησεν αυτήν Πύρρος, βασιλείω χρησάμενος των τόπω».

Επί βασιλείας του Πύρρου η Αμβρακία λειτουργούσε ως πολιτικό κέντρο της Συμμαχίας των Ηπειρωτών, παράλληλα με την Δωδώνη, η οποία εκτός από θρησκευτικό κέντρο αποκτά ισχυρή υποδομή με την ίδρυση Βουλευτηρίου και Πρυτανείου.

 

 

8) ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ ΣΤΟ ΝΑΡΚΟΤΕΣΤ!

Ανεξέλεγκτοι οι οδηγοί χρήστες ναρκωτικών που σκοτώνουν και σκοτώνονται!

Μηχανήματα εντοπισμού της χρήσης κλειδωμένα… σαν πειστήρια ενός μη διαπραχθέντος αλλά άριστα οργανωμένου εγκλήματος!

 

 

Δυστυχώς είναι τουλάχιστον υστερόβουλο να γίνεται ο ανθρώπινος πόνος των άλλων εφαλτήριο για κριτικές άλλοτε κακές άλλοτε καλές. Όμως θα είναι και στρουθοκαμηλισμός να μην παραδειγματιζόμαστε από τα ανθρώπινα λάθη ή τις παραλείψεις ιδίως των αρμοδίων ή αυτών τέλος πάντων που χρίζονται ως αρμόδιοι. Θα αποτελεί ύβρη στη μνήμη των νεκρών συνανθρώπων μας η έλλειψη κριτικής – εποικοδομητικής ή υστερόβουλης – δεν έχει σημασία ποιας.

Δύο γεγονότα ή αν θέλετε περιστατικά μου έδωσαν αφορμή να θυμηθώ κάτι από τα παλιά και να τα θέσω στην κρίση σας. Έτσι να κατανοήσετε και σεις, πού βρίσκεται το πρόβλημα και ποιοι φταίνε κι’ ας στοχεύουμε καμιά φορά στους φανερούς και εύκολους στόχους κι’ ας τα βάζουμε σχεδόν πάντοτε με τους φανερούς και όχι με τους κρυφούς που πάντοτε είναι οι ισχυρότεροι.

Το πρώτο γεγονός είναι η αγωγή υγείας με παράγοντα το τροχαίο ατύχημα. Πριν μερικούς μήνες πομπωδώς και εν παρατάξει η κυβέρνηση ψήφισε τον νέο Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Μεγάλα πρόστιμα, αξεπέραστες διοικητικές ποινές και αφαιρέσεις διπλωμάτων, επιβολή περιορισμών και βέβαια η βεβαιότητα ότι θα μειωθούν ή θα εξαλειφθούν τα τροχαία ατυχήματα.

Ήρθε ο Δεκέμβριος και δοκιμάσθηκε το σύστημα στην πράξη. Ίδιοι οι νεκροί ή για να ακριβολογούμε ένας λιγότερος, πολλά τροχαία ατυχήματα και η βεβαιότητα ότι δεν μπορούν μόνο οι αυστηρές ποινές να συμβάλουν στη μείωση των ατυχημάτων. Χρειάζονται και άλλα μέτρα που δεν είναι εισπρακτικά, δεν είναι καταναγκαστικά, αλλά μέτρα ευαισθητοποίησης των πολιτών, μέτρα συμμετοχής των πολιτών σε μια προσπάθεια εθνικής εμβέλειας για την μείωση των ατυχημάτων.

Το δεύτερο γεγονός είναι ο θάνατος της μικρής Στάθιας στη Πτολεμαϊδα.

Όλοι ξαφνικά ευαισθητοποιήθηκαν για το φαινόμενο της χρήσης των ναρκωτικών. Όλοι κατέβηκαν στους δρόμους με πλακάτ σε πορείες, με συνθήματα κατά των εμπόρων ναρκωτικών, με αφορισμούς και δεν ξέρω τι άλλο. Κι’ όμως οι ειδικοί από καιρό έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου και μιλούσαν για χρήση των ναρκωτικών από μικρή ηλικία, ίσως από τα δέκα ή δώδεκα χρόνια. Γνώση του προβλήματος υπήρχε, απόψεις των ειδικών πολλές και τεκμηριωμένες, δόξα τω Θεώ ένα σωρό. Γιατί λοιπόν η καθυστέρηση να ληφθούν μέτρα αγωγής υγείας;

Γιατί να μη προστατέψουμε τη νεολαία μας από την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών και το κάπνισμα, αφού είναι τοις πάσι γνωστό ότι αν ένα παιδί δεν καπνίσει και δεν πιει δεν θα πάρει μάλλον ποτέ του ναρκωτικά;

Στις ανησυχούσες και βλακώδεις χώρες των φραγκόκουτων εδώ και πολύ καιρό έχει εισαχθεί στην αστυνομική πρακτική το ναρκοτέστ.

Είναι ένα μικρό μηχάνημα σαν του αλκοτέστ που με λίγο σάλιο από τον οδηγό και λίγα λεπτά αναμονής βγάζει το αποτέλεσμα αν ο οδηγός είναι χρήστης ναρκωτικών ή όχι. Μάλιστα τα πιάνει όλα τα ναρκωτικά. Ούτε ψύλλος στον κόρφο των ναρκομανών. Και όμως κάθε βράδυ το 10 ή 15% των οδηγών είναι υπό την επήρεια. Τόσοι σε ποσοστά είναι οι ναρκομανείς στην Ελλάδα. Και ενώ υφίστανται έλεγχο αλκοόλ, φεύγουν καθαροί από το σημείο ελέγχου μαστουρωμένοι για να σκοτώσουν και να σκοτωθούν. Και οι δυστυχείς τροχονόμοι είναι ανίσχυροι να αντιμετωπίσουν τους δολοφόνους της ασφάλτου, χρήστες των ναρκωτικών.

Πριν μερικά χρόνια προσπάθησα να το βάλω στη διαδικασία του ελέγχου των οδηγών. Δεν πέρασε ποτέ η εισήγησή μου. Τα δύο μηχανήματα που είχα αγοράσει με την οικονομική στήριξη της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών, που σημειωτέον είναι πάμφθηνα, παραμένουν κλειδωμένα, ένα στη Διεύθυνση Τροχαίας Θεσσαλονίκης και ένα, που δεν ήξερα τι να το κάνω, στη Σχολή Δημοτικής Αστυνομίας Τσοτυλίου. Σαν πειστήρια ενός μη διαπραχθέντος, αλλά άριστα οργανωμένου εγκλήματος. Του εγκλήματος της βλακείας.

Όχι δάκρυα για τη μικρή Στάθια, αλλά ανάθεμα. Ανάθεμα σ’ αυτούς που μπορούν αλλά δεν αποφασίζουν. Ανάθεμα σ’ αυτούς που θεωρούν τα παιδιά μας αναλώσιμα υλικά μιας υπερκαταναλωτικής κοινωνίας. Μακάρι να θυμόμασταν τη Στάθια την ημέρα των εκλογών. Αλλά βλέπετε, μας φόρτωσαν τόσες σκοτούρες και μας βάζουν τόσα προβλήματα να λύσουμε κάθε μέρα, πού μυαλό να θυμηθείς τα θύματα των τροχών και των ναρκωτικών. Δίκαιο έχει ένας σοφός που κάποτε είπε: Η ζωή είναι τραγωδία για όσους αισθάνονται, αλλά κωμωδία για όσους σκέφτονται.

 

 

 

7) ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ  ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

(Από τα τέλη του 19ου  αιώνα

έως την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908)

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Σταυροδρόμι των λαών και πέρασμα κάθε επίδοξου επιδρομέα για Ανατολή και Δύση είναι η χώρα μας. Η Μακεδονία ήταν, είναι  και θα είναι το κέντρο αυτού του περάσματος. Η γεωπολιτική της θέση, καθόριζε σε μεγάλο βαθμό και την ιστορική της πορεία.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, σαν ένας κακός εφιάλτης του παρελθόντος, που πολλούς βόλευε να πιστεύουν ότι είχε εξορκιστεί οριστικά, ήλθε το «Μακεδονικό ζήτημα», να ταράξει τη χαύνωση της καταναλωτικής κοινωνίας μας.

Όλοι μας, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι, θέλαμε να πιστεύουμε, ότι το «Μακεδονικό» δεν υπήρχε, δεν υφίστατο, ήταν ανύπαρκτο.

Ίσως γιατί έτσι μας βόλευε.

Όμως, κάποιοι, κάπου εκεί, πιο πάνω από τους Ευζώνους και  τη Νίκη, καραδοκούσαν, κρατώντας ανοικτή την πρόσκληση προς τον Νότο. Και δεν ήταν ρυπαροί κομιτατζήδες, με μαχαίρια και τσεκούρια, απωθητικοί και απομονωμένοι, από την πολιτισμένη διεθνή κοινή γνώμη. Αντιθέτως ήταν και είναι πειστικοί, ευγενικοί, καλλιεργημένοι, συζητήσιμοι, με «πειστικά ιστορικά επιχειρήματα» και χρήμα, πολύ χρήμα…. Με συμμάχους, μέσα και έξω από τη χώρα και διεθνείς συγκυρίες ευνοϊκές και με αποτελεσματικότητα στις ενέργειές τους.

Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ των άλλων, την δημιουργία στα βόρεια σύνορά μας, ενός κράτους, της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας», όπως αυτοαποκαλούνται, ή της FYROM (ΠΓΔΜ) όπως τους αποκαλούμε εμείς και όπως άλλωστε το αναγνώρισε και ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών.

Το κράτος αυτό από την πρώτη στιγμή, διακήρυξε την ύπαρξη «Εθνικών Μακεδονικών Μειονοτήτων» στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία, οι οποίες «καταπιέζονται» και τους στερούνται τα πολιτιστικά και ανθρώπινα δικαιώματα τους κλπ, κλπ.

Οι πολιτικές δυνάμεις της ΠΓΔΜ μιλάνε για αλύτρωτους αδελφούς, χάρτες της «Μεγάλης Μακεδονίας» με πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη κυκλοφορούν παντού, διεκδικήσεις ακόμα και από τα σχολικά εγχειρίδια προβάλλονται σε όλους τους τόνους, η νεολαία διδάσκεται ότι οι κάτοικοι του κράτους αυτού είναι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων και οτιδήποτε Μακεδονικό είναι δικό τους και μόνο δικό τους και ονειρεύονται την απελευθέρωση των σκλάβων αδελφών.

Και σήμερα βέβαια δεν μπορούν. Αύριο όμως…….;

Οι Έλληνες όμως, δεν έχουν δικαίωμα να λησμονούν ούτε και να παραποιούν την ιστορία, διότι αν το πράξουν, θα αφανισθούν. Το «Μακεδονικό ζήτημα» και ο Μακεδονικός αγώνας, καθώς επίσης και οι μέχρι σήμερα περιπέτειες του έθνους, επιβάλλεται να μας διδάσκουν, να μας νουθετούν και να μας καθοδηγούν. Αυτοί που προκάλεσαν την ένοπλη επίθεση κατά τα έτη 1904 – 1908, συνέχισαν εμφανώς τις ίδιες επιδιώξεις τους κατά τα έτη 1912-1913 και κατά τους επακολουθήσαντες δύο παγκόσμιους πολέμους, χωρίς αποτέλεσμα.

Σήμερα, χωρίς να έχουν εγκαταλείψει τις προσπάθειές τους, την σκυτάλη  του αγώνα τους, την παρέλαβαν άλλοι.

Με βεβαιότητα επομένως μπορεί να ειπωθεί ότι οι Έλληνες δεν επιτρέπεται να λησμονούν, ούτε να εφυσηχάζουν.

Αυτό μας το επιβάλει η αγάπη για την  ειρήνη, την ελευθερία, την δικαιοσύνη, την φιλοπατρία , αλλά και το επιτάσσει η Ιστορία μας και το αίμα των χιλιάδων πεσόντων αδελφών μας στην εσχατιά αυτή της γης.

Με την πίστη ότι η αλήθεια είναι μια και δεν κομματιάζεται, όπως η Μακεδονική σαλάτα της διπλωματίας, ότι η αλήθεια λάμπει και ότι « το αληθές λέγων ου ποτέ σφάλει», θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το θέμα. Θα αναφερθούμε με συντομία στη δημιουργία του «Μακεδονικού ζητήματος», από την εποχή της ιδρύσεως της Βουλγαρικής εξαρχίας, στη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και στο συνέδριο του Βερολίνου.

Θα μιλήσουμε για την κατάσταση στη Μακεδονία στις αρχές του 20ου αιώνα, για τους κατοίκους της, για την δημιουργία των βουλγάρικων ενόπλων δυνάμεων- των κομιτάτων- και την δράση τους.

Ακόμα θα κάνουμε λόγο για τους δίγλωσσους- τους «γραικομάνους»-, θα αναφερθούμε στα γεγονότα του «ΙΛΙΝΤΕΝ», στον «Μακεδονικό αγώνα», από το 1904 μέχρι την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 και την ιστορική του σημασία για τον Ελληνισμό.

Τέλος θα κάνουμε μια σύντομη αναφορά στη σημερινή κατάσταση και θα προσπαθήσουμε να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα, αφού σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η γνώση και μέσω της γνώσης του παρελθόντος να οδηγηθούμε στην κατά το δυνατόν εξαγωγή χρήσιμων διδαγμάτων για το μέλλον.

 

Το «Μακεδονικό ζήτημα»

Γένεση- Ορισμοί

  Α. Γένεση

 Το «Μακεδονικό ζήτημα» γεννήθηκε το 1870 όταν η Ρωσία κατόρθωσε, μετά από πιέσεις, να πείσει την Τουρκία, να επιτρέψει την δημιουργία   Βουλγαρικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας, της Βουλγαρικής Εξαρχίας, της οποίας η δικαιοδοσία θα επεκτείνονταν και σε τμήμα των Τουρκικών επαρχιών της Μακεδονίας θα ήταν δε ανεξάρτητη από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.

Την εποχή εκείνη, η πλήρωση του κενού της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιούργησε το ΑΝΑΤΟΛΙΚΌ ΖΉΤΗΜΑ, του οποίου το «Μακεδονικό» έμεινε γνωστό, ως η βαλκανική του διάσταση  , μια από τις σημαντικότερες πτυχές του   και μια ιδιαίτερη του φάση .

Ήταν ακριβώς τότε, που η γλώσσα και η ιδιότητα του «Εξαρχικού» και «Πατριαρχικού», αποκτούν ιδιαίτερη σημασία και θεωρούνται αναμφισβήτητα στοιχεία της εθνικότητας , ενώ η διαμάχη μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας για την Μακεδονία, ουσιαστικά αντανακλούσε την προσπάθεια  της Βουλγαρίας να προσεταιρισθεί Ελληνικότατες περιοχές με πράξεις βίας και την απειλή των όπλων, αλλά και να «πείσει» τον σλαβόφωνο πληθυσμό, ο οποίος ζούσε στην περιοχή αυτή,ότι έχει Βουλγαρική συνείδηση.

Για ένα περίπου αιώνα, το Μακεδονικό Ζήτημα έχει καταλάβει μοναδική θέση στην Βαλκανική πολιτική, αποτελώντας ένα συνδυασμό παλαιών εθνικών ανταγωνισμών, φιλοδοξιών, φυλετικών υποψιών, πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, οικονομικών βλέψεων και κοινωνικο-πολιτικών ιδεολογιών.

Ο συνδυασμός όλων αυτών, είχε ως συνέπεια το Μακεδονικό ζήτημα να αποτελεί  αναμφισβήτητα ένα από τα πιο ακανθώδη και περίπλοκα ζητήματα της Βαλκανικής Χερσονήσου.

 

Β. Ορισμοί

 

 Από Έλληνες συγγραφείς και ιστορικούς το Μακεδονικό ζήτημα χαρακτηρίζεται ως «συνωμοσία κατά της Μακεδονίας», «απαρχή της κατά της Ελλάδος επιβουλής», «αγώνας των εχθρών της Ελλάδος να αρπάξουν και να απορροφήσουν την Μακεδονία», «πρόβλημα εθνικού ανταγωνισμού ανάμεσα στους Έλληνες, τους Βουλγάρους και τους Σλάβους».

Από τους Βουλγάρους τώρα, η κυρίαρχη τάση της σημερινής ιστοριογραφίας, συνίσταται στην προβολή του Μακεδονικού, ως του κατ εξοχήν βουλγαρικού εθνικού θέματος που παραμένει άλυτο. Είναι μάλιστα εντονότατη η προβολή του ισχυρισμού για τον εθνικό βουλγαρικό χαρακτήρα, τόσο της Μακεδονίας, όσο και της Θράκης.

Έτσι, σύμφωνα με σύγχρονους ιστορικούς της Βουλγαρίας, το Μακεδονικό ζήτημα είναι ένα περίπλοκο και δύσκολο ζήτημα, το οποίο αφορά πριν απ’ όλα την τύχη των Βουλγάρων στην Μακεδονία και αναφύεται μετά το Συνέδριο του Βερολίνου, όταν η Μακεδονία και η Θράκη, επιστρέφουν στην εξουσία του Σουλτάνου. Μέχρι τότε το Μακεδονικό ήταν μέρος του βουλγαρικού εθνικού ζητήματος, από την άποψη της απελευθέρωσης του βουλγαρικού λαού από τον ξένο πνευματικό και πολιτικό ζυγό. Σύμφωνα με τον γνωστό βούλγαρο κομμουνιστή ηγέτη Γκεόργκι Ντιμήτρωφ, το Μακεδονικό ζήτημα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των Βαλκανίων, το οποίο άσκησε αποφασιστική επίδραση πάνω σε ολόκληρη εσωτερική και εξωτερική πολιτική των βαλκανικών κρατών και που ήταν για πολλές δεκαετίες, εθνικό πρόβλημα για την Βουλγαρία.

Από τους Σλάβους της πρώην Δημοκρατίας της Μακεδονίας, το Μακεδονικό χαρακτηρίζεται ως το μέγιστο θέμα εθνικής τους ύπαρξης, ενώ η καπήλευση της ιστορίας, αποτελεί αποκλειστικό τους προνόμιο, στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν και να διατηρήσουν κρατική συνοχή.

Βέβαια η επιβουλή κατά της Μακεδονίας και η αμφισβήτηση της ιστορίας ή της Ελληνικότητάς της, δεν είναι καινούργιο γεγονός, αφού τα σπέρματά της φθάνουν μέχρι και τα αρχαία χρόνια, λόγω του αθηναϊκού εθνικισμού, κυρίως του ρήτορα και πολιτικού Δημοσθένη, απέναντι στην ανερχόμενη δύναμη του Μακεδονικού Ελληνισμού , του Φιλίππου Β΄ στην αρχή και του Αλέξανδρου ύστερα. Τότε, όμως, το ζήτημα ήταν εσωτερικό και δικαιολογούνταν στα πλαίσια ενός κακώς εννοούμενου αγώνα, μεταξύ των ελληνικών φύλων.

Στα νεότερα όμως χρόνια η διαφαινόμενη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τον 19ο και 20ο αιώνα, η ενίσχυση και η υλοποίηση της θέλησης των υπόδουλων λαών των Βαλκανίων, προκάλεσαν ένταση μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, που διαγωνίζονταν για την καλύτερη τύχη τους και κυρίως, για την κατοχύρωση της κυριαρχίας τους, σε τμήματα της Μακεδονίας, δεδομένου ότι σε αυτά κατοικούσαν διάφοροι λαοί.

Είναι γνωστό ότι μέχρι την μεγάλη κρίση του Ανατολικού ζητήματος του 1875, το απαραβίαστο δόγμα των Δυτικών Δυνάμεων, ήταν η ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όμως ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος και στη συνέχεια η επακολουθήσασα Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, απέδειξαν αφενός μεν τον κλινικό θάνατο του Μεγάλου Ασθενούς, αφετέρου δε την δυνατότητα διαμοιρασμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τοπικές κρατικές οντότητες, που μπορούσαν να εγγυηθούν για τη συνέχιση των δυτικών συμφερόντων στη στρατηγική αυτή περιοχή.

 

Ρωσοτουρκικός πόλεμος

 

Πως όμως φτάσαμε στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου;

Μετά την ήττα της Ρωσίας στον Κριμαϊκό πόλεμο του 1654 και την Συνθήκη των Παρισίων της 30-3-1856 με την οποία η Τουρκία εγένετο δεκτή στην Ευρωπαϊκή οικογένεια   και της οποίας οι όροι ήταν βαρύτατοι για την Ρωσία, αυτή άρχισε να προετοιμάζεται εντατικά για την ανάκτηση των απολεσθέντων στη Βαλκανική χερσόνησο. Ο Τσάρος Αλέξανδρος Β΄ ο οποίος ανήλθε στο θρόνο το 1855 γαλουχημένος με την πανσλαβική ιδέα, υποβοήθησε την δημιουργία πανσαβικών εστιών μεταξύ των σλάβων της Βαλκανικής

Τα απάνθρωπα διοικητικά μέτρα των Οθωμανών, η οικτρή οικονομική κατάσταση και η  προπαγάνδα της ιδέας του πανσλαβισμού, συνετέλεσαν στην εξέγερση των Βοσνίων και Ερζεγοβίνων τον Αύγουστο του 1875, ενώ τον Ιούλιο του 1876 από αλληλεγγύη προς τους επαναστάτες, η Σερβία και το Μαυροβούνιο, κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας.

Επίσης από τον Απρίλιο είχαν εξεγερθεί οι Βούλγαροι στην περιοχή του Αίμου και της Ροδόπης, όμως η εξέγερση καταπνίγηκε στο αίμα

Στις 12-4-1877 κηρύσσεται νέος Ρωσοτουρκικός πόλεμος, ενώ τον Ιούλιο του ιδίου έτους οι Ρώσοι πέρασαν τον Δούναβη και μετέφεραν τις επιχειρήσεις του πολέμου στη Βουλγαρία. Μετά τις μάχες στη Σίπκα και στην Πλεύνα, τον Ιανουάριο του 1878, κατέλαβαν την Φιλιππούπολη , ύστερα από λίγες ημέρες την Ανδριανούπολη και από εκεί προέλασαν ελεύθερα προς την Κωνσταντινούπολη.

 

Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου

 

Στις 3 Μαρτίου του 1878, κατόπιν τριμήνων περίπου συνεννοήσεων, οι Ρώσοι επέβαλαν στους Τούρκους την σύναψη συνθήκης ειρήνης, γνωστής ως Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Ο Άγιος Στέφανος ήταν προάστιο της Κωνσταντινούπολης, ενώ σήμερα εκεί κατασκευάσθηκε το αεροδρόμιο και το χωριό ονομάζεται Γιεσίλκιοϊ.   Με τη συνθήκη αυτή, η Ρωσία στην προσπάθειά της να κατασκευάσει μια δορυφορική δύναμη στα Βαλκάνια και να αποκτήσει επί τέλους διέξοδο σε ανοικτή θάλασσα, εκπληρώνοντας το όνειρο του Μεγάλου Πέτρου και της Μεγάλης Αικατερίνης, δημιουργεί την «Μεγάλη Βουλγαρία»  και παίρνει την ρεβάνς από την Τουρκία.

Με την Συνθήκη εκπληρώνεται η φιλοδοξία του Βουλγαρικού εθνικισμού, του οποίου αποτελεί ορόσημο αφού προέβλεπε την συγκρότηση μιας μεγάλης Βουλγαρίας στην καρδιά των Βαλκανίων, από τον Δούναβη μέχρι το Αιγαίο και από την Αχρίδα μέχρι την Μαύρη θάλασσα , ενώ εκτός έμενε η Θεσσαλονίκη και η Χαλκιδική

Η σχεδιασμένη από την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου Βουλγαρία, είχε έκταση 164.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και πληθυσμό 4.500.000 κατοίκους. Ο πληθυσμός της Ελλάδος τότε (1878) έφτανε τους 1.653.767 κατοίκους.

Η σύγχρονη Βουλγαρία, θεωρεί το πλαίσιο της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, ως το ιστορικό πλαίσιο του βουλγαρικού έθνους και του κράτους

Σύμφωνα με Βούλγαρους ιστορικούς, οι διατάξεις της Συνθήκης απέναντι στη Βουλγαρία, ήταν δίκαιες, γιατί σκιαγραφούσαν τα εθνικά της σύνορα, αναγνωρισμένα από όλες τις μεγάλες δυνάμεις . Ακόμα και πρόσφατα Εφημερίδα της Βουλγαρίας έγραψε ότι «τα πραγματικά σύνορα της Βουλγαρίας είναι αυτά της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και ότι η αληθινή Βουλγαρία, είναι αυτή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Άλλωστε η Βουλγαρία γιοορτάζει την απελευθέρωση της την ημέρα της υπογραφής της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου,(3 Μαρτίου,  Διάταγμα 236 της 27-2-1990) ενώ δεν έπαψαν ποτέ οι αλυτρωτικοί της στόχοι, ενώ κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων η επιδίωξη κατάληψης της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, ήταν πασιφανής.

Η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που δημιούργησε το βουλγαρικό κράτος, ήταν « αυθαίρετο και τεχνητό δημιούργημα των εργαστηρίων του τσαρικού ιμπεριαλισμού», καταδίκασε δε ένα μεγάλο τμήμα του Ελληνισμού στον όλεθρο, με τον απειλούμενο εκβουλγαρισμό και το ελεύθερο ελληνικό κράτος σε μαρασμό.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι η δημιουργός της Συνθήκης, κόμης ΙΓΝΑΤΙΕΦ, πρεσβευτής της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη, δήλωσε μετά την υπογραφή στους Βουλγάρους : «τώρα οι Έλληνες ας πάνε κολυμπώντας στην Κωνσταντινούπολη»

Ολόκληρος ο ελληνισμός συγκλονίστηκε και οι ελληνικοί σύλλογοι της Κωνσταντινούπολης ανέλαβαν πρωτοβουλία για την ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης και δραστηριοποιήθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις για την υποστήριξη των ελληνικών δικαίων, με δημοσίευση στατιστικών και εθνολογικών χαρτών και την πραγματοποίηση πολυάριθμων εγγράφων διαμαρτυριών, που υποβλήθηκαν εκ μέρους των ελληνικών πληθυσμών των υπόδουλων επαρχιών, προς την Πύλη και τις Μεγάλες Δυνάμεις. Οι Έλληνες της Μακεδονίας και της Θράκης αντέδρασαν σθεναρά. Ξέσπασαν δύο Επαναστάσεις, του Ολύμπου και της Δυτικής Μακεδονίας , ενώ με αλλεπάλληλες αναφορές εξέφραζαν την αντίθεσή τους στα προαποφασισθέντα ερήμην τους. Τις αναφορές αυτές υπόγραφαν όλες οι ελληνικές κοινότητες της Μακεδονίας, ελληνόφωνες, σλαβόφωνες, αλβανόφωνες, βλαχόφωνες, οι οποίες υπογράμμιζαν την αντίθεσή τους στους όρους της Συνθήκης. Παράλληλα ζητούσαν την ένωσή τους με την Ελλάδα ή σε αντίθετη περίπτωση την διατήρηση της οθωμανικής κυριαρχίας στον Μακεδονικό χώρο.

Για τον μέσο Έλληνα φαινόταν εντελώς παράλογο να απλωθεί ανεξέλεγκτα ένας θύλακας σλαβικού πληθυσμού και να γίνει πολιτικός παράγοντας σε περιοχές όπου ανθούσε το πολυάριθμο Ελληνικό στοιχείο και αποτελούσε το πιο εξελιγμένο τμήμα του πληθυσμού, επειδή αυτό εξυπηρετούσε τον ρωσικό πανσλαβισμό και τον Ρωσικό ιμπεριαλισμό. Τόσο για τους Έλληνες , όσο και για τους Σέρβους, η Συνθήκη αποτέλεσε την τελική απόδειξη της ύπουλης τακτικής και των πανούργων μέσων που χρησιμοποιούσε η Ρωσία.

 

Συνέδριο του Βερολίνου

 

Η συνθήκη όμως αυτή δεν έμελλε να υλοποιηθεί  και δεν διήρκησε πολύ, παρά μόνο τέσσερις μήνες. Λίγο αργότερα Η Ευρωπαϊκή διπλωματία θα συζητούσε στα σοβαρά αυτόν τον τετράμηνο αυθαίρετο ιδιοκτησιακό τίτλο. Μετά από έναν αιώνα η ίδια διπλωματία θα δήλωνε άγνοια για 4.000 χρόνια Ελληνικής Μακεδονίας.

Στη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας αντιτάχθηκαν τόσο η Αγγλία, όσο και η Αυστροουγγαρία. Με πρωτοβουλία του Βίσμαρκ η Ευρώπη οδηγήθηκε στο συνέδριο του Βερολίνου, της 1/13 Ιουνίου 1878 με σκοπό την αναθεώρηση της Συνθήκης.

Έτσι αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει η ελληνική αντίδραση, επιτεύχθηκε από την σύγκρουση των συμφερόντων και της αντιζηλίας των Μεγάλων Δυνάμεων, γιατί η μεν Αγγλία είδε με μεγάλη δυσφορία την κάθοδο της Ρωσίας μέσω Βουλγαρίας στη μεσόγειο, η δε Αυστροουγγαρία ορεγόμενη ακόμα τη Θεσσαλονίκη δεν ήταν δυνατόν να ανεχθεί την επιτυχία της αντιπάλου της Ρωσίας.

Έτσι στο συνέδριο του Βερολίνου, η Βουλγαρία χωρίστηκε σε τρία τμήματα: Μια υποτελή ηγεμονία της Βουλγαρίας, μια αυτόνομη περιοχή κάτω από την κυριαρχία του Σουλτάνου, που ονομάστηκε Ανατολική Ρωμυλία και τα υπόλοιπα εδάφη επεστράφησαν στο Σουλτάνο, ενώ δημιουργήθηκαν οι αιτίες και οι αφορμές για νέες διαφωνίες που συγκλόνισαν τα Βαλκάνια για τις επόμενες δεκαετίες.

Γίνεται λοιπόν φανερό ότι οι εδαφικές βλέψεις των Βουλγάρων ικανοποιήθηκαν μόνο στα χαρτιά  προσωρινά, αφού στο Βερολίνο έχασαν την Μακεδονία. Γι’ αυτό και το όραμα της «Μεγάλης Βουλγαρίας» όσο χίμαιρα και να ήταν, δημιούργησε τέτοια ψύχωση, η οποία για αρκετές δεκαετίες έμελλε να επηρεάσει την Βουλγαρική πολιτική και να συσσωρεύσει πολλές δυστυχίες τόσο στο Βουλγαρικό λαό, όσο και στους γείτονές του.

Ακόμα και σήμερα η σκιά της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, πέφτει βαριά πάνω στη Βουλγαρία, ενώ οι χαρακτηρισμοί ως «ληστρικής» της Συνθήκης του Βερολίνου, δεν έπαψαν να διατυπώνονται από Βουλγαρικούς κύκλους, όπως π.χ. στην έκδοση « Βαλκάνια: Πολιτικό- Οικονομικός οδηγός» Σόφια 1982

 

Προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας

 

 Η ματαίωση της εφαρμογής της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και ο περιορισμός των Βουλγάρων σε ορθολογικότερα  φυσικά και  εθνολογικά όρια, ήταν κάτι που δεν μπόρεσαν να το παραδεχθούν ποτέ. Έτσι άρχισαν να βλέπουν την Μακεδονία σαν ένα αλύτρωτο κομμάτι του Βουλγαρικού έθνους, για την προσάρτηση του οποίου όφειλαν να αγωνισθούν στο εξής, χρησιμοποιώντας κάθε μέσον.

Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου έγινε ο εφιάλτης των Βουλγάρων, οι οποίοι άνοιξαν έναν πολυμέτωπο αγώνα εναντίον της εκκλησίας, της παιδείας, των κοινοτήτων της Μακεδονίας και εναντίον των απλών ανθρώπων ακόμη, αν τυχόν αντιστέκονταν στις οδηγίες και τις διαταγές τους.

Έτσι στις 6-9-1885 η Βουλγαρία με την σύμφωνη γνώμη της Αγγλίας, προσάρτησε την αυτόνομη Ανατολική Ρωμυλία, πραγματοποιώντας με αυτόν τον τρόπο, την λεγόμενη «ένωση των δύο Βουλγαριών», όπως την χαρακτήρισαν τότε την ενέργειά τους αυτή οι βουλγαρικοί σοβινιστικοί κύκλοι, ψαλιδίζοντας αρκετά, την ελληνική κληρονομιά.

Η είδηση της προσάρτησης στη Βουλγαρία της Ανατολικής Ρωμυλίας, όπου ζούσαν εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων, προκάλεσε αγανάκτηση στην Ελλάδα, η οποία αφυπνίστηκε και επιστράτευσε τον μάχιμο πληθυσμό της. Η Σερβία ωθούμενη από την Αυστροουγγαρία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας, την 2/14 Νοεμβρίου 1885. Αλλά ο Σερβικός στρατός κακώς οργανωμένος και κακώς διοικούμενος, ηττήθηκε στη Σλίβνιτσα από τους Βουλγάρους. Παράλληλα, οι Μεγάλες Δυνάμεις, θέλοντας να καταπνίξουν τις διαμαρτυρίες της Ελλάδας κήρυξαν τον Απρίλιο του 1886 γενικό αποκλεισμό των ελληνικών λιμανιών και εξανάγκασαν την Ελλάδα να υποκύψει στις εντολές τους και να αποσυρθεί των αιτημάτων και διεκδικήσεών της.

Μετά την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας, η Βουλγαρία θα στραφεί προς την Γεωγραφική Μακεδονία. Το όραμα της Μεγάλης Βουλγαρίας δεν είχε ξεχαστεί!!

 

Μακεδονία

 

Α΄ Θέση

 

«Η κότα που γεννά χρυσά αυγά…» Έτσι χαρακτήρισαν την Μακεδονία, Βούλγαροι κομμουνιστές. Πράγματι, κεντρικό σημείο του «μαλακού υπογαστρίου» της Ευρώπης, σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών, παλιά πόρτα ανεφοδιασμού των μεγάλων εκτάσεων που διαρρέει ο Δούναβης, η Μακεδονία υπήρξε πάντοτε πηγή πλούτου και δύναμης.

Οι εύφοροι κάμποι και τα λιμάνια της αποτελούσαν ανέκαθεν το μήλο της έριδος των μικρών βαλκανικών κρατών, της Βουλγαρίας και κυρίως της Σερβίας, που επεδίωκαν την εδαφική της έκταση, αλλά και των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, της Ρωσίας κυρίως και της Αυστροουγγαρίας, που επιζητούσαν την κάθοδό τους στα ζεστά νερά της Ανατολικής Μεσογείου

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα η Μακεδονία ήταν η πλουσιότερη και σημαντικότερη τουρκική επαρχία, αποτελούσε δε, ως ειδικό αντικείμενο του Ανατολικού Ζητήματος, το κλειδί για τον έλεγχο των δρόμων της Ανατολής, αφού βρίσκεται ε μια περιοχή με ιδιόμορφη γεωφυσική και γεωπολιτική σύνθεση , λόγω της στρατηγικής της σημασίας και του ενδιαφέροντος των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Η αδυναμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να διατηρήσει το ευρωπαϊκό τμήμα της, στο οποίο περιλαμβάνονταν και η Μακεδονία, δημιούργησε την γνωστή «πυριτιδαποθήκη της Βαλκανικής», η οποία εξερράγη το 1912.

 

Β΄ Όρια Μακεδονίας

 

Ποια είναι όμως τα όρια της Μακεδονίας;

Προς Νότον τα σύνορα της αρχίζουν από τα Χάσια, Καμβούνια, τον Όλυμπο και το Αιγαίο πέλαγος, εκτείνονται προς Βορράν επάνω από την Αχρίδα και την Πρέσπα, περιλαμβάνουν το Κρούσοβο, τον Περλεπέ και τα Βελεσσά και ανατολικότερα τις περιοχές Στρώμνιστας και Μελενίκου.

Τα δυτικά της όρια είναι η Πίνδος και τα ανατολικά ο Νέστος. Αυτή είναι η «μείζων Μακεδονία» και με αυτή την έκταση περιγράφεται στα βιβλία των Ευρωπαίων περιηγητών κατά τους τελευταίους αιώνες.

Η περιοχή αυτή που σήμερα ανήκει στην Ελλάδα, την Π.Γ.Δ.Μ. και την Βουλγαρία, αποτελούσε μέρος της μεσαιωνικής Σερβίας, της Βουλγαρίας και του Ελληνικού Βυζαντίου. Κατά τον 19ο αιώνα, ο όρος «Μακεδονία χρησιμοποιούνταν μόνο για την αναφορά στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Τα διπλωματικά έγγραφα της εποχής, δεν αναφέρονται πουθενά  σε «μακεδονική εθνότητα».

Η Μακεδονία είναι απλά ένας γεωγραφικός όρος, χωρίς εθνολογικό περιεχόμενο. Ξεχωριστό Μακεδονικό έθνος δεν υπήρξε ποτέ.

Ο χώρος που περικλείεται στα όρια που αναφέραμε αποτελούσε τον κύριο χώρο της Μακεδονίας. Κατά διαστήματα, όμως, ο χώρος αυτός επεκτείνονταν και συμπτύσσονταν. Π.χ. επί Βυζαντινής εποχής περιλάμβαναν στα όρια της Μακεδονίας, ένα μεγάλο μέρος της Θράκης ή και όλης της Αν. Ρωμυλίας, όπως επίσης, μεγάλες περιοχές της Αλβανίας. Σχετικά υπενθυμίζεται ότι ο ιδρυτής της Μακεδονικής δυναστείας, αυτοκράτορας Βασίλειος ο Α΄ ονομάζονταν Μακεδών, αν και κατάγονταν από την Ανδριανούπολη.

Η Μακεδονία, μια περιοχή που κάλυπτε περίπου 67.165 τ. χλμ. και με πληθυσμό περίπου   δύο εκατομμύρια κατοίκους (2.000.000), δεν είχε από την εποχή της Οθωμανικής κατοχής καθορισμένα πολιτικά όρια αλλά ήταν χωρισμένη σε τρία βιλαέτια, της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και του Κοσσυφοπεδίου.

Σημειώνεται ότι το βιλαέτι Κοσσυφοπεδίου, υπάγεται για πρώτη φορά στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας, το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, στα πλαίσια της αναδιάρθρωσης των διοικητικών υπηρεσιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μέχρι τότε σύμφωνα με τις παρατηρήσεις που έκανε το 1907 ο Σέρβος ανθρωπογεωγράφος CVIJIC, ΑΝΉΚΕ ΣΤΗΝ Παλιά Σερβία.

Το Βιλαέτι Κοσσυφοπεδίου προ του 1878 αποτελούσε το Βιλαέτι της Βοσνίας.

Όπως όμως γίνεται αντιληπτό, του Βιλαετίου Κοσσυφοπεδίου άλλα μεν διαμερίσματα ( Καζάδες) ανήκαν ιστορικά στην Αλβανία και άλλα π.χ. τα Σκόπια, στη λεγόμενη Παλαιά Σερβία και δεν αποτέλεσε μέλος της ιστορικής Μακεδονίας. Επίσης οι Καζάδες Δίβρης και Ελβασάν, χώροι που ανήκαν εκτός του Μακεδονικού χώρου, κακώς προσαρτήθηκαν στο Βιλαέτι Μοναστηρίου.

 

Γ. Πληθυσμός

 

Στο μακεδονικό μωσαϊκό των εθνοτήτων, των γλωσσικών και θρησκευτικών ομάδων, ζούσε στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα, μια ορθόδοξη αγροτική πλειοψηφία, διαιρεμένη γλωσσικά, με αναλογίες που διέφεραν από περιοχή σε περιοχή και από χωρίο σε χωριό, που μιλούσε ελληνικά, αλβανικά, βλάχικα και σλαβικές γλώσσες.

Ο Χριστιανικός δηλαδή πληθυσμός της οθωμανικής επαρχίας της Μακεδονίας, ήταν εθνικά ανάμεικτος, σε γενικές δε γραμμές, είναι δυνατόν να διαιρεθεί σε τρεις ζώνες, ανάλογα με την γλωσσική του διαστρωμάτωση και την εθνολογική του σύνθεση.

Η Βόρεια ζώνη άρχιζε άρχιζε από τις οροσειρές Σαρ-Σκάρδου και Ρίλας και εκτεινόταν στο νότο ως τη γραμμή Αχρίδας, βόρεια του Μοναστηρίου και της Στρώμνιτσας, μέχρι το Μελένικο και το Νευροκόπι. Στη γεωγραφική αυτή περιφέρεια κατοικούσαν σλαβόφωνοι πληθυσμοί, οι οποίοι από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, ταυτίστηκαν ουσιαστικά με την Βουλγαρική εθνική κίνηση και προσχώρησαν στα 1870 και τυπικά στους κόλπους της Εξαρχίας.

Οι κάτοικοι αυτοί μιλούσαν ένα γλωσσικό ιδίωμα, που συγγένευε σημαντικά με την Βουλγαρική γλώσσα.

Η νότια ζώνη εκτείνονταν από τα θεσσαλικά σύνορα προς τα βόρεια της γραμμής Πίνδου-Καστοριάς και προς την κατεύθυνση βόρεια της Ημαθίας και της Θεσσαλονίκης, ως τις Σέρρες και την Δράμα. Η ζώνη αυτή περιλάμβανε ελληνόφωνους στη συντριπτική πλειοψηφία πληθυσμούς, με ελληνική εθνική συνείδηση.

Ιδιόμορφη ωστόσο, τόσο ως προς την γλωσσική διαστρωμάτωση όσο και ως προς την εθνολογική σύσταση του χριστιανικού πληθυσμού, παρέμεινε η κατάσταση στη μεσαία γεωγραφική ζώνη της Μακεδονίας . Η ζώνη αυτή ορίζονταν στα βόρεια από τη νοητή ευθεία που κατευθυνόταν από την λίμνη της Αχρίδας στο Κρούσοβο, στα νότια του Περλεπέ, στα βόρεια του Μοναστηρίου ως τον Νέστο και περιλάμβανε τις πόλεις Στρώμνιτσα, Πετρίτσι, Μελένικο και Νευροκόπι. Στα νότια η μεσαία ζώνη άρχιζε από τον Γράμμο, κάλυπτε το μισό της γεωγραφικής έκτασης  του καζά της Καστοριάς, κατευθύνονταν έπειτα στα νότια της Φλώρινας και της Έδεσσας και στη συνέχεια στα βόρεια της Κοζάνης, της Θεσσαλονίκης, των Σερρών και της Δράμας. Οι κάτοικοι αυτής της ζώνης υπήρξαν κυρίως σλαβόφωνοι, ελληνόφωνοι, βλαχόφωνοι και αλβανόφωνοι και στη μεγαλύτερη πλειοψηφία τους ακόμη και μετά το 1870 διατήρησαν την ελληνική τους συνείδηση, όπως προκύπτει από τους σκληρούς αγώνες τους για την κατοχή των Ελληνικών σχολείων και εκκλησιών. Στη ζώνη αυτή, το σλαβικό ιδίωμα περιείχε βουλγαρικές, ελληνικές, βλάχικες και τούρκικες λέξεις.

Το Ελληνικό στοιχείο, ακμαίο από άποψη όχι μόνο κοινωνική και πολιτιστική, αλλά και αριθμητική, δέσποζε στη νότα ζώνη και διατηρούνταν ισχυρό στη μεσαία ζώνη.

Αντίστροφα, το σλαβικό στοιχείο, κυριαρχούσε στη βόρεια ζώνη και διατηρούσε σοβαρά ερείσματα στη μεσαία ζώνη, όπου η ανάμειξη των διαφόρων φυλετικών ομάδων ήταν χαρακτηριστική. Η έντονη και συχνά βίαιη προπαγανδιστική εκστρατεία των βουλγάρων εθνικιστών, συνυφάνθηκε με την προσπάθεια για την εκμηδένιση της επιρροής του Πατριαρχείου και την κυριαρχική επιβολή της Εξαρχίας.

Η αντίσταση του Ελληνισμού της περιοχής προσφερόταν για να αναστέλλει ως ένα σημείο την αποτελεσματικότητα της σλαβικής προπαγάνδας, αφού αυτή συνεπικουρούνταν από την προσφυγή σε μέσα βίαιου καταναγκασμού.

Από την αρχή του Ελληνοβουλγαρικού ανταγωνισμού κυκλοφόρησαν διάφορες στατιστικές για την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της Μακεδονίας . Τα αριθμητικά στοιχεία, παρουσίαζαν τεράστιες διαφορές μεταξύ τους, γιατί οι στατιστικές στηρίζονταν σε διαφορετικά κριτήρια και επεδίωκαν να εξυπηρετήσουν τις εθνικές βλέψεις των συντακτών τους.

Συνήθως οι Βούλγαροι βασίζονταν στην ομιλούμενη γλώσσα, ενώ οι Έλληνες και οι Τούρκοι, έπαιρναν ως βάση την εθνική συνείδηση.

Έτσι κατά τις Ελληνικές πηγές, την Μακεδονία κατοικούσαν 656.000 Έλληνες, 576.000 Τούρκοι και 545.000 Σλαβόφωνοι.

Κατά τις Βουλγαρικές πηγές κατοικούσαν 485.000 Τούρκοι, 225.000 Έλληνες, 1.184.000 Βούλγαροι και 700.000 Σέρβοι.

Κατά τις Σερβικές πηγές 2341.000 Τούρκοι, 201.000 Έλληνες, 57.000 Βούλγαροι και 2.048.000 Σέρβοι.

Πλησιέστερη πάντως προς την πραγματικότητα, ήταν η Τουρκική απογραφή του Χιλμή Πασά ( Απρίλιος 1904) που πραγματοποιείται κατά την ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα  και η οποία εμφάνιζε την ακόλουθη αναλογία Ελλήνων και Βουλγάρων:

 

Βιλαέτι Θεσσαλονίκης    393.227   Έλληνες    187.317  Βούλγαροι

«      Μοναστηρίου     281.283        «           148.412          «

Σ Υ Ν Ο Λ Ο                  675.510        «           335.729          «

 

Τώρα , για όλη την Μακεδονία, η απογραφή που ήταν βασισμένη στα «μιλέτ», έδινε 623.000 Ελληνορθόδοξους και 627.000 Βουλγαρορθόδοξους

Πρέπει να τονισθεί επίσης ότι η συμφωνία μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων της 11-3-1912, για την κατανομή των εδρών που θα έπαιρναν οι εθνότητες στην Οθωμανική Βουλή, προέβλεπε, για τα Βιλαέτια Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης, δέκα έδρες για τους Έλληνες και τρεις για τους Βουλγάρους.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στα καθαρά μακεδονικά βιλαέτια Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης, οι Έλληνες ήταν πλειοψηφία έναντι των Βουλγάρων και ότι όλες οι απογραφές αγνοούσαν την «Μακεδονική εθνότητα».

 

Δ. Στρατηγική σημασία για την Ελλάδα.

 

« Υπό γεωγραφικήν  έποψιν η Μακεδονία είναι μάλλον πολύτιμος δια την Ελληνικήν Ασφάλειαν και το Ελληνικόν μέλλον. Η Μακεδονία είναι το μέγα προπύργιον της Θεσσαλίας και αυτής της νοτίου Ελλάδος, το έρεισμα και η σκέψη της Ηπείρου και η ακαταγώνιστος από βορρά και ανατολών ακρόπολις του ελληνισμού. Δια της Χαλκιδικής συμπληροί την επί του Αιγαίου πελάγους ελληνικήν ηγεμονίαν, δια δε της πολυσχιδούς και πολυκλάδου Ροδόπης, εξασφαλίζει την δια ξηράς συνέχειαν των εν Θράκη ελληνικών πληθυσμών»

Ο Μάξ Νορδάου έγραψε ότι «δια τους έλληνας είναι ζήτημα υπάρξεως, εάν η Μακεδονία ανήκει εις τον ελληνισμόν ή όχι. Η απώλειά της θα ήτο πλήγμα θανατηφόρον, δια το αναποσπάστως επ’ αυτού εξαρτώμενου ελληνικόν έδαφος εν Ευρώπη».

Πράγματι!! Η λέξη Μακεδονία συμπυκνώνει την γραμμή άμυνας του ελληνισμού και η υπεράσπιση του ονόματος «Μακεδονία» γίνεται ζήτημα ζωής ή θανάτου, η δε ιστορία της, είναι η ιστορία του Ελληνικού μεγαλείου.

Σήμερα είναι γενικά αποδεκτό, ότι το όνομα «Μακεδονία» προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό επίθετο «μακεδνός» που θα πει υψηλός, ενώ ακόμη και οι Βούλγαροι παραδέχονται ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες κατάγονταν από την ίδια φυλή με τους αρχαίους Έλληνες και η γλώσσα τους ήταν όμοια με των Αρκάδων και ανήκαν σους Πελασγούς, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες.

Η Ελλάδα, είναι κληρονόμος της αρχαίας ελληνικής ιστορίας της αρχαίας Μακεδονίας και του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού της, που αποτελεί τίτλο και της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς, και βέβαια, τα Σκόπια δεν  έχουν σχέση με την ιστορική Μακεδονία.

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι τα σπλάχνα της και το αίμα που ποτίστηκε, μαρτυρούν την καταγωγή της. Μια καταγωγή που δεν μπορεί να σβήσει η δυναμική των εναλλασομένων συμφερόντων και δυνάμεων, που σάρωσε για πολλά χρόνια την Μακεδονία, σαν επίκεντρο των Βαλκανίων, της «Πυριτιδαποθήκης της Ευρώπης». Μια καταγωγή που φωτίζεται από μια αδιάλειπτη σειρά ολοκαυτωμάτων  στον ιερό βωμό του Γένους μας, ολοκαυτώματα συνήθως άγνωστα και πάντοτε ανιδιοτελή, «χοές εθελούσιες των Μακεδόνων στην Ελληνίδα γη, ολοκαυτώματα ταπεινά και γι’ αυτό συγκλονιστικά». Συνεχιζόμενα μέχρι την  εθνική ολοκλήρωση.

Εμείς οι Έλληνες, πρέπει πάντοτε να έχουμε στο νου μας, ότι όσοι σχεδιάζουν την πολιτική των δυνάμεων και των υπερδυνάμεων, σπουδάζουν και χρησιμοποιούν ιστορία. Τι διδάσκει αυτή; Ότι σε όλες τις φάσεις του λεγόμενου Μακεδονικού ζητήματος, και όταν αυτό ως τους Βαλκανικούς πολέμους και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο υπήρξε κομμάτι του Ανατολικού ζητήματος και στις εκάστοτε νεκραναστάσεις του το εργαλείο των εχθρών του ελληνισμού είναι πάντοτε το όνομα Μακεδονία.

 

 

Η παιδεία στη Μακεδονία

 

Α. Ελληνική εκπαιδευτική παρουσία

 

Είναι γεγονός το ότι ουσιώδες τεκμήριο για την υπεροχή του ελληνικού στοιχείου και πολιτισμού σε ολόκληρο τον Μακεδονικό χώρο, στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας, αποτελούσε αναμφισβήτητα ο σημαντικότερος αριθμός των ελληνικών σχολείων. Ζώντας οι μαθητές της Μακεδονίας σε ένα καθεστώς σφοδρού ανταγωνισμού των εθνοτήτων, αλλά μέσα σε ένα σύστημα ελεύθερης παιδείας, όπου είχαν την δυνατότητα να φοιτήσουν σε οποιοδήποτε σχολείο επιθυμούσαν, προτιμούσαν την ελληνική παιδεία , γιατί προς αυτήν και τα ελληνικά σχολεία αισθάνονταν να τους ωθεί όχι μόνο η ελπίδα για καλύτερη μόρφωση, αλλά και η εθνική τους συνείδηση , όπως επιβεβαιώνεται από τις σωζόμενες μαρτυρίες. Στις πόλεις της Μακεδονίας ,  στο Μοναστήρι, στη Ρέσνα, στην Αχρίδα, στην Πρέσπα, στη Φλώρινα, στην Καστοριά, στα Σέρβια, στην Κοζάνη, στις Σέρρες, στη Στρώμνιτσα, στο Νευροκόπι, στο Μελένικο, στη Ζίχνη, στο Πετρίτσι, στην Έδεσσα, στα Γιαννιτσά, στη Βέροια, στην Κασσάνδρα, στην Καβάλα και στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε πολλά χωριά, λειτουργούσαν συνολικά εξακόσια δέκα (610) ελληνικά σχολεία, μέσης και δημοτικής εκπαίδευσης, γυμνάσια, διδασκαλεία, ιερατικές σχολές,. ανώτερα και κατώτερα παρθεναγωγεία και νηπιαγωγεία, στα οποία φοιτούσαν γύρω στις σαράντα χιλιάδες (40.000) μαθητές, σύμφωνα με τον Καθηγητή Βακαλόπουλο Κων/νο.

Η ελληνική Μακεδονική αστική τάξη, που διαμορφώθηκε την εποχή αυτή, αλλά και οι εκπαιδευτικοί σύλλογοι της Μακεδονίας και του ελληνικού κράτους, κατέβαλλαν τεράστιες προσπάθειες για την ανύψωση της πνευματικής στάθμης του υπόδουλου ελληνισμού, που είχε ως αποτέλεσμα την τεράστια πολιτιστική ακτινοβολία του ελληνισμού της Μακεδονίας.

Σημαντικότατο ρόλο σε όλα αυτά διαδραμάτισε ο Φιλολογικός Σύλλογος Κων/πόλεως, ο Σύλλογος προς διάδοσιν των Ελληνικών γραμμάτων και η φιλεκπαιδευτική εταιρεία που είχαν αναλάβει την φροντίδα για την εκπαίδευση , τα σχολεία και τους δασκάλους. Η εταιρεία Ελληνισμός εργάζεται για την διαφώτιση, ενώ το γαλλόφωνο δελτίο BULLETIN D’ ORIENT (Δελτίο Ανατολής) για την ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης. Για τον ίδιο σκοπό εργάζεται στο Λονδίνο ο Σύλλογος Βύρων και στο Παρίσι ο Φιλελληνικός Σύνδεσμος.

Μεγάλη ανάπτυξη παρουσίασαν στις αρχές του 20ου αιώνα τα τρία μεγαλύτερα εκπαιδευτικά κέντρα του ελληνισμού της Μακεδονίας, η Θεσσαλονίκη, το Μοναστήρι και οι Σέρρες. Στη Θεσσαλονίκη π.χ. διαπιστώνεται η θεαματική ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας, με την ίδρυση πάμπολλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, όλων των βαθμίδων καθώς και τυπογραφείων, σύσταση δημοτικών βιβλιοθηκών και αναγνωστήριων.

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ενώ στα 1882 υπήρχαν δέκα(10) ελληνικά σχολεία με σαράντα τέσσερις(44) εκπαιδευτικούς και δύο χιλιάδες διακόσιους μαθητές(2200), το 1909 η παρουσία των ελληνικών σχολείων παρουσίαζε ραγδαία αριθμητική ανάπτυξη. Έτσι υπήρχαν τριάντα δύο (32) ιδρύματα με εκατόν είκοσι επτά (127) άτομα διδακτικό προσωπικό και τρεις χιλιάδες οκτακόσιους ενενήντα οκτώ(3.898) μαθητές.

Στο Μοναστήρι τώρα, όπου το πρώτο ελληνικό σχολείο είχε ιδρυθεί στα 1830, στις αρχές του 20ου αιώνα, η ελληνική κοινότητα διατηρούσε δέκα επτά (17) εκπαιδευτικά ιδρύματα, με πενήντα πέντε (55) δασκάλους και καθηγητές στα οποία φοιτούσαν δύο χιλιάδες πεντακόσιοι (2.500) περίπου μαθητές.

Χωρίς αμφιβολία οι Σέρρες αποτελούσαν ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, το επίκεντρο της εκπαιδευτικής ακτινοβολίας του ελληνισμού της Ανατολικής Μακεδονίας. Το πρώτο ελληνικό σχολείο ιδρύθηκε το 1874 ενώ στις αρχές του αιώνα, λειτουργούσαν στις Σέρρες εξατάξιο γυμνάσιο, εννεατάξιο κεντρικό παρθεναγωγείο, εξατάξια αστική σχολή αρρένων, τέσσερα δημοτικά αρρένων και τέσσερα δημοτικά θηλέων καθώς και το «Δούμπειον» κεντρικό νηπιαγωγείο. Κατά την διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, το 1905, ιδρύθηκε στις Σέρρες ο μουσικογυμναστικός σύλλογος Ορφεύς ο οποίος παράλληλα με τις γενικές του δραστηριότητες αποτελούσε και αστική πολιτική οργάνωση.

Στην Κοζάνη από το 1662 και μετά σημειώνεται πνευματική και οικονομική πρόοδος αξιόλογη, σύμφωνα με τον ιστορικό Χαρίσιο Μεγδάνη, γι’αυτό και ονομάσθηκε «πόλη του Λόγιου και Κερδώου Ερμή» . Το έτος 1668 ο Σερβιώτης διδάσκαλος Γεώργιος Κονταρής διδάσκει στην πρώτη σχολή ανώτερης βαθμίδας. Τα έτη 1726-1736 διδάσκει ο Καστοριανός Λεοντιάδης και το 1746 ιδρύεται η «Στοά» στην οποία επί έξι (6) χρόνια διδάσκει ο Ευγένιος Βούλγαρης, διδάσκαλος του Γένους.

Από το 1765 οι Κοζανίτες έμποροι της κεντρικής Ευρώπης, συντηρούν τα σχολεία της πατρίδας τους. Ένα από αυτά είναι το « Σχολείο της Κομπανίας». Ο σύγχρονος Δάσκαλος του γένους  Ο Κώστας Σιαμπανόπουλος ονομάζει την περίοδο αυτή «Πνευματικό χρυσό αιώνα».

Την περίοδο του Μακεδονικού αγώνα στην Κοζάνη λειτουργούσαν Γυμνάσιο, Παρθεναγωγείο, δύο αστικές σχολές και νηπιαγωγείο, στα οποία φοιτούσαν 1176 μαθητές, με 25 καθηγητές και δασκάλους. Αργότερα οι αδελφοί Βαλταδώρου δωρίζουν το κτίριο για την επέκταση του Γυμνασίου Κοζάνης.

Κατά πόδας ακολουθούσε η ανθηρή Σιάτιστα με δάσκαλό της τον Μεθόδιο Ανθρακίτη, ονομαστό φιλόσοφο από τα Γιάννενα. Το 1888 ιδρύθηκε το ονομαστό Γυμνάσιο Τραμπάντζειο.

Αξιόλογα επίσης κέντρα πνευματικά λειτουργούσαν στο Τσοτύλι με το περίφημο Γυμνάσιο από το 1871, δώρο της Μακεδονικής Αδελφότητας Κωνσταντινούπολης, η Εράτυρα, το Βελβενδό, το Καταφύγι και οι Πύργοι.

Συνολικά σε όλη την περιοχή των καζάδων Σερβίων, Κοζάνης, Καϊλαρίων και Ανασελίτσης, λειτουργούσαν 147 εκπαιδευτήρια, που μάθαιναν Ελληνικά γράμματα με την καθοδήγηση της Ορθοδοξίας 8.928 μαθητές με φάρους τους   υπηρετούντες με κίνδυνο της ζωής τους 233 δασκάλους και καθηγητές.

 

Β. Βουλγαρική εκπαιδευτική παρουσία.

 

Είναι γνωστό, ότι στους χριστιανικούς λαούς της Μακεδονίας και της Θράκης, το ελληνικό κράτος είχε την δυνατότητα να ασκεί επιρροή μέσω του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, αλλά και μέσω της εκπαίδευσης, καθώς και οι Έλληνες είχαν στα χέρια τους τα σχολεία, στα οποία φοιτούσαν οι χριστιανοί. Για να περιοριστεί , λοιπόν, η ελληνική παρουσία και επίδραση άρχισαν μετά το 1870 να ιδρύονται βουλγαρικά σχολεία, μια και η ύπαρξη του ξεχωριστού βουλγαρικού κράτους, δημιούργησε σημαντικές διευκολύνσεις, πολιτικού, οργανωτικού και εκπαιδευτικού χαρακτήρα, για απελευθερωτικούς αγώνες στη Μακεδονία.

Έτσι οι βούλγαροι αύξησαν σημαντικά την δραστηριότητά τους στην Μακεδονία, την «Τρίτη Βουλγαρία» με την ίδρυση διδασκαλείων και την φοίτηση υποτρόφων, στα τέλη του περασμένου και στις αρχές αυτού του αιώνα.

Με την έμμεση υποστήριξη του Βαλή Θεσσαλονίκης, Γκαλίπ πασά, πολυάριθμα δημοτικά σχολεία ιδρύθηκαν στην Αχρίδα, Ρέσνα, Σκόπια, Βελεσά, Αβρέτ Χισάρ, Ράζλογκ και Δοϊράνη.

Απώτερος στόχος της βουλγαρικής κίνησης υπήρξε η καλλιέργεια βουλγαρικής εθνικής συνείδησης ανάμεσα στους σλαβόφωνους πληθυσμούς της Μακεδονίας και η δημιουργία ισχυρών βουλγαρικών κοινοτήτων. Οι εξαρχικοί προσπαθούσαν να δελεάσουν τους έλληνες σλαβόφωνους της Μακεδονίας, με το επιχείρημα ότι, αν αναγνώριζαν την Εξαρχία, θα απαλλάσσονταν οριστικά από τα αρχιερατικά δικαιώματα και θα αποκτούσαν ιερείς και δασκάλους, οι οποίοι θα μισθοδοτούνταν από την βουλγαρική κυβέρνηση και θα χρησιμοποιούσαν στις εκκλησίες και στα σχολεία τους την βουλγάρικη γλώσσα.

Οι σκληρές διαμάχες Ελλήνων και Βουλγάρων για την κατοχή των κτιρίων, σχολείων και εκκλησιών, παρουσίασαν μεγάλη έκταση κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1890. Πολλά ελληνικά σχολεία και εκκλησίες της Βόρειας Μακεδονίας καταλαμβάνονται από τους Βουλγάρους. Στο Αβρέτ Χισάρ, στο Τίκφες, στο Ράζλογκ, στα Βελεσά και στα Σκόπια, τα ελληνικά σχολεία και οι εκκλησίες, πέφτουν οριστικά στην κατοχή τους, ενώ στις υπόλοιπες γεωγραφικές περιοχές της μεσαίας και της νότιας ζώνης, τα αποτελέσματα των βουλγαρικών περιοχών υπήρξαν πενιχρά. Ακόμα και σε περιοχές, όπου το ελληνικό και το εξαρχικό στοιχείο, βρίσκονταν σε ίση πληθυσμιακή αναλογία, οι Έλληνες κατάφεραν πάντοτε να διατηρούν ανέπαφα τα σχολικά κτίρια και τις εκκλησίες τους, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει, ο Άγγλος πρόξενος της Θεσσαλονίκης  CH. BLUNT σε σχετική του έκθεση.

Σύμφωνα με τις στατιστικές πληροφορίες του προξένου αυτού, ολόκληρο το Βιλαέτι Θεσσαλονίκης περιλάμβανε στα τέλη του 1888, εννιακόσιους εβδομήντα πέντε χιλιάδες (975.000) κατοίκους, από τους οποίους τετρακόσιοι σαράντα επτά χιλιάδες (447.000) Τούρκοι, τετρακόσιοι ογδόντα πέντε χιλιάδες (485.000) χριστιανοί και σαράντα τρεις χιλιάδες (43.000) Εβραίοι. Από τον συνολικό αριθμό των χριστιανών εκατόν εξήντα μία χιλιάδες (161.000) ήταν ελληνόφωνοι Έλληνες, εκατόν δύο χιλιάδες (102.000) σλαβόφωνοι Έλληνες, έξι χιλιάδες (6.000) Ελληνόβλαχοι, διακόσιες μια χιλιάδες (201.000) Βούλγαροι ( Εξαρχικοί), έξι χιλιάδες (6.000) τσιγγάνοι, οκτώ χιλιάδες (8.000) Καθολικοί και χίλιοι (1.000) προτεστάντες της Αμερικανικής ιεραποστολής.

Ο Ελληνισμός δηλαδή επικρατούσε στις περιοχές Βέροιας, Χαλκιδικής, Θεσσαλονίκης, Αγ. Όρους, Λαγκαδά, Σερρών,           Ζίχνης, Έδεσσας, Γιαννιτσών, Γευγελής, Στρώμνιτσας, Κάτω Τζουμαγιάς, Πετριτσίου και Μελενίκου. Στις γεωγραφικές περιοχές περιφέρειας Νευροκοπίου, Ράζλογκ, Τίκφες, Αβρέτ Χισάρ και Σκοπίων, υπερείχαν οι Εξαρχικοί.

Σημειώνεται ότι στη «νύφη του Θερμαϊκού» σύμφωνα μες διάφορες απογραφές, η βουλγαρική κοινότητα της Θεσσαλονίκης, το 1888 είχε από χίλια επτακόσια έως έξι χιλιάδες (1700-6.000) άτομα.

 

Γ. Η ρουμανική παρουσία στη Μακεδονία

 

Η ρουμανική παρουσία στο χώρο της Μακεδονίας χρονολογείται από την δεκαετία του 1850-1860 και η οποία, απέβλεπε, με επικεφαλής τον Απόστολο Μαργαρίτη, στην προσέλκυση των Ελληνοβλαχικών πληθυσμών. Η ρουμανική διείσδυση σημειώθηκε αρχικά ανάμεσα στους βλαχοφώνους πληθυσμούς του Βερμίου, με πρωτεργάτη τον ιερέα Αβέρκιο, ο οποίος κατέβαλε μεγάλε προσπάθειες για τον προσηλυτισμό βλαχοφώνων νέων της ανατολική Πίνδου, στη Ρουμανική ιδέα, εκπαιδεύοντας ορισμένους απ’ αυτούς στο Βουκουρέστι.

Παρά τις προσπάθειες όμως, οι  σύντονες ενέργειες των ρουμανιζόντων δεν στάθηκε δυνατό να καρποφορήσουν. Τα ρουμανικά σχολεία που άρχισαν να ιδρύονται μετά το 1859 στο Μεγάροβο, στο Τίρνοβο, στο Γκόπεσι και σε άλλες ελληνοβλαχικές κωμοπόλεις της Δυτικής και Βορειοδυτικής Μακεδονίας, λειτούργησαν με καθαρά υποτυπώδη μορφή και συγκέντρωσαν ελάχιστους μαθητές.

Ο Απ. Μαργαρίτης, θεωρούνταν ιδιαίτερο μισητό πρόσωπο από το σύνολο του ελληνοβλαχικού πληθυσμού, κυρίως για τις προσπάθειες του να δημιουργήσει μια ανύπαρκτη ρουμανική εθνότητας και να εισαγάγει την ρουμανική γλώσσα σε ελληνικές εκκλησίες και σχολεία.

Παρά τα ποσά που δαπανούσε η επίσημη Ρουμανική πολιτική στη Μακεδονία, με την υλική κι ηθικά συμπαράσταση της Αυστρίας, αλλά και γενικά του καθολικού δόγματος, δεν μπόρεσε ποτέ να αποσπάσει το Ελληνοβλαχικό στοιχείο από τον υπόλοιπο    Ελληνισμό και απέτυχε οικτρά να ξεριζώσει την Ελληνική τους συνείδηση.

Οι πολυάριθμες Ελληνοβλαχικές κοινότητες του Βιλαετιού του Μοναστηρίου αντιδρούσαν σθεναρά στη δραστηριότητα των ρουμανιζόντων και πολλές φορές δεν δίσταζαν να καταγγείλουν τις ενέργειες τους στις ντόπιες τουρκικές αρχές. Οι πολλοί φτωχοί όμως που δεν μπορούσαν να αντέξουν το όποιο οικονομικό βάρος, έστελναν τα παιδιά τους σε ρουμάνικα σχολεία, επειδή λόγω της γενναίας ενίσχυσης του Ρουμανικού κράτους, σπούδαζαν δωρεάν.

Το έτος 1880 λειτουργούσαν στη Μακεδονία, την Θεσσαλία και την Θράκη δεκαπέντε (15) ρουμανικά σχολεία που φοιτούσαν χίλιοι πεντακόσιοι (1500) σπουδαστές. Τα σχολεία συντηρούσε ο «Ελληνορουμανικός σύλλογος» που είχε ιδρυθεί δέκα χρόνια πριν ( το έτος 1879) στο Βουκουρέστι και διηύθυνε ο Απ. Μαργαρίτης . Στο έργο του επιβοηθούνταν από 19 Ρουμάνους καθηγητές.

Όμως λόγω της μεγάλης οικονομικής δυνατότητας που είχε στα χέρια της η Ρουμανική προπαγάνδα, είχε την δυνατότητα να ξοδεύει 120.000 γαλλικά φράγκα τον χρόνο και έτσι πέτυχε να διεισδύσει στο Βιλαέτι του Μοναστηρίου και να δημιουργήσει σχολεία στο Κρούσοβο, στο Τίρνοβο, στο Μεγάροβο, στο Γκόπεσι, στη Μηλόβιστα, στο Περλεπέ, στη Ρέσνα, στην Αχρίδα, στη Μοσχόπολη και στην Κορυτσά. Οι Αυστριακοί Πρόξενοι της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου αναφέρουν ότι στα τέλη του 1897 υπήρχαν τριάντα ένα (31) ρουμανικά σχολεία στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο με 54 δασκάλους και 2.530 μαθητές.

Παρά την τεράστια σπατάλη χρημάτων από την Ρουμανική πλευρά , η ,μεγάλη πλειοψηφία των Βλάχων , δεν πέφτει στο δόκανο και παραμένει πιστή στον Ελληνισμό.

«Το όνειρο ενός απόκληρου» είναι ο τίτλος ενός συγγράμματος του Ρουμάνου Ραντουλέσκου που συνέγραψε το έτος 1953. Με το βιβλίο αυτό ο Ρουμάνος ονειρεύονταν δημιουργία Ρουμάνικης συνείδησης στους Βλάχους. Δυστυχώς γι’ αυτόν παρέμεινε όνειρο.

Καθ’ όν χρόνο η Ρουμανική προπαγάνδα πλούτιζε εύκολα τους τυχοδιώκτες εθνικών συνειδήσεων, τα εθνικά κέντρα των βλάχων στην Κλεισούρα, στο Κρούσοβο, στο Πισοδέρι, στο Νυμφαίο ( Νεβέσκα), στο Πετρίτσι παρέμειναν  ακλόνητες Ακροπόλεις του Ελληνισμού.

« Οι Βλάχοι υπερμαχούσι της ελληνικής ιδέας, προβαίνοντες εις πάσαν θυσίαν υπέρ του Ελληνισμού, μέχρι και της διακυβεύσεως της ζωής των»  Τα ανωτέρω λόγια δεν είναι παρμένα από βιβλίο ελληνικών συμφερόντων, αλλά είναι απόσπασμα της αναφοράς του LECANTA Ρουμάνου Διευθυντού της ρουμανικής σχολής Ιωαννίνων, προς το Υπουργείο Παιδείας της Ρουμανίας. Το σπουδαίο αυτό κείμενο διασώζει χάριν της ιστορικής αλήθειας η Π.Ι.ΧΟΙΔΑ στο έργο της  «Η ιστορία της Μακεδονίας», 1908.

 Το ράπισμα έρχεται από τον πρώτο πρόεδρο του «Ελληνορουμανικού συλλόγου» του Βουκουρεστίου, Γερουσιαστή και καθηγητή UREKIAS που έγραψε ότι « είναι μάταιον να δαπανώσι χρήματα υπέρ σκοπού , όστις δεν δύναται να επιτευχθεί , διότι δεν υπάρχουσι Ρουμάνοι Μακεδόνες, πάντες δε εκείνοι ανήκουσιν ης την Ελληνικήν φυλήν»

Έτσι λοιπόν όπως και τότε , όπως και τώρα δεν υπάρχει «Κουτσοβλαχικό ή Βλάχικο ζήτημα» στη χώρα μας.

Βέβαια δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε την προσπάθεια της Ρουμανίας να «καταγράψει» τους Βλάχους της Ελλάδας. Απόδειξη είναι ότι οι Έλληνες φοιτητές που πηγαίνουν να σπουδάσουν στη Ρουμανία, δηλώνουν ότι γνωρίζουν τα Βλάχικα επειδή είναι μητρική τους γλώσσα!!!! ( τα θαυμαστικά είναι του συγγραφέα). Όμως πρέπει να μας απασχολήσει το ζήτημα αυτό τώρα που η Ρουμανία είναι Ευρωπαϊκή χώρα, αφού δεν μας απασχόλησε όταν μας είχε ανάγκη, κάνοντας αίτηση να μπει στην Ε.Ε και παρακαλώντας μας γονυπετώς να την δεχθούμε.

 

Η Σερβική παρουσία στη Μακεδονία

 

Ο Σερβικός παράγοντας μπήκε στον μακεδονικό χώρο συστηματικά την περίοδο 1889-1894

Ο «Σύλλογος του Αγίου Σάββα» που αριθμούσε έξι χιλιάδες μέλη, περιλάμβανε ανάμεσά τους και τον Σέρβο πρόξενο Καραστογιάννοβιτς, τον Ρώσο πρόξενο Γιαστρέμπωφ και τον διερμηνέα του Μίτσεφ.

Τα ιστορικά γεγονότα, ως ιδεολογική βάση της σερβικής εθνικής ιδέας, οδήγησαν την σερβική πολιτική προς την Μακεδονία, όπου κατά τον μεσαίωνα είχε αναπτυχθεί το Σερβικό κράτος και όπου εξακολουθούσαν να παραμένουν μνημεία του υλικού πολιτισμού του. Από το 1878 μέχρι το 1913 η Σερβία απέβλεπε στη διείσδυση στην κοιλάδα του Αξιού, η οποία αποτελούσε επέκταση της κοιλάδας του Μοράβα και ήταν η σπονδυλική στήλη της Βαλκανικής Χερσονήσου. Η κατοχή έτσι της κοιλάδας αυτής, συνεπάγονταν την κατοχή του κεντρικού τμήματος της Βαλκανικής.

Εξάλλου οι Σέρβοι πίστευαν ότι η Μακεδονία ήταν αρχαία Σερβική γη, κατοικημένη από Σέρβους, των οποίων η εθνική συνείδηση θόλωσε σε κάποιο βαθμό λόγω της μακροχρόνιας βουλγαρικής προπαγάνδας.

Κατά το υπόδειγμα των Ελλήνων και των Βουλγάρων, η Σερβία άρχισε γύρω στα 1890 να ιδρύει στην Μακεδονία σέρβικα σχολεία, να τα εφοδιάζει με δασκάλους και με βιβλία, να δέχεται σπουδαστές από την Μακεδονία, να δημοσιεύει και να διανέμει προπαγανδιστική φιλολογία, Ήδη από την άνοιξη του 1887, είχε ιδρυθεί στο υπουργείο Παιδείας στο Βελιγράδι τμήμα για τα «σερβικά σχολεία και τις σερβικές εκκλησίες εκτός Σερβίας». Το τμήμα αυτό το 1889 περιήλθε στο υπουργείο των Εξωτερικών και ανέλαβε εξολοκλήρου στα χέρια του την Σερβική προπαγάνδα στην Μακεδονία.

Τα σέρβικα σχολεία ιδρύθηκαν βάσει του νόμου της δημόσιας εκπαίδευσης στην Οθωμανική αυτοκρατορία και ήταν εξαρτημένα από την τουρκική διοίκηση. Συμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, στην Μακεδονία το 1901-1902 υπήρχαν διακόσια δέκα επτά (217) δημοτικά σχολεία με εννιά χιλιάδες εκατόν εβδομήντα εννέα (9.179) μαθητές και τετρακόσιους εννέα (409) δασκάλους. Τα παραπάνω στοιχεία είναι καταγεγραμμένα στο βιβλίο του Τζώρτζεβιτς Δημητρίου «Η ΙΣΤΟΡΙΑ της ΣΕΡΒΙΑΣ» 1800-1918, εκδόσεις ΙΜΧΑ Θεσσαλονίκη, 1970, σελίδες 270-277.

Μεταξύ Ελλάδος και Σερβίας τότε δεν υπήρχαν εθνικιστικές αντιθέσεις, παρά μόνον ορισμένοι μικροί ανταγωνισμοί για τους διορισμούς των μητροπολιτών στις περιοχές Σκοπίων, Πριζένης και Βελεσών. Αντίθετα η πρόοδος της βουλγαρικής εξαρχίας είχε προκαλέσει σοβαρές ανησυχίες στο Βελιγράδι και την Αθήνα. Τον Ιούνιο του 1890 έως τον Δεκέμβριο του 1892, οι δύο χώρες ήλθαν σε διαπραγματεύσεις. Οι Σέρβοι προτιμάν αντιβουλγαρική συνεργασία, επιθυμούσαν όμως να έχουν υπό την εξουσία τους και τα εκκλησιαστικά ζητήματα στα βιλαέτια Κοσόβου και Μοναστηρίου και στα βόρεια διαμερίσματα του Βιλαετιού της Θεσσαλονίκης, περιλαμβανομένων των κοιλάδων Στρώμνιτσας, Αξιού, Καστοριάς, Κορυτσάς και Βερατίου.

Οι σερβικές απαιτήσεις ήταν αρκετά υψηλές και απέβλεπαν στον μελλοντικό έλεγχο των περιοχών αυτών, ενώ περιέκλειαν σπέρματα μιας μελλοντικής επεκτατικής πολιτικής της Σερβίας και ως τέτοιες απορρίφθηκαν από την Ελληνική κυβέρνηση.

Ο Ελληνοτουρκικός όμως πόλεμος του 1897, μετέβαλε την σχέση μεταξύ των δυνάμεων στο Μακεδονικό ζήτημα. Η Σερβία ζήτησε από την Υψηλή Πύλη την εγκατάσταση Σέρβου μητροπολίτη στην μητρόπολη Σκοπίων, αναγνώριση της Σερβικής εθνότητας της Τουρκίας και έγκριση για ίδρυση σερβικών σχολείων στο Βιλαέτι της Θεσσαλονίκης. Η Τουρκία ενέκρινε τα σερβικά αιτήματα, απέπεμψε τον Αμβρόσιο από τα Σκόπια και τοποθέτησε στη θέση του τον κοσμήτορα της θεολογικής σχολής Βελιγραδίου, αρχιμανδρίτη Φιρμιλιανό.

Η τοποθέτηση του Φιρμιλιανού στα Σκόπια προκάλεσε ελληνικές διαμαρτυρίες. Τον Οκτώβριο του 1897 και το 1899 διεξήχθησαν Ελληνοσερβικές συνομιλίες. Για την αναγνώριση του Φιρμιλιανού, οι Σέρβοι ήταν πρόθυμοι να καθορίσουν γραμμή των σφαιρών συμφερόντων στην Μακεδονία. Έτσι το Ντέμπαρ, τα Βελεσά, το Ιστίπ και η Ραδοβίστα περιέρχονταν στην Σερβική σφαίρα, ενώ η Στρούγκα, η Αχρίδα, το Μοναστήρι, το Κρούσοβο και το Περλεπέ στην Ελληνική. Επίσης η Σερβία θα καταργούσε τα προξενεία της στη Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι, ενώ η Ελληνική κυβέρνηση θα ασκούσε την επιρροή της στο Πατριαρχείο για να παραχωρήσει αυτό στη Σερβία τις επισκοπικέ έδρες, εκτός της Πριζένης και στις επαρχίες Σκοπίων και Βελεσών. Οι συνομιλίες όμως διακόπηκαν γιατί  και οι δύο κυβερνήσεις δεν είχαν αμοιβαία εμπιστοσύνη και δεν ήταν ικανοποιημένες από τις παραχωρήσεις.

Μπορούμε να πούμε ότι το ζήτημα της Μακεδονίας όπως το έβλεπαν στην Σερβία, εκείνη την εποχή, ήταν δυνατόν να λυθεί με δύο τρόπους. Ο πρώτος με την διανομή της μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών και ο δεύτερος με την δημιουργία αυτόνομης Μακεδονίας, με την ταυτόχρονη εξασφάλιση των συμφερόντων των λαών των ενδιαφερομένων κρατών.

Οι Σέρβοι προτιμούσαν την πρώτη λύση, φοβούμενοι την προσάρτηση της αυτόνομης Μακεδονίας από την ισχυρότατη τότε Βουλγαρία, όπως έκανε με την Ανατολική Ρωμυλία, το έτος 1885. Η διανομή των επίμαχων περιοχών της Μακεδονίας, μεταξύ Σερβίας, Ελλάδας και Βουλγαρίας, ήταν εξαιρετικά δυσχερής, αν όχι αδύνατη, λόγω της ασάφειας των εθνικών ορίων. Αυτό θα επέσυρε ένοπλη σύρραξη μεταξύ των βαλκανικών κρατών, για την εξασφάλιση των εθνικών και κρατικών συμφερόντων τους στην Μακεδονία.

Έτσι στις αρχές του 20ου αιώνα διασταυρώνονταν στην Μακεδονία η μεταρρυθμιστική δράση των μεγάλων δυνάμεων και η προπαγάνδα και η ένοπλη δράση των Βουλγαρικών ανταρτικών ομάδων.

Η δράση αυτή των Βουλγάρων επρόκειτο να μετατρέψει εντός ολίγου την Μακεδονία σε αιματηρό πεδίο αναμέτρησης.

 

Τα Βουλγάρικα κομιτάτα

 

Από το 1870, όταν δημιουργήθηκε ο Εξαρχία, όλη η δραστηριότητα της βουλγαρικής προπαγάνδας στην Μακεδονία διενεργούνταν, κυρίως, στα διαμερίσματα, που οι κάτοικοι μιλούσαν, στην πλειοψηφία τους, το σλαβόφωνο ιδίωμα.

Η βουλγάρικη πολιτική συνίστατο στην προσπάθεια να αποσχισθούν περιοχές της Μακεδονίας από το Πατριαρχείο και να δημιουργηθούν σχισματικές μητροπόλεις, με τον προσεταιρισμό των δύο τρίτων του πληθυσμού των περιοχών, για να διορισθούν σχισματικοί μητροπολίτες, ιερείς και δάσκαλοι, για να επιτευχθεί τοιουτοτρόπως ο εκβουλγαρισμός των πληθυσμών. Οι επιτυχίες της Βουλγαρίας ήταν αξιόλογες, όχι όμως και αποφασιστικές.

Ο Κων/νος Βακαλόπουλος στο βιβλίο του «Το Μακεδονικό ζήτημα», εκδόσεις ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ, 1989 (σελ.177) γράφει ότι η δημιουργία από την κυβέρνηση του Σταμπούλωφ και από τις μετέπειτα κυβερνήσεις «Βουλγαρομακεδονικών» κομιτάτων άλλαξε την ροή της ιστορίας και της γενικότερης πορείας του Μακεδονικού ζητήματος.

Ειλικρινής ο Βούλγαρος ιστορικός Λάλκωβ Μίλκο στο βιβλίο του «Ιστορία της Βουλγαρίας», εκδόσεις ΕΙΡΗΝΗ, 1983, (σελ. 161) γράφει:

«Η διπλωματική αδράνεια των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων σύντριψε την πίστη των Βουλγάρων ότι το Μακεδονικό μπορεί να λυθεί ειρηνικά, όμως το βουλγαρικό έθνος δεν έπαψε να καταβάλλει προσπάθειες για την ένωση και την συσπείρωσή του, που δεν μπορούσε να γίνει χωρίς την προσάρτηση της Μακεδονίας και της Ανατολικής Θράκης».

Η Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών, «Μακεδονία- Συλλογή ντοκουμέντων και υλικών», Σόφια 1978,(σελ. 390) γράφει:

«Στα 1892 Βουλγαρομακεδονικές επιτροπές δημιουργούνται στον Περλεπέ (Πρίλεπ), στο Μοναστήρι (Μπίτολα) και σε μερικές άλλες πόλεις. Αυτές θα αποτελέσουν στην ουσία, τον πρόγονο της «Βουλγαρικής Μακεδονο- Ανδριανουπολίτικης Επαναστατικής Επιτροπής» (ΒΜΟΡΚ), που ιδρύθηκε στις 23-10-1893, στη Θεσσαλονίκη».

Η οργάνωση αυτή μετονομάσθηκε το 1902 σε «Μυστική Επαναστατική Οργάνωση Μακεδονίας και Ανδριανούπολης» (ΤΜΟΡΟ), το 1905 σε «Εσωτερική Μακεδονο Ανδριανουπολίτικη Επαναστατική Επιτροπή» (VΜORO) και μετά το 1919 σε «Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» (VMRO). Το τελευταίο αυτό όνομα είναι το πλέον διαδεδομένο και χρησιμοποιείται ακόμη και για τις περιόδους που η οργάνωση έφερε ένα από τα παραπάνω ονόματα.

Ιδρυτές της ήταν σλαβόφωνοι Μακεδόνες κυρίως σοσιαλίζοντες, αναρχίζοντες και ριζοσπάστες αστοί, διανοούμενοι, οι οποίοι είχαν σπουδάσει είτε σε βουλγαρικά σχολεία της Θεσσαλονίκης είτε στη Σόφια.

Ο Τοντόρωφ Νικολάϊ στο βιβλίο του «Σύντομη ιστορία της Βουλγαρίας» εκδόσεις ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ-ΛΙΒΑΝΗΣ, 1983 (σελ. 87) γράφει:

Επικεφαλής είχε τους «δοκιμασμένους και ανιδιοτελείς» αρχηγούς Γκότσε Ντέλτσεφ, Νταμιάν Γκρούεφ, Γκιόρτσε Πετρώφ, Χρίστο Τατάρτσεφ και αργότερα τον Γιάνε Σαντάνσκι. (σ.σ. η πόλη  που φέρει το όνομα αυτό, προς τιμήν του, είναι αυτή που προστρέχουν ο Έλληνες για αγορά πάσης φύσεως αναμφιβόλου ποιότητας εμπορευμάτων).

Η ΕΜΕΟ (VMRO) έμοιαζε στη διάρθρωσή της με τις καρμπονάρικες ομάδες της Ιταλίας, είχε αρχικά αναρχικές και μετέπειτα σοσιαλιστικές απόψεις. Εξέλεξε «Κεντρική Επιτροπή» με επικεφαλής τον Χρίστο Τατάρτσεφ. (σ.σ. με το ίδιο όνομα προ δεκαετίας υπήρχε γενικός εισαγγελέας της Βουλγαρίας που ήταν φανατικός διώκτης των «Μακεδονιζόντων» της χώρας του).

Η ΕΜΕΟ είχε κάνει σύνθημά της το «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» το οποίο είχε αποκτήσει σημαντική υποστήριξη στην Ευρώπη, κυρίως στο χώρο των κακοπληρωμένων φιλελευθέρων, οι οποίοι φαντάζονταν με την άγνοιά τους, ότι υπήρχε «Μακεδονική εθνότητα».

Ο Λιούμπομιρ Παναγιωτώφ στο βιβλίο του «Το Μακεδονικό ζήτημα και οι Βούλγαρο-Γιουγκοσλαβικές σχέσεις» Σόφια 1991 σελ 102 και ο Καρακατσάνωφ Κρασιμίρ στο βιβλίο του «ΒΜΡΟ-100 χρόνια αγώνας για την Μακεδονία», ΜΑΚΕΝΤΟΝΙΑ ΠΡΕΣ, Σόφια, 1996 σελ. 17-18, φιλοξενούν δήλωση του Χρίστο Τατάρτσεφ που έλεγε:

Δεν ήταν δυνατόν να υιοθετήσουμε το σύνθημα της άμεσης προσάρτησης της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, γιατί βλέπαμε ότι τούτο θα συναντούσε μεγάλες δυσκολίες λόγω της αντίδρασης των Μεγάλων Δυνάμεων και των επί της Μακεδονίας βλέψεων των γειτονικών κρατών και της Τουρκίας. Κάνουμε τη σκέψη ότι μια αυτόνομη Μακεδονία θα ηδύνατο ευκολότερα να ενωθεί με την Βουλγαρία.

Παράλληλα με την ΕΜΕΟ δημιουργείται και άλλο οργανωμένο κίνημα για την «απελευθέρωση» της Μακεδονίας και της Ανατολικής Θράκης, στη Βουλγαρία, η «Ανωτάτη Μακεδονο-Ανδριανουπολίτικη Επιτροπή» (ΒΜΟΚ) στις αρχές του 1895, με έδρα την Σόφια. Η επιτροπή αυτή δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της κυβέρνησης της Σόφιας και του Πρίγκιπα Φερδινάρδου και είχε στόχο την ένωση της Θράκης και της Μακεδονίας με την Βουλγαρία. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο καθηγητής Μιχαηλόφσκι, όμως την επιτροπή διηύθυνε ο στρατηγός Τσόντσεφ. Δραστήριο μέλος ήταν ο συνταγματάρχης Γιαγκώφ, ο οποίος κατάγονταν από την Βασιλειάδα (Ζαγορίτσανη) Καστοριάς. Οι οπαδοί της επιτροπής ήταν γνωστοί ως «Βερχοβιστές».

Αργότερα, το 1898, αρχηγός των Βερχοβιστών εκλέχτηκε ο Μπόρις Σαράφωφ, που είχε διατελέσει διευθυντής του βουλγαρικού γυμνασίου Θεσσαλονίκης, ενώ κυριότερος εκπρόσωπος των «σεντραλιστών» ήταν ο Γιάνε Σαντάνσκι. Αυτός γεννημένος στο χωριό Βλάχι του Μελένικου, σπούδασε στη Βουλγαρία, αναμείχθηκε στη Βερχοβιστική κίνηση, από το 1899, όμως, εισήλθε στην ΕΜΕΟ και αναδείχθηκε σε έναν από τους ηγέτες της.

Ο Χρυσανθόπουλος Μιχαήλ στο βιβλίο του «Οι Έλληνες στη Βόρειο Μακεδονία», ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ, 1997 σελ. 23, γράφει ότι «ο Σαντάνσκι διακήρυττε ότι οι κάτοικοι της Μακεδονίας δεν είναι ούτε Έλληνες, ούτε Βούλγαροι, ούτε Κουτσόβλαχοι, αλλά μόνο Μακεδόνες, απόγονοι των Αρχαίων Μακεδόνων».

Οι Βερχοβιστές πίεσαν την βουλγάρικη κυβέρνηση να επαναφέρει προς την Πύλη και τις ευρωπαϊκές δυνάμεις το αίτημα για την εφαρμογή του άρθρου 23 της Συνθήκης του Βερολίνου του 1878 για την εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων στα τρία βιλαέτια της Μακεδονίας, που θα είχαν και κάποια μορφή διοικητικής αυτονομίας. Η κύρια όμως προσπάθεια της ανωτάτης επιτροπής ήταν η προετοιμασία ενόπλου αγώνα, με τον σχηματισμό και την αποστολή σωμάτων στη Μακεδονία. Σκοπός φαινομενικά ήταν η ενίσχυση της ΕΜΕΟ, απώτερη όμως επιδίωξη των Βερχοβιστών ήταν να αποκτήσουν πλήρη έλεγχο των Πολιτικοεπαναστατικών διεργασιών στη Μακεδονία.

Τα σώματα αυτά οργανώθηκαν κυρίως από τον Μπόρις Σαράφωφ, ο οποίος επικεφαλής ενός τμήματος κατέλαβε το Μελένικο και το κράτησε για λίγες ώρες. Οι πρόωρες όμως αυτές ενέργειες επέδρασαν ανασχετικά στο έργο της ΕΜΕΟ και έτσι παραμερίστηκε η αθόρυβη και συστηματική προπαρασκευή του Νταμιάν Γκρούεφ, ενώ το σύνθημα πια η «Μακεδονία στους Μακεδόνες» δύσκολα θα γίνονταν από τώρα και στο εξής πιστευτό. Οι Βούλγαροι βρήκαν ελάχιστη ή καθόλου υποστήριξη και δεν κατόρθωσαν να κρατηθούν στη Μακεδονία. Συγχρόνως το «Μακεδονικό κίνημα» έγινε αντικείμενο της ευρωπαϊκής διπλωματίας, ενώ οι Έλληνες και οι Σέρβοι δεν άργησαν να συνειδητοποιήσουν τον κίνδυνο του βουλγάρικου επεκτατισμού.

Ο Βακαλόπουλος Κων/νος στο βιβλίο του «Το Μακεδονικό ζήτημα» ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ, 1989 σελ. 178, γράφει:

Έτσι, λοιπόν, ενώ οι Βερχοβιστές επιζητούσαν την άμεση ενσωμάτωση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, η ΕΜΕΟ (Σεντραλιστές) στόχευε στην αυτονόμησή της. Ήταν δηλαδή θέμα τακτικής, αφού και οι δύο οργανώσεις είχαν σαν τελικό σκοπό,  βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία.

Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι από της εποχής που ιδρύθηκε η ΕΜΕΟ, είχαν φανεί δύο τάσεις στο εσωτερικό της. Η μια επεδίωκε στενή συνεργασία με τους Βερχοβιστές και μέσω αυτών με το υπουργείο Άμυνας της Βουλγαρίας και με τον Βούλγαρο Τσάρο και χρησιμοποιούσε την αυτονομία ως πρόσχημα για την προσάρτηση στη Βουλγαρία. Η Μπάρκερ Ελίζαμπεθ στο βιβλίο της «Η Μακεδονία στις διαβαλκανικές σχέσεις και συγκρούσεις» εκδ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ 1996, σελ. 31, πιστεύει ότι η τάση αυτή εξελίχθηκε αργότερα σε εξτρεμιστική εθνικιστική πτέρυγα της οργάνωσης και με εξαίρεση μια σύντομη αριστερή της απόκλιση το 1924, μεταβλήθηκε σε άσπονδο εχθρό τόσο των Κομμουνιστών, όσο και του αριστερού Βουλγαρικού αγροτικού κινήματος.

Η άλλη τάση στους κόλπους της ΕΜΕΟ προωθούσε την ουσιαστική αυτονομία της Μακεδονίας , καλούσε δε σε συναδέλφωση όλους τους κατοίκους της Μακεδονίας, Σλάβους, Τούρκους, Αλβανούς και Έλληνες, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να παραμείνει σχετικά ανεξάρτητη από την Ανωτάτη επιτροπή και το υπουργείο Άμυνας. Πάντως η Βουλγαρία ήταν η βασική πηγή χρηματοδότησης της οργάνωσης με χρήμα και προμήθεια όπλων, γεγονός που κατά κάποιο τρόπο περιόριζε την ανεξαρτησία της σημαντικά. Η τάση αυτή αποτέλεσε αργότερα την αριστερή πτέρυγα της οργάνωσης. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, πολλά από τα μέλη της έγιναν «Φεντεραλιστές» και υποστήριξαν την αυτονομία της Μακεδονίας στα πλαίσια μιας νοτιοσλαβικής ένωσης. Άλλοι έγιναν κομμουνιστές, με συνέπεια να χρησιμοποιείται πλέον η ονομασία ΕΜΕΟ από την φιλοβουλγαρική δεξιά πτέρυγα.

Οι «Σεντραλιστές» και οι «Βερχοβιστές» αποτέλεσαν τον σιδηρούν βραχίονα της απροσχημάτιστα επιθετικής επεκτατικής πολιτικής της Βουλγαρίας εναντίον της Μακεδονίας. Δραστηριοποιούνταν παράλληλα και αλληλοσυμπληρωματικά επιδιώκοντας τον ίδιο στόχο, με επιφανειακά διαφορετικές δραστηριότητες, παρέχοντας έτσι στο Βουλγαρικό κράτος, να κάνει ανά πάσα στιγμή ελιγμούς που απαιτούνταν από τις διαμορφούμενες κάθε φορά συγκυρίες. Οι διάφορες τριβές που παρουσιάζονταν κατά καιρούς ανάμεσα στα στελέχη των δύο οργανώσεων, σχετίζονταν με προσωπικές διαφορές και απόκτηση δύναμης, καθώς και με τις προσπάθειες των βουλγαρικών κυβερνήσεων να ασκήσουν επιρροή στο επαναστατικό απελευθερωτικό κίνημα.

Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτή ως σοβαρή η θέση των Σκοπιανών «ιστορικών», ότι οι αντιθέσεις μεταξύ των «Βερχοβιστών» και των «Σεντραλιστών» οφείλονταν στο ότι η «Ανώτατη Επιτροπή» ήταν δημιούργημα του βουλγαρικού παλατιού με σκοπό τον εκβουλγαρισμό των «Μακεδόνων», ενώ η «ΕΜΕΟ» αγωνίζονταν για την απελευθέρωση του «Μακεδονικού λαού», τόσο από τον τουρκικό ζυγό, όσο και από την βουλγαρική προπαγάνδα και ότι οι αντιθέσεις των δύο οργανώσεων ήταν σε εθνική βάση, δηλαδή οι μεν ήταν Βούλγαροι, οι δε ήταν «Μακεδόνες».

Ένα αδιάψευστο επιχείρημα εναντίον των Σκοπιανών είναι και το εξής απλό παράδειγμα: Όλοι οι ιδρυτές και βασικοί παράγοντες της Ανωτάτης Επιτροπής ήταν γεννημένοι στη Μακεδονία, ενώ παράλληλα μεγάλο μέρος των στελεχών και ηγετών ενόπλων ομάδων της ΕΜΕΟ ήταν γεννημένοι στα ελεύθερα βουλγαρικά εδάφη.

Σύμφωνα με την σκοπιανή «ιστορία», οι «Βούλγαροι» της ΕΜΕΟ αγωνίζονταν για το «Μακεδονικό έθνος», ενώ οι «Μακεδόνες» της ανωτάτης επιτροπής, για την ένωση της Μακεδονίας με το βουλγαρικό κράτος.

Η αλήθεια είναι ότι και οι δύο οργανώσεις έχουν ένα και το αυτό ιδανικό, την απελευθέρωση των Βουλγάρων της Μακεδονίας και της Ανατολικής Θράκης από τον τουρκικό ζυγό. Οι μεν κυρίως νέοι με ενθουσιασμό οργάνωναν τον λαό και στηρίζονταν πριν απ’ όλα στις δυνάμεις τους, οι δε, άνθρωποι με κύρος στην Βουλγαρία, σκόπευαν να συστρατεύσουν στον δύσκολο αγώνα όλη την ισχύ του ελεύθερου βουλγαρικού κράτους και στηρίζονταν βασικά σε αυτό. Και οι «Βερχοβιστές» και οι «Σεντραλιστές» πριν και πάνω απ’ όλα ήταν Βούλγαροι πατριώτες. Τα παραπάνω ισχυρίζεται στη σελίδα 27 του  βιβλίου του ο Καρακατσάνωφ Κρασιμίρ «ΒΜΡΟ- 100 χρόνια αγώνας για την Μακεδονία» στη βουλγαρική γλώσσα, έκδοση «ΜΑΚΕΝΤΟΝΙΑ ΠΡΕΣ» Σόφια 1996

 

 Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού αγώνα

Τα κινήματα του 1895-1896

 

Προμηνύματα της οξύτερης φάσης στην οποία εισέρχεται την εποχή αυτή το Μακεδονικό ζήτημα, αποτελούν δύο σημαντικά επαναστατικά κινήματα που εκδηλώθηκαν στα 1895 και 1896 από Βουλγάρους και Έλληνες.

Το Βουλγάρικο κίνημα εκδηλώθηκε στη ΒΔ Μακεδονία στα 1895 κάτω από την παρότρυνση της επίσημης βουλγαρικής πολιτικής και με την πρωτοβουλία βουλγάρικων ομάδων, τα οποία εισέδυσαν στη Μακεδονία από την Βουλγαρία, για να ξεσηκώσουν τους βουλγάρικους πληθυσμούς.

Το κίνημα αυτό που απέτυχε αφού δεν διέθετε τα απαραίτητα λαϊκά ερείσματα, απέδειξε καθαρά ότι χωρίς την συμπαράσταση του ντόπιου πληθυσμού θα ήταν αδύνατη η μελλοντική προσάρτηση της Μακεδονίας στο Βουλγαρικό κράτος.

Αντίθετα το Ελληνικό κίνημα του 1896 δεν διέθετε την συμπαράσταση της επίσημης Ελληνικής πολιτικής, η οποία οχυρωμένη πίσω από το δόγμα της «άψογης» στάσης και κάτω από την επιδείνωση του Κρητικού ζητήματος, καταδίκαζε οποιεσδήποτε επαναστατικές ενέργειες στη Μακεδονία, που ήταν δυνατό να διαταράξουν τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις ή τουλάχιστον να τις επιδεινώσουν, εφόσον το Κρητικό ζήτημα αποτελούσε ήδη μια ανοιχτή πληγή για το Ελληνικό κράτος.

Το κίνημα αυτό είχε καθαρά ιδιωτικό χαρακτήρα, αφού οργανώθηκε από την Εθνική Εταιρεία.

Η οργάνωση από την Εθνική Εταιρεία της επαναστατικής κίνησης του 1896 (ή της επανάστασης) είχε πλήρη επιτυχία. Πάνω από είκοσι ένοπλα σώματα μπήκαν στη Μακεδονία, για να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στα βουλγαρικά σώματα, που μέχρι τότε, λυμαίνονταν ανεμπόδιστα τον τόπο. Η επαναστατική κίνηση κράτησε έναν χρόνο και έγιναν πάνω από πενήντα μάχες σε όλο τον Μακεδονικό χώρο.

Οι αντάρτικες εκείνες ομάδες επιτέλεσαν σημαντικό έργο και σωτήριο. Για πρώτη φορά οι Ελληνικοί πληθυσμοί έβλεπαν σώματα Ελληνικά και διαπίστωναν ότι οι ελεύθεροι Έλληνες δεν τους ξέχασαν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ανύψωση του ηθικού τους και την αναζωπύρωση της ελπίδας για ελευθερία, αλλά και μελλοντική ενσωμάτωση στο Ελληνικό και όχι στο Βουλγάρικο κράτος.

Οι μεγάλες δυνάμεις έβλεπαν για πρώτη φορά αντίδραση Ελλήνων στις βουλγάρικες επιδιώξεις και διαπίστωναν ότι στη Μακεδονία δεν αγωνίζονταν μόνο Βούλγαροι, αλλά και Έλληνες, γιατί μέχρι τότε μόνο βουλγάρικα σώματα κινούνταν στο Βόρειο Μακεδονικό χώρο, τα οποία μάλιστα απέφευγαν κάθε εχθροπραξία με τους Τούρκους και αγωνίζονταν αποκλειστικά για την αλλοίωση της εθνολογικής σύνθεσης της Μακεδονίας.

Η επαναστατική κίνηση του 1896 θα παρέμενε βαθιά θαμμένη στη μνήμη του λαού, αν δεν υπήρχε ο μεγάλος ιστορικός ερευνητής Γεώργιος Λυριτζής, ο οποίος ανέσυρε από την λήθη του παρελθόντος τα γεγονότα του 1896 ερευνώντας πρωτογενείς πηγές. Το βιβλίο του «Η εθνική Εταιρεία και η δράσις αυτής» Κοζάνη 1970, αποτελεί την βασική ιστορική πηγή της περιόδου αυτής. Πριν από το 1970 ελάχιστα ήταν γνωστά για την επανάσταση του 1896 στη Μακεδονία, όπως ακριβώς και η επανάσταση του 1878, που άρχισε στο Μπούρινο και το Λιτόχωρο «ανακαλύφθηκε» από τον ιστορικό Ευάγγελο Κωφό (το βιβλίο του έχει τον τίτλο «Η επανάστασις κατά το 1878. Ανέκδοτα προξενικά έγγραφα μετά συντόμου ιστορικής επισκοπήσεως». ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη, 1969).

Για την περίοδο αυτή ο Παναγιώτης Λιούφης στην Ιστορία της Κοζάνης, Αθήνα 1924, αφιερώνει υπό τον τίτλο «Τάσις προς επανάστασιν», «Κίνδυνος της πόλεως» και «Διαμαρτυρία κατά της συνθήκης του Άγιου Στεφάνου», τρία κεφάλαια, στα οποία  επιβεβαιώνει το ιστορικό γεγονός χωρίς να περιγράφει λεπτομέρειες της επαναστατικής κίνησης.

Για το θέμα αυτό ο Σύνδεσμος Γραμμάτων και Τεχνών Ν. Κοζάνης ασχολήθηκε σε πάμπολλες εκδόσεις του και με εμπνευστή τον αείμνηστο «Δάσκαλο του Γένους» Κωνσταντίνο Σιαμπανόπουλο, ίδρυσε και λειτουργεί, στο σημείο της κήρυξης της επανάστασης, Μουσείο του Μακεδονικού Αγώνα.

Οι δημοσιεύσεις των παραπάνω ιστορικών έργων έχουν ιδιαίτερη σημασία και αξία στη σύγχρονη εποχή, διότι απέδειξαν ότι οι Μακεδόνες αντιστάθηκαν ένοπλα και μαζικά στη βουλγαρική επιβουλή από το 1878, ενώ οι Βούλγαροι και Σκοπιανοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι καμία αντίδραση δεν παρουσιάσθηκε στα πανσλαβικά ιμπεριαλιστικά σχέδια, μετά το 1870 και ότι ο Μακεδονικός αγώνας διεξήχθη μόνο μεταξύ 1904- 1908 και μόνο από εθελοντές από την Νότιο Ελλάδα, οι οποίοι βέβαια δεν υπερέβαιναν τους επτακόσιους (700) και πλαισιώθηκαν από χιλιάδες ντόπιους Μακεδόνες και μάλιστα σλαβόφωνους, οι οποίοι με κανένα τρόπο δεν ήθελαν να λέγονται Βούλγαροι ή Σλάβοι.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι κατά τον Μακεδονικό αγώνα, οι περιοχές που υπερτερούσαν οι σλαβόφωνοι, όπως π.χ. τα Κορέστια της Καστοριάς, γίνονται περιοχές δράσης και η μούσα των σλαβόφωνων τραγούδησε τον ένοπλο αγώνα. Ο Γοβατζιδάκης Δημήτριος διασώζει, στη σελίδα 49 του βιβλίου του «Μακεδονικός Αγώνας – Διαλέξεις για τα 80 χρόνια», Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1986, το εξής καταπληκτικό δίστιχο:

Ε! Μπρε Μπούγκαροι, σλαβιάνσκοι, γκουμνάροι νέματε μούτρα ζα Μακεντόνια. Που σημαίνει: Ε! Βρε Βούλγαροι, βρωμεροί Σλάβοι δεν έχετε μούτρα για την Μακεδονία.

 

Γραικομάνοι – Δίγλωσσοι – Σλαβόφωνοι

 

Μετά τον ατυχή, για την Ελλάδα, πόλεμο του 1897, οι Βούλγαροι με εντατικότερο ρυθμό από πριν, εξαπέλυσαν τις ένοπλες ομάδες τους κατά του Ελληνισμού της περιοχής. Από το 1899 και μετά βουλγαρικές συμμορίες εξορμούν στις περιοχές Τζουμαγιάς, Πετριτσίου, Κιλκίς, Γευγελής, Βελεσσών, Μοναστηρίου κλπ. Αυτές δεν συγκρούονται με Τούρκους, αλλά χτυπούν αποκλειστικά σχεδόν Έλληνες ή Γραικομάνους, σλαβόφωνους δηλαδή που εξακολουθούσαν να μένουν πιστοί στο Πατριαρχείο με σκοπό να τους προσηλυτίσουν στην Εξαρχία και να τους παρουσιάσουν ως Βουλγάρους. Ο Σταύρος Λυγερός στο βιβλίο του « Σκόπια το αγκάθι της Βαλκανικής» ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ – ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα, 1992 στη σελίδα 31 γράφει: Οι βουλγαρικές διεκδικήσεις στη Μακεδονία βασίζονταν περισσότερο στην ομιλούμενη γλώσσα, ενώ παρέκαμπταν το σημαντικότερο ίσως στοιχείο, την εθνική συνείδηση των σλαβόφωνων κατοίκων.

Οι σλαβόφωνοι, περισσότερο από κάθε άλλη γλωσσική ομάδα, υπήρξαν «το μήλο της έριδος». Ήταν Έλληνες και έτσι αισθάνονταν με κριτήριο το θρήσκευμα και το φρόνημα, ενώ τους διεκδικούσαν, οι Βούλγαροι πρωτίστως και οι Σκοπιανοί δευτερευόντως, με κριτήριο τη γλώσσα.

Τους Έλληνες σλαβόφωνους οι Βούλγαροι τους αποκαλούσαν Γραικομάνους, δηλαδή «Ελληνομανείς», επειδή παρέμειναν πιστοί στον Ελληνισμό και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι το 1883, παρά την ανάπτυξη του Βουλγαρικού εθνικισμού αλλά και της Βουλγαρικής εξαρχίας η κατάσταση στις μητροπόλεις της Βόρειας Επαρχίας ήταν η εξής:

Μητρόπολη Αχρίδας και Πρεσπών:             Πατριαρχικές οικογένειες  3030.

«               «                      «                    Εξαρχικές              »           6003

Μητρόπολη Πελαγονίας (Μοναστηρίου)     Πατριαρχικές οικογένειες  6459

«                «                     «                    Εξαρχικές              »          4980

Μητρόπολη Μολγενών( Φλώρινας)             Πατριαρχικές οικογένειες  2433

Εξαρχικές              »            694.

Η πλειοψηφία των Πατριαρχικών ήταν βλαχόφωνοι και σλαβόφωνοι Γραικομάνοι.

Για τους Γραικομάνους οι Βούλγαροι έτρεφαν ιδιαίτερο μένος αφού ήταν σίγουροι ότι θα εκδήλωναν φιλοβουλγαρικά αισθήματα λόγω της γλώσσας. Και όταν αυτό δεν έγινε, η οργή τους ξέσπασε σε ένα όργιο σφαγών και διώξεων. Ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίστηκαν από τους κομιτατζήδες, που έμπαιναν στα χωριά και χωρίς έλεος κατέστρεφαν και έκαιγαν οτιδήποτε είχε σχέση με τον Ελληνισμό.

Πλήρωναν οι σλαβόφωνοι επειδή αμύνονταν υπέρ της πίστης τους στον Ελληνισμό. Αμύνονταν παθητικά, καρτερικά. Ανέβαιναν στην αγχόνη, ρίχνονταν σε αναμμένους φούρνους, γδέρνονταν ζωντανοί, αλλά δεν προσκυνούσαν.

Το φαινόμενο ήταν ανεξήγητο για τους Βουλγάρους, που πίστεψαν ότι η όμοια περίπου γλώσσα μπορούσε να αποβεί και ο καθοριστικός σύνδεσμος, η σφραγίδα στην εθνική ταυτότητα. Ήταν λάθος. Εξίσου, ανεξήγητο, στάθηκε το φαινόμενο και στην Αθήνα, για τα σκληρά κολάρα των φραγκοθρεμμένων, που πίστεψαν και πιστεύουν ακόμη, ανόητα, πως ο Μακεδονικός Ελληνισμός έπρεπε να είναι κατευθείαν όμοιος με τους αρχαίους Μακεδόνες του Αλέξανδρου. Στη ψυχή, στην πίστη, στα ήθη και στα έθιμα, ήταν. Αλλά όχι και στη γλώσσα, για όλους τους Μακεδόνες. Η Αθήνα ξεχνούσε και ακόμα ξεχνάει, ότι ανάμεσα στον αρχαίο κόσμο και στο σύγχρονο μεσολάβησαν δύο χιλιάδες χρόνια και πέρασαν από την Μακεδονία τρεις αυτοκρατορίες: Η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή και η Οθωμανική. Και συνεπώς και κάποια άλλη γλώσσα έπρεπε να χρησιμοποιούν οι Μακεδόνες για να συνεννοούνται με τα αλλόγλωσσα φύλα, που πηγαινοέρχονταν διαρκώς πάνω στη γη τους. Λατινικά για τους Ρωμαίους, σλαβικά για τους Βουλγάρους και τους Σκοπιανούς, αρβανίτικα για τους Αρβανίτες και τούρκικα για τους Οθωμανούς (σχετικό το βιβλίο του Ν. Μέρτζου «Εμείς οι Μακεδόνες» ΣΙΔΕΡΗΣ Αθήνα, 1987, σελίδες 118,119).

Στη γλώσσα λοιπόν σλαβόφωνοι, ενώ στην καρδιά και στο νου Έλληνες και όχι «Ελληνίζοντες». Γιατί, με το κριτήριο της γλώσσας, θα έπρεπε να είναι ελληνίζων π.χ. ο βλαχόφωνος ο Ρήγας Φεραίος, οι βλαχόφωνοι πρωθυπουργοί Σπ. Λάμπρος και Ιωάννης Κωλέττης, οι βλαχόφωνοι πρωτομάρτυρες της εθνεγερσίας Γεωργάκης Ολύμπιος, Γιάννης Φαρμάκης, ο βλαχόφωνος ιστορικός Νικ. Κασομούλης, οι βλαχόφωνοι εθνικοί ευεργέτες Σίνας, Ζάππας, Στουρνάρας, Αβέρωφ, Μπάγκας, Μπέλλιος, Δούμπας, Τοσίτσας κλπ. στους οποίους η Ελληνική πρωτεύουσα χρωστάει όσα έχει, όπως:

Το Ζάππειο Μέγαρο, το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Παναθηναϊκό Στάδιο, το Πανεπιστήμιο, την Αρχαιολογική Εταιρεία, την Ακαδημία Αθηνών, την Εθνική Τράπεζα και τον ίδιο τον Μακεδονικό Αγώνα.

Εξέχοντες Έλληνες πολιτικοί, ποιητές, καθηγητές, δάσκαλοι, μητροπολίτες, βουλευτές, τραπεζίτες, καλλιτέχνες, όλοι αγωνιστές ήσαν σλαβόφωνοι.

Με το ίδιο επίσης κριτήριο της γλώσσας «ελληνίζοντες» – αρβανιτόφωνοι-  ήσαν οι Σουλιώτες, οι Μποτσαραίοι, ο Μιαούλης, οι Υδραίοι, οι Κουντουριώτιδες κλπ.

Η αμάθεια συναγωνίζεται την ηλιθιότητα και η ηλιθιότητα την εμπάθεια.

Αλλά οι Μακεδόνες αδιαφόρησαν και στάθηκαν όρθιοι. Αυτοί πολέμησαν και θυσιάστηκαν για την Ελλάδα, χωρίς, συχνά, να ξέρουν ούτε μια ελληνική λέξη. Οι ίδιοι άλλωστε είχαν κρατήσει ζωντανό από το 1878 μέχρι το 1903 το επαναστατικό κίνημα στη Μακεδονία, ιδίως στην Βορειοδυτική.

Αυτόν τον σλαβόφωνο Μακεδονικό Ελληνισμό, έσπευσαν πρόθυμα, βάναυσα και χυδαία, να τον ονομάσουν «Βουλγαρικό», οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του Ελληνικού κράτους και της μορφωμένης κοινωνίας, οι χωροφύλακες, οι δικηγόροι και οι δημόσιοι υπάλληλοι, μόλις έφθαναν μετά την απελευθέρωση στη Μακεδονία. Ήταν εκπληκτικό το εθνικό έγκλημα, αλλά αληθινό. Ο Μέρτζος λέει: Πέρα από έγκλημα ήταν κάτι χειρότερο: ήταν λάθος.

Συχνά, σε ορισμένες περιοχές, σε βάρος του δίγλωσσου Μακεδονικού Ελληνισμού, πολλοί αδαείς εκπρόσωποι του Ελληνικού κράτους στην Μακεδονία, δημιούργησαν, μετά την απελευθέρωση, ένα ρατσιστικό καθεστώς καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Και σε τέτοιο έδαφος έπεσε πάλι ο σπόρος της βουλγαρικής προπαγάνδας, κατά την περίοδο 1912-1943, όποτε όργανα του Ελληνικού κράτους έχριζαν με τη βία «Βουλγάρους» τους μέχρι αυτοθυσίας πιστούς στην Ελλάδα Μακεδόνες.

 Όταν κατά τη διάρκεια της Κατοχής είχε καταλυθεί το Ελληνικό κράτος και το Ε.Α.Μ. εξέπεμψε το κήρυγμα της εθνικής αλλά και της κοινωνικής απελευθέρωσης, δεν είναι περίεργο ότι σλαβόφωνοι χωρικοί πήραν τα όπλα για την αυτονόμηση της Μακεδονίας.

Το αξιοθαύμαστο είναι ότι στην συντριπτική τους πλειοψηφία, οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες παρέμειναν πιστοί στο Έθνος, υπέμειναν καρτερικά όλα τα μαρτύρια, τις απειλές, τις συμφορές και αγωνίσθηκαν ακλόνητοι στην πρώτη γραμμή του πυρός, για να μείνει η Μακεδονία Ελληνική και οι ίδιοι Έλληνες. Γιατί μέσα στην καρδιά τους, την Ελλάδα δεν εκπροσωπούσε κανένας χωροφύλακας ή δημόσιος υπάλληλος ή άλλος αξιωματούχος. Την εκπροσωπούσε η αγάπη τους και η σημαία. Την έβλέπαν οι αδελφοί Έλληνες που είχαν έλθει στη Μακεδονία στο πλευρό τους και πολέμησαν και έπεσαν για την  ελευθερία τους. Πάνω απ’ όλους ο Παύλος Μελάς. Αυτός βίωσε την δικαιοσύνη, την ελευθερία και την αγάπη, αρετές υπέρτατες, με τις οποίες οι Μακεδόνες ταύτισαν και ταυτίζουν την Ελλάδα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι δεν θα είχε γίνει τίποτα χωρίς την θέληση και την αυτοθυσία των ντόπιων Μακεδόνων, οι οποίοι κράτησαν την θέση τους και προετοίμασαν το έδαφος, ως τα 1904, μέχρι την άφιξη των πρώτων Ελληνικών σωμάτων.

Η απάντηση έρχεται από τον Ρώσο ιστορικό ΓΚΟΛΟΥΜΠΙΝΣΚΙ, που στο βιβλίο του «PET ESQUIRE DES EGLISES ORTHODOXIES, BULGARIA, SERVE ET ROMAINE» σελ. 176 , γράφει «οι δήθεν αυτοί Έλληνες, έτρεφαν εναντίον κάθε τι που ήταν βουλγαρικό ή σλαβικό, μίσος αδυσώπητο και περιφρόνηση πλέον έντονη, απ’ όσο έτρεφαν εναντίον του οι πραγματικοί Έλληνες.

Επίσης, ο Ιταλός Giovanni Amadori-Virgili, στο βιβλίο του «La Questioned Remediate (Macedonia, Vecchia Serbia, Albania, Epirus) et la political Italian A» που εκδόθηκε το 1908 και είναι το πρώτο στη σειρά της ιταλικής βιβλιοθήκης για την εξωτερική πολιτική, αναφερόμενος στους Σλαβόφωνους έγραφε τα εξής:

«Οι Σλαβόφωνοι Έλληνες της Μακεδονίας εκφράζουν με την αφοσίωσή τους στις Ελληνικές παραδόσεις, στον πολιτισμό και στα πατριωτικά τους αισθήματα, την σθεναρή τους βούληση να είναι Έλληνες».

Ο γνωστός Άγγλος ιστορικός Douglas Dakin αναφερόμενος στους δίγλωσσους σημειώνει: «Χωρίς προσπάθειες του ντόπιου πληθυσμού, τα ανταρτικά σώματα που οργανώνονταν στην ελεύθερη Ελλάδα και περνούσαν στη Μακεδονία, δεν θα είχαν την παραμικρή δυνατότητα, όχι δράσης, αλλά ούτε και επιβίωσης».

Ο Γάλλος δημοσιογράφος Paillares Michel επισκέφθηκε την Μακεδονία και στο βιβλίο του «Limbroglio Macedonian, Paris 1907, που έγραψε όταν επέστρεψε στο Παρίσι, αναφέρει:

«Τι με ενδιαφέρουν οι εθνολογικές και γλωσσολογικές θεωρίες; Τι με ενδιαφέρουν αν τα θύματα του Κομιτάτου ομιλούν ελληνικά, κουτσοβλαχικά, βουλγαρικά ή τουρκικά; Ό,τι με ενδιαφέρει είναι ότι όλοι αυτοί οι Μακεδόνες, ανεξάρτητα από τη γλώσσα που ομιλούν προτιμούν να σταυρωθούν από τους Βουλγάρους, παρά να αρνηθούν τον Ελληνισμό τους. Όσον με αφορά δεν χρειάζομαι άλλες αποδείξεις. Οι άσημοι αυτοί ήρωες είναι ΕΛΛΗΝΕΣ και κλίνω το γόνυ προ του υπέρτατου μεγαλείου τους».

Οι «Γραικομάνοι» ή κατ’ άλλους οι Σλαβόφωνοι ή οι δίγλωσσοι ή οι ντόπιοι, αντιστάθηκαν στους Βουλγάρους και στάθηκαν ισάξια, με εξαίρετους ηγέτες, κοντά στους αξιωματικούς που στάλθηκαν από την Ελλάδα για τον Μακεδονικό Αγώνα. Και παραπλεύρως του ονόματος του Παύλου Μελά, στις ίδιες χρυσές σελίδες της Ελληνικής ιστορίας, γράφτηκαν τα ονόματα των Σλαβόφωνων οπλαρχηγών, που έπεσαν στον αγώνα: Του Κώττα, του Νίκου Πίρζα, του Βαγγέλη Στρεμπενιώτη, του Δημήτρη Νταλίπη, του Παύλου Κύρου, του Παύλου Ρακοβίτη, του Μητρούση Γκογκολάκη, των αδελφών Δουγιάμα και εκατοντάδων άλλων.

Από την άλλη πλευρά ορισμένοι έχουν αντίθετη άποψη, όπως ο Βασίλης Ραφαηλίδης, που στο βιβλίο του «Οι λαοί των Βαλκανίων» εκδόσεις εικοστού πρώτου, Αθήνα 1994, σελίδα 162 υποστηρίζει ότι:

 «Στον Μακεδονικό Αγώνα προκύπτει το παράδοξο, Βούλγαροι (εννοούν τους δίγλωσσους) να κυνηγούν Βούλγαρους και Βούλγαροι να δουλεύουν για τα εθνικά συμφέροντα των Ελλήνων, ενώ τα μισά περίπου πρωτοπαλίκαρα του Μακεδονικού Αγώνα ήταν Βούλγαροι που αγωνίζονταν δίπλα δίπλα με τους Έλληνες».

Όμως την απάντηση την έχουν δώσει σε όλους αυτούς οι ίδιοι οι δίγλωσσοι, οι Σλαβόφωνοι. Σε υπόμνημα που υπέβαλαν οι κάτοικοι του Μοναστηρίου, προς το Γάλλο υπουργό Εξωτερικών Ντελκασέ, ο οποίος διετέλεσε πρεσβευτής της Γαλλίας στην  Πετρούπολη, έγραψαν το 1905 τα εξής:

«Όχι δεν είμεθα Βούλγαροι, είμεθα Έλληνες! Λαλούμεν ελληνιστί, βλαχιστί, αλβανιστί ή βουλγαριστί, αλλ’ ουδέν ήττον εσμέν Έλληνες και ουδενί επιτρέπομεν να αμφισβητήσει τούτο».

Το μεγαλείο αυτό του Μακεδονικού Ελληνισμού, τόσο των σλαβόφωνων και αρβανιτόφωνων αστικών και ημιαστικών πληθυσμών, μπορεί να αναζητηθεί στην καρτερικότητά τους και στην μοναδική τους αντοχή απέναντι στα ατέλειωτα δεινοπαθήματα.

Ακόμη και Έλληνες πρόξενοι της Μακεδονίας απορούσαν και θαύμαζαν το κουράγιο τους. Χωρίς υπερβολή, το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρήθηκε σε καμία άλλη υπόδουλη Ελληνική επαρχία στα χρονικά της Νεοελληνικής ιστορίας.

Στην μακραίωνη τουρκική κατοχή της Μακεδονίας, ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα, προστέθηκαν μετά το 1897 και οι βουλγαρικές προσπάθειες για την φυσική εξόντωση των Ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας και την ολοκληρωτική εθνολογική αλλοίωση της μεγάλης αυτής ευρωπαϊκής επαρχίας του τότε οθωμανικού κράτους. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται αυτό το υπέροχο χαρακτηριστικό του Μακεδονικού Ελληνισμού. Χωριά ολόκληρα, που για μήνες ή και χρόνια βρίσκονταν φαινομενικά προσηλωμένα στην Εξαρχία, με τα πρώτα δείγματα της πρόωρης ένοπλης Ελληνικής κινητοποίησης, φανέρωναν την Ελληνική εθνική τους ταυτότητα και οι κάτοικοι επέστρεφαν βαθμιαία και πάλι στο Πατριαρχείο.

Ήταν αδύνατο πραγματικά να ξεριζωθεί η Ελληνική συνείδηση των ξενόφωνων πληθυσμών της μεσαίας γεωγραφικής ζώνης της Μακεδονίας, διότι, όπως χαρακτηριστικά υπογράμμιζε ο Κωνσταντίνος Πηχεών, στον πρόλογο των Απομνημονευμάτων του πατέρα του Αναστασίου:

«… αυτοί (οι ξενόφωνοι), που περισσότερον εδοκιμάσθησαν και εβασανίσθησαν και επικράνθησαν μη ανεχόμενοι την ύβριν πολλών από τους ομογενείς, οι οποίοι από άγνοιαν και αμάθειαν δεν εδίσταζον να εκφράσουν αμφιβολίες δια την ελληνικότητά των, ενώ προ πάντων αυτοί ήσαν ο στόχος των προπαγανδών, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι το αλλόγλωσσον επεδίωκον να παρασύρουν αυτούς εις τα δίκτυά των, δια να εξασθενήσουν και μειώσουν τον Ελληνομακεδονικόν πληθυσμόν αφ’ ενός και αφ’ ετέρου να παρουσιάζουν τους ξενόφωνους ως πραγματικούς Βούλγαρους ή Αρουμούνους.

Είναι οι ξενόφωνοι εκείνοι, δια τους οποίους δεν ημπορούμεν να κρύψωμεν τον θαυμασμόν δια την ανεπηρέαστον και αμετάτρεπτον Ελληνικήν συνείδησιν, που επέδειξαν, δια τον σταθερόν και ηρωϊκόν φρόνημα, το οποίον συνέταξαν, δια το ακατάβλητον θάρρος, με το οποίο υπέρ της Ελληνικότητας αυτών ηγωνίσθησαν και πολλοί εθυσιάσθησαν.

Οι ξενόφωνοι Έλληνες, των οποίων όσοι ήμεθα απόγονοι, δικαιούμεθα να είμαστε υπερήφανοι, είναι εξακριβωμένο ότι κατά τους εθνικούς αγώνας εν Μακεδονία, υπερέβαλον εις πολλάς ενεργείας τους Ελληνόφωνους ομοφύλους των».

Ας σημειωθεί ότι οι συμπαγείς σλαβόφωνοι Ελληνικοί αγροτικοί πληθυσμοί στη μεσαία γεωγραφική ζώνη της Μακεδονίας, ιδιαίτερα στα πολυάριθμα χωριά του Μοναστηρίου και Μοριχόβου, δημιούργησαν τους πρώτους ένοπλους αντιστασιακούς πυρήνες, κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και προετοίμασαν το έδαφος για την ευτυχή έκβαση του Μακεδονικού Αγώνα. Χωρίς τους πολυάριθμους αυτούς σλαβόφωνους Έλληνες, τους «Γραικομάνους» της μεσαίας γεωγραφικής ζώνης, δεν θα είχε αναπτυχθεί Ελληνικό αντάρτικο κίνημα και δεν θα παρέμενε η Μακεδονία Ελληνική.

Ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος στο βιβλίο του «Το Μακεδονικό ζήτημα», εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1989, γράφει στη σελίδα 24:

Η συμβολή τους (εννοεί τους δίγλωσσους) στην Ελληνική κινητοποίηση υπήρξε ανεκτίμητη και μοναδική, διότι αυτοί κράτησαν τον αγώνα στην ύπαιθρο, έζησαν από κοντά τις θλιβερές επιπτώσεις της κορύφωσης των εθνικών ανταγωνισμών και θυσιάστηκαν κατά χιλιάδες για την διάσωση της Ελληνικότατης Μακεδονίας.

 

Τα γεγονότα του 1900-1902

 

Η Μακεδονία, πεδίο αντικρουόμενων βλέψεων και ανταγωνισμών, το μήλο της έριδος των βαλκανικών κρατών, στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία φαινόταν να καταρρέει, σύμφωνα με το περιεχόμενο των αναφορών των ευρωπαϊκών προξενικών αρχών, παρουσίαζε όψη ασυνήθιστης πολιτικής αναταραχής και μιας αναρχούμενης επαρχίας, καθώς εντείνονταν οι ένοπλες βουλγαρικές επιθέσεις σε βάρος του Ελληνικού στοιχείου. Οι Ευρωπαίοι διπλωματικοί εκπρόσωποι μνημονεύουν την εποχή αυτή στις εκθέσεις τους, τις βουλγαρικές τρομοκρατικές ενέργειες της ΕΜΕΟ και επισημαίνουν την ανατρεπτική δραστηριότητα των Βουλγάρων εμπορικών πρακτόρων και δασκάλων, οι οποίοι υπήρξαν επίσημα όργανα των βουλγαρικών συμφερόντων. Σημειώνουν, επίσης, ότι οι πράκτορες αυτοί παρέμεναν ατιμώρητοι συχνότατα από τις τουρκικές αρχές, οι οποίες εξαγοράζονταν από την βουλγαρική οργάνωση. Η αδράνεια αυτή και η διαφθορά της διοίκησης του οθωμανικού κράτους επιδείνωνε σημαντικά την θλιβερή κατάσταση, που επικρατούσε στον Μακεδονικό χώρο.

Ήταν ακριβώς η εποχή που οι θρησκευτικές, πολιτιστικές και πολιτικές διαμάχες, άρχισαν να παραχωρούν την θέση τους σε ένοπλες συγκρούσεις.

Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ στο βιβλίο του «Ποιοι είναι οι πραγματικοί Μακεδόνες» «ΟΙΚ. ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» 7-1-1993 σελίδα 73, γράφει: «Ήταν εποχή προπαγάνδας, δολοφονιών και μυστικών εταιρειών», εποχή κατά την οποία όλοι οι Βαλκάνιοι είχαν διαμορφώσει «Μεγάλη ιδέα» που συνοψίζονταν στην προσάρτηση οθωμανικών εδαφών και απελευθέρωση αλύτρωτων αδελφών που ζούσαν σ’ αυτό.

Και ο έγκριτος ιστορικός Κων/νος Βακαλόπουλος στο βιβλίο του «Το Μακεδονικό ζήτημα» ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ , Θεσσαλονίκη, 1986, γράφει στη σελίδα 196: «Από τον Μάρτιο ως τον Δεκέμβριο του 1900 δρούσαν ελεύθερα στις περιοχές Καστοριάς και Φλώρινας βουλγαρικά σώματα, τα οποία αποτύχαιναν να μυήσουν τους Ελληνικούς πληθυσμούς. Στο βιλαέτι Μοναστηρίου η δράση των Βουλγάρων είχε στραφεί στα 1901 σε αλλεπάλληλες δολοφονίες Ελλήνων, σε συνεχείς εκβιασμούς Πατριαρχικών και Εξαρχικών και επιβολή καταναγκαστικών εισφορών για αγορά όπλων και πολεμοφοδίων, τα οποία εισάγονταν λαθραία από την Ελλάδα».

Με την βία και την πειθώ οι Βούλγαροι κέρδιζαν οπαδούς, κυρίως ανάμεσα σε σλαβόφωνους, οι οποίοι ήταν αγανακτισμένοι από την βάρβαρη τουρκική συμπεριφορά και από τις άθλιες συνθήκες της διαβίωσής τους. Ανάμεσά τους υπήρξαν και μερικοί Έλληνες, οι οποίοι πίστεψαν αρχικά στις βουλγαρικές διακηρύξεις, για μια καθολική Ελληνοβουλγαρική σύμπραξη, με βασικό στόχο την δημιουργία μιας συντονισμένης εξέγερσης ολόκληρου του Χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας. Ενδεικτικά σημειώνεται, ότι πολλοί Έλληνες των περιοχών Μοναστηρίου και Μοριχόβου ζητούσαν πληροφορίες από τον Έλληνα πρόξενο Μοναστηρίου Πεζά, για το αν θα έπρεπε να συμπαρασταθούν στις βουλγαρικές ενέργειες και αν επρόκειτο πραγματικά για μια μαζική κινητοποίηση του Χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας.

Παρά τις έντονες βουλγαρικές προετοιμασίες, η εξέγερση δεν πραγματοποιήθηκε, όπως είχε προγραμματισθεί για την Άνοιξη του 1901. Το βουλγαρικό κίνημα δεν διέθετε ακόμη τα απαραίτητα λαϊκά ερείσματα, κυρίως ανάμεσα στους συμπαγείς πληθυσμούς των σλαβόφωνων Ελλήνων και στους Βλάχους, που αποτελούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό της μεσαίας γεωγραφικής ζώνης.

Μάλιστα, από τον Απρίλιο του 1901 άρχισε να παρατηρείται σταδιακή προσέλευση πολυάριθμων πατριαρχικών χωριών, που είχαν εξαναγκασθεί με τη βία να γίνουν εξαρχικά και πάλι στο Πατριαρχείο. Όπως χαρακτηριστικά μνημονεύει σε έκθεσή του ο Αυστριακός πρόξενος στο Μοναστήρι «η εκούσια επάνοδος των χωριών αυτών δεν οφειλόταν μόνο στο φόβο των Χριστιανών κατοίκων τους από τις διαρκώς απειλούμενες τουρκικές ωμότητες, αλλά αποτελούσε και ενδεικτικό σημείο της απογοήτευσης των πατριαρχικών πληθυσμών, από την απάνθρωπη μεταχείριση των βουλγαρικών σωμάτων και τις απατηλές επαγγελίες τους για την απελευθέρωση του Χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας από τον τουρκικό ζυγό».

Οι Βούλγαροι διαπίστωναν ότι, παρ’ όλες τις προσπάθειες που κατέβαλαν, οι επιδιώξεις τους στρέφονταν από πλήρη αποτυχία. Συναντούσαν την απαράμιλλη αντίσταση του Ελληνισμού και συντρίβονταν στην αδιαπέραστη άρνησή του, να υποταχθεί στα σχέδιά τους. Αποφάσισαν, λοιπόν, να προσθέσουν στις επιχειρήσεις τους το στοιχείο του εντυπωσιασμού, ώστε να κερδίσουν το χαμένο έδαφος.

Η πρώτη επιχείρηση αυτού του χαρακτήρα σχεδιάστηκε να πραγματοποιηθεί στην περιοχή της Τζουμαγιάς τον Σεπτέμβριο του 1902. Σύμφωνα με τα σχέδια, θα οργανώνονταν εξέγερση των κατοίκων της περιοχής, με αίτημα την ενσωμάτωσή της με την Βουλγαρία. Την εκτέλεση του σχεδίου ανέλαβαν οι «Βερχοβιστές» και στις 25-9-1902 το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή.

Παρότι όμως έγινε έντονη προπαγάνδα στον διεθνή τύπο και διοργανώθηκαν συλλαλητήρια στη Βουλγαρία, τα Μακεδονικά χωριά της περιοχής παρέμειναν απαθή. Η εξέγερση εκδηλώθηκε απλά και μόνον γιατί ο στρατηγός Τσόντσεφ πέρασε τα σύνορα, επικεφαλής τριακοσίων (300) περίπου ατόμων, αφού κατά της εξέγερσης είχε ταχθεί και ο ίδιος ο Μπόρις Σαράφωφ, ο οποίος ήταν ηγέτης ισχυρής βερχοβιστικής μερίδας και ήταν υπέρ της στενής συνεργασίας με την ΕΜΕΟ.

Η εξέγερση όμως της Τζουμαγιάς δεν δικαίωσε τις προσδοκίες των εμπνευστών της. Εξελίχθηκε σε ένα παταγώδες φιάσκο, αφού οι μόνοι που συμμετείχαν σ’ αυτήν ήταν οι επί τούτο αφιχθέντες βερχοβιστές, ενώ ο ντόπιος πληθυσμός την αντιμετώπισε σε επιδεκτικά παγερή αδιαφορία και ούτε καν οι οπαδοί του Νταμιάν Γκρούεφ και του Τσακαλάρωφ δεν έλαβαν μέρος σ’ αυτήν.

Το μόνο αποτέλεσμα της βουλγαρικής αυτής κίνησης, ήταν να υποστεί ο πληθυσμός της περιοχής τα άγρια αντίποινα των Τούρκων, οι οποίοι με αφορμή την απώλεια τριακοσίων ανδρών τους, σε ενέδρα στα στενά της Κρέσνας, προέβησαν σε πρωτοφανείς αγριότητες, πυρπόλησαν εξήντα περίπου χωριά και σκότωσαν χωρίς διάκριση άνδρες και γυναικόπαιδα.

 

Β. Οι διπλωματικές εξελίξεις. Σχέδιο μεταρρυθμίσεων Βιέννης

 

Τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί και οι βίαιες πράξεις των τουρκικών στρατευμάτων, έφεραν στην επιφάνεια το Μακεδονικό Ζήτημα και το κατέστησαν για μια ακόμα φορά αντικείμενο ενδιαφέροντος της Ευρωπαϊκής διπλωματίας. Μέχρι τότε όλες οι Μεγάλες δυνάμεις υποστήριζαν την αναγκαιότητα της διατήρησης της υφιστάμενης κατάστασης  στην Ευρώπη, ιδιαίτερα για την Βαλκανική ίσχυε η συμφωνία της Ρωσίας με την Αυστρία, στην οποία πρωτοστάτησε ο Κόμης Αγήνωρ Γκολουχόφσκι. Αν και δεν διατυπώθηκαν οι όροι της συνθήκης σε έγγραφο, εν τούτοις αυτή τηρήθηκε πιστά από το 1896. Ο Γκολουχόφσκι από το έτος 1895 είχε υποστηρίξει την «συμφιλίωση» της Βουλγαρίας με την Ρωσία και βοήθησε να αναγνωρισθεί ο πρίγκιπας Φερδινάρδος. Κατά την διάρκεια της Κρητικής επανάστασης, Ρωσία και Αυστρία συμφώνησαν να παρεμποδίσουν την μετάδοση του επαναστατικού πνεύματος στη Βουλγαρία και την Σερβία. Η κοινή γραμμή της Ρωσίας και της Αυστρίας στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ συνεχίσθηκε και στα επόμενα χρόνια, κατά τα οποία, τα βουλγαρικά κομιτάτα εξαπέλυσαν επίθεση κατά του Μακεδονικού Ελληνισμού.

Οι Βούλγαροι ήδη από του έτους 1902 είχαν παρουσιάσει σχέδιο αυτονόμησης της Μακεδονίας. Πρότειναν τα τρία Μακεδονικά βιλαέτια να ενωθούν σε ένα μεγάλο, με πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη. Στη μεγάλη αυτή Μακεδονική επαρχία, ο σουλτάνος θα  τοποθετούσε βαλή Χριστιανό από την προεξάρχουσα φυλή (δηλαδή Βούλγαρο). Ο ΜΑΖΑΡΑΚΗΣ Αινιανός στο βιβλίο του «Ο Μακεδονικός Αγώνας», ΔΩΔΩΝΗ, Αθήνα 1981, γράφει στη σελίδα 31: «Δημόσιοι υπάλληλοι και αστυνομία θα ήταν επίσης Βούλγαροι, ενώ η βουλγαρική γλώσσα θα ήταν ισότιμη με την τουρκική. Θα δίνονταν γενική αμνηστία, ενώ το 25% των εσόδων θα δίνονταν στον σουλτάνο και τα υπόλοιπα θα ήταν ο τοπικός προϋπολογισμός, ενώ μια επιτροπή θα επιστατούσε για τις μεταρρυθμίσεις».

Η βουλγαρική κυβέρνηση πίεζε τις Δυνάμεις για το σχέδιο αυτό, ενώ η Οθωμανική αυτοκρατορία κατηγορούσε την Βουλγαρία για κακή πίστη και πρόκληση ταραχών στη Μακεδονία. Η Ελλάς, βλέποντας την αύξηση της έντασης, προσπαθούσε να βελτιώσει τις σχέσεις της με την Κωνσταντινούπολη και να έρθει σε συνεννόηση με την Σερβία. Η προσπάθεια αυτή όμως δεν καρποφόρησε, λόγω ρωσικής επέμβασης, που δεν ευνοούσε τέτοια προσέγγιση.

Κάτω από την πίεση των διαμαρτυριών της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και από την έκρυθμη κατάσταση στη Μακεδονία, οι Δυνάμεις και ιδιαίτερα η Αγγλία, ζητούν από τον σουλτάνο μεταρρυθμίσεις.

Το σύμφωνο των μεταρρυθμίσεων, που καταρτίσθηκε από την Ρωσία και την Αυστρία και έμεινε γνωστό με το όνομα Μεταρρυθμιστικό σχέδιο της Βιέννης, υποβλήθηκε στην υψηλή Πύλη τον Φεβρουάριο του 1903.

Αυτό προέβλεπε:

  1. Διορισμό γενικού επιθεωρητή με τριετή θητεία. Η αλλαγή θα γίνονταν με σύμφωνη γνώμη της Ρωσίας και της Αυστρίας.
  2. Ο γενικός επιθεωρητής θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον τουρκικό στρατό, χωρίς να απαιτείται ειδική έγκριση της Πύλης.
  3. Θα εντάσσονταν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι με βαθμούς Τούρκων αξιωματικών.
  4. Στη χωροφυλακή το ποσοστό των Χριστιανών θα ήταν ανάλογο με το ποσοστό του χριστιανικού πληθυσμού.
  5. Θα ανασυντάσσονταν η φορολογία κατ’ άτομο και όχι κατά χωριά.
  6. Θα χορηγούνταν αμνηστία, και
  7. Θα επανέρχονταν στα χωριά οι πρόσφυγες.

Το σχέδιο προσυπέγραψαν, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία, ο δε σουλτάνος έσπευσε να το δεχθεί.

Σε εκτέλεση του σχεδίου, η Οθωμανική αυτοκρατορία διόρισε γενικό επιθεωρητή τον Χουσείν Χιλμή Πασά, ενώ σχηματίσθηκε υποτυπώδης Χωροφυλακή με Σουηδούς και Βέλγους αξιωματικούς.

 

Τα γεγονότα του 1903 πριν το Ίλιντεν

 

Μετά την αποτυχία της Βερχοβιστικής επαναστατικής κίνησης του 1902 στην Τζουμαγιά, για την οποία αναφερθήκαμε σε προηγούμενα κεφάλαια, τόσο οι Βερχοβιστές όσο και οι Σεντραλιστές που δεν επέστρεψαν στη Βουλγαρία, διασκορπίστηκαν στη Μακεδονία. Και αυτό γιατί παρ’ όλο που απέτυχε, είχε τόση απήχηση στην Ευρώπη, ώστε η Βουλγαρία και πάλι αναζωπύρωσε τις ελπίδες για την απελευθέρωση και ένωση των «Βουλγαρικών» εδαφών, που έμειναν μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου του 1878 εκτός Βουλγαρίας.

Μετά  την υλοποίηση της εξαγγελίας της γενικής αμνηστίας του Μαρτίου του 1903, οι περισσότεροι από τους δύο χιλιάδες αποφυλακισθέντες κατέφυγαν στις ομάδες των περιοχών τους, συγκρότησαν με τις οδηγίες της Βουλγαρίας νέα σώματα, με σκοπό την αναβίωση του κινήματος. Υπολογίζεται ότι την εποχή αυτή, υπήρχαν σε όλη την Μακεδονία περίπου ενενήντα (90) ομάδες, με δύο χιλιάδες επτακόσιους (2.700) άνδρες.

Μέσα σε λίγους μήνες δεκαοχτώ χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, που είχε γίνει ο κύριος στόχος των Βουλγάρων, προσχώρησαν στην Εξαρχία, πράγμα που αναστάτωσε τους Έλληνες και το Πατριαρχείο.

Η δραστηριότητα αυτή, μέσα στους πρώτους μήνες του 1903, έδωσε την εντύπωση ότι προετοιμάζονταν γενική εξέγερση. Σύμφωνα με τον Ρώσο πρόξενο στη Θεσσαλονίκη, οι κομιτατζήδες σχεδίαζαν να χτυπήσουν συγκοινωνίες και κέντρα διοίκησης, να διακόψουν επικοινωνίες και αφού βγάλουν τον πληθυσμό στα βουνά, να συνεχίσουν έναν μακροχρόνιο πόλεμο, για να αναγκάσουν τις δυνάμεις να επέμβουν. Οι Βούλγαροι προσπαθούσαν να πείσουν την Ευρώπη, ότι οι μεταρρυθμίσεις της Βιέννης ήταν ανεπαρκείς και εξωθούσαν την κατάσταση σε ανοικτή επέμβαση, για να λυθεί το Μακεδονικό ζήτημα, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους.

Τι σχέδιο εγκαινιάζεται πράγματι στη Θεσσαλονίκη τα μέσα Απριλίου 1903 με αναρχικές δυναμιτιστικές ενέργειες. Έτσι στις 17 Απριλίου ανατινάζεται στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης το γαλλικό ατμόπλοιο «Γκουανταλκιβίρ»και την επόμενη η Οθωμανική τράπεζα και η Γερμανική λέσχη. Βόμβες τοποθετούνται στον Ελληνικό μητροπολιτικό ναό, στο ταχυδρομείο, στο Ελληνικό θέατρο και σε πολλές οικίες Ελλήνων. Θύματα υπήρξαν ως επί το πλείστον Έλληνες, ενώ σκοτώθηκαν ελάχιστοι Τούρκοι.

Ο ΜΟΣΚΩΦ Κωστής στο βιβλίο του «Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης Γ’ έκδοση ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, 1988, σελ.310 αναφέρει ότι: «Δράστης των ενεργειών αυτών υπήρξε μια αναρχική οργάνωση με την ονομασία «Το πλήρωμα» ή «Βαρκάρηδες» ή «Γεμιτζήδες».

Η προέλευση των αναρχικών ομάδων ήταν βουλγαρική όπως άλλωστε περιγράφει στο βιβλίο του «Οι βαρκάρηδες της Θεσσαλονίκης. Η αναρχική βουλγαρική ομάδα και οι βομβιστικές ενέργειες του 1903» εκδόσεις ΤΡΟΧΑΛΙΑ Αθήνα, Απρίλιος 1994, σελ. 52,  ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΕΓΑΣ. Το ιστορικό της οργάνωσης αυτής έχει ως εξής: Στις αρχές του 1898, από διαφωνούντες της ΕΜΕΟ ιδρύθηκαν στη Φιλιππούπολη, στο Κιουστεντίλ και στη Γενεύη, όμιλοι με έντονες μηδενιστικές και αναρχικές ιδέες, με  σύνθημα το «Ούτε θεός, ούτε αφέντης». Ο όμιλος της Γενεύης βρίσκονταν σε στενή επαφή με Ρώσους αναρχικούς. Στη Γενεύη, λοιπόν, πάρθηκε η απόφαση να οργανωθούν τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον ευρωπαϊκών εταιρειών που διατηρούσαν παραρτήματα στα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Με πρότυπο τους αναρχικούς αυτούς ομίλους, μαθητές του βουλγαρικού γυμνασίου Θεσσαλονίκης, που κατάγονταν από τα Βελεσσά, ίδρυσαν το έτος 1898 την «ομάδα των ταραχοποιών» (Γκιουρουλτατζήδων). Ερχόμενοι σε επαφή με τους αναρχικούς, μυήθηκαν στις αρχές του μηδενισμού, βρήκαν την ιδεολογία τους και άλλαξαν το όνομά τους σε «Γεμιτζήδες» (Βαρκάρηδες). Υπονοώντας ότι «εγκαταλείπουν  την καθημερινότητα και τα όρια της έννομης τάξης και σαλπάρουν με μια βάρκα στις ελεύθερες και άγριες θάλασσες της παρανομίας»

Από τους «Βαρκάρηδες», άλλοι σκοτώθηκαν κατά την εκτέλεση των εγκληματικών τους ενεργειών, ενώ άλλοι συνελήφθησαν και καταδικάσθηκαν σε θάνατο από τους Τούρκους, οι οποίοι διέταξαν γενική κινητοποίηση και συνέλαβαν περί τα δύο χιλιάδες άτομα.

Ο ΤΡΑΓΙΑΝΟΒΣΚΙ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ στο βιβλίο του «Ιστορία της 7ης τάξης» εκδόσεις ΠΡΟΣΒΕΝΤΟ ΝΤΕΛΟ, Σκόπια 1993, σελ 102, γράφει: Η ΕΜΕΟ βλέποντας ότι η παρατεινόμενη κατάσταση ήταν επιζήμια και κάτω από την πίεση των Βερχοβιστών, αποφασίζουν στο συνέδριο του Σμίλεβου, χωριού κοντά στο Μοναστήρι, να ορίσουν εξέγερση, για τις 20 Ιουλίου έως 2 Αυγούστου, γιορτή του Προφήτη Ηλία.

 

Η εξέγερση του ΙΛΙΝΤΕΝ

 

Στις 20 Ιουλίου (παλαιό ημερολόγιο), δόθηκε το σύνθημα της εξέγερσης, από τον Ντάμε Γκρούεφ και τον Μπόρις Σαράφωφ.

Βουλγαρικές ομάδες χτύπησαν μικρές φρουρές Τούρκων στο Ζέλοβο και στη Ρούλια, ενώ επιθέσεις στη Ρέσνα και στο Κίτσεβο απέτυχαν. Μεγαλύτερα όμως κέντρα, όπως το Μοναστήρι, η Φλώρινα, η Καστοριά ή το Αμύνταιο, δεν επιχειρήθηκε να προσβληθούν. Μόνο στο Κρούσοβο, σώμα υπό τον Ιβάνωφ, μπήκε στην πόλη, περικύκλωσε αιφνιδιαστικά την φρουρά, που αποτελούνταν από εξήντα άνδρες και σκότωσε τους πιο πολλούς. Έκαψε το διοικητήριο και ανακήρυξε τη «Δημοκρατία του Κρούσοβου». Ο ΠΕΤΡΩΦ ΝΕΤΟΝΤΙ στο βιβλίο του «Η επανάσταση του Ίλιντεν: Ένα έπος αυτοθυσίας, Bulgarian military review, έκδοση του υπουργείου Άμυνας της Βουλγαρίας, Σόφια 1993, σελ. 105 (στην αγγλική γλώσσα), γράφει: «Με την κατάληψη του Κρούσοβου, οι εκπρόσωποι των εξεγερθεισών εθνοτήτων, Βούλγαροι, Βλάχοι και Γραικομάνοι, εξέλεξαν εξαμελή προσωρινή κυβέρνηση, με δύο εκπροσώπους από κάθε εθνότητα». Ο ΛΙΒΙΕΡΑΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, στο βιβλίο του «Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (1923-1927), ΚΟΜΜΟΥΝΑ, Ιστορική μνήμη, Αθήνα, Σεπτέμβριος 1985 σελ. 107 γράφει ότι: «Επικεφαλής ορίσθηκε ο σοσιαλιστής Νίκολα Κάρεφ» ενώ ο ΤΟΝΤΟΡΩΦ ΝΙΚΟΛΑΙ, στη σύντομη ιστορία της Βουλγαρίας, ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ- ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 1983 σελ 88, γράφει ότι «ο ορισθείς ηγέτης έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τον λαό».

Ο Σκοπιανός ιστορικός Γκλιγκόρ Τοντόροβσκι στο άρθρο του «Τα γεγονότα του Ίλιντεν στο Κρούσοβο», το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΝΟΒΑ ΜΑΚΕΝΤΟΝΙΑ, στις 1-8-1993, γράφει: «Η Δημοκρατία του Κρούσοβου που κράτησε δέκα ημέρες, ήταν η πρώτη Δημοκρατία που φτιάχτηκε στα Βαλκάνια» Βέβαια ο ιστορικός αυτός αγνοεί ή το χειρότερο σκοπίμως παραλείπει, ότι είχε σχηματισθεί πολύ νωρίτερα η κυβέρνηση του Κοβεδάρου στο Μπούρινο ή η προσωρινή κυβέρνηση του Ολύμπου, όταν το 1878 επαναστάτησε η Δυτική Μακεδονία, κατά της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου.

Άλλες βουλγαρικές ομάδες μπήκαν χωρίς δυσκολία στη Νεβέσκα (Νυμφαίο) και στην Κλεισούρα.

Στην υπόλοιπη ύπαιθρο της Δυτικής Μακεδονίας χτύπησαν αρκετούς αγάδες και κατέστρεψαν τσιφλίκια. Αμέσως μετά αποσύρθηκαν, περιμένοντας τα τουρκικά αντίποινα κατά των Ελλήνων, τα οποία ήταν όντως σκληρά και βάρβαρα εναντίον κάθε χωριού αδιακρίτως και κάθε κατοίκου, ακόμη και εναντίον εκείνων οι οποίοι δεν είχαν καμιά σχέση με την εξέγερση.

Οι Τούρκοι με τον Μπαχτιάρ Πασά επικεφαλής δύναμης τριών χιλιάδων ανδρών εμφανίσθηκαν στο Κρούσοβο όπου στην αρχή οι Βούλγαροι πρόβαλαν λίγη αντίσταση, μετά όμως, ήλθαν σε συνεννόηση με τους Τούρκους και έναντι χρημάτων αφέθηκαν ελεύθεροι να αποχωρήσουν.

Τα σπασμένα πλήρωσαν οι Έλληνες της ανθούσας πνευματικώς και οικονομικώς πόλεως. Ο απολογισμός ήταν τραγικός. Τριακόσιες ελληνικές κατοικίες καταστράφηκαν και κάηκαν διακόσια ελληνικά καταστήματα. Επίσης καταστράφηκαν όλες οι ελληνικές εκκλησίες, ενώ εσφάγησαν σαράντα έξι Έλληνες.

Το Κρούσοβο, η βλαχόφωνη «Ακρόπολη του Ελληνισμού» που είχε παλέψει κατά της βουλγαρικής και ρουμανικής προπαγάνδας και αριθμούσε δέκα χιλιάδες κατοίκους, εκ των οποίων οκτώ χιλιάδες βλαχόφωνοι Έλληνες και δύο χιλιάδες σλαβόφωνοι, η ηρωική αυτή Ελληνικότατη πόλη που είχε στείλει αντάρτικα σώματα το 1770 στην Πελοπόννησο, κατά την επανάσταση του Ορλόφ, δεν υπήρχε πια.

Διασώθηκε μόνο η συνοικία των Εξαρχικών. Στις 27 Αυγούστου καταστράφηκε το Σμίλεβο, ενώ και άλλα χωριά κάηκαν και λεηλατήθηκαν. Ευτυχώς η ανάκτηση της Κλεισούρας και της Νεβέσκας από τους Τούρκους έγινε χωρίς σημαντικές ζημιές.

 

Η σημασία του Ίλιντεν

 

Ποια όμως είναι η σημασία του Ίλιντεν για τους λαούς της περιοχής και τι ήταν αυτό; Τι λέει η Ελληνική Αριστερά;

Για την Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. «Χρονικό του Αγώνα 1878-1951» Αθήνα 1952, σελ. 5 και επανέκδοση από τις εκδόσεις «Να υπηρετούμε το λαό» Μάρτης 1975, στις 20 Ιουλίου άρχισε «η Μακεδονική επανάσταση του Ίλιντεν».

Για τον ιστορικό ΚΑΣΤΡΙΤΗ Κώστα στο βιβλίο του «Η Ιστορία του Μπολσεβικισμού-Τροτσκισμού στην Ελλάδα» Μέρος Α-Β, έκδοση ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ Αθήνα σελίδα 15, «στην εξέγερση του Ίλιντεν αποκορυφώθηκε η πάλη της Μακεδονικής εθνότητας»

Για τον ιστορικό ΓΚΑΡΓΚΑΝΑ Πάνο στο βιβλίο του «Η κρίση στα Βαλκάνια και η εργατική τάξη» έκδοση ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα Μάιος 1992 σελίδα 14, «το Ίλιντεν ήταν το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Μακεδόνων».

Για το ΚΕΝΤΡΟ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, στην έκδοσή του με το τίτλο «Η ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΉ ΟΡΓΑΝΩΣΗ Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης, 1909-1918 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Αθήνα 1989, ΣΕΛΊΔΑ 31, « Το Ίλιντεν είναι η εθνικοαπελευθερωτική εξέγερση του σλαβικού πληθυσμού»

Τι λένε οι Σκοπιανοί;

Για τους Σκοπιανούς, «το Ίλιντεν κατέχει εξέχουσα θέση στην ιστορία του Μακεδονικού λαού και αποτελεί γεγονός τεράστιας σημασίας στη νεότερη ιστορία του» Αυτά γράφει το βιβλίο της ιστορίας της FYROM, Γ’ Γυμνασίου «ΠΡΟΣΒΕΝΤΟ ΝΤΕΛΟ» Σκόπια, 1993, σελίδα 134, του συγγραφέα ΤΡΑΓΙΑΝΟΦΣΚΙ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ.

«Το Ίλιντεν, από το 1945 και έπειτα, γιορτάζεται στην FYROM ως ένα εθνικό γεγονός, θετικής σημασίας για την πορεία του έθνους». Αυτά αναφέρει η KEITH BROWN στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Ανάμεσα στο κράτος και την ύπαιθρο» του βιβλίου «Ταυτότητες στη Μακεδονία» ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ Αθήνα, 1997, σελίδα 186.

Τι λένε οι Βούλγαροι;

«Η επανάσταση του Ίλιντεν είναι ένα αξιοσημείωτο γεγονός στη σύγχρονη βουλγαρική ιστορία» Αυτά αναφέρει ο ΠΕΤΡΩΦ ΜΕΤΟΝΤΙ στο βιβλίο του «Η επανάσταση του Ίλιντεν: Ένα έπος αυτοθυσίας», Έκδοση του υπουργείου Άμυνας της Βουλγαρίας, Σόφια 1993 σελίδα 107.

Σε άρθρο του στο περιοδικό BULGARIAN MILITARY REVIEW, τεύχος 2ο, Καλοκαίρι 1994, Σόφια, έκδοση του υπουργείου Άμυνας της Βουλγαρίας, σελίδα 76 στα αγγλικά, ο ΚΑΡΑΣΤΟΓΙΑΝΩΦ Στεφάν αναφέρει ότι ο Άγγλος αρχαιολόγος και εθνογράφος Σερ Άρθουρ Έβανς, ο οποίος συμμετείχε στην Βρετανική επιτροπή αποστολής βοήθειας, στα θύματα της εξέγερσης, σε επιστολή του στους TIMES του Λονδίνου στις 30-3-1903, διόρθωσε την εφημερίδα που είχε αναφερθεί σε «Μακεδόνες» και σημείωνε:

Δεν υπάρχουν Μακεδόνες. Υπάρχουν Βούλγαροι, υπάρχουν Βλάχοι, υπάρχουν Έλληνες, υπάρχουν «Τούρκοι» στους οποίους περιλαμβάνονται Βούλγαροι-Μωαμεθανοί, υπάρχουν Αλβανοί, υπάρχουν Ισπανο-Εβραίοι, αλλά «Μακεδόνες» δεν υπάρχουν.

Επίσης σήμερα η Βουλγαρία, με την κατάλληλη χρήση των ιστορικών πηγών, δεν έπαψε να προβάλει το Ίλιντεν ως μια παλλαϊκή προσπάθεια των Μακεδονικής καταγωγής Βουλγάρων για ένωση.

Η αποτυχημένη λοιπόν «επανάσταση» του Ίλιντεν έγινε «θρύλος» αλλά και μήλο της έριδος, μεταξύ των Σκοπίων και των Σόφιας και κάθε χρόνο στις 20 Ιουλίου οργανώνονται στα Σκόπια και στη Σόφια «γιορτές και πανηγύρια».

Για τους Έλληνες ιστορικούς, εκείνο που θεωρείται αναμφισβήτητο είναι πως το Ίλιντεν δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εξέγερση ή επανάσταση. Αν δεν ήταν προβοκάτσια, στην καλύτερη περίπτωση, ήταν μια εξέγερση αγροτικού αντιοθωμανικού χαρακτήρα, που καθοδηγήθηκε από τους Βουλγάρους, για να έχουν «διεκδικήσεις αίματος» επί της Μακεδονίας και αξιοποιήθηκε με επιτυχία από την βουλγαρική διπλωματία με την οργάνωση σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης συλλαλητηρίων, προωθώντας το αίτημα μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία. Οράτε σχετικά, σελίδα 85 στο βιβλίο του ΚΑΡΓΑΚΟΥ Σαράντη «Από το Μακεδονικό Ζήτημα στην εμπλοκή των Σκοπίων», GUTENBERG, Αθήνα, 1992.

Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι τα γεγονότα που καθιερώθηκαν να αναφέρονται ως εξέγερση του Ίλιντεν δεν ήταν παρά σειρά οργανωμένων επιθέσεων από την ΕΜΕΟ εναντίον των τούρκικων φρουρών και μουσουλμάνων γαιοκτημόνων, με στόχο την πρόκληση αντιποίνων και την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης (σχετικά οράτε ΚΟΛΙΟΠΟΥΛΟΣ  Ιωάννης, λεηλασία φρονημάτων. Το Μακεδονικό ζήτημα στην κατεχόμενη Δυτική Μακεδονία 1941-1944, ΒΑΝΙΑΣ Θεσ/νίκη 1994, σελ. 30.), προς ανακήρυξη αυτονομίας στη Μακεδονία. (οράτε ΤΣΑΛΛΗ Παντελή «Το δοξασμένο Μοναστήρι» Δημόσια Βιβλιοθήκη Φλώρινας 1991, σελίδα 72).

Οι ΒΑΒΟΥΣΚΟΣ και ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ πιστεύουν ότι ήταν μια ψευδοεπανάσταση ακριβώς λόγω του απατηλού στόχου της, που δεν ήταν παρά η προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, μέσω της αυτονόμησης και η οποία απέτυχε γιατί δεν είχε την απαιτούμενη λαϊκή βάση.

Η άποψη του ΝΕΣΤΟΡΟΣ Στέλιου στο βιβλίο του «Η εξέγερση του Ίλιντεν και το «Μακεδονικό» έθνος, περιοδικό ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΖΩΗ τεύχος 326, Ιούλιος 1993, σελίδα 41, είναι ότι: Το Ίλιντεν πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά από τους Βούλγαρους με στόχο την υλοποίηση της εθνικής ολοκλήρωσης, που δεν μπόρεσε να επιτευχθεί προηγουμένως στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει, ότι οι εμπνευστές του, οι οποίοι ήσαν Βούλγαροι εθνικιστές επαναστάτες, είχαν ως τελικό στόχο την ίδρυση αυτόνομου Μακεδονικού κράτους και ακόμα περισσότερο ότι οραματίζονταν ένα Μακεδονικό έθνος.

Τα γεγονότα του Ίλιντεν εντάσσονται στον μακρόχρονο Ελληνοσλαβικό ανταγωνισμό. Ακριβέστερα, είναι μια προωθημένη κίνηση υλοποίησης του Πανσλαβισμού, για την κάθοδό του στις «θερμές θάλασσες». Ό,τι ξεκίνησε στα 1870 με την ανακήρυξη της Εξαρχίας, πέρασε στα 1878 στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και κορυφώθηκε το 1903 με την εξέγερση του Ίλιντεν. Ο στόχος είναι η Μακεδονία. Χωρίς την υπαγωγή της Μακεδονίας στην «δικαιοδοσία» της Βουλγαρίας, το όραμα είναι απατηλό όνειρο.

Η γεωστρατηγική της σημασία είναι τεράστια και αν δεν εκτοπισθεί από εκεί ο Ελληνισμός, η παρουσία του θα μεταθέτει εσαεί ή και θα ματαιώνει την υλοποίηση του οράματος. Βεβαιότατα ο έλεγχος της Μακεδονίας έχει σχέση και με τα σχέδια των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Ο ΠΑΠΑΘΕΜΕΛΗΣ Στέλιος, στο άρθρο του «Τι διέπραξαν τα Σκόπια και τι πράξαμε εμείς» περιοδικό ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΖΩΗ τεύχος 326 Ιούλιος 1993, σελίδα 42, γράφει ότι: Η υπερδραστηριότητα της σημερινής Γερμανίας, περί την διαιώνιση του Μακεδονικού ζητήματος, με την καθιέρωση του ψευδώνυμου κρατιδίου είναι ευεξήγητη.

Ο Ελληνικός πληθυσμός της Μακεδονίας όχι μόνο έμεινε ασυγκίνητος από την δήθεν «Μακεδονική επανάσταση» αλλά και αντέδρασε στα σχέδια των κομιτατζήδων, πληρώνοντας όμως ακριβά γι’ αυτό (σχετικό άρθρο στην ίδια έκδοση του παραπάνω περιοδικού, του ΝΙΚΑΡΟΥΣΗ Ν.).

Ακόμα και οι ίδιες οι σκοπιανές πηγές παρουσιάζουν την Μακεδονική παράδοση, μέσα από την αψευδή γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών, όπως είναι το παρακάτω, που περιέχεται στη σελίδα 600 του βιβλίου «ΙΛΙΝΤΕΝ 1903», που εκδόθηκε στα Σκόπια το 1970, από το Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας των Σκοπίων και που άθελά του, παρουσιάζει την αλήθεια:

VO KRUSOVO OGIN GORI                   Στο Κρούσοβο η φωτιά καίει

VO KRUSOVO GRCKA MALA             Στο Κρούσοβο την μικρή Ελλάδα

V MECKIN KAMEN KRV SE LEE        Στο Μέτσκιν Κάμεν το αίμα ρέει

TAM SE BIJAT TRI VOJVODI              Εκεί μάχονται τρεις καπεταναίοι.

Εδώ παραθέτουμε μέρος της επιστολής που έστειλαν προύχοντες του Κρούσοβου προς τους αντιπροσώπους των ξένων δυνάμεων, μετά την καταστροφή της πόλης τους:

«Εκ των ερειπίων της εις σποδόν μεταβληθείσης πατρίδος μας, δημοσία δηλούμεν και διαπρυσίως διακηρύττομεν ότι ούτε υπήρξαμεν ποτέ έτερόν τι ή Έλληνες, ούτε θα κατορθώσωσι ποτέ να μας παραπείσωσι αι εν τοις στήλαις μεγαλωνύμων τινών αργυρωνήτων οργάνων του ξένου τύπου, πολυσέλιδοι ψευδείς στατιστικαί και ογκώδεις, εν ονόματι της βεβουλημένης επιστήμης των εθνολογικών μελετών τόμοι.

Είμεθα Έλληνες και θα είμεθα Έλληνες. Έστωσαν δε βέβαιοι ότι δεν μας απελπίζουσι με όλην την πανωλεθρίαν μας. Επιμένομεν εμμένοντες εις την πίστιν και καταγωγήν των πατέρων μας, αφού άλλωστε δεν δυνάμεθα να είμεθα άλλο τι παρά Έλληνες.

Ομιλούμεν όλας σχεδόν τας εν Μακεδονία γλώσσας, διότι οι Έλληνες κατορθώνουσι να εκμάθωσι τας γλώσσας των νωθρών βαρβάρων.

Τούτο δε, αποτελεί έναν ακόμη τίτλον της Ελληνικής καταγωγής μας και δεν αποκάμωμεν διακηρύττοντες αυτήν παρά μόνον, όταν και ημάς αυτούς άπαντες οι άγριοι, από Κρούμμου και Ασπαρούχ την καταγωγήν έλκοντες, μεταβάλλωσιν εις γην και σποδόν, ως μετέβαλλαν την περιουσίαν ημών».

Η εξέγερση του Ίλιντεν σηματοδότησε τη νέα φάση της έξαρσης του Μακεδονικού Ζητήματος, που συνεχίσθηκε με την ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα. Το ένα γεγονός συμπλήρωσε το άλλο. Το δεύτερο γεγονός υπήρξε απάντηση του πρώτου.

 

To πρόγραμμα της Μυρστέγης

 

Η εξέγερση του Ίλιντεν προκάλεσε τις αντιδράσεις των μεγάλων δυνάμεων.

Η Ρωσία που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την Τουρκία, προειδοποίησε την Βουλγαρία ότι δεν θα την υποστήριζε.

Η Γερμανία ήταν κατηγορηματικά αντίθετη στην προοπτική συρρίκνωσης των κυριαρχικών δικαιωμάτων του Σουλτάνου.

Η Αυστροουγγαρία δεν επιθυμούσε να αυτονομηθεί η Μακεδονία.

Η Μεγάλη Βρετανία αντίθετα ήταν διατεθειμένη να αναγνωρίσει μια αυτόνομη Μακεδονία και πρότεινε τον διορισμό ενός χριστιανού διοικητή ή συγκυβερνήτη, στην περίπτωση που ο κυβερνήτης θα ήταν τουρκικής προέλευσης, την ίδρυση χωροφυλακής με χριστιανούς αξιωματικούς και την οριστική αποχώρηση των άτακτων τουρκικών στρατευμάτων από την περιοχή.

Τελικά οι αυτοκράτορες της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας, μαζί με τους υπουργούς των Εξωτερικών τους, συναντήθηκαν τον Οκτώβριο του 1903 στην Μυρστέγη (MURZSTEG) της Αυστρίας και συνέταξαν νέο σχέδιο μεταρρυθμίσεων, γνωστό ως Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων της Μυρστέγης

Το πρόγραμμα αυτό προέβλεπε τα εξής:

  1. Τον διορισμό δύο ειδικών πολιτικών πρακτόρων, ενός Ρώσου και ενός Αυστριακού με διετή θητεία, εντεταλμένων να επιβλέπουν το έργο του Οθωμανού γενικού επιθεωρητή στη Μακεδονία και να επισημαίνουν κάθε παράλειψη και παράβαση των τοπικών αρχών στην άσκηση των καθηκόντων τους.
  2. Νέα μέτρα για την οργάνωση των χωροφυλακής από αξιωματικούς των μεγάλων δυνάμεων, κάτω από την διεύθυνση ανωτάτου Ευρωπαίου στρατιωτικού στην υπηρεσία της Πύλης.
  3. Πρόβλεψη ειδικότερων διοικητικών μέτρων, ικανών να συμβάλλουν στην ανακούφιση του χριστιανικού πληθυσμού και στην ειρήνευση της περιοχής.
  4. Μεταβολές στα όρια των διοικητικών περιφερειών προκειμένου να εξασφαλισθεί η εύρυθμη συνεργασία των διαφόρων εθνοτήτων.

Στις 11-11-1903 η Υψηλή Πύλη αποδέχθηκε αρχικά το σχέδιο με μερικές επιφυλάξεις, το οποίο όμως δεν είχε τίποτα θετικό για τον Μακεδονικό Ελληνισμό, ο οποίος δεν είχε τίποτα να περιμένει, αφού οι Μεγάλες Δυνάμεις επεδίωκαν μόνο την εξασφάλιση των συμφερόντων τους στην περιοχή και απέβλεπαν σε σκοπούς αντίθετους με τις επιδιώξεις του Ελληνισμού.

 

 

Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

 

Τα γεγονότα που προηγήθηκαν

 

Στην αιώνια πορεία των λαών υπάρχουν σταθμοί, ορόσημα ιστορικά, που σημειώνουν το τέρμα παλαιότερων εποχών και καθορίζουν την απαρχή νέων περιόδων

Ένας τέτοιος μεγάλος σταθμός στους αμυντικούς αγώνες του έθνους μας είναι η περίοδος του Μακεδονικού Αγώνα, ο οποίος αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα του Ελληνισμού στην σύγχρονη ιστορία του.

Είναι απαραίτητο να διευκρινισθεί ότι ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν ιδιόμορφος αμυντικός πόλεμος, χωρίς καθορισμένη γραμμή μετώπου με στρατεύματα και αντιπαράταξη.

Μέτωπο ήταν ολόκληρη η τουρκοκρατούμενη, τότε, Μακεδονία. Κύριοι αντίπαλοι ήταν οι Βούλγαροι, από το ένα μέρος, που επιδίδονταν σε έντονη προσπάθεια για επικράτηση στη Μακεδονία και σύσσωμος ο Ελληνισμός από το άλλο, που αποδύθηκε σε έναν τιτάνιο αγώνα ιερό και σε πανεθνική κλίμακα, για να διαφυλάξει την εθνική του υπόσταση και να κρατήσει τα πατρογονικά του εδάφη.

Στον αγώνα αυτόν οι Έλληνες είχαν να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα τις δυνάμεις των Τούρκων, τις βλέψεις των Βαλκανικών κρατών, αλλά και τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, που επεδίωκαν να κάμψουν το φρόνημα και να αλλοιώσουν την δημογραφική σύνθεση του Ελληνικού στοιχείου, για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή.

Η ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα κράτησε από το 1904 έως το 1908.

Στην πραγματικότητα όμως, κράτησε σε διάρκεια περίπου σαράντα χρόνια, από το 1870 έως το 1908 και πέρασε από τρεις κύριες φάσεις: Η πρώτη φάση περιλάμβανε την προπαγανδιστική δράση των ξένων κομιτάτων που φτάνει ως το 1897. Η δεύτερη φάση περιλάμβανε την τρομοκρατική δράση των βουλγάρικων κομιτάτων, από το 1897 ως το 1904 και η τρίτη φάση περιλάμβανε τον καθαυτό Μακεδονικό Αγώνα, δηλαδή την ένοπλη αντιπαράθεση του Ελληνισμού με τον Βουλγαρικό επεκτατισμό αλλά και των άλλων κρατών της Βαλκανικής, που κράτησε ως το 1908.

 

Η περίοδος από το 1897 μέχρι το 1904 αποτελεί στην πράξη την ένοπλη επίθεση των Βουλγάρων κατά της Μακεδονίας.

Η επικίνδυνη για τον Ελληνισμό κατάσταση τον έθετε μπροστά στο δίλημμα να εξακολουθήσει να δέχεται παθητικά την τρομοκρατία ή να αντιδράσει, αντιτάσσοντας βία στη βία. Όμως συνέβη αυτό που πάντοτε συμβαίνει, στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας του. Ο Ελληνισμός ορθώθηκε σύσσωμος και αντέταξε την φυσική του αυτοάμυνα.

Η περίοδος μέχρι το 1904 χαρακτηρίσθηκε από την κρατική αδιαφορία, την ανικανότητα, την απάθεια και πολλές φορές την συνειδητή εγκατάλειψη λόγω  σκοπιμοτήτων, που επέδειξαν οι Ελληνικές κυβερνήσεις.

Το επίσημο Ελληνικό κράτος, μουδιασμένο ακόμη από την ήττα του 1897 και από την φοβία νέων παρεξηγήσεων, αδρανεί και παρακολουθεί, σαν απλός θεατής, τα διαδραματιζόμενα. Ενώ, μάταια ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηρίου, με συνεχείς εκθέσεις του, κατατοπίζει την κυβέρνηση, στην ολοένα αυξανόμενη προσηλυτιστική και επαναστατική προπαγάνδα των Βουλγάρων.

Μάταια όμως! Στην πολιτική κυριαρχούσε το κομματικό συμφέρον και ο τυφλός φανατισμός. Οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη, αλλά χωρίς πρόγραμμα και χωρίς σαφή εσωτερική ή εξωτερική πολιτική. Ο στρατός παρουσίαζε εικόνα πλήρους αποσύνθεσης. Ο διεθνής οικονομικός έλεγχος που είχαν επιβάλει οι Γερμανοί και οι Άγγλοι μετά τον πόλεμο του 1897, με σκοπό τον πλήρη έλεγχο των οικονομικών του κράτους, δημιούργησε σχέσεις αποικιοκρατικής εξάρτησης. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε εκ των πραγμάτων να ερωτοτροπεί με την Τουρκία, για την διατήρηση της τάξης στην Μακεδονία και προσπαθούσε μέσω των Μεγάλων Δυνάμεων να πιέσει την Βουλγαρία, να σταματήσει τις διώξεις και τις σφαγές του Ελληνικού πληθυσμού.

Η επίσημη πολιτική της Ελλάδος στην Μακεδονία και την Θράκη ήταν από ανύπαρκτη έως εγκληματικά αδιάφορη. Ο Άγγλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη A. BILIOTI γράφει το 1903:

«Σήμερα μόνον οι Βούλγαροι ακούγονται στη Μακεδονία, οι δε Έλληνες, μη εργαζόμενοι, θεωρούνται ως μη υπάρχοντες».

Ιδιαίτερα δηκτικά ήταν τα λόγια  του Δημ. Καλαποθάκη στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» στις 6 Μαΐου 1903: «Υπό ποίαν μαγικήν δύναμιν ακατανικήτου ύπνου ο Ελληνισμός κλείνει τους οφθαλμούς; Ποίος δε ανήρ εις το ελεύθερον αυτό Βασίλειον δεν θα αισθανθή συγκίνησιν εις την ψυχήν και δεν θα θεωρήσει καθήκον την οργάνωσιν μιας γενναίας εν Μακεδονία αμύνης εναντίον της δολοφονικής των Βουλγάρων μαχαίρας και μιας πανελληνίου εξεγέρσεως υπέρ της εθνικής προπαρασκευής;»

Όμως πέρα από το κράτος που αδρανούσε, υπήρχε, ευτυχώς, ο λαός. Οι νεαροί ενθουσιώδεις αξιωματικοί, οι οποίοι είχαν ιδρύσει την «Εθνική Εταιρεία» και η οποία θεωρηθείσα υπεύθυνη για τον πόλεμο του 1897 αυτοδιαλύθηκε, δεν έχασαν την επαφή μεταξύ τους, αλλά ανήσυχοι συσκέπτονταν για την τύχη των Ελλήνων της Μακεδονίας.

Επίσης, οι Έλληνες της απελευθερωμένης Ελληνικής γης αναλαμβάνουν σε επίπεδο προσωπικό, πολύμορφες πρωτοβουλίες. Ιδρύονται σύλλογοι και εταιρείες, που προπαγανδίζουν και προωθούν πολύμορφα την Μακεδονική υπόθεση και τις Ελληνικές θέσεις για την Μακεδονία.

Ακόμα, από τις αρχές του 1900, με τις ενέργειες του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ’, αρχίζει η τοποθέτηση στη Μακεδονία μορφωμένων και δραστήριων νέων ως ιεραρχών, όπως ο Χρυσόστομος Καλαφάτης στη Δράμα (ο μετέπειτα εθνομάρτυς Σμύρνης), ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά, ο Ιωακείμ Φορόπουλος στο Μοναστήρι, ο Στέφανος Δανιηλίδης στην Έδεσσα, ο Στρωμνίτσης Γρηγόριος, ο Μελενίκου Ειρηναίος, ο Δοϊράνης Παρθένιος, ο Νευροκοπίου Θεοδώρητος και ο Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος.

Ταυτόχρονα η ανάγκη για οργάνωση και άμυνα, έγινε αντιληπτή και από τον Μακεδονικό Ελληνισμό. Πρόκριτοι, ιερείς, δάσκαλοι, γιατροί, φαρμακοποιοί, έμποροι, κτηματίες κλπ. σχημάτισαν τοπικές επιτροπές σε διάφορα κέντρα, ενώ η εκκλησία και το σχολείο έγιναν οι κύριοι πόλοι συσπείρωσής του.

Οι πρώτες εκδηλώσεις ενεργού αυτοάμυνας του Ελληνισμού της Μακεδονίας άρχισαν το 1901 στην περιοχή Καστοριάς, όπου χάρη στη θαρραλέα στάση του δυναμικού ιεράρχη Γερμανού Καραβαγγέλη, οργανώθηκε ο πληθυσμός της περιοχής και άρχισαν αξιόλογη δράση αρκετά αντάρτικα σώματα, όπως του Κώττα, του Καπετάν Βαγγέλη, του Καραλίβανου, του Σπανού και άλλα.

Στην ίδια χρονική περίοδο άρχισε και η πρώτη συστηματική οργάνωση στο Βιλαέτι Μοναστηρίου, αρχικά από τον πρόξενο Κιουζέ- Πεζά και στη συνέχεια από τον πρωτοπόρο Μακεδονομάχο Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1902 τοποθετήθηκε υποπρόξενος στο Μοναστήρι.

 

Ίων Δραγούμης (1878-1920)

 

Γόνος ηπειρώτικης οικογένειας που μετεγκαταστάθηκε στο Βογατσικό Καστοριάς, τον 16ο ή 17ο αιώνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο αρχηγός της οικογένειας Δραγόμας ήταν «πρωτοπαλίκαρο» του Γεωργίου Καστριώτη (Σκεντέρμπεη).

Ο Ίων, πέμπτος γιος του πολιτικού Στεφάνου Δραγούμη και της Ελισάβετ Κοντογιαννάκη, κουνιάδος του Παύλου Μελά, υπήρξε φωτεινή μορφή του Μακεδονικού Αγώνα. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1878 και σπούδασε  στη Νομική Σχολή. Από το 1899 υπηρέτησε στο διπλωματικό σώμα και κυρίως στο Προξενείο του Μοναστηρίου (1902), Σερρών, Πύργου και Φιλιππούπολης (1904). Στη συνέχεια μετατέθηκε στην Κωνσταντινούπολη (1907), στη Ρώμη (1909) και στο Λονδίνο (1909). Στους Βαλκανικούς πολέμους υπηρέτησε ως πολιτικός σύμβουλος. Παραιτήθηκε από την διπλωματική υπηρεσία το 1915 και εξελέγη ανεξάρτητος βουλευτής Φλώρινας.

Ήταν αντίθετος με την εμπλοκή της Ελλάδος στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, γι’ αυτό και οι Γάλοι τον εξόρισαν στην Κορσική (1917-1918). Δολοφονήθηκε στην Αθήνα στις 31 Ιουλίου 1920 από οπαδούς του Βενιζέλου, εξοργισμένους από την δολοφονική απόπειρα εναντίον του τελευταίου στο Παρίσι. Το 1916 εξέδωσε το εβδομαδιαίο περιοδικό Πολιτική Επιθεώρηση. Έγραψε τα έργα: Μαρτύρων και ηρώων αίμα, Σαμοθράκη, Όσοι ζωντανοί, Ελληνικός πολιτισμός. Μετά τον θάνατό του εκδόθηκαν τα έργα του Σταμάτημα και Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες.

Ο Ίων Δραγούμης ήταν αυτός που πρώτος ανήγαγε τον συντονισμό των ενεργειών του ελεύθερου και του αλύτρωτου Ελληνισμού, σε πρωταρχική υπόθεση για την  ανάληψη οργανωμένης και ένοπλης δραστηριότητας.

Παρά την προειδοποίηση που είχε δεχθεί και είχε περιληφθεί στον υπηρεσιακό του φάκελο «να μην γεννά ζητήματα», θα αντιπαραθέσει, από την πρώτη στιγμή, στις αντικειμενικές και συχνά απαισιόδοξες διαπιστώσεις των συναδέλφων και προϊσταμένων του, την πίστη και τον παλμό μιας αγωνιστικής έξαρσης, που θα αποτυπωθεί λίγα χρόνια αργότερα, σαν κραυγή στο έργο του « Μαρτύρων και ηρώων αίμα»: Να ξέρετε πως αν τρέξουμε να σώσουμε την Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει. Θα μας σώσει από την βρώμα που κυλιόμαστε, θα μας σώσει από την μετριότητα και από την ψοφιοσύνη, θα μας λυτρώσει από τον αισχρό ύπνο, θα μας ελευθερώσει. Αν τρέξουμε να σώσουμε την Μακεδονία ΕΜΕΙΣ, θα σωθούμε, έγραφε για να πείσει τους νυσταγμένους πολιτικούς μας.

Η ολοκληρωμένη όμως αποτίμηση της συμβολής του Ίωνα Δραγούμη είναι συναρτημένη με το γεγονός, ότι θα αποτελέσει και την αιχμή του πυρήνα ανήσυχων πατριωτών, μέσα στην έρημο της αδιαφορίας ή της σύγχυσης που βασίλευε στην Αθήνα. Ο Στέφανος Δραγούμης, πατέρας του και πεθερός του Παύλου Μελά, τέκνο της Μακεδονίας και γνώστης του Μακεδονικού προβλήματος, βρισκόταν εδώ και πολλά χρόνια σε διαρκή επικοινωνία με τους αλύτρωτους συμπατριώτες του και κατέβαλε άοκνες προσπάθειες να περάσει στην πολιτική ηγεσία και την κοινή γνώμη της πρωτεύουσας, ο κίνδυνος από τα απειλητικά μηνύματα που εκπέμπονταν από τις χειμαζόμενες βορειοελληνικές επάλξεις.

Μέλη της ομάδας, ανάμεσα στους άλλους, ο Μάρκος Δραγούμης, πρόεδρος της «Επικούρου των Μακεδόνων Επιτροπής», ο Παύλος Μελάς, ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης- Αννιάν και άλλοι νέοι αξιωματικοί, που προορίζονταν να αποτελέσουν την πρώτη ομάδα πίεσης, για την ανάληψη έντονης δραστηριότητας στην Μακεδονία.

Με την τοποθέτησή του στο Μοναστήρι, ο Ίων Δραγούμης, που ο ΓΙΑΝΝΙΟΥ Νικ. στο  άρθρο  του «Ο Δραγούμης και ο σοσιαλισμός», περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τεύχος 342 Αθήνα 1941, σελ. 260, τον ονομάζει «πνευματικό πατέρα και θεωρητικό απολογητή του Ελληνικού εθνικισμού», άρχισε να θέτει σε εφαρμογή το σχέδιο, που είχε συλλάβει, της άμυνας δηλαδή των κοινοτήτων του Μακεδονικού Ελληνισμού. Μαζί με Έλληνες πατριώτες της Βορειοδυτικής Μακεδονίας ίδρυσε στα τέλη του 1902 στο Μοναστήρι το σωματείο «Μακεδονική Άμυνα», το οποίο σε λίγο χρονικό διάστημα αριθμούσε πολυάριθμα μέλη.

Σε πόλεις ,κωμοπόλεις και χωριά η Μακεδονική Άμυνα προετοίμασε το έδαφος, με τις επιτροπές της που αποτέλεσαν την ραχοκοκαλιά της οργάνωσης, για την αποτελεσματική διεξαγωγή του Μακεδονικού Αγώνα.

Η δράση του δεν περιορίζεται μόνο στην περιφέρειά του. Γυρίζει τα χωριά της Δυτ. Μακεδονίας, συνεργάζεται στενά με τον μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη και θέτουν μαζί τα θεμέλια της αντίστασης και εξέγερσης των Μακεδόνων. Το 1903 περιέρχεται την Κεντρική Μακεδονία και το Φθινόπωρο τον βρίσκει στην Ανατολική Μακεδονία (Σιδηρόκαστρο, Σέρρες, Δράμα, Ζίχνη, Νευροκόπι, Μελένικο). Τα αποτελέσματα της περιοδείας του και από απόψεως συλλογής πληροφοριών και από απόψεως αναθάρρυνσης του καταπιεζόμενου Έλληνα από τους Βουλγάρους, υπήρξαν άριστα.

Στις πολυάριθμες εκθέσεις του προς το Υπουργείο των Εξωτερικών ενημερώνει τους προϊσταμένους του με αντικειμενικά κριτήρια, για την κατάσταση που επικρατούσε στον Μακεδονικό χώρο. Προασπίζει τις Ελληνικές θέσεις απέναντι στους εκπροσώπους της τουρκικής διοίκησης και των μεγάλων δυνάμεων, αναλύει τον χαρακτήρα και τις επιπτώσεις της εξέγερσης του Ίλιντεν, προβαίνει σε αλλεπάλληλες εκκλήσεις για την κατάλληλη στελέχωση των μητροπόλεων, των προξενείων και των σχολείων και προτείνει λύσεις για την εδραίωση των θέσεων της χώρας μας στον Μακεδονικό χώρο. Οι εκθέσεις του είναι γραμμένες σε οξύ κριτικό πνεύμα και δείχνουν την κατάρτισή του και τις γνώσεις των προβλημάτων του χώρου.

Ο Δραγούμης που ζει από κοντά το δράμα του Ελληνισμού της περιοχής αναγνωρίζει το μέγεθος της επερχόμενης συμφοράς.

Μετά το Ίλιντεν περιοδεύει στην περιοχή ευθύνης του προξενείου που υπηρετεί για να ενθαρρύνει και να εμψυχώσει τους Έλληνες. Ζυμωμένος με τα προβλήματα και τους μακροχρόνιους αγώνες του Ελληνισμού της περιοχής, δεν διστάζει να στραφεί ακόμη και κατά της επίσημης Ελληνικής πολιτικής, η οποία είχε εγκαταλείψει στην τύχη του τον Ελληνισμό της Μακεδονίας, τηρώντας «άψογη» στάση στις σχέσεις της με την Τουρκία.

Η έκδοση, το 1907, του βιβλίου του «Μαρτύρων και ηρώων αίμα», όπου περιγράφει παραστατικά το δράμα του Μακεδονικού Ελληνισμού, συντάραξε το πανελλήνιο και συγκλόνισε ιδιαίτερα τους αθηναϊκούς κύκλους, οι οποίοι όταν άκουγαν για την Μακεδονία νόμιζαν ότι επρόκειτο για άλλο κόσμο.

Ο ΒΕΖΑΝΗΣ Δημήτριος στο άρθρο του «Ίων Δραγούμης» που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ τεύχος 112, Αθήνα, 1952, σελ. 422, γράφει ότι «Ο Δραγούμης θεωρούσε τους Σλάβους ως τους πιο μεγάλους και επικίνδυνους εχθρούς του Ελληνισμού και η άποψή του αυτή έβρισκε άμεση εφαρμογή στην Μακεδονία».

Πίστευε ότι οι Έλληνες πρέπει να βασισθούν αποκλειστικά και μόνον στις δυνάμεις τους και να συνειδητοποιήσουν το γεγονός αυτό. Με ιδιαίτερη αισιοδοξία έβλεπε την δράση των ντόπιων αντάρτικων ομάδων του Βαγγέλη Στρεμπενιώτη, του Κώττα και των άλλων στην Μακεδονία.

Ο ΝΟΤΑΡΗΣ Γιάννης στο βιβλίο του «Το Μακεδονικό Ζήτημα όπως το είδε ο Γιάννης Κορδάτος», εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ Αθήνα, 1985, σελίδα 63, γράφει: «Ο Ίων Δραγούμης εργάσθηκε με δύναμη υπεράνθρωπη και με ακατάβλητη θέληση, για την υπόθεση της Μακεδονίας, όχι απλώς σαν αντιπρόσωπος του Ελληνικού κράτους, αλλά στην πραγματικότητα, σαν ιδιώτης, σαν ένα, καθώς ο ίδιος έλεγε, – μόριο με συνείδηση του Ελληνισμού του -».

Αυτό, άλλωστε, ήταν και εκείνο που ήθελε, γιατί περιφρονούσε το Ελληνικό κράτος της εποχής του, κράτος παρακμής και φθοράς.

Ο ίδιος ο Ίων έγραφε στο βιβλίο του «Μαρτύρων και ηρώων αίμα»: Δεν δουλεύω για την κυβέρνηση, δουλεύω για τον Ελληνισμό. Για την κυβέρνηση μου έρχεται σιχαμός και καταφρόνια. Όταν συλλογίζομαι την κυβέρνηση ξεπέφτω και μαραίνομαι. Σηκώνομαι, ξανοίγω και ανθοβολώ, άμα νοιώθω τον Ελληνισμό».

Η συμβολή του «ΙΔΑ» στην προετοιμασία του Μακεδονικού αγώνα ήταν πολύπλευρη. Ο Δραγούμης ήταν πρώτα πολεμιστής, ύστερα ιδεολόγος και τελευταία λογοτέχνης και άνθρωπος του πνεύματος. Τις ιδέες του δεν τις απέκτησε καθισμένος σε πολυθρόνες σαλονιών, ούτε σε καρέκλες καφενείου, ακόμη λιγότερο σε έδρανα σπουδαστικά. Τις απέκτησε στο πεδίο της μάχης, στην καρδιά του πληγωμένου σώματος του Γένους, σαν πρόξενος και κρυφός ή φανερός οργανωτής του αγώνα  επιβίωσης του Γένους, μέσα στο τότε εθνολογικό και φυλετικό μωσαϊκό του Μακεδονικού χώρου, της Θράκης και της Πόλης.

Έπιανε χρόνια τον σφυγμό του Γένους, ένοιωθε χρόνια για χρόνια τις αναιμικές του φλέβες να ψάχνουν να βρουν αίμα και δύναμη από τις αρτηριοσκληρωμένες αρτηρίες της ελεύθερης Ελλάδας, αυτού του οστεοπορωμένου κρατιδίου του 19ου αιώνα.

Όταν ο Δραγούμης αφήνει την ψυχή του να ξεσπάσει, είτε με την πένα του είτε με τα λόγια του, ξέρει καλά, έχει νοιώσει καλά για τι πράγμα μιλάει. Το ότι μέσα του βράζει η Ελληνική ψυχή είναι μέρος μόνο του ηφαιστείου που τον καίει. Για τον Δραγούμη, άλλο είναι το έθνος που δημιουργήθηκε και παραδέρνει ανάμεσα στα στενά του σύνορα και άλλο το Γένος, που βρίσκεται σε όλη την Βαλκανική, την Ανατολή και την Μαύρη Θάλασσα. Προέχει για τον Δραγούμη το Γένος. Και το Έθνος είναι, πρέπει να είναι το όργανο που θα υπηρετήσει το Μεγάλο Γένος. Για να υπηρετήσει όμως, για να καλλιεργήσει σωστά, ώστε από το απλό δένδρο της ζωής να ξεφυτρώσει το δένδρο της Ελευθερίας και της Αναγέννησης, πρέπει για τον «ΙΔΑ» να υπάρξει να δημιουργηθεί ο πραγματικός, ο σωστός Ομφάλιος λώρος, που θα μπορέσει, με κριτήρια κοινής λογικής και με την ίδια γλώσσα, να διαυλώσει τα απίστευτα αποθέματα ενέργειας που μπορεί να συγκεντρώσει το Γένος.

Από εκεί πηγάζουν οι σκέψεις του και οι διακηρύξεις του, ο δημοτικισμός του και το διαζύγιό του με το κατεστημένο της εποχής του. Από εκεί ξεσπάει η πολιτική του ιδεολογία, ο εθνικισμός του, ο άμετρος και αμέριστος, αχόρταγος και παμφάγος, που στην πέννα του γίνεται εικονοκλασία.

Στην σκέψη του κυριαρχεί ο αγώνας, ο πόλεμος και τίποτε άλλο. Στην πέννα του ακόμη και στην πιο λογοτεχνική, ο πόλεμος καραδοκεί. Και στην πράξη του, ο πόλεμος και ο αγώνας είναι η καλημέρα του και η καληνύχτα του.

Πέθανε στην εποχή των Γιγάντων, σαν Γίγαντας και δεν γνώρισε την εποχή των νάνων. Σήμερα, την ώρα ακριβώς που μετά τον Ελληνισμό απειλείται και ο Ελλαδισμός, την ώρα που οι νάνοι βρίσκονται στην αποθέωσή τους, το σάλπισμα του «ΙΔΑ» πέρα από τον τάφο του, είναι πιο επίκαιρο και πιο αναγκαίο παρά ποτέ.(Σχετικό ΔΡΑΓΟΥΜΗ ΙΩΝΑ Δέκα άρθρα στον «ΝΟΥΜΑ» Αθήνα 1977. 

 

Ελληνική δραστηριοποίηση

 

Το επίσημο Ελληνικό κράτος μετά τον πόλεμο του 1897, όπως παραπάνω αναφέραμε, παρέμεινε ουσιαστικά αμέτοχο στα πράγματα της Μακεδονίας, επειδή αντιμετώπιζε σοβαρά εσωτερικά προβλήματα και για λόγους εσωτερικής πολιτικής. Από την αρχή όμως του 1904 άρχισε η κυβέρνηση Θεοτόκη να παίρνει διστακτικά ορισμένα μέτρα, υπό την πίεση της κοινής γνώμης και των δραματικών εκκλήσεων και εκθέσεων που έφταναν από την Μακεδονία, ενώ από το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, έθεσε τον αγώνα υπό την προστασία του.

Στα πρώτα μέτρα εντάσσονταν:

Α. Η αναγνώριση και ενίσχυση του μυστικού Ελληνικού «Μακεδονικού Κομιτάτου» που ιδρύθηκε στην Αθήνα στις 22-5-1904, από μέλη της «Εθνικής Εταιρείας» με πρόεδρο τον Δημήτριο Καλαποθάκη, ιδιοκτήτη της εφημερίδας «ΕΜΠΡΟΣ» και μέλη του πολιτικούς, αξιωματικούς και άλλους επώνυμους πολίτες. Σκοπός του κομιτάτου ήταν η άμυνα του Ελληνισμού στη Μακεδονία, την Θράκη, την Ήπειρο και την Αλβανία, ουσιαστικά όμως τα ενδιαφέροντα του κομιτάτου περιορίσθηκαν στην Μακεδονία.

Β. Η αναδιοργάνωση των Ελληνικών προξενείων με σκοπό να αποτελέσουν υπό την διεύθυνση κατάλληλων προσώπων, τα κέντρα άμυνας. Ως γενικός πρόξενος Θεσσαλονίκης τοποθετήθηκε ο Λάμπρος Κορομηλάς, άνδρας με ισχυρή προσωπικότητα, με αξιόλογο επιτελείο αξιωματικών ως υπαλλήλων του προξενείου, ενώ στο Μοναστήρι τοποθετήθηκε ο Δημήτριος Καλλέργης.

Στο γενικό προξενείο Θεσσαλονίκης ανατέθηκε η διεξαγωγή του αγώνα στο Βιλαέτι της Θεσσαλονίκης, ενώ στο Μακεδονικό Κομιτάτο το Βιλαέτι του Μοναστηρίου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Λάμπρος Κορομηλάς βρισκόταν ουσιαστικά επικεφαλής μιας πολυπρόσωπης ιδιόμορφης οργάνωσης από αντάρτες, κατασκόπους και πληροφοριοδότες, οικονομικούς αρχηγούς, μυημένους ιερείς και δασκάλους, ομόθυμα όμως αφοσιωμένους στην εθνική υπόθεση.

Γ. Η  μυστική αποστολή στη Δυτική  Μακεδονία τεσσάρων αξιωματικών (Π. Μελάς, Γ. Κολοκοτρώνης, Α. Κοντούλης και Α. Παπούλας) με σκοπό την μελέτη της κατάστασης και την υπόδειξη των κατάλληλων μέτρων.

Οι εισηγήσεις των αξιωματικών σε συνδυασμό με την πρόταση και το σχέδιο ενεργείας του προξένου του Μοναστηρίου, που ζητούσε την οργάνωση και αποστολή πέντε αντάρτικων σωμάτων, για την άμεση έναρξη του αγώνα, έπεισαν την κυβέρνηση να αποβάλει και τους τελευταίους δισταγμούς και να αποφασίσει οριστικά την αποστολή από την Ελλάδα στελεχών του στρατού και αντάρτικων σωμάτων.

 

 Ο Παύλος Μελάς

 

Γεννήθηκε στην Μασσαλία της Γαλλίας στις 29 Μαρτίου του 1870. Οι γονείς του, Μιχαήλ Μελάς, Ηπειρώτης, έμπορος και η μητέρα του Ελένη το γένος Βουτσινά, γνωστού μεγαλέμπορου της Οδησσού, καταγόμενου από την Κεφαλονιά.

Στα 1874 οι γονείς και τα παιδιά τους μετεγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Τον Σεπτέμβριο του 1886 κατατάχθηκε στην Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων και εξήλθε το 1891 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του Πυροβολικού.

Την ίδια χρονιά θα  γνωρίσει την Ναταλία Δραγούμη, κόρη του Στεφάνου, καταγόμενου από το Βογατσικό της Καστοριάς, μέλος οικογένειας με πλούσια εθνική δράση και ενεργό συμμετοχή στους αγώνες για την απελευθέρωση του Έθνους. Υπήρξε ενεργό μέλος της «Εθνικής Εταιρείας», όπως άλλωστε και ο πατέρας του και πολέμησε στον πόλεμο του 1897.

Από την Κοζάνη, θα στείλει στη σύζυγό του Ναταλία αρκετές επιστολές, στις οποίες περιγράφει την κατάσταση, ενώ στην πρώτη επιστολή του, της 19ης Ιουλίου 1904, περιγράφει τις εντυπώσεις του από τους Κοζανίτες και την πόλη. Οι επιστολές και γενικά η δράση του περιγράφονται λεπτομερώς στο βιβλίο της Ναταλίας Μελά «ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ», Αθήνα 1964, εκδόσεις ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ. Να πως περιγράφει την Κοζάνη ο Παύλος Μελάς:

« … Η Κοζάνη είναι αρκετά μεγάλη πόλις, 12 χιλιάδων κατοίκων περίπου. Οι δρόμοι είναι στρωμένοι με καλντιρίμι, καθαρώτατοι. Τα σπίτια αρχαιότατα αλλά καλά συντηρημένα.  Κίνησις εις τους δρόμους πολλή. Ούτε ίχνος Τούρκου ή Εβραίου εκτός 30 Τούρκων ιππέων και 6 διοικητικών υπαλλήλων. Οι άλλοι όλοι Έλληνες, ζωηρότατοι, ωραιότατοι, μ’ έκτακτα αναστήματα και παραστήματα και ομιλούν καθαρωτάτην ελληνικήν γλώσσαν. Η πόλις είναι κτισμένη εις τας υπωρείας μακράς οροσειράς, τα δε περίχωρά της λαμπρά καλλιεργημένα.

Λίγες μέρες πριν περάσει τα σύνορα, έγραψε στη Ναταλία: «…Αναλαμβάνω τον αγώνα με όλην μου την ψυχήν και με την ιδέαν ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω. Είχον και έχω την πεποίθησιν ότι δυνάμεθα να εργασθώμεν εν Μακεδονία και να σώσωμεν πολλά. Θεωρώ υπέρτατον καθήκον μου, να θυσιάσω το πάν, όπως πείσω περί τούτου την κοινήν γνώμην. Είμαι βέβαιος δε ότι ενός ανδρός το αίμα, αν ποτίσει το χώμα της Μακεδονίας, θα εξυπνήσωσι οι κοιμώμενοι, θα εγκαρδιωθώσι οι τρομοκρατηθέντες, θα φυτρώσωσι επί της ευγενούς γης εκδικηταί και Σωτήρες»

O Παύλος Μελάς διατρέχει την περιοχή Καστοριάς και Φλώρινας, μεταδίδει στους τρομοκρατημένους Μακεδόνες πίστη στον αγώνα, αυτοπεποίθηση και ενθουσιασμό. Το έργο του όμως είναι δύσκολο. Όσο μετακινείται προς βορρά, τόσο η βουλγαρική τρομοκρατία κάνει διστακτικούς τους Μακεδόνες, σιγά- σιγά όμως όλοι αφυπνίζονται και ενθαρρύνονται. Μάχεται γενναία κατά των κομιτατζήδων και σε μια απ’ αυτές, στις 13-10-1904 στο χωριό Στάτιστα ( Μελάς), πέφτει νεκρός. Το κεφάλι του οι σύντροφοί του το θάβουν κάτω από την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας του Πισοδερίου, το δε ακέφαλο πτώμα του το μεταφέρουν οι Τούρκοι στην Καστοριά, όπου ο Γερμανός Καραβαγγέλης, μετά από προσπάθειες το παραλαμβάνει από τους Τούρκους και το θάβει.

Αλλά ας αφήσουμε την γραφίδα της ιστορίας να περιγράψει τον θάνατο του Παύλου Μελά, όπως αυτή αποτυπώθηκε στο τηλεγράφημα του προξένου του Μοναστηρίου προς το Υπουργείο των Εξωτερικών:

«Παρελθούσαν Τετάρτην 13 τρέχοντος (Οκτωβρίου) ημετέρων ευρεθέντων εν χωρίω Στάτιστα, στρατιωτικόν απόσπασμα ελθόν εκ Κονομπλατίου, το αυτό πιθανώς όπερ εστάλη εκ Φλωρίνης, εις Νερέτι προς καταδίωξιν ημετέρας και Βουλγαρικής συμμορίας, περιεκύκλωσε Στάτισταν και περί ώραν 5 μ.μ. ήρξατο πυρός κατά των ημετέρων. Ημέτεροι απάντησαν γενναίως, μετά δίωρον δε ανταλλαγής πυροβολισμών, απεφάσισαν επιχειρήσωσιν έξοδον. Παύλος Μελάς ώρμησεν πρώτος επικεφαλής αυτών, οπότε σφαίρα τουρκική πλήξασα αυτόν κατά την οσφυακήν χώραν, ετραυμάτισε θανασίμως. Σύντροφοί του τον απέσυραν εντός χωρίου και εναπέθεσαν παρακειμένω οικίσκω, ένθα μετά ημίσειαν ώραν, διαρκούσης πάντοτε συμπλοκής, εθνικός ήρως ησύχασε. Υπαρχηγός Πύρζας παρέλαβεν σακίδιον αυτού μεθ’ όλων εν αυτώ εγγράφων, επιστολών, ως και τα λοιπά επ’ αυτού αντικείμενα, άτινα, σταλέντα μοι δια προσώπου εμπιστοσύνης, ίσως λάβω σήμερον.

Απέστειλα δια πρωινής αμαξοστοιχίας πρόσωπον εμπιστοσύνης Πισοδέριον, όπως πληροφορηθεί περί ταφής Μελά».

Και ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ο άγρυπνος αυτός ιεράρχης της Καστοριάς, με επιστολή του προς τον Ίωνα Δραγούμη με το ψευδώνυμο Κώστας Γεωργίου, που απέστειλε την 26 Νοεμβρίου 1904, περιγράφει την διαδικασία ενταφιασμού του Παύλου Μελά. Να πως:

«…Περί την δύσιν του ηλίου παρεδόθη μοι υπό των αρχών, αλλά το μεν λόγω της παρελθούσης ώρας, το δε θέλων να κερδίσω καιρόν προς προετοιμασίαν ανάλογον του μεγάλου ανδρός, κατέθεσα τον σεπτόν νεκρόν εντός μικράς βυζαντινής εκκλησίας κειμένης απέναντι της Μητροπόλεως, δι’ όλης δε της νυκτός άγρυπνος διαμείνας εν τω οίκω φίλου επιστηθίου λαβόντος με παρ’ εαυτώ όπως με παρηγορήσει, ητοίμασα νέον νεκρικόν κράβατον με επιστέγασμα φέρον το σημείον του σταυρού και το κλεινόν όνομά του, ητοίμασα δε ένδοξον τάφον του εν των περιβόλω του βυζαντινού ναού… τη δε επαύριον Κυριακήν, όρθρου βαθέος περιέδεσα τας μαρτυρικάς χείρας του με εν μετάξινον μαντίλιόν μου, κατέθεσα δε επί του στήθους του εν Ευαγγέλιον, ένα Σταυρόν και μιαν εικόνα και πριν αρχίσει η λειτουργία τελέσαμεν την κηδείαν του…»

Ο θάνατος του Παύλου Μελά διαδόθηκε σαν αστραπή στην Αθήνα. Αν και λίγοι γνώριζαν πως βρισκόταν στη Μακεδονία, όλοι τον έκλαψαν. Το τέλος του ήταν εκείνο που ο ίδιος στα γράμματά του άφηνε να διαφανεί.

Το νόημα της θυσίας του συντάραξε το Πανελλήνιο ενώ συγκίνησε πολλούς αξιωματικούς που τους παρακίνησε να βγουν στη Μακεδονία, για να εκδικηθούν τον θάνατόν του. Ενώ ως τότε η υπόθεση της Μακεδονίας ήταν υπόθεση λίγων Ελλήνων, από του θανάτου του Π. Μελά έγινε υπόθεση όλων των Ελλήνων. Η θυσία του πέτυχε αυτό που καμία άλλη δύναμη δεν είχε κατορθώσει και έδειξε πως ο Ελληνισμός έξω από τα όρια του μικρού τότε Βασιλείου δεν είχε χαθεί.

Ο Ίων Δραγούμης, ο καταλληλότερος ίσως να διηγηθεί το μήνυμα της θυσίας του Μελά, περιγράφει στο βιβλίο του «Μαρτύρων και Ηρώων αίμα» εκδόσεις ΓΑΛΑΞΙΑΣ Αθήνα 1971 (Α έκδοση 1907) σελίδες 9, 10 τα εξής:

«Ο Παύλος Μελάς σκοτώθηκε στη Στάτιστα της Μακεδονίας, ένα βράδυ, το φθινόπωρο του 1904. Και οι Έλληνες ξύπνησαν. Έτριψαν τα μάτια τους και είπαν μέσα τους, γιατί ντρέπονταν να το διαλαλήσουν. Ώστε υπάρχει Μακεδονία, αφού πήγε ο Παύλος Μελάς και σκοτώθηκε γι’ αυτήν. Και οι άλλοι συμπέραναν: Ώστε βρίσκονται ακόμα μετά το 1897 αξιωματικοί στο στρατό και ζωή στο έθνος. Λοιπόν. Ζήτω το Έθνος. Άντρες, γυναίκες και παιδιά, γέροντες και νέοι συνταράχθηκαν έξαφνα μια στιγμή και ανατρίχιασαν. Και έκλαψαν γυναίκες και κορίτσια, γέροντες δάκρυσαν, άντρες κουνήθηκαν και τα παιδιά, τα Ελληνόπουλα του κόσμου όλου άναψαν. Μια άφραστη λαχτάρα τους συνεπήρε όλους και όλοι έγιναν ποιητές και πόθησαν να τραγουδήσουν. Και ο πόθος τους ήταν φλόγα για κάποιο μεγαλείο».

Στις 13 Οκτωβρίου 1904 ο Μελάς, ο θρυλικός Μίκης Ζέζας, σφράγισε με το αίμα του την δράση του. Ήταν ο πρώτος πολεμικός ηγέτης του Μακεδονικού αγώνα, ο πρώτος πολεμιστής και ο πρώτος μάρτυρας,

«Σώνουν πια οι μάρτυρες. Τώρα μας χρειάζονται ήρωες» έγραφε ο Δραγούμης. Και ο Μελάς έμελλε να γίνει και μάρτυρας και ήρωας συνάμα, καταλύτης στον αγώνα για την Μακεδονία.

Με τον θάνατό του ο Μελάς ξόφλησε και το χρέος όλων για την ήττα του 1897. Ήταν εκείνος που γεύθηκε την πίκρα ενός άτιμου πολέμου, γιατί δεν είναι του καθενός να σβήνει τέτοιες οφειλές. Τέτοια χάρη την αξιώνονται μόνον όσοι είναι αποφασισμένοι να κατεβούν στον τάφο του. Στα εικοσιεφτά του χρόνια. Παράτησε την χλιδή, την λαμπρή στρατιωτική του καριέρα, που του ετοίμασε η μοίρα του και χάρισε την τελευταία του ανάσα, εκεί που αγάπησε και πόνεσε και πίστεψε και λαχτάρησε. Στη ΜΑΚΕΔΟΝΊΑ ΤΟΥ.

«Δύο λέξεις δια να σας ειπώ, ότι δυστυχώς είμαι πολύ καλά. Ευτυχείς εκείνοι οι οποίοι δεν ζουν» γράφει από το μέτωπο του πολέμου στις 30-Απριλίου 1897, ακριβώς όπως ο Ομηρικός ήρωας που ανακραύγαζε: «Τρισμάκαρες Δαναοί και τετράκις οι τότ’ όλοντο».

«Δεν μπορεί να είναι χωρίς σημασία, ότι σκοτώνεται, όχι από βουλγαρική, αλλά και τούρκικη σφαίρα, ο χρισμένος και αναμενόμενος από την υπόδουλη γη της Μακεδονίας», σύμφωνα με τα λόγια του Γιώργου Ιωάννου, του καθηγητού μου στο Γυμνάσιο της Κασσάνδρας και αξέχαστου πεζογράφου της Θεσσαλονίκης.

Η επέτειος του θανάτου του Μελά είναι η επέτειος αρχής παρά θανάτου. Πριν από εκείνον η Μακεδονία ήταν αόριστη λαχτάρα για τους πολλούς, κρυφή έγνοια γι’ αυτούς που γνώριζαν. Όμως από τις 13-10-1904 έγινε εικόνισμα στην καρδιά του πιο άσημου Έλληνα, για να καίει μπροστά της, καντήλι, η μνήμη του παλικαριού, που ο καθένας τον ένοιωθε σαν δικό του νεκρό.

Πολλοί εργάσθηκαν και πέθαναν πριν από τον Μελά για την Μακεδονία. Ούτε όμως το αίμα τόσο μαρτύρων ούτε οι ενέργειές τους ήταν αρκετές. Όλα έμειναν άκαρπα χωρίς ήρωα. Χρειάσθηκε ο θάνατος του παλικαριού να δώσει νόημα, όραμα και ζωή στα σχέδια και στις πρώτες ενέργειες.

Ο Οικονομόπουλος Κλεομένης στο άρθρο του «Παύλος Μελάς», περιοδικό ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΖΩΗ, τεύχος 137, Οκτ. 1977 σελ. 14 γράφει:

«Χρειάσθηκε ο θάνατος ενός Έλληνα αξιωματικού, για να συντελεσθεί το θαύμα. Το αίμα του καθαγίασε την μεταξύ των υποδούλων Μακεδόνων και των ελεύθερων Ελλήνων συνοχή και αλληλεγγύη, πότισε το δέντρο της Μακεδονικής Ελευθερίας και το γιγάντωσε. Το όνομα του Παύλου Μελά, έγινε πανελλήνιο σύμβολο αυταπάρνησης και ηρωισμού».

Και όπως έγραψε ο Ίων Δραγούμης: «Οι Μακεδόνες, οι υπόδουλοι όλοι, τον λατρεύουν. Στη Μακεδονία δεν πέθανε, παρά ζει και βασιλεύει. Ένα κοριτσάκι στη Βέροια, που το ρώτησαν, ποιος είναι ο βασιλιάς των Ελλήνων, αποκρίθηκε χωρίς δισταγμό: Ο Παύλος Μελάς!!

Ο ένοπλος αγώνας 1904 -1908

 

Η οργάνωση του αγώνα

 

Το Κεντρικό κομιτάτο, για τον συντονισμό του αγώνα, οργάνωσε στη Μακεδονία τρία πρωτεύοντα οργανωτικά κέντρα, της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και των Σερρών.

Δευτερεύοντα κέντρα οργανώθηκαν στην Καστοριά, Καβάλα, Στρώμνιτσα, Αλιστράτη, Δράμα, Έδεσσα, Γευγελή, Ανδριανούπολη και αλλαχού.

Στο καθένα από τα κέντρα ήταν προϊστάμενος, εφόσον υπήρχε, Έλληνας πρόξενος, διαφορετικά ορίζονταν ένας αξιωματικός, ως αρχηγός, αλλά παρουσιάζονταν με άλλο επάγγελμα.

Τα κέντρα ενισχύονταν με αξιωματικούς ή υπαξιωματικούς, αλλά με ψευδώνυμα, για να μην αποκαλυφθεί η ιδιότητά τους.

Τα κέντρα διηύθυναν τα αντάρτικα σώματα, τα οποία υπαγόταν σ’ αυτά. Εφαρμόσθηκε από την αρχή αυστηρά συνωμοτικό σύστημα. Στα μεγάλα κέντρα της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου, κάθε αξιωματικός είχε αναλάβει ξεχωριστό τομέα ευθύνης.

Τα κέντρα ήταν υπεύθυνα για τον ανεφοδιασμό, συντήρηση, ενίσχυση σε προσωπικό και μέσα καθώς και τον συντονισμό της δράσης των αντάρτικων σωμάτων.

Μετά την υλοποίηση της οργάνωσης, προχωρούσαν στην οργάνωση των τοπικών διοικήσεων. Έτσι σε κάθε χωριό ή πόλη ιδρύθηκε διοικούσα επιτροπή από εντόπιους κατοίκους, που βρίσκονταν σε διαρκή επικοινωνία με το κέντρο που είχε την επιχειρησιακή ευθύνη της περιοχής και ασφαλώς με τα αντάρτικα σώματα που δρούσαν στην περιοχή.

Η διοικούσα επιτροπή είχε ταμία, συγκέντρωνε χρήματα με εράνους για την συντήρηση του αγώνα και πολλές φορές επέβαλε πρόστιμα σε Τούρκους ή σε Βουλγάρους και  σε παρεκτρεπόμενους Έλληνες. Επίσης οργανώθηκε και πολιτοφυλακή που υπάγονταν στην διοικούσα επιτροπή κατά τα πρότυπα της βουλγάρικης πολιτοφυλακής. Ομοίως ιδρύθηκαν τοπικά δικαστήρια στα οποία εκτός από τις εθνικές υποθέσεις δικάζονταν και αστικές. Οι παρεκτροπές εθνικής φύσεως δικάζονταν με μεγάλη αυστηρότητα.

Κατ’ αρχάς οι δικαστές, που ήσαν συνήθως ευυπόληπτοι πολίτες, ασκούσαν τα καθήκοντά τους με προσωπίδες ή δίκαζαν πίσω από παραπετάσματα. Όσο όμως η κατάσταση ξεκαθάριζε υπέρ των Ελληνικών δικαίων, οι δικαστές δίκαζαν ελεύθερα.

Οι αποσπασθέντες αξιωματικοί κατά την διάρκεια του αγώνα στα προξενεία της Μακεδονίας κατανεμήθηκαν ως εξής:

Στη Θεσσαλονίκη

Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού Μαζαράκης Αινιάν (Ιωαννίδης)

Οι υπολοχαγοί  Αβρασόγλου, Κουρούκλης, Νικολαϊδης, Σακελλαρόπουλος Λουκάς, Μοσχονήσιος. Οι ανθυπασπιστές Πυροβολικού Ταβουλάρης και Αναγνωστάκος (Ματαπάς).

Στο Μοναστήρι

Οι αξιωματικοί, Σπηλιάδης, Κοντογούρης, Κωνσταντινόπουλος, Σαρηγιάννης, Ζούζουλας, Παπαθανασίου Μανούσος και Μερεντίτης Αλέξανδρος.

Στη Στρώμνιτσα

Ο ανθυπολοχαγός Τσιρογιάννης, ως διευθυντής δημοτικού σχολείου και ο υπολοχαγός Μητσόπουλος, ως έμπορος υπό το ψευδώνυμο Τοπάλης.

Στις Σέρρες

Ο πρόξενος Σαχτούρης και οι αξιωματικοί Κουρεβέλης, Φλωριάς και Τσαμαδός.

Στην Καβάλα

Οι αξιωματικοί του Ναυτικού Τυπάλδος και Μαυρομιχάλης.

Στην Αλιστράτη

Ο υπίλαρχος Βαρδής ως διευθυντής δημοτικού Σχολείου (το 1908 μεταβαίνει στην Αλεξανδρούπολη).

Στην Έδεσσα

Ο υπολοχαγός Νεόκοσμος Γρηγοριάδης.

Στη Γευγελή

Ο υπίλαρχος Κλείτος.

Στην Αλεξανδρούπολη

Ο υπολοχαγός Στυλιανός Γονατάς, ο λοχίας Γεώργιος Κονδύλης κ.ά.

Στη Δράμα.

Ο υπολοχαγός Χατζημιχάλης, ως αρχιτέκτων.

Εκτός από τους παραπάνω υπάρχουν βέβαια πολλοί άλλοι αξιωματικοί που δεν αναφέρονται.

Πολλοί από τους παραπάνω εγκαταλείπουν πολλές φορές την υπηρεσία τους στα προξενεία και αναλαμβάνουν διοίκηση αντάρτικου σώματος, όπως οι Σακελλαρόπουλος, Αναγνωστάκος, Φλωριάς, λοχίας Κονδύλης κ.ά.

Άλλοι αξιωματικοί αποσπώνται σε κατώτερες υπηρεσίες, όπως πχ. ο ανθυπολοχαγός Κακουλίδης ο οποίος τοποθετήθηκε υπηρέτης του Γάλλου βουλευτού και δημοσιογράφου Παγιαρές, τον συνοδεύει επί ένα διάστημα σε επικίνδυνες περιοδείες του στη Μακεδονία και εκτελεί εξαιρετικά καλά τα καθήκοντα του υπηρέτη. Όταν ύστερα από 12 χρόνια ο Παγιαρές συνάντησε τον υπηρέτη του ναύαρχο πλέον στην Κωνσταντινούπολη, έτριβε τα μάτια του.

Πολλοί γηγενείς νέοι φοιτητές και μαθητές αμούστακοι ακόμα, υπηρέτησαν εθελοντικά στα προξενεία ως κατώτατο προσωπικό. Μεταξύ τους και ο Αλέξανδρος Ζάννας, μαθητής τότε (ο μετέπειτα υπουργός Αεροπορίας). Του ανατέθηκε η παρακολούθηση του εσωτερικού του Βουλγαρικού προξενείου και του Βουλγάρου προξένου Σιόπεφ. Ο Ζάννας κατόρθωσε να εισέλθει στα άδυτα της οικίας Σιόπεφ, κατ’ αρχάς ως εραστής της Βουλγάρας υπηρέτριάς του και στη συνέχεια και αυτής της δεσποινίδας Σιόπεφ, όπως αναγράφει και ο Γ. Μόδης στο εξαιρετικό του σύγγραμμα «Μακεδονικός Αγών – Μακεδόνες Αρχηγοί» 1950.

Και οι Βούλγαροι είχαν αντίστοιχα με τους Έλληνες οργάνωση στα προξενεία τους. (Τότε λέγονταν πρακτορεία αφού η Βουλγαρία ακόμη ήταν υποτελής στον Σουλτάνο).

Έτσι στην Θεσσαλονίκη βλέπουμε τον Βούλγαρο αξιωματικό Πέεφ και τον αρχηγό, αργότερα, του Βουλγάρικου επιτελείου στρατηγό Αγαπητώφ.

Βούλγαρος πρόξενος (πράκτορας) ήταν τότε ο πολύς Σιόπεφ, ο οποίος με το ψευδώνυμο Μπράγκωφ συνέταξε τις περίφημες ψευδείς Βουλγαρικές εθνολογικές στατιστικές της Μακεδονίας, επί των οποίων στήριξαν οι Ρώσοι και οι Βούλγαροι την ανθελληνική τους προπαγάνδα.

 

Ο αγώνας το 1904

 

Από του τέλους του 1904 νέα σώματα σχηματίζονται και μπαίνουν στην Μακεδονία.

Πρώτος ο ανθυπολοχαγός Κατεχάκης (Ρουβάς) με τους Κρητικούς του και σε συνέχεια πολλοί άλλοι. Ο λοχαγός Μωραΐτης στο Πάϊκο, μάχεται ηρωικά και σκοτώνεται στα Γιαννιτσά, ο ανθυπολοχαγός Μαζαράκης (Ακρίτας) στο Βέρμιο, ο ανθυπολοχαγός Τσόντος (Βάρδας) στη Ζαγορίτσαινα, ο ανθυπομοίραρχος Σπυρομήλιος στο Καϊμακτσαλάν, οι Βολάνης, Μακρής, Φραγκόπουλος, Καραβίτης, Κλειδάς, Πουλάκας, Κακαβάς, υπολοχαγός Εξαδάκτυλος και πολλοί άλλοι καθώς και οι αυτόχθονες Νταλίπης, Ντόγρης, Κύρου, Δούκας, Φιλώτας, Πηχεών, οι αδελφοί Χρήστου, Λίτσας, Μήλιος, ο Καραλίβανος στην Κοζάνη και πολλοί άλλοι καπεταναίοι πλημμυρίζουν με τα θαυμάσια παλικάρια τους τα βουνά της Κεντρικής, Δυτικής και Ανατολικής Μακεδονίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ των πρώτων φθάνει στην Μακεδονία προερχόμενος από την Κρήτη ο νεαρός δημοσιογράφος Δημήτριος Λαμπράκης, μετέπειτα διευθυντής της εφημερίδας «Βήμα». Αυτός παρέμεινε και συμμετείχε διαρκώς στους αγώνες μέχρι το 1908.

Στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, την πρώτη μεγάλη μάχη έδωσε ο Ρούβας με το σώμα των ανταρτών του, στη Ζελενίτσα, το σημερινό Σκλήθρο της Φλώρινας, όπου 42 Βούλγαροι σκοτώνονται, εκ των οποίων δύο αξιωματικοί. Ομοίως την 19 Νοεμβρίου 1904 και δύο μέρες μετά στην Πρέσπα, οι Βούλγαροι αποδεκατίζονται.

 

Η εξέλιξη του αγώνα το 1905

 

Το έτος 1905 ήταν καθοριστικό για τη εξέλιξη του αγώνα και την παραπέρα ανάπτυξή του σ’ όλη την Μακεδονία και θεωρείται το πρώτο ουσιαστικά έτος που εκδηλώθηκε η αντίδραση της Ελλάδος συστηματικά.

Νέα σώματα ενίσχυσαν τα ήδη δραστηριοποιούμενα στον Μακεδονικό χώρο. Τα νέα σώματα που στελεχώνονταν και από ντόπιους, αντιμετωπίζουν με επιτυχία τα βουλγαρικά κομιτάτα σε όλη την Μακεδονία. Οι δύο ισχυρότατες συμμορίες των Βουλγάρων υπό τους Αποστόλη Πετρώφ και Γιοβάνε Καρασούλη αποδεκατίσθηκαν. Οι Βούλγαροι δεν κάθονται με σταυρωμένα χέρια. Σε είκοσι μέρες καταστρέφουν και καίνε τα μοναστήρια του Αγίου Νικολάου Τσιριβόλου, του Αγίου Ιωάννου Σλιβένης, των Αγίων Αναργύρων και των Γενεθλίων της Θεοτόκου στην Κλεισούρα.

Στις Σέρρες ο Έλληνας βιομήχανος Δούκας Δούκας συγκροτεί δικό του αντάρτικο σώμα και δραστηριοποιείται στην περιοχή. Ένα από τα πρωτοπαλίκαρά του ήταν και ο Γ. Καραμανλής, πατέρας του τέως Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κων/νου Καραμανλή.

Τα Ελληνικά σώματα, ενώ στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης δρούσαν ευκολότερα, αντίθετα στην περιοχή του βιλαετιού του Μοναστηρίου συνάντησαν ισχυρότατη αντίδραση τόσο εκ μέρους των Τούρκων στα νότια, όσο και των Βουλγάρων στα βόρεια. Εναντίον των Βουλγάρων αντεπεξήλθαν νικηφόρα, αλλά προ της ισχυρής πίεσης των Τούρκων αναγκάσθηκαν να συμπτυχθούν στη Στάτιστα (Μελάς) και νοτιότερα, αφού υπέστησαν μεγάλες απώλειες, κυρίως τα σώματα του Τσόντου Βάρδα, του Βέργα, του Ζούκη, Μαργαρίτη και Καλομενοπούλου. Σε όλο το βιλαέτι του Μοναστηρίου μένει ουσιαστικά μέχρι το θέρος του 1905 αξιόμαχο μόνο το σώμα του ανθυπολοχαγού Τσολακοπούλου (Ρέμπελου) και αυτό με μειωμένη σύνθεση, στην περιοχή Μοριχόβου. Τότε βρίσκουν ευκαιρία οι Βούλγαροι να αντεπιτεθούν. Τον Ιούλιο σκοτώνουν όλους τους προκρίτους του χωριού Δομπρομίρ και σε συνέχεια καίνε το χωριό Γραδενίτσα, όπου από τις 180 οικίες καταστρέφουν ολοσχερώς τις 74, βιάζουν όλες τις γυναίκες και σκοτώνουν 20 προκρίτους και τον ιερέα του χωριού Παπαδημήτρη. Τον Παπαδαμήτρη τον σκότωσε ο Βούλγαρος ιερέας Παπα-Γκιούρος, βυθίζοντας την ξιφολόγχη του στο στόμα του άτυχου Έλληνα παπά.

Τον Φθινόπωρο του 1905, όλα τα Ελληνικά σώματα αναδιοργανώνονται, εξοπλίζονται, ενισχύονται και κατορθώνουν να εκτοπίσουν τις βουλγαρικές συμμορίες. Για τον αγώνα του 1905, ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηρίου γράφει στην έκθεσή του: «Έχομεν ευτυχώς άνδρας προθύμους, ούς ο ένθερμος πατριωτισμός και η άγρυπνος νοημοσύνη, τους καθιστούν πολυτίμους συνεργάτας… Οιανδήποτε και αν ή η τύχη ήν επιφυλάσσει ημίν το μέλλον, οι άνδρες ούτοι εκτήσαντο από του νύν δικαιώματα επί της αιωνίας ευγνωμοσύνης του Έθνους».

Και πράγματι δεν μπορούσε να υπάρξει καλύτερος χαρακτηρισμός για τους Μακεδόνες εκείνης της εποχής. Οι Έλληνες αυτοί θα απολαμβάνουν την αιώνια ευγνωμοσύνη των επερχομένων Ελληνικών γενεών.

 

Οι αγώνες κατά το 1906

 

Το 1906 αρχίζουν στη Μακεδονία σκληροί αγώνες των Ελληνικών αντάρτικων ομάδων με τον τουρκικό στρατό και ταυτόχρονα με το βουλγαρικό κομιτάτο. Οι Έλληνες διεξάγουν διμέτωπο αγώνα με άφθαστο ηρωισμό.

Ο Λεωνίδας Τσιπρής με το σώμα του αντιμετωπίζει τον Ιανουάριο στο Λέχοβο της Καστοριάς ισχυρή δύναμη του τούρκικου στρατού. Μάχεται επί 6ωρο και μετά την εξάντληση των πυρομαχικών αρχίζει η μάχη σώμα με σώμα. Οι περισσότεροι Έλληνες σκοτώνονται και μαζί τους ο Τσιπρής.

Δύο ισχυρά σώματα Κρητών οπλαρχηγών, των Σκαλίδη και Νικολούδη, μάχονται τον Μάρτιο κατά των Τούρκων στη Γρουνίτσα Μοριχόβου και τον Μάιο το σώμα του Παύλου Γύπαρη μαζί με άλλα σώματα αντιμετωπίζουν 1500 Τούρκους μεταξύ Λεχόβου και Στρεμπένης. Στην μάχη αυτή σκοτώνονται 200 Τούρκοι, αλλά και οι απώλειες των Ελλήνων είναι βαριές.

Τον Μάιο επίσης αρχίζει σκληρός αγώνας κατά των Βουλγάρων στην περιοχή Μοριχόβου.

Το σώμα του ανθυπολοχαγού Βλαχάκη (Λίτσα) διαλύει βουλγαρική συμμορία στο χωριό Οσνίτσανη.

Τον Ιούλιο το σώμα του Ιωάννου Καραβίτη, συνεργαζόμενο με το σώμα του Νικολούδη επιφέρουν βαριές απώλειες στους Βουλγάρους των Τριοστού, Λούκα και Καρατάσου. Τον Αύγουστο το σώμα του επιλοχία Γαρέφη συντρίβει τις συμμορίες των Καρατάσου και Λούκα στο χωριό Τσερνέσοβο. Ο Γαρέφης σκοτώνει με τα ίδια του τα χέρια τον Καρατάσο και τραυματίζει σοβαρά τον Λούκα, αλλά πέφτει νεκρός από βουλγαρική σφαίρα.

Η διάλυση των βουλγαρικών συμμοριών συνεχίζεται στο Βέρμιο, Καστοριά και Μοναστήρι. Οι Βούλγαροι όμως εκδικούνται για τις αποτυχίες τους. Καίνε τον Μάρτιο το Νησί Γιαννιτσών, σφάζουν τον Μάιο στη Νάουσα Έλληνες και τον Ιούλιο προχωρούν σε ομαδικές δολοφονίες στο Σιδηρόκαστρο, Σέρρες, Δράμα και Ζίχνη.

Από το θέρους του 1906 η πολιτική της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι εξόχως εχθρική εναντίον της Ελλάδος.

Συγκεντρώνει ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία και αναλαμβάνει συστηματικά την καταδίωξη των Ελλήνων ανταρτών. Ταυτόχρονα λαμβάνει εξαιρετικά μέτρα για την παρεμπόδιση εισόδου Ελλήνων από την Νότια Ελλάδα, τόσο από ξηράς όσο και από θαλάσσης. Τώρα ο ανεφοδιασμός των Ελλήνων πολεμιστών από την ελεύθερη Ελλάδα είναι δύσκολος αν όχι αδύνατος.

Στη συνέχεια οι Τούρκοι:

Α . Απαγόρευσαν την ιερουργία στην Ελληνική γλώσσα και την λειτουργία των Ελληνικών σχολείων στα χαρακτηρισθέντα βλαχόφωνα και σλαβόφωνα χωριά, παρά την ενάντια θέληση των κατοίκων.

Β. Πίεσαν την Ελληνική κυβέρνηση και ανακάλεσε τον πρόξενο Θεσσαλονίκης Κορομηλά, τον πρόξενο Σερρών Σαχτούρη και τον υποπρόξενο Καβάλας.

Γ. Πίεσαν τον Πατριάρχη να ανακαλέσει τους μητροπολίτες Καστοριάς, Πελαγονίας, Γρεβενών και Δράμας, με την κατηγορία ότι υποθάλπουν Ελληνικές αντάρτικες ομάδες.

Δ. Απέκλεισαν τους Έλληνες μητροπολίτες από τα διοικητικά συμβούλια των νομών. Προνόμιο που είχαν από τεσσάρων και πλέον αιώνων.

Ε. Επί πλέον οι Τούρκοι εξαπέλυσαν άγριο διωγμό εναντίον των Ελλήνων. Οι φυλακές γέμισαν από Έλληνες προκρίτους και οι κατασχέσεις, οι λεηλασίες περιουσιών ήταν καθημερινή τους ενασχόληση.

Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία φαίνεται να μην υποστηρίζει αμέσως τις βουλγαρικές συμμορίες, αλλά εμφανώς μειώνει τις διώξεις εναντίον τους.

Αντίθετα υποστηρίζει εμφανώς εναντίον των Ελλήνων το Ρουμάνικο κομιτάτο που συνεργάζονταν με το Βουλγαρικό. Η πολιτική αυτή της Τουρκίας σχετίζεται βέβαια με τις πιέσεις που ασκούσαν οι Ρώσοι και οι Αυστριακοί και εν μέρει οι Βρετανοί, που από το 1906 άρχισαν να υποστηρίζουν και επίσημα τις βουλγαρικές θέσεις.

Το έτος 1906, είναι ίσως το σκληρότερο του Μακεδονικού αγώνα. Παρά την εντατική καταδίωξη των σωμάτων μας από τους Τούρκους, αυτά πέτυχαν την διάλυση πολλών βουλγαρικών κομιτάτων.

Η κατάσταση ιδίως στις περιοχές Μοναστηρίου, Μοριχόβου, Καστοριάς, ήταν στο τέλος του 1906 ικανοποιητική. Ο θλιβερός απολογισμός ήταν ο σφαγιασμός από τους Βουλγάρους 365 Ελλήνων προυχόντων.

 

Βουλγαρικά αντίποινα στην Ανατολική Ρωμυλία

 

Οι Ελληνικές επιτυχίες είχαν καλή απήχηση στην Ευρώπη.

Η εφημερίδα της Βιέννης «Γενική Εφημερίς» γράφει: «Ο Ελληνισμός δια της εξεγέρσεως αυτού αρκούντος απέδειξεν ότι την Μακεδονικήν ύπαρξίν του είναι εις κατάστασιν να διατηρεί, περιφρουρών ταύτην δι’ ιδίων δυνάμεων».

Ο Δάνεφ, πρώην Βούλγαρος πρωθυπουργός που ήταν στην αντιπολίτευση, δήλωσε τα εξής στον Γάλλο δημοσιογράφο Παγιαρές στις αρχές του 1906: «… και απατηθήκαμε, ακολουθήσαμε εσφαλμένο δρόμο μέχρι τώρα. Τι τα θέλετε, επί 20 χρόνια ολόκληρα νομίζαμε ότι η Μακεδονία είναι Βουλγαρική επαρχία και όταν διαπιστώσαμε ότι υπάρχουν και άνθρωποι που αντιδρούν, χάσαμε την ψυχραιμία μας και παραφερθήκαμε. Τα κομιτάτα μας, κακώς διευθυνόμενα, κακώς εμπνεόμενα διέπραξαν τερατώδη εγκλήματα. Κατόπιν οι αντίπαλοί μας οι Έλληνες μας μιμήθηκαν(;) και οδηγήθηκαν στα ίδια σφάλματα. Ορκίσθηκα να υπεραμυνθώ της συνεργασίας Ελλάδας και Βουλγαρίας, τόσο εμπρός στον τύπο, όσο και στη Βουλή. Σκοπεύω μάλιστα να πάω στην Αθήνα για να συζητήσω για αυτό με τους άνδρες που έχουν στα χέρια τους τις τύχες του Ελληνισμού».

Οι δηλώσεις του Δάνεφ, αμέσως μετά την επικράτηση των Ελληνικών σωμάτων στη Μακεδονία, ήταν μια νέα εκδήλωση της δόλιας βουλγαρικής πολιτικής «των δύο αλόγων».

Αντίθετα προς τις δηλώσεις αυτές η επιτυχία των Ελλήνων εξαγρίωσε τους Βουλγάρους ιθύνοντες οι οποίοι με κάθε τρόπο προσπάθησαν να φανατίσουν τον λαό της Βουλγαρίας.

Ο «Εσπερινός ταχυδρόμος» της Σόφιας έγραφε: «Μια και μόνη φυλή πρέπει να επικρατήσει στον Αίμο, η βουλγαρική φυλή. Ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Μακεδονίας πρέπει να εκριζωθεί, να εκμηδενισθεί και να εκλείψει… Η καταστροφή του Ελληνισμού είναι άρθρο πίστεως για τους Βουλγάρους… Βούλγαροι μη λησμονείτε το καθήκον σας».

Ταυτόχρονα σε όλη την Βουλγαρία γέμισαν ανθελληνικές προκηρύξεις, που καλούσαν τους Βουλγάρους, τους Τούρκους, Αρμενίους και Εβραίους, να καταδιώκουν όπου συναντούν τους Έλληνες.

Μια προκήρυξη του συλλόγου «Βούλγαρος ομογενής» έγραφε: « Βούλγαρε, όταν συναντάς τον Έλληνα, σκέψου ότι είσαι απόγονος του Κρούμμου, του Ασσάν, του Συμεών, του Σαμουήλ. Ποτέ μην ξεχνάς, ότι απέναντί του στέκονται όρθιοι οι νόθοι απόγονοι του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου».

Την 4 Ιουλίου καταστρέφεται η Βάρνα και ακολουθούν η Φιλιππούπολη, το Τατάρ- Παζαρτζίκ, η Στενήμαχος, η Αγχίαλος και πλείστα όσα μικρότερα χωριά και κωμοπόλεις.

Ο απολογισμός των καταστροφών είναι βαρύς. Κάηκαν περισσότερες από 3.000 οικίες, 400 καταστήματα, οι ιερές μητροπόλεις, εκκλησίες, σχολεία και βιβλιοθήκες. Σφάχτηκαν σαν αρνιά πολλοί Έλληνες (πάνω από 300 άτομα). Στην Αγχίαλο μόνο κάηκαν 1000 σπίτια, 200 καταστήματα και σφάχτηκαν 79 Έλληνες κατά το πλείστον γυναικόπαιδα. Στην Φιλιππούπολη, καταστράφηκε η Αρχιεπισκοπή, το προσωπικό της εσφαγιάσθη, ο επίσκοπος τραυματίσθηκε βαρύτατα, ενώ κάηκαν 48 καταστήματα και σκοτώθηκαν όλοι οι προύχοντες.

Η «Βουλγαρική Εφημερίς» της Σόφιας, κάνει τον εξής επικήδειο της Αγχιάλου: «Η Αγχίαλος εκάη… Η παρά τας όχθας της Μαύρης Θάλασσας Ελληνική αυτή φωλεά μετεβλήθη εις ερείπια… Επί 14 αιώνας η πόλις αυτή κειμένη εν Βουλγαρική γη εχρησίμευσεν ως φρούριον του Ελληνισμού απροσπέλαστον, απετέλει ακρόπολιν απόρθητον και απαραβίαστον του Ελληνικού ιδεώδους. Ήτο κράτος εν κράτει, όπως είναι ακόμη η Στενήμαχος, Μεσημβρία, Σωζόπολις, Πύργος και η Βάρνα. Ελληνικοί νόμοι, Ελληνικά συμφέροντα, Ελληνικό πνεύμα εβασίλευσαν».

Στην Ελλάδα και την Μακεδονία επικρατούσε για τις καταστροφές αυτές μεγάλη αγανάκτηση. Οι παραστάσεις του επίσημου Ελληνικού κράτους προς τις Ευρωπαϊκές αυλές βρήκαν τις πόρτες κλειστές. Ο Αγγλικανικός Αρχιεπίσκοπος διαμήνυσε στον Έλληνα Αρχιεπίσκοπο, ότι η εκκλησία της Αγγλίας δεν ασχολείται με ζητήματα πολιτικού χαρακτήρα. Γενικά η αδιαφορία των Ευρωπαίων για τις καταστροφές της Ανατολικής Ρωμυλίας κρίνεται επιεικώς ως αχαρακτήριστη. Τα συμφέροντα, τότε, της Ευρώπης, όπως νόμιζαν οι πολιτικοί της, εξυπηρετούσαν την σύμπλευσή τους με τα βουλγαρικά συμφέροντα.

 

Ανθελληνική προπαγάνδα στην Ευρώπη

 

Η ανθελληνική στάση των Ευρωπαίων δεν ήταν τυχαία. Ήταν αποτέλεσμα συστηματικής ανθελληνικής προπαγάνδας των Ρώσων και των Βουλγάρων στην Ευρώπη. Η προπαγάνδα αυτή επικεντρώθηκε στο ψεύδος «ότι οι Έλληνες εξοπλίσθηκαν από τους Τούρκους και σε συνεργασία μαζί τους αντιδρούν κατά του απελευθερωτικού αγώνα του Μακεδονικού λαού».

Ο Φερδινάρδος της Αυστροουγγαρίας με επιστολή του προς τις ξένες αυλές συνιστά να υποχρεωθεί η Ελλάδα και το Οικουμενικό Πατριαρχείο να ανακαλέσουν τα προδοτικά αντάρτικα σώματα. Το περίεργο είναι ότι η Ευρώπη η οποία επί τόσα χρόνια δεν συγκινούνταν από τα εγκλήματα των Βουλγάρων, συζητά την αναιδή πρόταση του Φερδινάρδου.

Η Αγγλία την εποχή εκείνη έχει πλήρως ευθυγραμμισθεί με τις βουλγαρικές θέσεις, επειδή κυβερνά το Αγγλόφιλο κόμμα στην Βουλγαρία.

Οι «TIMES» του Λονδίνου καθημερινά γράφουν άρθρα ανθελληνικά και συγχρόνως φιλοβουλγαρικά, κατηγορώντας τους Έλληνες ότι συνεργάζονταν με τους Τούρκους. Έφθασαν μέχρι του σημείου να γράψουν το τερατώδες: «Η Βουλγαρία αν αυξηθεί εδαφικά, μπορεί να καταστεί το  αντιρωσικό προπύργιο  στην χερσόνησο του Αίμου».

Η συκοφαντία των Βουλγάρων, περί συνεργασίας Ελλήνων και Τούρκων, ανατρέπεται από την επίσημη έκθεση του γενικού επιθεωρητού Μακεδονίας, Χιλμή Πασά, το 1907, κατά την οποία μόνο το καλοκαίρι του 1907 σημειώθηκαν σαράντα έξι (46) συμπλοκές Ελληνικών σωμάτων με τον τακτικό στρατό της Τουρκίας, κατά τις οποίες οι Έλληνες άφησαν στα πεδία των συγκρούσεων 238 νεκρούς.

Ο ίδιος ο Χιλμή Πασάς αναφέρει ότι μόνον με το σώμα του οπλαρχηγού Βολάνη, ο τουρκικός στρατός συνεπλάκη το 1907 στην περιοχή Μοριχόβου, περισσότερες φορές απ’ ότι με όλες τις βουλγαρικές συμμορίες στην περιοχή αυτή κατά την ίδια χρονική περίοδο και ότι γενικά στην Μακεδονία ο στρατός είχε πολύ περισσότερες συγκρούσεις με Έλληνες παρά με Βουλγάρους.

Καταπέλτης των βουλγαρικών αιτιάσεων είναι η στάση των Τούρκων, έναντι των Ελλήνων.

α) Όταν τρεις Βούλγαροι εγκληματίες στο Μοναστήρι το 1906 σκοτώθηκαν από το Ελληνικό κομιτάτο, ο Χιλμή Πασάς έστειλε την εξής διαταγή προς τον Τούρκο στρατιωτικό διοικητή του Μοναστηρίου: «Επειδή οι Έλληνες δολοφόνησαν μέρα μεσημέρι σε κεντρικό δρόμο της πόλης σας τρεις φιλήσυχους Βουλγάρους προκρίτους, πάρτε εναντίον τους τα δραστικότερα μέτρα και καταδικάστε τους υπευθύνους με την μεγαλύτερη αυστηρότητα».

β) Οι τούρκικες φυλακές είχαν υπερπληρωθεί από Έλληνες (μόνο το καλοκαίρι του 1907 φυλακίσθηκαν στο Μοναστήρι 700 Έλληνες και στις Σέρρες 150 Έλληνες πρόκριτοι).

γ) Ο διωγμός από τους Τούρκους των μητροπολιτών Δράμας, Πελαγονίας, Γρεβενών και Καστοριάς.

δ) Η σφαγή των Ελλήνων στις φυλακές Μοναστηρίου.

ε) Η τουρκική απαίτηση να απομακρυνθούν (ανακληθούν) οι Έλληνες γενικοί πρόξενοι Θεσσαλονίκης, Λάμπρος Κορομηλάς, Σερρών Σαχτούρης και ο  υποπρόξενος Καβάλας.

Όλα αυτά νομίζουμε ότι μόνο Ελληνοτουρκική συνεργασία δεν ήταν.

 

Οι αγώνες 1907-1908

 

Α. Η επέμβαση των Δυνάμεων

 

Το έτος 1907 αλλάζει ριζικά το σκηνικό της Ευρωπαϊκής πολιτικής. Για πρώτη φορά υπάρχει προσέγγιση Ρωσίας και Τουρκίας, η οποία σε λίγο θα επιστεγαστεί με συμμαχία.

Σαν συνέπεια αυτής της μεταβολής, είναι η διάσπαση της συμμαχίας Ρωσίας Αυστροουγγαρίας, που διήρκησε δέκα έτη (από το 1897). Η Αυστροουγγαρία θα στραφεί πλέον στην Γερμανία με την οποία θα συνάψει συμμαχία, την ονομαζόμενη «Συμμαχία των Κεντρικών Δυνάμεων». Αποτέλεσμα των ανωτέρω διεργασιών είναι η σύμπλευση της Αγγλίας στα Βαλκάνια με την ρωσική πολιτική, με ανταλλάγματα βεβαίως στον Περσικό κόλπο, ο οποίος ενδιέφερε την Αγγλία λόγω της επίκαιρης θέσης της στο δρόμο προς την Ινδία.

Η Ρωσία, για να αποσπάσει την δυσαρέσκεια των Ρώσων, λόγω της ήττας της στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο, προσδίδει νέα ένταση στα Βαλκάνια με την αναθέρμανση του Πανσλαβισμού, που ήταν αρεστό θέμα για τους Ρώσους.

Από την άλλη πλευρά οι κεντρικές δυνάμεις μοιράζουν και αυτές την πίττα, παίρνοντας η μεν Γερμανία την Μικρά Ασία – Μέση Ανατολή – Περσικό κόλπο, η δε Αυστροουγγαρία τα Βαλκάνια.

Στις αρχές του 1907 η Ελληνική κυβέρνηση γίνεται αποδέκτης αυστηρών συστάσεων από τους Ρώσους και τους Άγγλους, να αναστείλει την δραστηριότητά της στη Μακεδονία.

Τον Φεβρουάριο του 1907 οι TIMES γράφουν: «Ευτυχώς η Αγγλία και η Ρωσία είναι σε θέση να επαγρυπνούν τώρα για την εξέλιξη της κατάστασης στην χερσόνησο του Αίμου, χωρίς δυσπιστία και ζηλοτυπία μεταξύ των».

Η γλώσσα της Ρωσίας γίνεται πολύ πιο έντονη, αυθάδης και απειλητική τόσο στην Αθήνα όσο και στο Πατριαρχείο.  Έφθασε στο σημείο ο Ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, να πει στον Πατριάρχη, τον Ιανουάριο του 1907, ότι «Ουδέν έχει να περιμένει η Ελλάς εν Μακεδονία».

Η προπαγάνδα της ρωσικής διπλωματίας στο εξωτερικό και στο εσωτερικό έχει οργιάσει. Προσπαθεί να πείσει την κοινή γνώμη ότι η κακοδαιμονία της Μακεδονίας οφείλεται αποκλειστικά στα Ελληνικά κομιτάτα και στη δράση τους και προσπάθησε να περάσει το μήνυμα της αυτονόμησης. Για τα Βουλγαρικά κομιτάτα και τη δράση τους, ούτε κουβέντα.

 

 Β. Ο ένοπλος αγώνας 1907-1908

 

Τον Δεκέμβριο του 1906 και τον Ιανουάριο του 1907, το επίκεντρο των βουλγαρικών δραστηριοτήτων είναι η περιοχή Σερρών.

Στα τέλη Δεκεμβρίου καίγεται από τους Βουλγάρους η Κλέπουσνα της Ζίχνης και σφάζονται 12 πρόκριτοι. Τον Ιανουάριο καίγεται ο Ελληνικός συνοικισμός του Ζυρνόβου στην περιοχή Νευροκοπίου. Το σύνθημα, όπως το περιγράφει ο μητροπολίτης Νευροκοπίου σε αναφορά του, είναι: «Τούρκοι μη φοβάστε. Ο στόχος μας είναι οι Έλληνες».

Γενικά, το 1907 κρίνεται ως έτος κερδοφόρο για τις Ελληνικές θέσεις. Οι Βούλγαροι βρέθηκαν σε δύσκολη θέση λόγω και των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισαν. Τα Ελληνικά σώματα αφού ενισχύθηκαν με σημαντικό αριθμό νέων, προωθήθηκαν βορειότερα μέχρι τον Περλεπέ και πέρα από την Γευγελή και την Στρώμνιτσα. Με το τέλος του 1907 τα Ελληνικά σώματα κυριάρχησαν σε όλες τις περιοχές της Μακεδονίας.

Με τον ερχομό του 1908 συνεχίσθηκε ο αγώνας σε όλη την Μακεδονία. Η κυβέρνηση ανάθεσε την διεύθυνση του αγώνα στα βιλαέτια του Μοναστηρίου στο Μακεδονικό κομιτάτο στο οποίο εντάχθηκε και ο συνταγματάρχης Δαγκλής. Συνολικά υπήρχαν 80 Ελληνικά σώματα, έναντι των 110 βουλγαρικών. Οι Έλληνες όμως είχαν πλεονεκτική θέση από άποψη ισχύος και θέσεως, αφού σταθεροποίησαν τις επιτυχίες τους, ενώ στις πόλεις η Ελληνική κυριαρχία ήταν αδιαμφισβήτητη.

Η περίοδος αυτή ήταν η τελευταία και μικρής διάρκειας.

 

Γ. Διπλωματικές εξελίξεις ως την επανάσταση των Νεότουρκων

 

Την περίοδο αυτή, η Αυστροουγγαρία αποφασίζει έχοντας ως σταθερό στόχο την Θεσσαλονίκη, να παρέμβει ενεργότερα στο Βαλκανικό χώρο.

Παράλληλα η Ρωσία μετά την αποτυχημένη πολιτική της στην Άπω Ανατολή, στρέφει το ενδιαφέρον της στα Βαλκάνια, με απώτερο στόχο τον έλεγχο των Στενών. απόρροια του ανταγωνισμού αυτού, υπήρξε η κρίση της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης.

Επιπλέον η κατάσταση στη Μακεδονία έγινε πιο περίπλοκη με την ανάμειξη της Ρουμανίας και την εμφάνιση ένοπλων επαναστατικών ομάδων, που δρούσαν για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων.

Η Ρουμανική κυβέρνηση, το 1897, είχε αποτύχει να εξασφαλίσει από την Πύλη την αναγνώριση των Κουτσοβλάχων, ως ρουμανικής μειονότητας. Όμως τον Μάιο του 1905, η Τουρκική κυβέρνηση με αυτοκρατορικό διάταγμα αναγνώρισε τους Κουτσόβλαχους ως φυλή με ρουμανική υπόσταση. Απόρροια της απόφασης αυτής ήταν το δικαίωμα του Κουτσοβλάχικου στοιχείου να τελεί τις θρησκευτικές του εκδηλώσεις στη ρουμανική γλώσσα.

Η Ελληνική κυβέρνηση δεν αναγνώρισε την ρουμάνικη καταγωγή των Κουτσοβλάχων και απέρριψε το ρουμανικό αίτημα, για Ελληνική μεσολάβηση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ώστε να δοθεί άδεια στους Κουτσόβλαχους, να χρησιμοποιούν την ρουμανική γλώσσα κατά την τέλεση της Θείας λειτουργίας.

Ως αντίδραση στην εξέλιξη αυτή, εκδηλώθηκαν οργανωμένα ανθελληνικά κινήματα στο Βουκουρέστι και σε άλλες ρουμανικές πόλεις, ενώ ο Ρουμάνος πρεσβευτής στην Αθήνα κατηγορούσε επίσημα την Ελλάδα, ότι υποκινούσε την καταδίωξη των Κουτσοβλάχων από τους Έλληνες της Μακεδονίας.

Τον Ιούνιο του 1906 η Ελλάδα διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις της με την Ρουμανία. Είχε προηγηθεί μια σειρά ανθελληνικών δράσεων της Ρουμανίας, όπως η μη αναγνώριση της εμπορικής σύμβασης του 1906, η επιβολή δασμών στα εισαγόμενα στη Ρουμανία ελληνικά προϊόντα, το κλείσιμο των Ελληνικών σχολείων της Ρουμανίας κλπ.

Η Βουλγαρία που καραδοκούσε, εκμεταλλευόμενη την εξέλιξη αυτή, προχώρησε στο σχηματισμό ενός κοινού μετώπου ανθελληνικού με τη Ρουμανία, ενώ είχαν κοινό αποτελεσματικό μέσο πίεσης την συστηματική επιβολή καταπιεστικών μέτρων στους πολυάριθμους Έλληνες της Ρουμανίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας. Αποτέλεσμα αυτής της στάσης ήταν και οι καταστροφές στις Ελληνικές πόλεις της Ρωμυλίας, που σχολιάσαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο.

Η Τουρκία, από την άλλη μεριά, αντιμετώπιζε αφενός μεν το δίλημμα, ότι η αποτελεσματική χειραγώγηση των τρομοκρατικών ενεργειών των Βουλγάρων κομιτατζήδων εξουδετερώνονταν από την ενίσχυση των Ελληνικών θέσεων στην περιοχή, αφετέρου δε, τις δυναμικές εξελίξεις στο διπλωματικό πεδίο, που συνοψίζονταν στην πίεση των Μεγάλων δυνάμεων για περιορισμό της δράσης των Ελληνικών ένοπλων ομάδων, διατάραξη των σχέσεων των Βαλκανικών κρατών και αύξηση των δυσκολιών για διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των αντιμαχομένων εθνοτήτων.

Υπογραμμίζεται στο σημείο αυτό ότι η άσκηση πιέσεων από τους Ευρωπαίους, για αναστολή της δραστηριότητας των αντάρτικών Ελληνικών ομάδων, συνάντησε την άρνηση της Αθήνας, η οποία αντέταξε το επιχείρημα, ότι οι Έλληνες της Μακεδονίας, διεξήγαγαν αγώνα αυτοάμυνας.

Από του 1906 πάντως, οι Οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις αρχίζουν να ανακτούν τον έλεγχο και την πρωτοβουλία των κινήσεων στην περιοχή και να απομακρύνουν με την προτροπή των Μεγάλων δυνάμεων τους Έλληνες προξένους και τους μητροπολίτες, που θεωρούνταν ύποπτοι καθοδηγητές του ένοπλου αγώνα.

Τον Ιούλιο του 1907, οι Μεγάλες δυνάμεις, με κοινό τους διάβημα στην Αθήνα, στο Βελιγράδι και την Σόφια, δήλωναν ότι η αναδιάταξη των διοικητικών συνόρων της Μακεδονίας θα πραγματοποιούνταν με βάση τις εθνολογικές στατιστικές του 1905.

Μπορεί να λεχθεί, γενικά, ότι η στάση των Μεγάλων δυνάμεων σε όλη την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, ήταν ενιαία και συντονισμένη προς την κατεύθυνση του τερματισμού των πολεμικών συγκρούσεων, μεταξύ των χριστιανικών εθνοτήτων και την εφαρμογή των μέτρων του προγράμματος της Μυρστέγης. Στα πλαίσια αυτού του στρατηγικού σχεδιασμού, η Ιταλία, αποβλέποντας στην αποκόμιση εδαφών, σε ένα μελλοντικό σχεδιασμό της Βαλκανικής Χερσονήσου, αντιπαρατάσσονταν στις Ελληνικές θέσεις.

Η Γαλλία υιοθετούσε ουδέτερη στάση, ενώ η Μεγάλη Βρετανία παρείχε ευνοϊκότερη στήριξη στις βουλγαρικές θέσεις. Η Αυστροουγγαρία και η Γερμανία στήριζαν με την πολιτική τους τις τουρκικές απόψεις, ενώ συμπαθούσαν περισσότερο την Ρουμανία παρά την Βουλγαρία.

Όταν τον Ιούλιο του 1908 ξέσπασε η επανάσταση των Νεότουρκων, οι βασικοί στόχοι του Μακεδονικού Αγώνα είχαν επιτευχθεί, αφού:

  1. Εμπόδισε την αυτονόμηση ή την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία και
  2. Διατήρησε ισχυρή την Ελληνική παρουσία στη μεσαία και νότια ζώνη, πράγμα που επέτρεψε την Ελλάδα να διεκδικήσει την προσάρτηση των τμημάτων αυτών κατά τους Βαλκανικούς πολέμους.

 

Αποτελέσματα της Ελληνικής άμυνας

 

Ο Μακεδονικός Αγώνας στέφθηκε από πλήρη επιτυχία. Ολόκληρη σχεδόν η Μακεδονία επανήλθε στον Ελληνισμό. Οι ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι Ελληνικοί πληθυσμοί ανέκτησαν το θάρρος τους και την αυτοπεποίθησή τους, στοιχεία που είχαν μειωθεί στους δύσκολους χρόνους της Βουλγαροκρατίας.

Η Ευρώπη κατάλαβε ότι το Μακεδονικό πρόβλημα δεν ήταν Βουλγαρικό, αλλά κατά βάση Ελληνικό με σφετεριστές του Τούρκους και τους Βουλγάρους.

Στον αγώνα αυτόν πίστεψε ολόκληρος ο Ελληνισμός και έστω και αργά έσπευσε να συνδράμει τον τιτάνιο αγώνα του ντόπιου στοιχείου κατά του Σλαβικού κομιτάτου. Επίλεκτοι Έλληνες, διανοούμενοι, εκατοντάδες αξιωματικοί και πλήθος απλοϊκών ανθρώπων πέρασαν το 1904 τα σύνορα και ενώθηκαν με τους Μακεδόνες.

Θα ήταν παράλειψη αν δεν γινόταν μνεία ειδική στην Μεγαλόνησο Κρήτη.

Θα χρειαστεί ίσως ο μελλοντικός ιστορικός να εξηγήσει γιατί ένα τμήμα του Ελληνισμού, υπόδουλο όπως η Κρήτη, τότε, θυσίασε το άνθος των παλικαριών της για να ελευθερωθεί ένα άλλο αδελφό υπόδουλο τμήμα του Ελληνισμού, η Μακεδονία. Η διαγωγή των Κρητών υπήρξε θρυλική και έγραψαν μια από τις ενδοξότερες και ωραιότερες σελίδες της ιστορίας μας.

Οι εκατοντάδες των Κρητικών τάφων στη Μακεδονία θα αποτελούν σύμβολο ενότητας του Ελληνισμού από Αίμο μέχρι Σφακιών.

Θα ήταν επίσης παράλειψη να μην σχολιασθεί η συμμετοχή του ντόπιου πληθυσμού στον Μακεδονικό Αγώνα. Στα σώματα της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας η συμμετοχή των ντόπιων ήταν 90%. Στις Σέρρες το ποσοστό πλησίαζε το 100%. Στη Δυτική Μακεδονία οι ντόπιοι ήταν το 75%.

Η μικρή μείωση των ποσοστών της Δυτικής Μακεδονίας οφείλεται και μόνο στην ευκολότερη πρόσβαση των ανταρτών από την ελεύθερη Ελλάδα, ενώ η πρόσβαση προς τις άλλες περιοχές ήταν σχεδόν αδύνατη.

Πρέπει η νέες γενιές των Ελλήνων να γνωρίσουν ότι οι περισσότεροι εκ των ικανοτέρων καπεταναίων και ανταρτών του αγώνα ήταν Έλληνες σλαβόφωνοι, οι οποίοι για τους γνωστούς ήδη λόγους δεν γνώριζαν ούτε μια Ελληνική λέξη. Γνώριζαν όμως πολύ καλά, ότι ήταν γνήσιοι Μακεδόνες Έλληνες, απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Οι ηρωικές πράξεις τους, η υβριστική ονομασία εκ μέρους των Βουλγάρων ως Γραικομάνων και το άφθονο αίμα που έχυσαν για τον Ελληνισμό, αποτελούν την μεγαλύτερη απόδειξη την αλήθειας των ανωτέρω.

Οι, Κώττας, Καπετάν Βαγγέλης, Μητρούσης, αδελφοί Δουγιάμα, Παντελής Γραικός, Ραμανλής και πολλοί άλλοι ήταν Σλαβόφωνοι.

Για την επιτυχία του αγώνα, ο απολογισμός, σε νεκρούς – ήρωες, είναι βαρύς.

12 αρχηγοί μόνιμοι αξιωματικοί του Στρατού, ως αρχηγοί σωμάτων.

3 ιδιώτες αρχηγοί σωμάτων.

23 οπλαρχηγοί.

313 ομαδάρχες.

600 οπλίτες αντάρτες.

1200 πρόκριτοι, ιερείς, δάσκαλοι, υπάλληλοι κ.λ.π.

Στους παραπάνω δεν συμπεριλαμβάνονται ούτε τα θύματα της Ανατολικής Ρωμυλίας, ούτε οι σφαγέντες άμαχοι.

Για όλους τους λόγους, που εξιστορήσαμε, η Πατρίδα θα τους ευγνωμονεί.

 

Το ιστορικό νόημα του Μακεδονικού Αγώνα.

 

Συνηθίζεται να λέγεται ότι όλα όσα έκαναν την Ελλάδα να μπει στο δρόμο της προόδου και να ανοίξει τα φτερά της, απλώνοντάς τα πέρα από τα στενά, ως τότε, όρια ενός ατροφικού κρατιδίου, οφείλονταν στο στρατιωτικό κίνημα του 1909 στο Γουδί.

Βέβαια, τόσο το κίνημα, όσο και η άφιξη του Βενιζέλου από την Κρήτη στην Αθήνα, υπήρξε μέγας ιστορικός σταθμός και ταυτόχρονα αφετηρία μεγάλων εθνικών γεγονότων. Αλλά, η αφετηρία αυτή ακολουθεί ένα εξίσου σπουδαίο αν όχι  σπουδαιότερο γεγονός, τον Μακεδονικό Αγώνα.

Χωρίς τον Μακεδονικό Αγώνα, που δεν τον προκάλεσαν βέβαια αλλά τον βοήθησαν, έστω και καθυστερημένα, οι κυβερνήσεις της λεγόμενης «φαυλοκρατίας» και κυρίως οι κυβερνήσεις του Γεωργίου Θεοτόκη, η εξόρμηση του 1912 για την προς βορρά ολοκλήρωση του εθνικού στόχου, έστω και εν μέρει ολοκλήρωση, αφού έμειναν έξω από τα σύνορά μας σπουδαίες και Ελληνικότατες περιοχές, θα ήταν αδιανόητη.

Η ένοπλη δραστηριότητα των Βουλγάρων στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, οδήγησε και στην ωρίμανση και των Ελλήνων της Μακεδονίας και εκείνων της ελεύθερης Ελλάδας, καθώς συνειδητοποίησαν πως μόνο με ίδια μέσα θα μπορούσαν να αντισταθούν στη βουλγαρική καταπίεση, που ασκούσαν ισχυρές ομάδες Κομιτατζήδων, που δρούσαν έντονα στην περιοχή, τυλίγοντας στις φλόγες την Μακεδονία, έχοντας συμμάχους τους  Ρουμανίζοντες.

Στη σύγκρουση αυτή μεταξύ των Ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας και των βουλγάρικων ορδών, που άρχισε το 1904, έτος ορόσημο για τον Ελληνισμό, ιδιώτες και κράτος στην ελεύθερη Ελλάδα, κληρικοί και δάσκαλοι, επώνυμοι πολίτες και ανώνυμοι κάτοικοι στις κωμοπόλεις και στην ύπαιθρο της Μακεδονίας, συσσωματώθηκαν σε αδιάρρηκτο μέτωπο και κοινό αγώνα απέναντι στην ξένη επιβουλή.

Η συστράτευση των ντόπιων Ελλήνων, ειρηνικών ως τότε αστών και αγροτών, με τους επίλεκτους μαχητές αξιωματικούς και τους έμπειρους ορεσίβιους πολεμιστές, σε μια σπάνια έξαρση εθνικής ευαισθησίας, επιβεβαίωσε την ανέκκλητη απόφαση του Ελληνισμού να προασπίσει την Μακεδονία και προσέδωσε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα που έλαβε ο Μακεδονικός Αγώνας στην κορυφαία του φάση, από το 1904 ως το 1908.

Αντίθετα με το Ίλιντεν, ο Μακεδονικός Αγώνας που άρχισε και στηρίχθηκε στον πατριωτισμό και τις θυσίες των Ελλήνων της Μακεδονίας, υπήρξε η πιο μεγάλη στιγμή της νεότερης ιστορίας των Μακεδόνων. Άρχισε με τον θάνατο του Παύλου Μελά που συγκλόνισε ολόκληρο το έθνος και συνεχίσθηκε με ενωμένο τον Ελληνισμό, που αγωνίσθηκε για να διατηρηθεί η Ελληνικότητα της Μακεδονίας και να σωθεί η περιοχή, από την οποία το Ελληνικό πνεύμα, η Ελληνική γλώσσα, η τέχνη, μεταλαμπαδεύτηκαν σε όλο τον κόσμο.

Ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν αγώνας πολύπλευρός, πολύμορφος, μακροχρόνιος, πολιτικός, εθνικός, αντοχής, πεισματάρης και με πολύ- πολύ μίσος, που  τον ξεκίνησαν και  τον διεκπεραίωσαν ιδιώτες, όπως ο Ίωνας Δραγούμης, ο Αργύριος Ζάχος, ο Θεόδωρος Μόδης και ο Θεόδωρος Καπετανόπουλος.

Κατά βάθος ήταν η αναβίωση του φαντάσματος των αγώνων των Βουλγάρων κατά του Βυζαντίου, κατέχει δε περίοπτη θέση, ανάμεσα στο 1821, τους αγώνες του Κρητικού λαού, τους πολέμους 1912-1913, και το 1940-44. Και πολλοί ισχυρίζονται ότι επιβάλλεται να γίνει το σύγχρονο ευαγγέλιο του Ελληνισμού.

Εάν το 1821 οι Έλληνες οπλαρχηγοί με την απόφασή τους να πεθάνουν ή να δουν την πατρίδα ελεύθερη, ανέτρεψαν τα σχέδια της «Ιερής συμμαχίας» και δημιούργησαν το Ελληνικό κράτος, το 1904, οι Μακεδονομάχοι οπλαρχηγοί ανέτρεψαν τις αποφάσεις της Μυρστέγης, αποφάσεις ολόκληρης της Ευρώπης, και έσωσαν την Μακεδονία από τους Βουλγάρους, αγωνιζόμενοι ενάντια στους κομιτατζήδες και στα επίλεκτα βουλγαρικά σχέδια, σε έναν σκληρό και τιτάνιο αγώνα.

Η μεγάλη σημασία του Μακεδονικού Αγώνα για τον Ελληνισμό είναι αναμφισβήτητη. Ο ιδιόμορφος αυτός Αγώνας άργησε να γίνει γνωστός αφού από τα ιδιαίτερά του χαρακτηριστικά έπρεπε να μείνει κρυφός. Από το 1904 έως το 1908, λίγοι ήταν εκείνοι που μπορούσαν να έχουν καθολική εποπτεία του αγώνα, που διεξήγαγε ο Ελληνισμός στη Μακεδονία.

Στον αγώνα αυτόν η προσωπικότητα των αρχηγών έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο, αφού ήταν αγώνας εντυπωσιασμού και επικράτησης ψυχών και όχι όπλων.

Λένε, ότι η μνήμη είναι ο αληθινός θησαυρός των λαών, δίδαγμα και οδηγός του. Και κάτι ακόμα πιο σπουδαίο. Κλείνει μέσα της αστείρευτες ηθικές δυνάμεις, που συντελούν στην αξιοποίηση των πεπρωμένων του έθνους.

Από την ασάλευτη αυτή γέφυρα της Εθνικής μνήμης πέρασαν Ελληνικοί αιώνες και μέσα από τους αιώνες της ελληνικής πορείας, φωτίσθηκε η ανθρωπότητα. Και έμαθαν όλοι οι λαοί, που αγαπούν την ειρήνη και την ελευθερία, πως αν ζουν πρέπει να θυμούνται.

Έτσι και εμείς και σήμερα και πάντα πρέπει να μην λησμονούμε τον Αγώνα αυτόν που αποτελεί λαμπρή σελίδα της ιστορίας μας.

Ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν Πανελλήνιος. Έλαβαν μέρος σ’ αυτόν όλοι οι Έλληνες. Πελοποννήσιοι, Κρήτες, Ρουμελιώτες, Ηπειρώτες, Σαρακατσάνοι, Βλάχοι, Στρατός, Εκκλησία και φυσικά οι ντόπιοι και οι άμαχοι.

Έτσι σώθηκε η Μακεδονία από τον θανάσιμο κίνδυνο που την απείλησε. Μαζί της σώθηκε και ο Ελληνισμός ολόκληρος, αφού εξασφάλισε τον απαραίτητο πρόφραγμα κατά τον ιστορικό «Πολύβιο» ακόμα δε εξασφάλισε και τους πνεύμονές του. Αυτό ακριβώς είναι το νόημα του Μακεδονικού Αγώνα.

 

 Αντί επιλόγου

 

Η αλλαγή του αιώνα και η είσοδος στον 21ο, βρήκε την περιοχή σε αναταραχή όπως ακριβώς και η αλλαγή του προηγούμενου αιώνα.

Στις μέρες μας το «Μακεδονικό» ή «Σκοπιανό», ως εθνολογικό, γλωσσικό, εδαφικό, διπλωματικό, πολιτικό, ιδεολογικό, όχι μόνο εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά είναι και σε έξαρση.

Άλλαξε όμως βασικά η στρατηγική του. Όταν λέμε «Μακεδονικό» δεν εννοούμε πλέον τις διαμάχες Ελλήνων και Βουλγάρων, αλλά στο πολιτικό και αν θέλετε διεθνές γεωστρατηγικό παιχνίδι, μπήκε μέσα και ένας άλλος σφετεριστής και καταληψίας. Οι βόρειοι γείτονες, οι Σκοπιανοί.

Το «Μακεδονικό», όπως το προβάλλουν σήμερα οι Σκοπιανοί, συνίσταται από την μια στην «μετάλλαξη» των Βουλγαροφρόνων κατοίκων της ΠΓΔΜ σε ένα «έθνος», με την κατασκευή της «Μακεδονικής» γλώσσας και ιστορίας και από την άλλη στην απαίτηση των Σκοπίων, τόσο η Ελλάδα όσο και η Βουλγαρία να αναγνωρίσουν τις ιστορικές παραχαράξεις που έγιναν, καθώς και την ύπαρξη «μακεδονικής εθνικής μειονότητας» στα εδάφη τους.

Το θέμα της Μακεδονίας ήταν, είναι και θα είναι φορτισμένο ιστορικά, αφού η ύπαρξη του πολυεθνικού κράτους, που θα πρέπει να προσδένεται συνεχώς στην πολιτική και τον ανταγωνισμό άλλων δυνάμεων, θα αποτελεί πάντοτε για μας μόνιμο  πρόβλημα.

Η αναγνώριση του κράτους αυτού με το όνομα «Μακεδονία» καθιστά την Ελληνική Μακεδονία χώρα υπό κατοχή, προέκταση του κράτους αυτού και τους Μακεδόνες, αλύτρωτο τμήμα του λαού των Σκοπίων.

Για τον λόγο αυτόν η Ελλάδα οφείλει να μην δεχθεί ποτέ το όνομα «Μακεδονία» για τα Σκόπια, αφού το όνομα είναι το παν και πρέπει να αντισταθεί στην προσπάθεια των προβοκατόρων των Βαλκανίων, για σφετερισμό της ιστορίας και του ονόματος.

Τα Σκόπια θέλουν να κατοχυρώσουν το όνομα της Μακεδονίας, ώστε στη συνέχεια, όταν οι διεθνείς πολιτικές και διπλωματικές συγκυρίες ευνοήσουν, να προβάλλουν εδαφικές διεκδικήσεις. Να προβάλλουν δηλαδή στο μέλλον ότι υπάρχει μια «Μακεδονία» ελεύθερη και κάποια τμήματά της υπό κατοχή. Και να εγείρουν αξιώσεις «απελευθέρωσης» των δήθεν αδελφών τους που είναι ακόμα «σκλαβωμένοι». Αυτό είναι και το κεντρικό ζήτημα σήμερα. Ότι τα Σκόπια, αν τους επιτραπεί να χρησιμοποιήσουν το όνομα Μακεδονία, μπορεί να αποκτήσουν το όχημα για διεκδικήσεις, οι οποίες θα θέσουν σε κίνδυνο τα εθνικά δίκαια της Ελλάδας. Το ζήτημα του ονόματος είναι ζήτημα εθνικό, εθνικής ασφαλείας και όχι μόνο ιστορικό ή γλωσσικό ή πολιτισμικό.

Η «Δημοκρατία των Σκοπίων» έχει πρόβλημα επιβίωσης. Είναι μοχλός και πιόνι στα χέρια των ιμπεριαλιστών για άσκηση πίεσης προς υλοποίηση ποιος ξέρει ποιών παιχνιδιών. Παράδειγμα η πρόσφατη απειλή του Αμερικανού προέδρου να ανακοινώσει την είσοδο της χώρας αυτής στο ΝΑΤΟ με το όνομα «Μακεδονία».

Η προοπτική που εμπνέει την πολιτική των Βαλκανικών κρατών κατατείνει στην οργανική του συσσωμάτωση στους κόλπους μιας μεγάλης και ενιαίας Ευρώπης. Στα πλαίσια αυτά, οι λαοί της Χερσονήσου θα έχουν την δυνατότητα να διασφαλίσουν την αναγνώριση των νόμιμα αναγνωρισμένων δικαιωμάτων και της ιδιαίτερής τους προσωπικότητας. Πρέπει όμως να απαλλαγούν από τα σύνδρομα του επεκτατισμού και τις τάσεις για εκβιαστική πολυδιάσπαση σε τεχνητά πολιτειακά σχήματα, τα οποία είτε ως νοσηρές επιβιώσεις του παρελθόντος είτε ως αποκυήματα επεκτατικού τυχοδιωκτισμού, υπονομεύουν την σταθερότητα, την συνεργασία και τελικά την ειρήνη, τον σκληρά δοκιμαζόμενο και μόνιμα  ευαίσθητο γεωγραφικό χώρο των Βαλκανίων.

Πρέπει, πάντα, να έχουμε κατά νου, ότι τα αποτελέσματα των γεωγραφικών κατατμήσεων, που θεωρούνται απότοκα βίαιων καταστάσεων και δεν προκύπτουν από την ελεύθερη βούληση των εθνοτήτων, αποδεικνύονται στην πορεία του χρόνου ευεπίφορα στην πρόκληση αναφλέξεων και διαταραχών, όταν μάλιστα παρεμβαίνει για τα δικά του και μόνο αυτά συμφέροντα ο ξένος παράγοντας, που στην προκειμένη περίπτωση χρησιμοποιεί τα Σκόπια, ως μοχλό ανάμειξής του στα Βαλκάνια.

Βασικό καθήκον όλων των Βαλκανικών κυβερνήσεων είναι να συντονιστούν για να αναστρέψουν την κατάσταση και να καταστήσουν την περιοχή ασφαλή, ειρηνική, χωρίς την απειλή τετελεσμένων γεγονότων και χωρίς απόπειρες παραχάραξης των ιστορικών αληθειών.

Εμείς οι Έλληνες πρέπει να είμαστε έτοιμοι για όλα. Αν παλιά οι συμμορίες των Βουλγάρων κατέσφαξαν τους Μακεδόνες, οι απόγονοί τους μεταλλαγμένοι σε Σκοπιανούς, πλαστογραφούν την ιστορία και  σφετερίζονται το όνομα και τον πολιτισμό των Μακεδόνων. Η επιβουλή κατά της Μακεδονίας, μετά το 1870, αποσοβήθηκε χάρη στις συστρατεύσεις όλων των Μακεδόνων, που ξεκίνησαν , στήριξαν τον αγώνα και έσυραν το επίσημο κράτος στην υιοθέτηση της επιβαλλόμενης πολιτικής και υπερήφανης στάσης.

Ίσως οι Μακεδόνες θα πρέπει να ξαναθυμηθούν, αν το σημερινό κράτος συνεχίσει να εναποθέτει τις τύχες της Μακεδονίας, αποκλειστικά σε υπερατλαντικούς συμμάχους και κοινοτικές επιτροπές.

Ο Μακεδονικός Ελληνισμός, ο Ελληνισμός ολόκληρος, έχει πείρα σωστών απαντήσεων. Στη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου απάντησε ακαριαία με την επανάσταση του Ολύμπου και της Ελίμειας, στα 1878.

Σήμερα οφείλει να προειδοποιήσει τους νονούς των Σκοπίων, ότι η επιμονή τους να νεκραναστήσουν και να διαιωνίσουν το Μακεδονικό ζήτημα, ως εργαλείο πίεσης, εκβιασμού και διαμελισμού της χώρας μας, ως μέσο αλυτρωτισμού του υποψηφίου προτεκτοράτου τους, τότε μας δίνουν το δικαίωμα για αντιστροφή του αλυτρωτισμού.

Η Μακεδονία και ως πολιτισμός και ως ιστορία, συμπύκνωσε και εξέφρασε πάντοτε τον δυναμισμό του Έθνους μας και την θέλησή του να πορευτεί εμπρός. Τα τρία επιβλητικότερα τέκνα της, ο Φίλιππος, ο Αριστοτέλης και ο Αλέξανδρος, συμβόλισαν στους αιώνες, ο μεν Φίλιππος την συνοχή του Ελληνισμού, ο Αριστοτέλης την σοφία, την λογική και το πολιτικώς σκέπτεσθαι και δραν και ο Αλέξανδρος την δύναμη και την οικουμενικότητα.

Τα θαυμαστά αριστουργήματα της Μακεδονικής τέχνης είναι ο αψευδής μάρτυς της αιώνιας Ελληνικότητας αυτού του χώρου και των ανθρώπων.

Η εμμονή της σκοπιανής προπαγάνδας στο όνομα «Μακεδονία», αν δεν αντιμετωπισθεί αποφασιστικά από Ελληνικής πλευράς, θα διαιωνίσει το νεκραναστημένο Μακεδονικό ζήτημα και θα είναι μόνιμη πηγή ανωμαλιών και αποσταθεροποιητικών κινήσεων στην περιοχή. Είναι ολοφάνερο πως αυτοί που κόπτονται για την διατήρηση του ονόματος «Μακεδονία» στα Σκόπια γνωρίζουν άριστα, ότι το όνομα ως διαιώνιση του Μακεδονικού ζητήματος και όχι αυτή καθ’ εαυτή η ύπαρξη του κρατιδίου, μπορεί να είναι διαχρονικό εργαλείο διευθετήσεων στην περιοχή και διαρκούς εκβιασμού κατά της Ελλάδας. Οφείλουμε να αντισταθούμε με όλες μας τις δυνάμεις, στην προώθηση τέτοιων ανθελληνικών σχεδίων.

Κατανοούμε ότι το Βαλκανικό πρόβλημα για τους τεχνοκράτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ είναι γόρδιος δεσμός.

Εμείς έχουμε να προτείνουμε δύο λύσεις:

Η πρώτη λύση είναι αυτή που πρόσφερε προ διακοσίων ετών ο Ρήγας. Οι λαοί των Βαλκανίων μπορούν να ζήσουν ενωμένοι και ίσως αργότερα αδελφωμένοι. Το όραμα του Ρήγα σήμερα που το Κόσσοβο και η ευρύτερη περιοχή ταλαιπωρούνται από τα καμώματα των μεγάλων και η περιοχή απειλείται με ανάφλεξη, είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά επίκαιρο.

Η δεύτερη λύση είναι καθαρά Μακεδονική. Την δίδαξε ο Μέγας Αλέξανδρος. Ένας γόρδιος δεσμός λύνεται με ξίφος.  Αρκεί να το κρατάνε τα χέρια ενός Αλέξανδρου. Εκτός και αν η Ελλάδα έπαψε να γεννά Αλέξανδρους και γεννά Αλεξανδρινούς, σαν αυτούς που περιγράφει ο Καβάφης, για να χρησιμοποιήσουμε και τα λόγια του ΚΑΡΓΑΚΟΥ.

Ας είμαστε λοιπόν έτοιμοι για τα πάντα. Ας αφουγκραστούμε από τα βάθη του χρόνου, την φωνή του ανθυπολοχαγού του Ελληνικού Πυροβολικού, του Παύλου Μελά.

Αλλά θα ήταν, ίσως, ιεροσυλία, αν δεν κλείναμε αυτή την περιπλάνηση στην ιστορική μνήμη, με εκείνον που σφράγισε με το έργο του το Μακεδονικό ζήτημα, τον Ίωνα Δραγούμη, που γράφει:

«Αυτός, ο Παύλος Μελάς, μας έδειξε ένα δρόμο, τόσους αιώνες τώρα ξεχασμένο και είναι σαν να μας λέγει μυστικά, με μια του χεριού του κίνηση:

–         Η πανώρια τούτη χώρα, αίμα διψά και αποζητάει αμέτρητα παλικάρια.  Από τον Βοριά πάντα γενεές βαρβάρων, θα πλακώνουν για να πνίξουν την Ελληνική φύτρα.

–         Έλληνες, η φύτρα σας σε γη ελληνική γεννιέται, ξεφυτρώνει, θεριεύει και φυτρώνει. Γενεές κλεφτών ας στέκονται παντοτινά, σκοποί ακούραστοι, στα σύνορα τα βορινά, για να φυλάγουν τα ελληνικά, τα άγια χώματα. Είναι ανοιγμένος τώρα, μπροστά στα θολωμένα μάτια σας και στα μυαλά σας τα σκοτισμένα, ένας δρόμος αληθινός, δρόμος ζωής και πολέμου. Αν θέλετε, πάρετέ τον. Αν δεν σας αρέσει πάλι τούτος, βρίσκονται και άλλοι, αληθινοί αυτοί, δρόμοι ζωής και πολέμου. Διαλέξτε και πάρετε.

–         ΕΙΔΕΜΗ, ΣΑΠΙΣΤΕ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΘΕ!!

 

 

6)  ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

ΣΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΟΖΑΝΝΗΣ

 

 Εισαγωγή

 

Στην προηγούμενη ιστορική διαδρομή μας ασχοληθήκαμε με τις αιτίες και αφορμές, που έγραψαν τη χειρότερη σελίδα του Ελληνισμού τη γνωστή ως Μικρασιατική καταστροφή. Δυστυχώς η μαύρη  σελίδα αυτή του Ελληνισμού είναι λίγο έως καθόλου γνωστή στους Έλληνες, ενώ στα σχολεία διδάσκονται με κάθε λεπτομέρεια όλοι οι αγώνες της Ελληνικής παλιγγενεσίας ,έστω και μάχη δέκα Ελλήνων και ισάριθμων Τούρκων ,  η καταστροφή της Μικρασίας και οι σοβαρές  μετέπειτα επιπτώσεις της, που ταλαιπωρούν ακόμη και σήμερα τον Ελληνισμό, ελάχιστα ή περιληπτικά διδάσκονται στα Ελληνικά Σχολεία, λες και η Ελληνική ιστορία σταμάτησε την 25 Απριλίου 1832 { ΣΣ. Στο σημείο εκείνο που σταμάτησε να γράφει ο Παπαρηγόπουλος}.

Σίγουρα όσο οικτρό και να είναι το γεγονός της Μικρασίας, πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία, να αποτελέσει εφαλτήριο συζητήσεων και ζυμώσεων , ώστε να κατανοηθούν πλήρως οι λόγοι της καταστροφής που αποτελούν εθνική ντροπή, αλλά και να κατανοηθούν, πλήρως, οι αιτίες, που μας οδήγησαν στον εθνικό διχασμό και στην μετέπειτα καταστροφή των ονείρων και στην εγκατάλειψη της μεγάλης ιδέας του Ελληνισμού, που δεν είναι άλλη, παρά η υλοποίηση της διαθήκης του Κων/νου Παλαιολόγου, όπως περιγράφεται παραστατικά στο λαϊκό τραγούδι «……Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι».

Με την ευκαιρία, καταγράφουμε το ιστορικό γεγονός της επανάληψης της προσπάθειας εθνικής λήθης και της επιχείρησης να τεθεί ξανά ταφόπλακα σε μια εξ ίσου σπουδαία εθνική ντροπή, το Κυπριακό. Όπως στη Μικρασία, έτσι και στο Κυπριακό η ιστορική μνήμη ατόνησε χωρίς καν να τεθεί σε δημόσιο διάλογο και κριτική. Βλέπετε η ιστορία επαναλαμβάνεται ιδίως όταν πρέπει να επιρρίψουμε ευθύνες στις   μεγάλες δυνάμεις.

 

Η επάνοδος του Βασιλιά Κωνσταντίνου

 

Την 24 Νοεμβρίου 1920 προκηρύχθηκε δημοψήφισμα περί επανόδου του Βασιλιά Κωνσταντίνου , το οποίο θα διενεργούνταν την 5 Δεκεμβρίου 1920. Το δημοψήφισμα απέβη υπέρ της επανόδου του Βασιλιά, ο οποίος διέμενε στην Ελβετία από του έτους 1917 και ο οποίος επανήλθε στην Ελλάδα με ενθουσιώδη υποδοχή του λαού την 19 Δεκεμβρίου.

Η κατάσταση όμως που είχε διαμορφωθεί στο εξωτερικό και στο εσωτερικό ήταν επικίνδυνη για την εθνική υπόθεση. Την παραμονή του δημοψηφίσματος , οι πρέσβεις των χωρών Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας, επέδωσαν στην Ελληνική Κυβέρνηση διακοίνωση με την οποία τόνιζαν την αντίθεσή τους ως προς την επαναφορά στο θρόνο του Κωνσταντίνου , τον οποίον θεωρούσαν εχθρικά διακείμενο προς τους συμμάχους.(ΣΣ. Είχε προηγηθεί ως γνωστό η εκδίωξή του από το θρόνο, λόγω των φιλογερμανικών πεποιθήσεών του, πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Ταυτόχρονα εφιστούσαν την προσοχή της ελληνικής κυβέρνησης επί των δυσμενών καταστάσεων που θα δημιουργούσε μια τέτοια ενέργεια.

Φυσικά η ελληνική κυβέρνηση αγνόησε την προειδοποίηση και αυτό έδωσε μοναδική ευκαιρία στους συμμάχους να απαλλαγούν και επίσημα κάθε υποχρέωσης προς την Ελλάδα.

Αλλά και η εσωτερική μεταβολή και μάλιστα τη στιγμή κατά την οποία παρίστατο ανάγκη εθνικής ενότητας, είχε σοβαρές επιπτώσεις και στο μέτωπο της Μικρασίας.

 

Η βελτίωση της Τουρκικής θέσεως.

 

Στο μέτωπο η κατάσταση είχε διαμορφωθεί ως εξής:

Στο μέτωπο της Κιλικίας, οι Γάλλοι, που είχαν υπογράψει τον Μάιο του 1920 20ήμερη ανακωχή με τους Τούρκους, ενισχυμένοι από τους Αρμένιους , άρχισαν τις εχθροπραξίες. Στην περιοχή του Μαιάνδρου και της Αττάλειας, που κατείχαν οι Ιταλοί, οι σχέσεις τους με τους Κεμαλικούς, ιδίως μετά την εκκένωση του Ικονίου έναντι εμπορικών ανταλλαγμάτων, ήταν φιλικότατες και διεξάγονταν διαπραγματεύσεις για τον εφοδιασμό του Κεμάλ με όπλα, πυρομαχικά και καύσιμα, ενώ το λιμάνι της Αττάλειας χρησιμοποιήθηκε από του Μαρτίου του 1920 ως κέντρο εφοδιασμού.

Στην περιοχή του Καυκάσου ( μέτωπο Αρμενίας και Γεωργίας), οι Αρμένιοι, είχαν εισέλθει στην περιοχή Αλεξανδροπόλ και Οτλύ, τον Ιούνιο 1920, όπου όμως εκδιώχθηκαν από τους Τούρκους και ανάγκασαν τους Αρμένιους να υπογράψουν συνθήκη τον Νοέμβριο 1920.

Ως προς τους Τούρκους, αυτοί είχαν διαιρέσει τις δυνάμεις τους σε δύο τμήματα, το βόρειο με έδρα το Εσκή Σεχίρ και επικεφαλής τον Ισμέτ Πασά και το Νότιο με έδρα το Ικόνιο με επικεφαλής τον Ρεφέτ  Μπέη.

 

Η Ρωσική στάση

 

Η δυσμενής στάση των συμμάχων, έναντι της Ελλάδας, μετά την καθεστωτική μεταβολή και η κατάρρευση του μετώπου της Αρμενίας, ενθάρρυναν την κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης που επεδίωκε την αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών, υπέρ της Τουρκίας.

Για να πείσει τις μεγάλες δυνάμεις περί της ενότητας του Τουρκικού έθνους, έστειλε αντιπρόσωπο στον Κεμάλ, ζητώντας  συμφιλίωση με την σουλτανική κυβέρνηση, που ήταν η μόνη που αναγνώριζαν οι Σύμμαχοι της Αντάτ. Οι διαπραγματεύσεις όμως απέτυχαν επειδή ο Κεμάλ δεν θέλησε να διαπραγματευθεί πιεζόμενος προφανώς από τους Ρώσους. (Σ.Σ Στα προηγούμενα άρθρα μας είχαμε αναφέρει ότι η Τουρκία την περίοδο αυτή έχει δύο κυβερνήσεις, την Σουλτανική με έδρα την Κωνσταντινούπολη και την κυβέρνηση του Κεμάλ με έδρα την Άγκυρα).

Ήδη, από του έτους 1917, η σοβιετική κυβέρνηση, είχε αποκηρύξει το μυστικό πρωτόκολλο του 1915, το δε Φθινόπωρο του 1920 είχε αυτοβούλως εγκαταλείψει τις περιοχές Αρδαχάν, Βατούμ και Κάρς . Η μεταβολή αυτή στα νώτα της Τουρκίας, , εν συνδυασμό με την υπαγωγή των χωρών της Καυκάσου, είτε στους Κεμαλικούς, είτε στους μπολσεβίκους, ήταν φανερό ότι δημιουργούσε νέους και πολύ μεγαλύτερους κινδύνους για την ελληνική εκστρατεία, ενώ ήταν ένας σπουδαιότατος παράγοντας για την επιτυχία των Κεμαλικών.

  Η κατάρρευση του τσαρικού καθεστώτος, όχι μόνο έκανε να ατονήσουν οι ρωσικές διεκδικήσεις στην Κωνσταντινούπολη και στα στενά του Βοσπόρου και παραμερίσθηκε ένας σοβαρός κίνδυνος κατά την κρίσιμη εκείνη περίοδο για τον Κεμάλ, αλλά είχε ως συνέπεια την άνοδο στη Ρωσία μιας κυβερνήσεως η οποία αντιμετωπίζοντας εχθρότητα στην Ευρώπη, επιζητούσε να στηριχθεί στην Ασία και φυσικά έγινε ο φυσικός συμπαραστάτης των Τούρκων εθνικιστών, που βρίσκονταν υπό ανάλογες συνθήκες.

Και για τους Κεμαλικούς και τους Μπολσεβίκους, κύριος εχθρός ήταν η Μεγάλη Βρετανία .

Γι αυτό και οι Ρώσοι μολονότι ήταν αντίπαλοι της Τουρκίας, δεν δίστασαν να συμπράξουν με τους τελευταίους κατά την τριετία 1919- 1922, τριετία κρίσιμη για τα ελληνοτουρκικά θέματα, σε σκοπό να βλάψουν την Μεγάλη Βρετανία , την οποία θεωρούσαν ως τον κυριότερο εχθρό τους, αφού οι Άγγλοι κυρίως είχαν αντιταχθεί στη Ρωσική επανάσταση και εκείνοι είχαν αποφασίσει να βοηθήσουν τις αντεπαναστατικές δυνάμεις του Κολτσάκ και του Ντενίκιν. Και φυσικά και την Ελλάδα που την θεωρούσαν όργανο των καπιταλιστών και επί πλέον δεν μας συμπαθούσαν αφού συμμετείχαμε στην εκστρατεία της Ουκρανίας.

Έτσι τον Μάρτιο του έτους 1921, ο Γιουσούφ Κεμάλ, Υπουργός των Εξωτερικών της Άγκυρας, υπόγραψε με τη Μόσχα Συνθήκη Συμμαχίας.

Με τη συνθήκη αυτή η κάθε μια πλευρά υποχρεούνταν να μην αναγνωρίσει καμία διεθνή πράξη , εφ όσον η αποδοχή της θα επιβάλλονταν με τη βία. Η Σοβιετική Κυβέρνηση ιδιαιτέρως αναλάμβανε την υποχρέωση να μην αναγνωρίσει καμία συμφωνία που θα αφορούσε την Τουρκία, εν προκειμένων και την Συνθήκη των Σεβρών, εφ όσον δεν θα συμφωνούσε σ΄αυτήν η εθνική τουρκική κυβέρνηση που εκπροσωπούσε η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας. Τοιουτοτρόπως η Ρωσία αναγνώριζε έμμεσα την Κυβέρνηση του Κεμάλ Ατατούρκ και όχι την Κυβέρνηση των Πασάδων της Κωνσταντινούπολης.

 

Οι Ελληνικές ενέργειες

 

Από την ημέρα της ανάληψης της διοίκησης της Στρατιάς της Μικράς Ασίας από τον Στρατηγό Παπούλα , στις 9/22 Νοεμβρίου 1920, μέχρι της 11/24 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, που αποφασίσθηκε αναγνωριστική επίθεση προς τον Εσκή Σεχίρ, η δράση και των δύο αντιπάλων περιορίζονταν μόνο σε επιδρομές.

Την 4/17 Δεκεμβρίου ο Παπούλας αναχώρησε για την Αθήνα ως εκπρόσωπος του   Στρατού στην υποδοχή του Βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος ήλθε στην Αθήνα την 6/19 Δεκεμβρίου.

Ο Παπούλας, με την ευκαιρία, επισκέφθηκε τον Πρωθυπουργό Δημ. Ράλλη , προς τον οποίο εξέθεσε την άποψη, ότι θα ήταν σκόπιμη μια επιθετική αναγνώριση, από την οποία η Στρατιά θα μπορούσε να σχηματίσει σαφή αντίληψη της μαχητικότητας του Κεμαλικού Στρατού.

Εάν εξακριβώνονταν ότι η Τουρκία διέθετε μόνο δυνάμεις άτακτων, θα μπορούσε να μειωθεί ο υπό τα όπλα διατηρούμενος Ελληνικός Στρατός.

Ο Πρωθυπουργός συμφώνησε με την πρόταση Παπούλα, ο οποίος επιστρέφοντας στην Μικρά Ασία, έδωσε την εντολή να προετοιμασθεί επίθεση στην περιοχή Προύσας- Εσκή Σεχίρ.

 

Η διάλυση των άτακτων του Ετέμ Μπέη

 

Από του Οκτωβρίου 1920 ο Κεμάλ είχε αποφασίσει να διαλύσει τα υπό τον Ετέμ Μπέη άτακτα ένοπλα Τουρκικά Σώματα  και να τα εντάξει στον Τουρκικό στρατό. Μετά από μια σειρά εμφύλιων συμπλοκών και μαχών, οι δυνάμεις του Ετέμ Μπέη ηττήθηκαν και ο μεν Ετέμ Μπέης παραδόθηκε στις Ελληνικές Δυνάμεις, οι δε Τούρκοι μετά την καταστολή της ανταρσίας του Ετέμ Μπέη, άρχισαν σοβαρά να εργάζονται υπέρ της επιτυχίας του αγώνα τους και της εκδίωξης του Ελληνικού Στρατού από την  Μικρά Ασία, ενωμένοι πλέον, έχοντας ως σύμμαχο και την Κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης.

 

Η Διάσκεψη του Λονδίνου

 

Ήταν πλέον φανερό ότι κατόπιν της ισχυροποιήσεως και της αδιαλλαξίας του Κεμάλ, η εμπόλεμη κατάσταση στη Μικρά Ασία, θα διαιωνίζονταν.

Γι’ αυτό και οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να συγκαλέσουν νέα διάσκεψη προς εξεύρεση λύσης. Συγκλήθηκε αυτή τελικά την 8/21 Φεβρουαρίου 1921 και συμμετείχαν οι αντιπροσωπείες και της Ελλάδας και των δύο Τουρκικών Κυβερνήσεων.

Προ της συνόδου της διασκέψεως ο Πρωθυπουργός Δημ. Ράλλης διαφώνησε με τον Γούναρη, τον ισχυρό άνδρα της Κυβέρνησης και παραιτήθηκε την 22 Ιανουαρίου/4 Φεβρουαρίου 1921. Η νέα Κυβέρνηση του Νικ. Καλογερόπουλου αναχώρησε για το Λονδίνο με ενδιάμεσο σταθμό της το Παρίσι. Εκεί συναντήθηκε με τον Μιλλεράν, Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, με σκοπό να του ζητήσει να υποστηρίξει τα Ελληνική αιτήματα. Ο Μιλλεράν όμως απάντησε ξηρά ότι η Γαλλία είχε κυρίως υποχρέωση να προστατέψει τα συμφέροντά της και να επιδιώξει την ειρήνευση στην Ανατολή. Με τις φράσεις αυτές η Γαλλία φανέρωσε και αυτή τη μεταστροφή των θέσεών της σε βάρος των Ελληνικών συμφερόντων.

  Στη συνέχεια η Ελληνική αντιπροσωπεία πήγε στο Λονδίνο και ο Έλληνας Πρωθυπουργός συναντήθηκε με τον Άγγλο ομόλογό του. Αυτός ευγενέστερος του Γάλλου συναδέλφου του, προσπάθησε να πείσει τον Έλληνα για την ανάγκη αναθεώρησης της Συνθήκης των Σεβρών.

Η διάσκεψη συνήλθε την 8/21 Φεβρουαρίου 1921. Την πρώτη ημέρα της συνεδρίασης δέχθηκαν την Ελληνική αντιπροσωπεία, η οποία τους πληροφόρησε, σε σχετική τους ερώτηση, ότι η Ελλάδα έχει την Μικρά Ασία στρατό 121.000 ανδρών, με ακμαίο ηθικό και ότι θα μπορούσε μέσα σε τρεις μήνες να συντρίψει τον Τουρκικό στρατό του Κεμάλ φθάνοντας μέχρι την Άγκυρα.

Αναφερόμενος στο ζήτημα των οικονομικών ο Έλληνας Πρωθυπουργός Καλογερόπουλος, είπε ότι τα οικονομικά του κράτους δεν είχαν εξαντληθεί τελείως, αλλά θα χρειαζόταν οικονομική βοήθεια για να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του αγώνα.

Ο Γάλλος Πρωθυπουργός αντικρούοντας τον Έλληνα είπε ότι έχοντας υπόψη του τους αγώνες των Γάλλων στη Κιλικία, δεν συμμερίζεται την αισιοδοξία του Έλληνα. Στη συνέχεια ο Στρατηγός Γκουρώ πρόσθεσε ότι όσο βαθύτερα προχωρούν οι Έλληνες, τόσο πιο οργανωμένο, πειθαρχημένο και καλύτερα εξοπλισμένο στρατό θα αντιμετωπίζουν. Επίσης πρόσθεσε ότι αν του ανέθετε η Κυβέρνησή του αυτή την επιχείρηση θα ζητούσε 22 Μεραρχίες, όσες είχε εκτιμήσει ότι απαιτούνται  και ο Στρατηγός Φος. Ο Συνταγματάρχης Σαρηγιάννης , στρατιωτικός σύμβουλος της Ελληνικής αντιπροσωπείας, αντέκρουσε τη γνώμη του Γκουρώ, λέγοντας ότι οι επιχειρήσεις των Ελλήνων προς το Εσκή Σεχίρ απέδειξαν τη μικρή μαχητικότητα των Τούρκων.

Μετά δύο ημέρες η διάσκεψη άκουσε τις δύο τουρκικές αντιπροσωπείες, την Σουλτανική και την Κεμαλική. Αυτοί ζήτησαν την απελευθέρωση των εδαφών τους από τις ξένες δυνάμεις και την τροποποίηση της συνθήκης των Σεβρών. Ο Άγγλος Πρωθυπουργός ζήτησε συγκεκριμένες προτάσεις για την κατάργησή της.

Την επομένη η Τουρκική αντιπροσωπεία υπέβαλε υπόμνημα που ζητούσε την εκκένωση της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης , προς ενίσχυση δε των αιτημάτων της υπέβαλε εθνολογικά στοιχεία, τα οποία αποδείκνυαν ότι το Τουρκικό στοιχείο ήταν υπέρτερο του Ελληνικού. Την αντίθετη πρόταση  έκαναν οι Έλληνες. Η διάσκεψη τότε πρότεινε να ορισθεί επιτροπή η οποία επί τόπου θα εξέταζε το ζήτημα της εθνολογικής σύνθεσης του πληθυσμού. Οι Τούρκοι δέχθηκαν την πρόταση. Η Ελληνική Εθνοσυνέλευση, προς την οποία προσέφυγε η ελληνική αντιπροσωπεία ζητώντας σχετική έγκριση,   απέρριψε το αίτημα της διάσκεψης.

Η Ελληνική αντιπροσωπεία βρίσκονταν ακόμα στο Λονδίνο, όταν πληροφορήθηκε ότι η Γαλλία συνήψε συμφωνία με τους Τούρκους, στο θέμα του δημόσιου οθωμανικού χρέους και ότι ήταν πολύ κοντά σε σύναψη συμφωνίας στρατιωτικής ανακωχής. Οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες της ελληνικής αντιπροσωπείας διατύπωσαν την άποψη ότι θα έπρεπε να καταληφθεί το Εσκή Σεχίρ, η Κιουτάχεια και το Αφιόν Καραχισάρ, για να εξουδετερωθούν οι Κεμαλικές δυνάμεις πριν ενισχυθούν από την Κιλικία, εφ όσον θα αποχωρούσαν οι Γάλλοι.

Την 19 Φεβρουαρίου/4 Μαρτίου ο Καλογερόπουλος συναντήθηκε με τον Άγγλο πρωθυπουργό, ο οποίος του διεμήνυσε ότι η Αγγλία δεν θα μπορούσε να βοηθήσει την Ελλάδα, αφού αντιδρούσαν οι Γάλλοι εξαρχής και  οι Ιταλοί αντιδρούσαν μετά την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου.

Πρότεινε στον Έλληνα πρωθυπουργό να δεχθεί τροποποίηση της Συνθήκης των Σεβρών, δίνοντας τυπική κυριαρχία της Σμύρνης στην Τουρκία, ενώ η Ελλάδα θα διατηρούσε τη διοίκηση της πόλης.

Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ήλθε στο Λονδίνο και ο Αρχηγός της Εθνοσυνέλευσης Δημ. Γούναρης. Σε συνάντηση των δύο Ελλήνων με τον Άγγλο πρωθυπουργό, φάνηκε πλέον ξεκάθαρα ότι η Αγγλία ένυπτε τα χέρια της και εγκατέλειπε πλέον την Ελλάδα.

Ο Καλογερόπουλος με τον Γούναρη πλέον έχοντας και τη γνώμη της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων σύμφωνη, για ανάληψη πρωτοβουλίας στο μέτωπο, τηλεγράφησε τον Έλληνα διοικητή της Στρατιάς της Μικράς Ασίας: « Σημερινή εδώ κατάστασις επιβάλλει άμεσον εκτέλεσιν επιχειρήσεως προς κατάληψιν Εσκή Σεχίρ και Κιουταχείας, περί ης Ελληνική Αποστολή, στηριζομένη εις ασφαλείς πληροφορίας Σαρηγιάννη ενταύθα και Πάλλη εις Αθήνας (ΣΣ. Ο υποστράτηγος Κων/νος Πάλλης ήταν Αρχηγός του Επιτελείου Στρατιάς) επανειλημμένως εβεβαιώθη ότι δύναται να αρχίσει αμέσως. Μεγίστη και άμεσος εξυπηρέτησις εθνικών συμφερόντων θα προέλθη».

Ήταν φανερό ότι η Ελληνική κυβέρνηση προσπαθούσε να αποκτήσει πλεονέκτημα, συντρίβοντας τις Κεμαλικές δυνάμεις. Εν τω μεταξύ κλήθηκαν στα όπλα άλλες τρεις ηλικίες. Νεώτερο τηλεγράφημα ανέβαλε την επιχείρηση. Αυτό έλεγε: «Κατόπιν επιδόσεως υπό Ανωτάτου Συμβουλίου νέας προτάσεως περί Σμύρνης, ετοιμάζομεν απάντησιν ήν ανακοινώσω υμίν. Παρακαλούμεν ειδοποιήσατε αμέσως Αρχιστράτηγον έτοιμον προς έναρξιν δράσεως, μη προβή όμως ταύτην, προ λήψεως νεωτέρου τηλεγραφήματος ημών»

 

 

ΜΕΡΟΣ  2ο

 

Οι επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού

Οι επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921

 

Την 7/20 Μαρτίου στη Στρατιά της Μικράς Ασίας ήρθε νέο τηλεγράφημα του Υπουργείου των Στρατιωτικών που ανάφερε τα εξής: Συμφώνως προς σημερινόν τηλεγράφημα εκ Λονδίνου επιβάλλεται η άμεσος έναρξις της πολεμικής επιχειρήσεως. Πληροφορώ ότι δημοσιεύεται διάταγμα περί προσκλήσεως τριών ηλικιών.

Πράγματι την 12/25 Μαρτίου 1921 άρχισαν οι επιχειρήσεις.(ΣΣ. Τελικά η μοίρα παίζει το δικό της αχάριστο ρόλο καμιά φορά. Πριν εκατό χρόνια η έναρξη της Επανάστασης έφερε τη πολυπόθητη ελευθερία. Τώρα η έναρξη των επιχειρήσεων, έφερε την καταστροφή). Το Α’ Σώμα Στρατού υπό τον στρατηγό Κοντούλη την 14/27 Μαρτίου κατέλαβε το Αφιόν Καραχισάρ και τις γύρω βόρειες περιοχές, για να εξασφαλίσει την προς βορά πλευρά του. Το Γ’ Σώμα Στρατού όμως υπό τον στρατηγό Βλαχόπουλο καθηλώθηκε στη Κοβαλίτσα, αφού συνάντησε εκεί το σύνολο των τουρκικών δυνάμεων και αναγκάσθηκε να συμπτυχθεί στις παλιές θέσεις εφόρμησης, παραχωρώντας έτσι ανέλπιστη νίκη στους Τούρκους.

Οι Τούρκοι αναθαρίσαντες έστρεψαν πλέον το ενδιαφέρον τους προς το Α’ Σώμα Στρατού, όμως η γενναία άμυνα του 34ου Συντάγματος υπό τον συνταγματάρχη Διαλέτη και οι ελιγμοί του Κοντούλη, έσωσαν το στράτευμα από βέβαια αιχμαλωσία.

Η εσφαλμένη διεξαγωγή των επιχειρήσεων αυτών χάρισε και νέα νίκη στους Τούρκους, ενώ ύστερα από λίγες ημέρες ο Ελληνικός Στρατός εγκατέλειπε και τη Νικομήδεια.

Η Ελληνική διοίκηση κατόπιν των επανειλημμένων αποτυχιών, άρχισε να προετοιμάζεται σοβαρά για νέα επιχείρηση προς συντριβή του Κεμαλικού στρατού, ο οποίος ήδη αποτελούσε σοβαρότατο αντίπαλο.

Όπως είναι φανερό οι επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921 δεν είχαν το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Όχι μόνο δεν συνέβαλαν να λυθεί το Μικρασιατικό πρόβλημα, αλλά επέδρασαν και δυσμενώς.

Η Ελληνική κυβέρνηση  αντιμετώπιζε δύο λύσεις: ή να αποδυθεί σε νέες επιχειρήσεις, με όσες δυνάμεις διέθετε η χώρα, ώστε να επιτύχει με όπλα λύση του ζητήματος ή να αποχωρήσει από τη Μικρά Ασία. Προτίμησε την πρώτη λύση.

Εν τω μεταξύ οι Κεμαλικοί είχαν σημειώσει σημαντική πρόοδο ως προς την οργάνωση των δυνάμεών των, αυξήθηκαν αριθμητικά και είχαν ακμαίο ηθικό, ιδίως μετά τις τελευταίες επιτυχίες.

Την 15/28 Απριλίου μετέβη στη Σμύρνη ο πρωθυπουργός Δ. Γούναρης συνοδευόμενος από τον υπουργό των Στρατιωτικών Θεοτόκη, για να αντιληφθούν επί τόπου πως έχει η κατάσταση.

Η συνολική δύναμη του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία ήταν την 1/13 Απριλίου 1921, 122.164 οπλίτες και 4.364 αξιωματικοί. Οι Τούρκοι υπολογίζονταν ότι διέθεταν 88.000 άνδρες, ενώ θα μπορούσαν να επιστρατεύσουν άλλες 70.000 άνδρες.

Η Στρατιά όπως ήταν κατανεμημένη σε δύο ομάδες που χωρίζονταν μεταξύ τους από τον ορεινό όγκο της περιοχής Σιμάβ χωρίς επικοινωνία και συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση, ήταν απομονωμένες η μια από την άλλη, ενώ το μέτωπο επεκτείνονταν σε 800 χιλιόμετρα περίπου.Οι Τούρκοι διαθέτοντας τη σιδηροδρομική γραμμή από Καρακιόϊ – Εσκή Σεχίρ – Άγκυρα και από Εσκή Σεχίρ δια της Κιουτάχειας προς Αφιόν Καραχισάρ και Ικόνιο, μπορούσαν να μεταφέρουν ευχερώς και γρήγορα τις δυνάμεις τους προς οποιοδήποτε στόχο επιθυμούσαν.

Δύο λύσεις υπήρχαν για την εξουδετέρωση των μειονεκτημάτων αυτών.

Συνένωση και σύμπτυξη των Ελληνικών δυνάμεων στην περιοχή της Συνθήκης των Σεβρών ή συνένωση των δυνάμεων και επίθεση προς ανατολάς επί της γραμμής Εσκή Σεχίρ – Κιουτάχειας – Αφιόν Καραχισάρ.

Τελικώς ο πρωθυπουργός μετά του υπουργού των Στρατιωτικών ανακοίνωσαν στο Στράτευμα ότι επέλεξαν τη λύση της κατά μέτωπο ολικής επίθεσης προς εξουδετέρωση του στρατού του Κεμάλ.

Ένα άλλο μειονέκτημα του Ελληνικού Στρατού, ίσως το σπουδαιότερο, ήταν το θέμα των στελεχών. Μετά την μεταπολίτευση του Νοεμβρίου του 1920, η κυβέρνηση είχε επαναφέρει τους αξιωματικούς που είχε απομακρύνει ή αποτάξει ο Βενιζέλος, τους οποίους είχε προαγάγει στους βαθμούς, στους οποίους είχαν εν των μεταξύ προαχθεί οι υπηρετούντες συνάδελφοί τους, κατά σειρά αρχαιότητας.

Πλην όμως του ότι αυτοί, παρά τη φιλοπατρία τους, δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στα νέα αυξημένα καθήκοντα του βαθμού τους, η οξύτητα των πολιτικών παθών, η οποία δεν είχε κοπάσει εμπόδιζε την ανάπτυξη μεταξύ τους πνεύματος συναδελφικής αλληλεγγύης και συνοχής, τη στιγμή που η ενότητα και η συνοχή ήταν απαραίτητη.

(ΣΣ. Κάτι μου θυμίζει αυτό. Μήπως και τους αγαπητούς αναγνώστες, τους θυμίζει το ίδιο;).

 

Η ανάληψη της Αρχιστρατηγίας από τον Κωνσταντίνο

 

Για την τόνωση του ηθικού του στρατού μετέβη στη Σμύρνη την 30 Μαϊου/12 Ιουνίου ο ίδιος ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, για να αναλάβει την αρχιστρατηγία. Την ημερομηνία αναχώρησής του εξέδωσε διάγγελμα που είχε ως εξής:

«Προς τον ελληνικόν λαόν. Απέρχομαι ίνα τεθώ επικεφαλής του στρατού μου εκεί όπου απ’ αιώνων παλαίει ο Ελληνισμός. Υπό την ευλογίαν του Υψίστου, η νίκη θα επιστέψει τους αγώνας του Γένους ακατασχέτως χωρούντος επί την αποστολήν του. Η επικράτησις ημών σήμερον θα εξασφαλίσει εκεί, ως πάλαι ή των ημετέρων προγόνων, την πραγμάτωσιν των υψηλών ιδεωδών, της ελευθερίας της ισοπολιτείας, της δικαιοσύνης.

Πεποιθώς επί την θείαν αρωγήν, επί την ορμήν του ηρωικού στρατού μου, επί την ακατάβλητον ηθικήν δύναμιν της ελληνικής ιδέας, σπεύδω εκεί, όπου υπερτάτη εθνική επιταγή με καλεί».

Ήταν φανερό ότι η ενέργεια αυτή του βασιλιά αποσκοπούσε στη δημιουργία κλίματος παρομοίου προς το ενθουσιώδες κλίμα των Βαλκανικών πολέμων. Όμως δεν υπήρχε καμία σύνδεση των δυο εποχών.

Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους το έθνος  ήταν ενωμένο, ενώ αυτή την εποχή ήταν βαθύτατα διχασμένο. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, μετά τις ταλαιπωρίες που είχε υποστεί δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον αρχιστράτηγο του 1912-1913.

Την 3/16 Ιουνίου συγκροτήθηκε στην κατοικία του βασιλιά, στο Κορδελιό, σύσκεψη, στην οποία συμμετείχαν ο Κωνσταντίνος, ο στρατηγός Παπούλας και άλλοι υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί. Εκεί αναπτύχθηκε το σχέδιο των επιχειρήσεων. Κατ’ αυτό θα επιδιώκονταν η περικύκλωση του στρατού του Κεμάλ, ενώ το Β’ Σώμα στρατού θα επιτίθετο κατά μέτωπο. Όλοι οι συμμετέχοντες ενέκριναν το σχέδιο δράσης και άρχισαν πυρετωδώς οι προετοιμασίες εφαρμογής του.

Οι Ευρωπαίοι όταν πληροφορήθηκαν για τις πρωτοβουλίες αυτές της Ελληνικής πλευράς, άρχισαν τις διπλωματικές τους ενέργειες.

Πρώτοι οι Άγγλοι εκδήλωσαν έμπρακτο ενδιαφέρον, αποστέλλοντας τον υπουργό Εξωτερικών Λόρδο Κώρζον, στο Παρίσι, για να ζητήσει μεσολαβητική επέμβαση των Συμμάχων. Τελικά την 8/21 Ιουνίου οι Σύμμαχοι απηύθυναν προς τις εμπλεκόμενες κυβερνήσεις ανακοίνωση, δια της οποίας ζητούσαν την αναστολή της έναρξης των επιχειρήσεων προς εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης. Η Ελληνική κυβέρνηση, έχοντας σύμφωνη και την άποψη του στρατού, θεώρησε ότι κάθε καθυστέρηση έναρξης των επιχειρήσεων ήταν επικίνδυνη και ασύμφορη για τα Ελληνικά συμφέροντα και έτσι αποφάσισε να προβεί στις επιχειρήσεις. Την απόφαση αυτή επέδωσε στους πρεσβευτές των Συμμάχων στην Αθήνα ο υπουργός Εξωτερικών  Μπαλτατζής. Αλλά και η Τουρκία απέρριψε την πρόταση και διακήρυξε ότι θα συνέχιζε τον πόλεμο.

 

Η εκδήλωση της νέας Ελληνικής επίθεσης

 

Η επίθεση των Ελληνικών δυνάμεων άρχισε την 25 Ιουνίου /8 Ιουλίου 1921, με την προέλαση του Γ’  Σώματος Στρατού υπό τον στρατηγό Πολυμενάκο από την Προύσα προς την Κιουτάχεια.

Το Α’ Σώμα Στρατού υπό τον στρατηγό Κοντούλη προήλαυνε προς Ντάγ και Αφιόν Καραχισάρ. Οι πρώτες επιτυχίες των Ελληνικών στρατευμάτων ανάγκασαν την τουρκική διοίκηση προ του κινδύνου μεγάλο μέρος του στρατού να εξοντωθεί ή να αιχμαλωτισθεί, αν επέμενε περαιτέρω να κρατά τις θέσεις του, διέταξε σύμπτυξη των στρατευμάτων την νύκτα της 3 προς 4 Ιουλίου, προς το Δορύλαιο.

Η υποχώρηση έγινε κανονικά χωρίς να παρενοχληθεί από τον Ελληνικό στρατό, ο οποίος καταδίωκε  το κενό.

Από την 5/18 Ιουλίου τα Γ’ και Α’ Σώματα του Στρατού μας κατευθυνόταν προς το Δορύλαιο, ενώ το Β’ Σώμα Στρατού αλλάζοντας διεύθυνση στράφηκε προς ανατολάς προς το Σεϊντζή Γαζή, για να κυκλώσει τους εκεί Τούρκους.

Οι Τούρκοι όμως όχι μόνο δεν κυκλώθηκαν, αλλά την 8/21 Ιουλίου αντεπετέθησαν κατά των Ελλήνων με όλες τις δυνάμεις τους επί του μετώπου Μουράτ Ντάγ- Δορυλαίου-Σεϊντζή Γαζή, όπου όμως απέτυχαν και αναχώρησαν ανενόχλητοι, όπισθεν του Σαγγαρίου ποταμού, μη καταδιωχθέντες όπως θα έπρεπε, για να παγιδεύσουν εκεί τον εξακολουθούντα να προελαύνει στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας στρατό μας, μολονότι οι τεράστιες αποστάσεις από τις βάσεις μας έπρεπε να είχαν καταστήσει τους ηγέτες του στρατού μας διστακτικούς.

 

 Οι επιχειρήσεις προς την Άγκυρα

 

Ήταν φανερό ότι η εκστρατεία στη Μικρά Ασία δεν επρόκειτο να έχει τερματισμό. Γιατί ο Ελληνικός στρατός πέτυχε μεν σημαντικές επιτυχίες, εκτοπίζοντας τους Τούρκους από την Κιουτάχεια και τους κυριότερους συγκοινωνιακούς κόμβους Εσκή Σεχίρ και Αφιόν Καραχισάρ, αλλά ο κύριος σκοπός, που ήταν η συντριβή του Τουρκικού στρατού δεν επετεύχθη.

Οι Τούρκοι υπέστησαν σοβαρές απώλειες και εγκατέλειψαν μεγάλες ποσότητες πολεμικού υλικού, αλλά ούτε συνετρίβησαν, ούτε διαλύθηκαν.

Από την άλλη μεριά η Ελληνική κυβέρνηση παρασύρθηκε σε αλόγιστη αισιοδοξία, κατόπιν των εξογκωμένων ανακοινωθέντων της Στρατιάς της Μικράς Ασίας και της υπερβολικά αισιόδοξης έκθεσης του εν αποστρατεία υποστρατήγου Ξεν. Στρατηγού, συνδέσμου της κυβέρνησης στη Στρατιά.

Το που στήριζαν τις αισιόδοξες αυτές προβλέψεις αποτελεί πραγματικό μυστήριο.

Γιατί το πρόβλημα της Ελλάδας δεν ήταν να καταλάβει μια ορισμένη ζώνη της Μικράς Ασίας. Δεν αρκούσε να διώξει τον εχθρό από τα εδάφη που θα καταλάμβανε. Ήταν ανάγκη να δημιουργήσει στα εδάφη αυτά ισχυρές αμυντικές θέσεις, ώστε να μπορεί να δημιουργήσει μακροχρόνιες μεθοριακές εχθροπραξίες και να εξασφαλίσει την κυριαρχία επί των εδαφών με περιορισμένες φρουρές σε καιρό ειρήνης.

Και η άλλη όμως λύση, της ολοκληρωτικής συντριβής του εχθρού, ώστε να τον εξαναγκάσει να δεχθεί τους όρους μας και να τηρήσει τους όρους της συμφωνίας, δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί. Αλλά και αυτό ακόμη αν συνέβαινε θα ήταν κάτι το απολύτως προσωρινό. Γιατί διαρκώς η Τουρκία θα έθετε λυτρωτικούς σκοπούς για τα κατεχόμενα εδάφη. Και αυτό χωρίς να υπολογισθεί η φιλοτουρκική στάση των Μεγάλων Δυνάμεων και του Μουσουλμανικού κόσμου.

Οι τουρκικές δυνάμεις είχαν αποσυρθεί σε μέγα βάθος και αφού πέρασαν τον Σαγγάριο ποταμό, συσπειρώθηκαν γύρω από την Άγκυρα.

Αλλά και αν καταλαμβάναμε την Άγκυρα, οι Ελληνικές δυνάμεις έπρεπε να προχωρήσουν και πέραν αυτής, μέχρι Ερζερούμ. Και η απλή λογική έδειχνε ότι οι Έλληνες, υπονομευόμενοι από το Εξωτερικό, διαιρημένοι στο Εσωτερικό και με τα οικονομικά τους σε δυσχερέστατη θέση, δεν μπορούσαν να φέρουν σε πέρας μια τέτοιας έκτασης επιχείρηση.

Η αισιοδοξία όμως της Ελληνικής κυβέρνησης δεν διήρκησε και πολύ, γιατί τα γεγονότα την επανέφεραν στην πραγματικότητα.

Ειρηνική διευθέτηση με την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων αποκλειόταν, αφού απορρίψαμε τη διαμεσολάβηση. Άλλωστε και οι Τούρκοι ήταν αδιάλλακτοι. Η λύση λοιπόν έπρεπε να βρεθεί το συντομότερο, γιατί η οικονομία της χώρας, ανέκαθεν καχεκτική, βρισκόταν στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης.

Έτσι εχόντων των πραγμάτων πήγε στην Κιουτάχεια ο Γούναρης την 14/27 Ιουλίου 1921 και την επομένη συγκλήθηκε πολεμικό συμβούλιο. Στο συμβούλιο παρότι ακούσθηκαν και άλλες φωνές, αποφασίσθηκε η συνέχιση των επιχειρήσεων μέχρι της Άγκυρας.

Οι επιχειρήσεις προς την Άγκυρα διεξήχθησαν στο κεντρικό μικρασιατικό υψίπεδο. Στην εκτεταμένη αυτή περιοχή που απείχε 600 χιλιόμετρα, στην ευθεία γραμμή από τις ακτές του Αιγαίου, βρίσκονταν η κοιλάδα του Σαγγαρίου που καταλάμβανε το βορειοδυτικό τμήμα, η κοιλάδα του Άλυος (Κιζίλ Ιρμάκ) που καταλάμβανε το βορειοανατολικό τμήμα και η Αρμυρά έρημος, στο νότιο τμήμα. Οι Τούρκοι είχαν οχυρωθεί πίσω από τους ποταμούς και στα ορεινά αντερείσματα.

Οι επιχειρήσεις άρχισαν την 1/13 Αυγούστου, με στρατηγικό σκοπό την περικύκλωση του τουρκικού στρατού. Ο τουρκικός στρατός όμως είχε ανασυνταχθεί, είχε συμπληρώσει τις ελλείψεις του και είχε οργανώσει διαδοχικές γραμμές άμυνας, τις οποίες ενίσχυε με συρματοπλέγματα.

Έγκαιρα αντελήφθησαν το σχέδιο των Ελλήνων και επεξέτιναν τη γραμμή άμυνας με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην κυκλωθούν, αλλά επιτιθέμενοι με αλλεπάλληλα πλήγματα, κατάφεραν να προκαλέσουν τρομακτικές απώλειες σε βάρος των Ελλήνων, στις γιγαντομαχίες του Καλέ Γκρότο, Γιλντίζ Νταγ, Ταμπούρ Ογλού, Αρντίζ Ντάγ, Τσάλ Ντάγ, Σαπάντζας και Παλατλί.

Ο Ελληνικός στρατός πολέμησε γενναιότατα στις συγκρούσεις αυτές, βρήκε όμως αμυνόμενο σε στρατηγικά σημεία του εδάφους τον καλύτερα εξοπλισμένο και ξεκούραστο τουρκικό στρατό.

Ήταν πλέον φανερό ότι η Στρατιά άρχιζε να αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες που μεγάλωναν μέρα με την μέρα. Είχε αποτύχει να υπερκεράσει τον τουρκικό στρατό, η αντίσταση των Τούρκων ήταν σημαντική, η μείωση του αριθμού του στρατού μας από την μη αναπλήρωση του προσωπικού και το πρόβλημα του ανεφοδιασμού, αφού τα μισά οχήματα ήταν ακινητοποιημένα κυρίως από έλλειψη ελαστικών και επειδή χρειάζονταν επισκευή, προκαλούσαν στη διοίκηση σοβαρές ανησυχίες.

Ήδη η διοίκηση της Στρατιάς άρχισε να αντιμετωπίζει το πρόβλημα κατά πόσο συνέφερε να συνεχισθεί η προς κατάληψη της Άγκυρας προσπάθεια, που απαιτούσε ολοένα και μεγαλύτερες θυσίες. Οι απόψεις αυτές εκτέθηκαν στην κυβέρνηση και την 26 Αυγούστου/8 Σεπτεμβρίου η Στρατιά με τηλεγράφημά της στον υπουργό των Στρατιωτικών ανέφερε ότι θεωρούσε επικίνδυνη την παράταση των επιχειρήσεων και ότι η καλύτερη λύση θα ήταν η επιδίωξη ανακωχής.

Ο χαρακτηρισμός της κατάστασης ως επικινδύνου εξέπληξε τον Θεοτόκη, ο οποίος ανέφερε σχετικά στον πρωθυπουργό, ταυτόχρονα δε είπε τη γνώμη του ότι η διακοπή των επιχειρήσεων θα απηχούσε δυσμενέστατα στο εξωτερικό και ιδίως στο εσωτερικό. Επί πλέον αποδέχθηκε την πρόταση του αντιστρατήγου Δούσμανη ότι θα έπρεπε να προσκληθεί η Στρατιά και να αποφανθεί υπεύθυνα αν θα μπορούσε να συνεχίσει τον αγώνα νικηφόρα.

Η απάντηση του Γούναρη ήταν η αναμενόμενη και δείχνει την ελαφρότητα με την οποία λαμβάνονταν οι αποφάσεις. «Προσφυγή, έλεγε, της Ελλάδος προς τον Κεμάλ δι’ ανακωχήν είτε προς τους Συμμάχους δια μεσολάβησιν, θα εδίδετο η εντύπωσις ότι η Ελλάς ηττήθη. Εις την περίπτωσιν, προσέθετε, κατά την οποίαν η Στρατιά λόγω τυχόν αστάθμητων παραγόντων, θα ήτο αναγκασμένη να διακόψει τας επιχειρήσεις, επεβάλετο η κατοχή όσον το δυνατόν μεγαλυτέρας εκτάσεως ώστε να αναγκασθούν οι Τούρκοι να επιζητήσουν σύναψιν ειρήνης. Η Στρατιά θα έπρεπε να προβή είς την εκλογήν της καλυτέρας εδαφικής γραμμής, η οποία να μην απήτει μεγάλας δυνάμεις και να επέτρεπε την αριθμητικήν μείωσιν του στρατού.

Φυσικά όλα αυτά δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα, γιατί οι Τούρκοι είχαν ενισχυθεί σοβαρά και είχαν αναλάβει επίθεση.

Οι Στρατιά αφού έλαβε την απάντηση του Γούναρη, συνέταξε σχέδιο πραγματοποίησης ελιγμών, ώστε να μπορέσει να κρατηθεί στις θέσεις που εκτιμούσε ότι θα μπορούσε να αμυνθεί, υποχωρώντας ανατολικώς του Εσκή Σεχίρ. Ο Θεοτόκης διέταξε την αναστολή του ελιγμού αυτού, εφόσον δεν πίεζαν οι Τούρκοι. Ο Παπούλας τότε ζήτησε να αντικατασταθεί γιατί πίστευε, κατόπιν αυτής της εξέλιξης, ότι είχε χάσει την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση απέρριψε το αίτημα του Παπούλα.

Εν τω μεταξύ η Ελληνική κυβέρνηση σχημάτισε την πεποίθηση – φυσικά εσφαλμένα – ότι οι επιχειρήσεις αυτές είχαν εξασφαλίσει επί μακρό χρόνο την κατοχή της Μικράς Ασίας, χωρίς να εμφανίζεται σοβαρός κίνδυνος εκ μέρους του Τουρκικού στρατού. Αλλά και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο πρόβαλαν δύο άλλοι απειλητικοί κίνδυνοι, η οικονομική εξάντληση της χώρας και η κόπωση των Ελλήνων στρατιωτών, λόγω της μεγάλης παραμονής υπό τα όπλα.

Έπρεπε συνεπώς να επιδιωχθεί η ταχεία λύση του Μικρασιατικού προβλήματος δια της διπλωματικής οδού.

 

Διπλωματική δραστηριότητα για τη σύναψη ανακωχής

 

Αποφασίσθηκε τελικά να μεταβεί στο Λονδίνο ο Γούναρης συνοδευόμενος από τεχνικούς συμβούλους για να βολιδοσκοπήσει την κατάσταση, αλλά και επειδή το οικονομικό πρόβλημα ήταν οξύτατο, να καταβάλει προσπάθειες για τη σύναψη δανείου. Η Ελληνική αντιπροσωπεία πριν μεταβεί στο Λονδίνο μετέβη στο Παρίσι όπου ο Γάλλος πρωθυπουργός Μπριάν υποσχέθηκε αόριστα ότι δήθεν θα προσπαθήσει να ανακόψει τον εφοδιασμό του Κεμαλικού στρατού με γαλλικά όπλα. Και άλλο πολεμικό υλικό. Στο Λονδίνο ο υπουργός των Εξωτερικών λόρδος Κώρζον, εξέφρασε την πλατωνική συμπάθειά της Αγγλίας, αλλά τόνισε ότι δεν μπορούσαν να αγνοηθούν τα εκατομμύρια του Μουσουλμανικού κόσμου. Πρόσθεσε ότι η Συνθήκη των Σεβρών ήταν ανεφάρμοστη και ότι η Ελλάδα έπρεπε να εμπιστευθεί το σχέδιο που πρότειναν οι Σύμμαχοι, γνωστό ως σχέδιο Κώρζον.

Σύμφωνα με το σχέδιο η περιοχή της Σμύρνης θα κηρύσσονταν αυτόνομη υπό χριστιανό διοικητή, υπό την επικυριαρχία όμως του Σουλτάνου. Ο Ελληνικός στρατός θα παρέμενε στη Μικρά Ασία, μέχρις ότου οι σύμμαχοι οργάνωναν χωροφυλακή από συμμαχικά στρατεύματα.

Το σχέδιο τελικά αποδέχθηκε η Ελλάδα και ο Κώρζον δήλωσε ότι θα έκαμε ό,τι μπορούσε για τη σύναψη ειρήνης.

Ως προς τη σύναψη δανείου, τελικώς καίτοι υπογράφηκε με την Αγγλία δάνειο ύψους 15 εκατομμυρίων λιρών, τελικώς δεν χορηγήθηκε ποτέ και έτσι η Ελλάδα συνέχισε τον αγώνα με τα δικά της παραπαίοντα οικονομικά μέσα.

 

Το αναγκαστικό δάνειο του Πρωτοπαπαδάκη

 

Το οικονομικό πρόβλημα ήταν τρομακτικό. Έκδοση χαρτονομίσματος θα δημιουργούσε πληθωρισμό με όλες τις συνέπειες. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού το 1921 είχε ξεπεράσει τα 1.600 εκατομμύρια δραχμών.

Δάνειο από το εξωτερικό δεν υπήρχε περίπτωση να χορηγηθεί. Με την πλάτη στο τοίχο η κυβέρνηση αποφάσισε να συνάψει αναγκαστικό εσωτερικό δάνειο με την ελπίδα να περισώσει ό,τι μπορούσε να περισωθεί. Προσωρινή λύση στο πρόβλημα έδωσε ο υπουργός των Οικονομικών Πρωτοπαπαδάκης με την διχοτόμηση του νομίσματος. Το χαρτονόμισμα που κυκλοφορούσε τότε ξεπερνούσε τα τρία δισεκατομμύρια. Με τη διχοτόμηση παρέμειναν στα χέρια των κατόχων το μισό των χαρτονομισμάτων, ενώ το άλλο μισό περιέρχονταν υπό μορφή αναγκαστικού δανείου στο κράτος. Η οφειλή του κράτους θα εξοφλούνταν σε είκοσι χρόνια ως έντοκες ομολογίες.

Να τι γράφει στο άρθρο του «Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΟΙ «ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ» ΤΟ 1922» ο Ευάγγελος Χεκίμογλου, οικονομολόγος – δυγγραφέας, για το δάνειο αυτό.

Η αδυναμία εξεύρεσης πόρων οδήγησε την ελληνική κυβέρνηση στην έκδοση ακόμη 550 ακάλυπτων εκατομμυρίων, γεγονός που έριξε την ισοτιμία της λίρας περίπου στις 100 δραχμές. Όλα τα περιθώρια για την άντληση πόρων είχαν περίπου εξαντληθεί. Πέρα από την έκδοση ακάλυπτου χαρτονομίσματος, είχαν ήδη αυξηθεί οι αγροτικοί φόροι, οι φόροι από έκτακτα κέρδη επιχειρήσεων, οι τελωνειακοί δασμοί και ο φόρος εισοδήματος.

Τότε ο καθηγητής Π. Πρωτοπαπαδάκης, ακόμη ένα από τα έξι τραγικά πρόσωπα που επρόκειτο να εκτελεσθούν σε λίγους μήνες, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, συνέλαβε την παγκοσμίως πρωτότυπη ιδέα της διχοτόμησης του νομίσματος. Όλα τα χαρτονομίσματα κόπηκαν στη μέση. Για να παρουσιάσει την πρότασή του στη Βουλή, ο Π. Πρωτοπαπαδάκης έσκισε ένα χαρτονόμισμα ενώπιον των βουλευτών, ενώ οι τελευταίοι γελούσαν.

Και το οικονομικό πρόβλημα προσωρινά λύθηκε, όμως το στρατιωτικό εξακολουθούσε να προκαλεί έντονες ανησυχίες.

 

 

Η στάση των Γάλλων. Η συνθήκη Μπουγιόν

 

Στην Κιλικία της Μικράς Ασίας η Γαλλία διατηρούσε στρατιωτικές δυνάμεις 60 έως 70.000 ανδρών. Στη Γαλλία υπήρχε αναβρασμός και δυσαρέσκεια των Γάλλων γιατί διατηρούνταν νέοι σε κατάσταση επιστράτευσης, ενώ ο πόλεμος είχε τελειώσει. Στην Τουρκία ο Κεμάλ επεδίωκε σύναψη ειρήνης με τους Γάλλους, ώστε να μπορέσει να ενισχύσει το Τουρκοελληνικό μέτωπο με στρατιώτες που κρατούσε καθηλωμένους στην Κιλικία, απέναντι από τους Γάλλους.

Την 20 Οκτωβρίου 1921 (νέο ημερολόγιο) ο Φραγκλ. Μπουγιόν, πρώην υπουργός  της Γαλλίας, εξουσιοδοτημένος από τη Γαλλική κυβέρνηση, υπέγραψε τη συμφωνία που φέρει το όνομά του, με την οποία αποδίδονταν στους Τούρκους του Κεμάλ ολόκληρη η Κιλικία ενώ διευθετούνταν το διοικητικό καθεστώς της Αλεξανδρέττας .

Ήταν εύκολο να προβλέψει κανείς τις επιπτώσεις αυτής της συμφωνίας.

1)      Αναγνωρίζονταν έμμεσα το καθεστώς του Κεμάλ και

2)      Παραβιάζονταν όλες οι σχετικές με τον τερματισμό του πολέμου συμβατικές υποχρεώσεις της Γαλλίας.

3)      Παραβιάζονταν η τριμερής συμφωνία των Συμμάχων που είχε υπογραφεί ταυτόχρονα με τη συνθήκη των Σεβρών.

Ρητή διάταξη της Συμφωνίας των Συμμάχων απαγόρευε στους Συμμάχους να αποσύρουν στρατεύματα από τις κατεχόμενες περιοχές της Μικρασίας. Συνεπώς η Γαλλία με την απόσυρση των στρατευμάτων της εγκατέλειπε θέσεις μεγάλης στρατηγικής σημασίας για την ασφάλεια των Άγγλων της Μεσοποταμίας και των Ελλήνων στην κατεχόμενη απ’ αυτούς ζώνη.

Η αγανάκτηση των Άγγλων ήταν σφοδρή.

Ο Λόϋδ Τζώρτζ στα απομνημονεύματά του χαρακτηρίζει την ενέργεια των Γάλλων καθαρή προδοσία και τάφο της συμμαχικής ενότητας.

Και αν για την Αγγλία ήταν προδοσία για την Ελλάδα ήταν θανάσιμο πλήγμα. Και αυτό γιατί  πλην των άλλων αποκαλύφθηκε ότι οι Γάλλοι φεύγοντας είχαν παραχωρήσει στους Κεμαλικούς πολεμικό υλικό 200 εκατομμυρίων φράγκων, δήθεν για οργάνωση της χωροφυλακής της Κιλικίας.

Αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Γάλλων άρχισε η φυγή των Ελλήνων και των Αρμενίων από την Κιλικία, φοβούμενοι αντίποινα των Τούρκων. Και επειδή η Αγγλία απαγόρευσε την μετάβαση των προσφύγων στην Κύπρο, η Ελληνική κυβέρνηση έστειλε πλοία και μετέφερε 8.000 ανθρώπους σε διάφορα νησιά του Αιγαίου.

 

 

Η διάσκεψη των Κανών

 

Και επειδή κόρακας κορακιού μάτι δεν βγάζει, η Αγγλία και η Γαλλία τα βρήκαν γιατί ήταν ανάγκη να συμφωνήσουν για τις Γερμανικές επανορθώΓια το σκοπό αυτό συγκλήθηκε Συνδιάσκεψη στις Κάννες τον Ιανουάριο του 1922 , στην οποία κλήθηκε και η Ελλάδα. Η συμφωνία που υπογράφηκε εξασφάλιζε τη Γαλλία από κάθε Γερμανική επίθεση, ενώ η Γαλλία σε αντάλλαγμα, αναλάμβανε να υποστηρίξει τις Αγγλικές θέσεις για το ανατολικό ζήτημα, οι οποίες είχε προγραμματισθεί να συζητηθούν την 9 Ιανουαρίου 1922. Οι Βρετανικές θέσεις ήταν, η δημιουργία καθεστώτος αυτονομίας για την περιφέρεια της Σμύρνης, υπό την προστασία της Κοινωνίας των Εθνών, με διοικούσα επιτροπή που θα αποτελούνταν από δύο Μικρασιάτες Έλληνες, δύο Τούρκους και έναν πρόεδρο άλλης εθνικότητας και για τη Θράκη μια μικρή διευθέτηση των συνόρων.

Η συμφωνία είχε συναφθεί με τον Γάλλο Πρωθυπουργό Μπριάν, αλλά όταν άλλαξε η κυβέρνηση στη Γαλλία και ανέλαβε καθήκοντα ο Πουανκαρέ, ματαιώθηκε η ορισθείσα συζήτηση, για νεότερο χρόνο. Νέο όμως γεγονός, η ανατροπή της κυβερνήσεως στην Ιταλία, ανέβαλε και πάλι τη συζήτηση.

Ο Γούναρης εν τω μεταξύ υπέβαλε υπόμνημα στον Κώρζον εκθέτοντας την κακή οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, τη μείωση του ηθικού του στρατού λόγω παράτασης του πολέμου και την ενίσχυση των Κεμαλικών δυνάμεων με υλικό από τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Ρωσία και τόνιζε ότι αν η Αγγλία δεν ενίσχυε την Ελλάδα, τουλάχιστον με ίσης αξίας υλικό, η Ελλάδα θα αναγκάζονταν να αποσύρει τις δυνάμεις της από τη Μικρά Ασία.

Ο Κώρζον απαντώντας εξέφραζε την ελπίδα ότι η κατάσταση στη Μικρά Ασία δεν ήταν τόσο κρίσιμη, όσο την εμφάνιζε η Ελληνική πλευρά, ότι το ανατολικό ζήτημα θα συζητιόταν το Μάρτιο και ότι αν η Ελλάδα αποφάσιζε να αποχωρήσει από τη Μικρά Ασία, αυτό ήταν στη διακριτική της ευχέρεια.

Στη πραγματικότητα ο Κώρζον με τις αοριστίες αυτές επεδίωκε να αποφύγει οποιαδήποτε ανάληψη ευθύνης. Την άποψη αυτή υποστήριξε και ο Ουϊνστον Τσόρτσιλ . Και πράγματι όταν εκτελέσθηκε αργότερα ο Γούναρης και δημοσιεύθηκε η επιστολή του προς τον Κώρζον, ο τελευταίος δέχθηκε σφοδρότατες επικρίσεις από τον Τύπο γιατί δεν έθεσε την επιστολή υπ όψη της Κυβέρνησής του. Και όμως το περιεχόμενο είχε κοινοποιηθεί προς όλους. Που σημαίνει ότι όλοι προσπαθούσαν να αποσείσουν τις ευθύνες τους.

 

 

Η διάσκεψη των Παρισίων

 

Την 19 Μαρτίου/1 Απριλίου 1922 συνήλθε η Συνδιάσκεψη στην οποία διατυπώθηκαν οι όροι υπό τους οποίους θα ήταν δυνατό να υπάρξει ειρήνη, σύμφωνα με την πρόταση του Κώρζον και συνιστούσε στα αντίπαλα μέρη τη σύναψη ανακωχής.

Η Ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε όπως ήταν φυσικό τις προτάσεις της Γαλλίας για αποχώρηση των στρατευμάτων της εντός τεσσάρων μηνών και τη λήψη μέτρων για την εξασφάλιση των μειονοτήτων. Μεταξύ των άλλων ρυθμίζονταν η ναυσιπλοΐα στα Στενά, η οροθετική γραμμή Θράκης, ούτως ώστε η Ραιδεστός να υπάγονταν στην Τουρκία και η Ανδριανούπολη στην Ελλάδα και άλλα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης.

Η Τουρκική κυβέρνηση απάντησε ότι τα Ελληνικά στρατεύματα που θα εκκένωναν τη Μικρά Ασία να μην μεταφέρονταν στη Θράκη. Ταυτόχρονα αποδεχόταν τη σύναψη ανακωχής και ζητούσε την ταυτόχρονη εκκένωση της Μικράς Ασίας. 

Την 2/15 Απριλίου οι αρμοστές των Συμμάχων στην Κωνσταντινούπολη επέδωσαν απάντηση στην οποία τόνιζαν ότι η άμεση εκκένωση της Μικράς Ασίας δεν μπορούσε να αποτελέσει όρο της ανακωχής, γιατί , όπως ήταν φυσικό οι Έλληνες θα αρνούνταν να την αποδεχθούν. Η απάντηση της Άγκυρας ήταν ότι επέμενε επί της εκκενώσεως αμέσως μόλις υπογράφονταν η ανακωχή.

Οι αρμοστές επέμεναν στην άποψή τους και αυτό ήταν μοιραίο για τον Ελληνισμό.

 

ΜΕΡΟΣ  3ο

 

Η τελευταία φάση του αγώνα. Η εκκένωση της Μικράς Ασίας

 

Άμυνα της Κωνσταντινουπόλεως και άμυνα της Μικρασίας

 

Ορισμένοι αξιωματικοί που διαφωνούσαν με τη πολιτική αλλαγή είχαν καταφύγει στη Κωνσταντινούπολη  όπου είχαν ιδρύσει την οργάνωση γνωστή ως Άμυνα

Περί τις αρχές Φεβρουαρίου 1922 απεσταλμένος της Άμυνας ήρθε στη Σμύρνη και ενεχείρισε στο Στρατηγό Παπούλα υπόμνημα, με το οποίο προτείνονταν δημιουργία αυτόνομου Μικρασιατικού κράτους. Φυσικά η ιδέα αυτή ήταν ανεδαφική και απραγματοποίητη, ενώ στην πραγματικότητα το αυτονομιστικό αυτό κίνημα, στρέφονταν κατά του Ελληνικού καθεστώτος.

Ο Παπούλας ο οποίος θα έπρεπε να έχει καλύτερη αντίληψη της τρομερά επικίνδυνης κατάστασης για τον ελληνισμό, έστειλε, αντιθέτως, στην Κωνσταντινούπολη τον Συνταγματάρχη Σαρηγιάννη και τον Ταγματάρχη Σκυλακάκη, για να συζητήσουν με την επιτροπή της Άμυνας τοις δυνατότητες πραγματοποιήσεως αυτού του ανεδαφικού σχεδίου. Ταυτόχρονα ανέφερε τα συμβαίνοντα στον Υπουργό των Στρατιωτικών. Ο Υπουργός ζήτησε πληροφορίες και ο Παπούλας του απάντησε, ότι δεν συζητούσε  τις πληροφορίες του για την Άμυνα, πριν κατατοπίσει την Κυβέρνηση(;) { Το ερωτηματικό του συγγραφέα}. Είναι και αυτό δείγμα της επικρατούσαν κατάστασης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο τότε Πατριάρχης Μελέτιος, που συμμερίζονταν τις απόψεις της Άμυνας, απέστειλε τηλεγράφημα προς τον Βενιζέλο που βρίσκονταν στο Εξωτερικό, γνωρίζοντάς τον ότι ο Παπούλας ετοιμάζονταν να τεθεί επικεφαλής του αυτονομιστικού κινήματος, αδιαφορώντας για τη στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης και ζητούσε την συμπαράστασή του, ο Βενιζέλος, που δεν έτρεφε αυταπάτες, απάντησε ότι το κίνημα αυτό «ουδέν καλόν θα προέκυπτεν ειμή ερείπια και νέαι καταστροφαί».

Τελικώς; Όταν οι δύο Αξιωματικοί ενημέρωσαν τον Υπουργό των Στρατιωτικών για το αυτονομιστικό κίνημα και αυτός απέρριψε την ιδέα αυτή, απαντώντας ότι «η σκέψις περί αναλήψεως του αγώνος υπό ανεπισήμων οργανώσεων εκεί όπου αντιμετωπίζετο αποτυχία του στρατού εστερείτο σοβαρότητος».

Εκείνο όμως που ήταν αξιοσημείωτο ήταν η στάση του Παπούλα. Αυτός είχε τη γνώμη ότι οι προτάσεις της Άμυνας ήταν πραγματοποιήσιμες  και προ της στάσεως της Κυβερνήσεως υπέβαλε την παραίτησή του. Κλήθηκε ύστερα από αυτά στην Αθήνα και ούτε λίγο ούτε πολύ ανέφερε στον Υπουργό, παρουσία και του Επιτελάρχου της Στρατιάς Στρατηγού Πάλλη ότι «πλείστοι ανώτεροι Αξιωματικοί είχον υπογράψει πρωτόκολλον στρεφόμενον κατά της Κυβερνήσεως με την πρόθεσιν να το υποβάλουν είς τον Βασιλέα, τη επεμβάσει του όμως παρητήθησαν του σκοπού των».

Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι απορίας άξιο πως δεν είχε καταρρεύσει πολύ νωρίτερα το μικρασιατικό μέτωπο. Μόνο στη γενναιότητα του ελληνικού στρατού μπορεί να αποδοθεί η μέχρις εσχάτων διατήρησή του. Και η γενναιότητα αυτή όμως είχε τα όριά της.

Ύστερα από αυτά ο Παπούλας κλήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο , όπου δήλωσε ότι ύστερα από τις θυσίες των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, αυτή δεν μπορούσε να εγκαταλειφθεί , εάν όμως η Κυβέρνηση, λόγω του αδιεξόδου στο οποίο βρίσκονταν αποφάσιζε την εκκένωση, ζητούσε να του επιτραπεί να ανακηρύξει την αυτονομία της, διαφορετικά παρακαλούσε να αντικατασταθεί.

Την επόμενη ημέρα με τον εκπρόσωπο της Άμυνας, παρουσιάστηκε στον Πρωθυπουργό Γούναρη, όπου ανέπτυξαν το σχέδιο τους. Σε ερώτηση  του Γούναρη αν το κίνημα είχε την υποστήριξη των Συμμάχων, απάντησαν αρνητικά και σε άλλη σχετική ερώτηση του απάντησαν ότι μπορούσαν να δημιουργήσουν εθελοντικό στρατό 50 με 60.000 ανδρών από την Μικρά Ασία. Προχωρώντας τη συζήτηση  Γούναρης τους έπεισε τελικά για το ανεδαφικό του σχεδίου τους και ο Παπούλας τελικά δεν επέμενε στην παραίτησή του, επιστρέψας στην Μικρά Ασία.

 

Παραίτηση Παπούλα και ανάληψη της Αρχιστρατηγίας από τον Χατζανέστη

 

Την 29 Απριλίου/12 Μαΐου η Κυβέρνηση Γούναρη υπέβαλε την παραίτησή της και ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας νέα υπό τον Π. Πρωτοπαπαδάκη, με Υπουργό των Στρατιωτικών τον Θεοτόκη και Εσωτερικών τον Στράτο.

Τρεις ημέρες μετά την ορκωμοσία της νέας Κυβέρνησης ο Παπούλας υπέβαλε εκ νέου την παραίτησή του, η οποία τη φορά αυτή έγινε αποδεκτή. Στη θέση του ορίσθηκε Αρχιστράτηγος των δυνάμεων της Μικράς Ασίας ο Αντιστράτηγος Γεώργιος Χατζανέστης.

Η νέα κυβέρνηση αντί να ελέγξει την κατάσταση ρυμουλκήθηκε αντίθετα προς  αυτήν, αποφασίζοντας να δημιουργήσει καθεστώς αυτονομίας στη Μικρά Ασία. Θα χορηγούσε αυτόνομο πολίτευμα στις κατοικημένες περιφέρειες από Έλληνες, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι ο στρατός θα παρέμενε για την προστασία των πληθυσμών αυτών.

Ο ύπατος αρμοστής της Σμύρνης Στεργιάδης κοινοποίησε δύο προκηρύξεις που κήρυτταν αυτονομία και δήλωσε ότι θα ήταν σεβαστά τα δικαιώματα όλων των πολιτών των περιοχών αυτών ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος.

Ταυτόχρονα οι  Σύμμαχοι με διακοίνωσή τους αντέδρασαν στην ιδέα της αυτονομήσεως της Μικράς Ασίας.

  Και η μοιραία εξέλιξη ακολούθησε το δρόμο της. Η Ελληνική Κυβέρνηση, η οποία έπρεπε να βλέπει τη καταστροφή που επέρχονταν με γιγαντιαία βήματα, αγνόησε την προειδοποίηση και συνέχισε τις ενέργειές της για την αυτονομία της περιοχής.

Ο Αντιστράτηγος Χατζανέστης μόλις ανέλαβε καθήκοντα, αντικατέστησε τους Διοικητές των Α΄ και Γ ΄Σωμάτων  Κοντούλη και Πολυμενάκο και τον Επιτελάρχη Πάλλη. Οι νέες μεταβολές στη διοίκηση και στα στελέχη της Στρατιάς υπονόμευσαν ακόμη περισσότερο το ηθικό του στρατού και δημιούργησαν και άλλες δυσφορίες.

Ως προς το ηθικό των ανδρών παραθέτουμε μια περικοπή από την ιστορία της εκστρατείας της Μικράς Ασίας, εκδοθείσας από το Γενικό Επιτελείο Στρατού. «…οι εντυπώσεις του Χατζανέστη υπήρξαν λίαν ικανοποιητικαί, καθ όσον άπαντες οι διοικηταί των μεγάλων μονάδων παρουσίασαν εις αυτόν τα μάλλον καλοενδεδυμένα και ακμαία τμήματα…..Δια το ηθικόν των ανδρών των ανέφερον ότι τούτο ευρίσκετο εις ικανοποιητικόν σημείον και ότι παρά την μεγάλην κόπωσιν αυτών και την επιθυμίαν της επανόδου εις τας εστίας των, εφ όσον θα προσεβάλλοντο υπό του αντιπάλου των, θα ετήρουν σθεναρώς τας θέσεις των».

Φυσικά καμία αλήθεια δεν υπήρχε σε όλα αυτά. Ο Χατζανέστης όμως μολονότι είχε διαπιστώσει το επισφαλές του μετώπου, έκρινε ότι θα μπορούσε να διαθέσει δυνάμεις της Μικράς Ασίας για την ενίσχυση του μετώπου της Θράκης, αφού πίστευε ότι η τύχη του μετώπου θα εξαρτιόνταν από την τύχη της Κωνσταντινούπολης.

 

Η αποτυχημένη επιχείρηση κατά της Κωνσταντινούπολης

 

Ο Τσόρτσιλ πίστευε ότι το σχέδιο αυτό το ενέπνευσε η απελπισία. Γιατί η Ελληνική κυβέρνηση έλπιζε ότι εφ όσον θα κατείχε την Κωνσταντινούπολη, θα διευκόλυνε την εξασφάλιση μιας έντιμης ειρήνης  στην Ελλάδα. Η Ελλάδα μπορούσε να την καταλάβει γιατί οι συμμαχικές δυνάμεις υπολογίζονταν σε 8.000 άνδρες- για τουρκικές δεν γίνονταν καθόλου λόγος, αφού ήταν ανύπαρκτες- , ενώ η Ελληνική Στρατιά της Θράκης   αριθμούσε δεκαπλάσια δύναμη.

Ως ημερομηνία έναρξης της επιχείρησης ορίσθηκε η 16/29 Ιουλίου. Οι Σύμμαχοι πληροφορηθέντες τη συγκέντρωση Ελληνικών στρατευμάτων, παρέταξαν όλοι μαζί τις δυνάμεις τους για την προστασία της Πόλης. Η Ελλάδα είχε δύο δρόμους. Ή να χτυπήσει τους συμμάχους ή να ματαιώσει την επιχείρηση. Έπραξε το δεύτερο.

Η επιχείρηση αυτή της Ελλάδας είχε συνέχεια με άλλη όμως μορφή. Την επίσπευση της κεμαλικής επίθεσης, στο εξασθενημένο μέτωπο της Μικράς Ασίας, αφού μετακινήθηκαν δύο Ελληνικές μεραρχίες   για την ενίσχυση του μετώπου της Θράκης.

Εκείνο που προκαλεί απορία είναι ότι εφ όσον η Ελλάδα δεν ήταν διατεθειμένη να προχωρήσει στην κατάληψη της Πόλης εάν αντιμετώπιζε συμμαχική αντίδραση, και ήταν φανερό ότι οι Γάλλοι και οι Ιταλοί θα αντιδρούσαν, γιατί την επιχείρησε και εξασθένησε το μικρασιατικό μέτωπο; Ίσως είναι πράγματι αληθινή η γνώμη του Τσόρτσιλ. Ήταν μια πράξη που την εμπνεύσθηκε η απελπισία.

 

 

 Η κατάσταση του στρατού στο μέτωπο.

 

Από τη στιγμή αυτή αρχίζει η μεγάλη τραγωδία του Ελληνισμού. Δεν είναι του παρόντος η εξιστόρηση των πολεμικών γεγονότων και δεν ήταν η πρόθεσή μας εξ αρχής να καταχωρήσουμε τις λεπτομέρειες των ηρωισμών και της αυτοθυσίας που επέδειξαν οι απλοί πολίτες, επιστρατευμένοι υπό τα όπλα , αλλά και οι χαμηλόβαθμοι Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί του στρατού μας. Πρέπει όμως να δούμε πώς ακριβώς είχε η κατάσταση στο στρατό της Μικρασίας και στην κυρίως Ελλάδα και ποιοι ευθύνονται για την κατάσταση αυτή.

Γιατί οι οικτρότητες της εποχής εκείνης, συνδυασμένες φανερά με τις πλέον ανθελληνικές ενέργειες των Συμμάχων , οι οποίες έσπευδαν να τις εκμεταλλευθούν προς όφελος των Τούρκων, ρίχνουν πλήρες φως στο μικρασιατικό δράμα.

Είδαμε ότι τα αποτελέσματα του εθνικού διχασμού απόρροια  της διαφωνίας του Βενιζέλου με τον Κωνσταντίνο, όχι μόνο δεν είχαν μειωθεί με την απόβαση του στρατού στη Σμύρνη, αλλά αντίθετα είχαν οξυνθεί μετά τις εκλογές του Νοεμβρίο0υ 1920 και την επάνοδο του Κωνσταντίνου.

Μια τόσο τρομακτική όξυνση των πολιτικών παθών θα ήταν απορίας άξιο αν άφηνε το στρατό άθικτο.

Όπως  έχει   προαναφερθεί    πολλοί      Αξιωματικοί       κομματιζόμενοι

(Αγαπητοί αναγνώστες, σας λέει τίποτα αυτό; ) υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους ή το χειρότερο εγκατέλειψαν τις ενώπιον του εχθρού θέσεις των και κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί με έντυπα έβριζαν το Βασιλιά και την Κυβέρνηση και ούτε λίγο ούτε πολύ παρότρυναν το στρατό να στραφεί εναντίον της Κυβέρνησης του.

Διερωτάται κανείς τι καλύτερο θα μπορούσε να επιθυμήσει ο Κεμάλ;

Και δεν είναι περίεργο ότι το ηθικό του στρατού του μετώπου είχε υποστεί βαθιά διάβρωση, την οποία είχαν επιτείνει η αποτυχία της επιχειρήσεως στην Άγκυρα και οι βαρύτατες απώλειες ( τα 50% περίπου της μαχίμου δυνάμεως της στρατιάς είχαν εγκαταλειφθεί επί του πεδίου της μάχης). Και επειδή η κατάσταση χρόνιζε χωρίς να διαφαίνεται τερματισμός, είχε επικρατήσει η αντίληψη ότι κάθε αγώνας είναι μάταιος με όλες τις επιπτώσεις από την πεποίθηση αυτή του στρατού μας.

Ο Άλκης Ρήγου , Καθηγητής του Πάντειου Πανεπιστημίου, στις Πολιτικές επιστήμες, στο άρθρο του « Ο ΚΕΜΑΛ ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΓΚΙΑΟΥΡ ΙΣΜΙΡ» γράφει:Η κατάρρευση ενός κουρασμένου και διαβρωμένου από την προπαγάνδα του «οίκαδε» στρατού επέρχεται ραγδαία. Σε λιγότερο από είκοσι ημέρες ούτε ένα ελληνικό στρατιωτικό τμήμα της πάλαι ποτέ ένδοξης στρατιάς δεν απομένει στη γη της Ιωνίας.

Όταν μιλούσαμε για την Άμυνα  ( στην αρχή του 3ου μέρους) αναφέραμε ότι ο Στρατηγός Παπούλας είχε δηλώσει στην Κυβέρνηση ότι πολλοί Αξιωματικοί είχαν υπογράψει πρωτόκολλο που στρέφονταν κατά της Κυβέρνησης . Αυτό δεν ήταν το μόνο. Τέτοια πρωτόκολλα κυκλοφορούσαν σε ΄λες τις μονάδες και προκαλούσαν έριδες και αντιπαλότητες μεταξύ των αντιφρονούντων Αξιωματικών, οι οποίες όπως ήταν φυσικό επακόλουθο επιδρούσαν και στους υφισταμένους τους Οπλίτες με συνέπεια την απειθαρχία, την κατάρρευση του ηθικού και την εκμηδένιση της μαχητικής ικανότητας.

Χαρακτηριστικό της επικρατούσαν κατάστασης είναι ότι οι αιτήσεις των στρατιωτών για χορήγηση ολιγοήμερων αδειών δεν γίνονταν δεκτές, γιατί οι αδειούχοι δεν επέστρεφαν στις μονάδες τους. Ταυτόχρονα πλήθος ανδρών λιποτακτούσαν στο εσωτερικό της Μικρασίας όπου εντάσσονταν  σε ένοπλες ομάδες και έκαναν ληστείες και κλοπές στα μετόπισθεν.

Αλλά και στην Ελλάδα τα πράγματα δεν πήγαιναν καλύτερα. Χιλιάδες ήταν οι ανυπότακτοι και οι λιποτάκτες, το δε γεγονός αυτό πληροφορούνταν οι υπηρετούντες στο μέτωπο από τους συγγενείς τους με την αλληλογραφία με αποτέλεσμα να πέφτει ακόμα περισσότερο το ηθικό τους.

 

Η ώρα του Κεμάλ είχε σημάνει.

 

Στις 6 Αυγούστου ο διοικητής των τουρκικών δυνάμεων της δυτικής Μικράς Ασίας έθεσε τις δυνάμεις του σε πλήρη ετοιμότητα. Οι κινήσεις για την κατάληψη της Σμύρνης άρχισαν την 26η Αυγούστου.

Οι Τούρκοι παραθέτουν την εξής αντιστοιχία δυνάμεων, κατά τον Καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου Γιλντίζ Κωνσταντινούπολης, ΕΛΤΣΙΝ ΜΑΤΖΑΡ στο άρθρο του « ΟΙ ΕΛΙΓΜΟΙ ΤΟΥ ΚΕΜΑΛ»

Τούρκοι             Έλληνες

Τουφέκια                                    85.000                 90.000

Ξίφη                                              5.282                   1.280

Οπλοπολυβόλα ελαφρά                2.025                   3.139

Οπλοπολυβόλα  Βαριά                    839                   1.280

Κανόνια                                           323                      418

Αεροπλάνα                                        10                         50

 

 

Τα γεγονότα της Σμύρνης

 

Ο Ελληνικός στρατός αποδεκατισμένος , εγκαταλειμμένος στη τύχη του και εξαντλημένος διαρκώς υποχωρώντας προσπαθούσε να συμμαζέψει τα υπολείμματα των τελευταίων του δυνάμεων για την προστασία της Σμύρνης.

Είχε προηγηθεί η αντικατάσταση του Χατζανέστη , όταν η Κυβέρνηση πληροφορήθηκε για την κρίσιμη θέση των Ελληνικών δυνάμεων και τη δυσφορία των Αξιωματικών για τον Αρχηγό τους. Ο Χατζανέστης αντικαταστάθηκε από τον Στρατηγό Τρικούπη, αγνοώντας ότι ο τελευταίος είχε αιχμαλωτισθεί από τις τουρκικές δυνάμεις. Όταν όμως την 23 Αυγούστου πληροφορήθηκε το γεγονός, ανάθεσε τη Διοίκηση της Στρατιάς στον Αντιστράτηγο Γ. Πολυμενάκο.

Πρώτη πράξη του νέου Αρχιστρατήγου ήταν να εκδώσει διαταγή για λήψη μέτρων ασφαλείας , ώστε να δοθεί ο απαιτούμενος και απαραίτητος χρόνος για την εκκένωση της Σμύρνης.

Διατασσόταν ο Στρατηγός Φράγκου να αποκρούσει κάθε απόπειρα προέλασης των Τούρκων προς την Σμύρνη δια της κοιλάδας του Νυμφαίου και της διόδου Μαγνησίας – Σμύρνης, η δε μεραρχία του ιππικού να καλύψει τη δίοδο της Μενεμένης.

Ταυτόχρονα με άλλες διαταγές ρυθμίζονταν η διαδικασία και ο τρόπος επιβίβασης των Δημοσίων Υπαλλήλων στα πλοία. Τελικώς αφού έγιναν αποτυχημένες κινήσεις του Ελληνικού στρατού, δόθηκε στην Τουρκική 14η Μεραρχία ιππικού η ευκαιρία να διατρήσει την ελληνική άμυνα και να καταλάβει τη δίοδο της Μενεμένης.

Από το πρωί της 19ης Αυγούστου οι Δημόσιοι Υπάλληλοι πήραν την εντολή να συσκευάσουν τα αρχεία και να αναχωρήσουν. Φυσικά πρώτος και καλύτερος στη φευγάλα ο ύπατος αρμοστής- δηλαδή ο Έλληνας Υπουργός της Ιωνίας- Αριστείδης Στεργιάδης, ο οποίος αφού μετέφερε και την τελευταία του καρέκλα στο Αγγλικό πλοίο «Iron Duke» αναχώρησε υπό την προστασία Αγγλικού αγήματος, που άνοιξε βίαια δρόμο ανάμεσα στο έξαλλο πλήθος των Σμυρνιωτών που τον καταριότανε , με τόπο προορισμού τη Ρουμανία και μετέπειτα τη Νίκαια της Γαλλίας όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του μισθοδοτούμενος από την Ιντζέλιντζες Σέρβις μέχρι το θάνατό του στην περίοδο του Β΄. Παγκόσμιου πολέμου.

Ο μοιραίος αυτός άνθρωπος που επιλέχθηκε προσωπικά από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αλά έμεινε στο πόστο του και μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 μόνος ακλόνητος από τον Βενιζελικό κόσμο, είχε πράγματι εκπληρώσει την αποστολή του. Εμπόδισε συνειδητά κάθε προσπάθεια των κατοίκων της Μικράς Ασίας να οργανωθούν οι ίδιοι αμυντικά. Τους έκρυψε μέχρι τέλους την αλήθεια. Αρνήθηκε να τους δώσει όπλα. Και ακόμη περισσότερο έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να μη φύγουν οι Έλληνες έγκαιρα λέγοντας με κυνισμό που τον διέκρινε απερίφραστα στο νεαρό Γεώργιο Παπανδρέου : « Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα».

Στην αρχή δεν ήταν γνωστά στον πληθυσμό τα δραματικά γεγονότα του μετώπου. Όταν όμως διαπιστώθηκε ότι οι Δημόσιες υπηρεσίες ήταν έτοιμες να αναχωρήσουν, όλος ο χριστιανικός πληθυσμός πανικοβλήθηκε και κατέκλυσε τις ακτές και τους σιδηροδρομικούς σταθμούς των γραμμών Κασαμπά και Αϊδινίου.

Ο Πολυμενάκος με τους επιτελείς του μεταφέρθηκε σε πλοίο στο λιμάνι της Σμύρνης. Το πρωί της 26 Αυγούστου αναχώρησαν και οι ανώτεροι υπάλληλοι- οι κατώτεροι είχαν αναχωρήσει γρηγορότερα- και έτσι αφέθηκε η πόλη στην τύχη της, γιατί και η Ελληνική χωροφυλακή ήταν έτοιμη να αναχωρήσει. Εν τω μεταξύ άρχισαν να φεύγουν από την πόλη και οι ξένοι με σύσταση των προξενείων τους πλην των Ιταλών, αφού η προξενική τους αρχή έκρινε ότι δεν διέτρεχαν κανέναν κίνδυνο.

Λίγο πριν δύσει ο ήλιος της 26 Αυγούστου, άρχισαν να αποπλέουν όλα τα πλοία που μετέφεραν τις Πολιτικές και Στρατιωτικές Αρχές καθώς και τη Χωροφυλακή. Σε λίγο απέπλευσε και ο στόλος.

Η Σμύρνη παρέμεινε πλέον στο έλεος των Τούρκων.

Την ίδια νύχτα από την οδό Νυμφαίου- Σμύρνης-Βρυούλων, κινούνταν και τα τελευταία τμήματα του Ελληνικού στρατού που υποχωρούσαν κατευθυνόμενα προς την Παραλία της Ερυθραίας και το λιμάνι της Κρήνης ( Τσεσμέ).

Πένθος και κατήφεια επικρατούσε στη Σμύρνη. Όσοι Έλληνες δεν είχαν κατορθώσει να αναχωρήσουν περιφέρονταν στην προκυμαία.

Λίγο μετά το μεσημέρι μπήκε στην πόλη ισχυρή δύναμη του 5ου Ιππικού σώματος του Τουρκικού στρατού υπό τον Φαρχεντίν Πασά. Την επόμενη μπήκαν στην πόλη Τουρκικά στρατεύματα υπό τον Νουρεντίν Πασά. Ο τελευταίος ανέλαβε καθήκοντα Διοικητού της πόλης. Ότι επακολούθησε σε βάρος της Σμύρνης, έγινε με την ανοχή του, αν ,βεβαίως, δεν ήταν ο εμπνευστής των γεγονότων.

Στα μέρη που τραγουδήθηκαν για πρώτη φορά τα ομηρικά έπη, εκεί που πρωτογράφτηκε ελληνικά το Ευαγγέλιο, εκεί που ανατράφηκαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, εκεί που ανάβλυσε το μεσαιωνικό έπος του Ακρίτα κι από όπου ορμούσαν ακατάβλητοι οι λόγιοι των 17ου και 18ου αιώνων για να φτιάξουν το γένος, εκεί ούτε ένας Έλληνας δεν απόμεινε.

Η πόλη των Αμαζόνων και του Ταντάλου, σβήνει από τους Παγκόσμιους χάρτες. Στη θέση της θα φυτρώσει η άσημη Ισμίρ.

 

 

Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος

 

Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος είχε παραμείνει στη Σμύρνη αποφασισμένος να συμμερισθεί την τύχη του ποιμνίου του. Λίγο μετά την άφιξη του ο Νουρεντίν κάλεσε τον Χρυσόστομο να εμφανισθεί ενώπιόν του. Περί του τι συνέβη ακριβώς ομιλούν διάφορες αφηγήσεις οι οποίες είναι με μικρές παραλλαγές σχεδόν ίδιες. Παραθέτουμε εδώ την αφήγηση του Πρωτοσύγκελου του μητροπολίτη Εφέσου Αρχιμανδρίτη Κυρίλλου Ψύλλα , όπως  καταγράφεται  στο  βιβλίο  του  Δ.   Μαυρόπουλου  

«   Πατριαρχικές Σελίδες»:

«Την ιδίαν όμως εσπέραν τούρκος αξιωματικός προσήλθεν εις την μητρόπολιν από μέρους του εισελθόντος εις την Σμύρνην αιμοβόρου Νουρεντίν και εκάλεσε τον Χρυσόστομον να εμφανισθεί εις αυτόν με τους δημογέροντας. Ο Χρυσόστομος επήγεν μόνον με τον Τσουρουκτσόγλου και τον Κλημάνογλου, διότι αυτοί οι δύο ευρίσκοντο εις το μητροπολιτικόν μέγαρον. Μόλις παρουσιάσθη εις αυτόν , ο Νουρεντίν ήρχισε να τον υβρίζει χυδαίως , δια την προδοτικήν στάσιν του έναντι του τουρκικού κράτους. Ακολούθως του αφήρεσε το καλυμμαύχιον και το ετοποθέτησε πάνω εις το γραφείον του λέγων: Σε παραδίδω εις τον λαόν. Αυτός αν σε εύρη ένοχον θα σε τιμωρήσει μόνος του». Τον παρέδωσε τότε είς τον όχλον που τον έσυρε μέχρι της πλατείας του Τιρκιλίκ και τον υπέβαλεν εις φρικώδη βασανιστήρια. Εκεί Τουρκοκρής αστυνόμος, ευεργετηθείς από τον Χρυσόστομον άλλοτε, όπως εξεμυστηρεύθη ο ίδιος εις τον Θωμάν Βούλτσιον, και δια να απαλλάξει τον ευεργέτην του από τα βασανιστήρια, τον επυροβόλησε τετράκις εις τον  αυχένα και τον αφήκεν άπνουν.

»Το σώμα του μάρτυρος ενταφιάσθη από αγγαρευθέντας Έλληνας αιχμαλώτους στρατιώτας του 18ου Συντάγματος εις το γυμναστήριον του συλλόγου « Απόλλων». Τούρκος δε κήρυξ περιήλθε εις τουρκικάς συνοικίας και ανήγγειλε, κρατών την ποιμαντορικήν ράβδον του μάρτυρος, την «παραδειγματικήν τιμωρίαν του προδότου».Δια την καλήν δε είδησιν ελάμβανε δώρα από τον τουρκικόν όχλον , τα λεγόμενα «μουζδελίκια».

Τα ίδια περίπου αφηγείται και ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος (1868- 1938) ο οποίος είχε παραμείνει μέχρι της τελευταίας στιγμής στο πλευρό του εθνομάρτυρα.

Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος Καλαφάτης (1867-1922) γεννήθηκε στην Τρίγλια της Βιθυνίας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και το 1902 έγινε Μητροπολίτης Δράμας. Η εθνική του δράση κίνησε την αντίδραση των Τούρκων και το Πατριαρχείο εξαναγκάσθηκε να τον ανακαλέσει. Το 1910 μετατέθηκε στη χηρεύουσα Μητρόπολη Σμύρνης, όπου και βρήκε το τραγικό τέλος που περιγράφουμε.

Λίγο πριν τον μαρτυρικό του θάνατο έγραψε μια επιστολή προφητική προς τον Βενιζέλο. «Ο Ελληνισμός, έλεγε, της Μικράς Ασίας , το Ελληνικόν Κράτος, αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος κατεβαίνει πλέον εις τον Άδη… της αφαντάστου ταύτης καταστροφής βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος».

Ο τουρκικός όχλος επέδραμε πρώτα στην Αρμενική συνοικία, οι κάτοικοι της οποίας είχαν καταφύγει στο Ναό του Αγίου Στεφάνου.

Εν τω μεταξύ στην πόλη επικρατούσε πλήρης αναρχία. Οι πρώτες φλόγες φάνηκαν την 31 Αυγούστου στην ίδια συνοικία. Η φωτιά επεκτάθηκε γρήγορα στις παρακείμενες συνοικίες και σε ένα διήμερο όλες οι Χριστιανικές συνοικίες είχαν μεταβληθεί σε ερείπια και στάχτη.

Τελικά μαζί με το Χρυσόστομο εξοντώθηκαν 347 ιερείς της επαρχίας Σμύρνης επί συνόλου 459, όπως και ο επίσκοπος Μοσχονησίων Αμβρόσιος, που πεταλώθηκε!!! , ο Κυδωνιών Γρηγόριος, που θάφτηκε ζωντανός!!! Και ο Ικονίων Ζήλων που τον έσφαξαν. Από τις 46 εκκλησίες της Σμύρνης, διασώθηκαν μόνο 3.

Κυριαρχούσε πλήρες χάος, τρόμος, θάνατος, λεηλασίες, διαρπαγές και εξανδραποδισμοί. Εικόνα φρικαλέα και έργο διαβόλου. Οι Έλληνες προσπαθούσαν να κρυφτούν όπου μπορούσαν, ακόμη και στα νεκροταφεία. Οι Τούρκοι επεδόθηκαν στο προσφιλές γι αυτούς έργο το πλιάτσικο. Έμπαιναν στα καταστήματα και στα σπίτια σπάζοντας τις πόρτες και άρπαζαν ότι πολύτιμό εύρισκαν. Άρπαζαν βίαια τα παιδιά από τις αγκαλιές των μανάδων τους και τα προωθούσαν στο εσωτερικό της Ασίας. Το ίδιο έκαναν στις νέες και στους νέους, αφού τα σκλαβοπάζαρα της ανατολής λειτουργούσαν και έκαναν χρυσές δουλειές.

Άπειρα πτώματα έπλεαν στη θάλασσα κοντά στην προκυμαία και μάλιστα υπό το απαθές βλέμμα των συμμάχων.

Εικόνα τραγική που έκανε τον νεαρό τότε Αμερικανό πολεμικό ανταποκριτή Έρνεστ Χέμινγουέι να γράψει μερικές υπέροχες  σελίδες, θρηνώντας τούτα τα αθώα θύματα ενός άδικου πολέμου.

Επί τέσσερις ημέρες έκαιγαν τη Σμύρνη. Ότι επί αιώνες είχε δημιουργηθεί έγινε παρανάλωμα του πυρός.

Την 3/16 Σεπτεμβρίου 1922 , την Τρίτη δηλαδή ημέρα μετά τους εμπρησμούς , τις σφαγές και τις λεηλασίες , ο Νουρεντίν εξέδωσε την εξής προκήρυξη προς τους κατοίκους.

« Α. Όλοι οι Έλληνες και οι Αρμένιοι από του 18ου έτους μέχρι του 45ου που βρίσκονται στα απελευθερωθέντα από το στρατό μας εδάφη, πρέπει να παραδοθούν αμέσως . Θα κρατηθούν ως αιχμάλωτοι μέχρι πέρατος των εχθροπραξιών. Το μέτρο αυτό λαμβάνεται εναντίον τους γιατί έλαβαν επίσημα τα όπλα εναντίον της Πατρίδας, γιατί κατατάχτηκαν σε εχθρικό στρατό, γιατί τελευταία πυρπόλησαν πόλεις και χωριά και διέπραξαν ανήκουστες ωμότητες εναντίον του ειρηνικού πληθυσμού και για να μην ενισχύσουν, αν αφεθούν ελεύθεροι, τον εχθρικό στρατό.

   Β. Όλοι εκείνοι τους οποίους δεν αφορά το πρώτο άρθρο  και γενικώς όλες οι Σμυρναίικες οικογένειες ή Έλληνες και Αρμένιοι πρόσφυγες μπορούν να μεταναστεύσουν μέχρι της 30 Σεπτεμβρίου 1338 (1922). Όσοι δεν μεταναστεύσουν και παρέλθει η προθεσμία και κριθούν ύποπτοι για τη Δημόσια Ασφάλεια θα οδηγηθούν εκτός της πολεμικής ζώνης.

   Γ. Επειδή η Εθνοσυνέλευση έλαβε μέτρα για την εκκαθάριση από τα λείψανα του Ελληνικού στρατού, όλοι οι κάτοικοι χωρίς καμία διάκριση φυλής και θρησκείας, οφείλουν να επιστρέψουν στα σπίτια τους και να επαναλάβουν τις ειρηνικές τους εργασίες.

Ο διοικητής του στρατού

Νουρεντίν».

Η προκήρυξη αυτή φανέρωνε την τύχη όλων των εκεί Ελλήνων και Αρμενίων. Και φυσικά η τρίτη παράγραφος κατά την οποία όλοι οι κάτοικοι χωρίς διακρίσεις φυλετικές ή θρησκευτικές είχαν υποχρέωση να επιστρέψουν στα σπίτια τους και να επαναλάβουν τις ειρηνικές τους εργασίες, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως καθαρή ειρωνεία.

Έτσι τερματίσθηκε η εκστρατεία της Μικράς Ασίας  και νέο κεφάλαιο άρχισε στην ιστορία των Ελλήνων με την άφιξη του εκριζωμένου Μικρασιατικού Ελληνισμού.

Οι τουρκικές επιτυχίες οφείλονταν κατά κύριο λόγο στο Μουσταφά Κεμάλ. Εμπνευσμένος ηγέτης, αποφασιστικός και ικανός πολιτικός ο Κεμάλ,  εμφύσησε όνειρα και ένωσε το διαιρημένο, διαμελισμένο και ηττημένο έθνος  , ενώ ταυτόχρονα διεξήγε νικηφόρο αγώνα κατά των Ελλήνων , οι οποίοι στην κρισιμότερη ακριβώς στιγμή του αγώνα, παρασύρονταν στον ανεμοστρόβιλο των πολιτικών παθών , τυφλωμένοι από τα πάθη αυτά και μη αντιλαμβανόμενοι το βάραθρο που οδηγούνταν.

Ο καθηγητής της Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ε. Πρωτοψάλτης στο βιβλίο του « Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» έκδοση 1973 ,γράφει στη σελίδα 219

«……… Το όνειρον της μεγάλης Ελλάδος, το οποίον προς στιγμήν εγένετο πραγματικότης , διελύθη μετά την μικρασιατικήν καταστροφήν.  Πολλά ελέχθησαν περί των αιτίων της τραγωδίας εκείνης. Ανεξαρτήτως όμως των ιδικών μας θανάσιμων σφαλμάτων , επί του θέματος τούτου, δύναται τις να είπει αφόβως, ότι κακή μοίρα της Ελλάδος εχειραγώγησεν και πάλιν τους συμμάχους της, οι οποίοι εναγκαλισθέντες κατ αρχάς τους Έλληνας, ως αδελφούς, τους εγκατέλειψαν, ύστερον, να πνιγούν αβοήθητοι εις τας ακτάς της Ιωνίας».

Ακριβείς αριθμοί απωλειών κατά την μικρασιατική εκστρατεία δεν υπάρχουν. Οι τουρκικές απώλειες δεν ξεπερνούσαν κατά πάσα πιθανότητα τις 100.000 άνδρες. Οι απώλειες των Ελλήνων έφθασαν τις 200.000 άνδρες – μόνο στη Σμύρνη υπολογίζονται σε 30.000 – εκ των οποίων το μισό περίπου απωλέσθηκε κατά την υποχώρηση του Αυγούστου – Σεπτεμβρίου 1922.

 

Μ Ε Ρ Ο Σ 3Ο

 

Τα γεγονότα μέχρι της Συνθήκης της Λοζάννης

 

Η επανάσταση του 1922

 

Τα υπολείμματα του στρατού μας, αποβιβάσθηκαν στα νησιά του Αιγαίου και κυρίως στα νησιά Μυτιλήνη και Χίο. Όπως ήταν επόμενο το πλήθος των στρατιωτών χωρίς συνοχή και ίχνος πειθαρχίας, διασπαρμένο σε όλα τα σημεία των νησιών και μάλιστα με τα όπλα τους, αποτελούσαν αληθινό κίνδυνο για τον πληθυσμό, ιδίως της Μυτιλήνης, όπου αποβιβάσθηκε ο κύριος όγκος των υπολειμμάτων του στρατού μας. Η ανεξάρτητη μεραρχία που ήταν το μόνο στρατιωτικό σώμα με συνοχή, αφόπλισε τους περιπλανώμενους και έβαλε τάξη. Οι κάτοικοι πήραν θάρρος και επέστρεψαν στις δουλειές τους.

Στη Χίο η κατάσταση ήταν χειρότερη, αφού εκεί είχε συγκεντρωθεί τεράστιος αριθμός προσφύγων , χιλιάδες φυγάδων στρατιωτών, χωρίς όπλα, που περιπλανούνταν άσκοπα στους δρόμους ή κοιμούνταν στις πλατείες και τα πεζοδρόμια. Και εκεί το 25ο Σύνταγμα που αποτελούνταν από 300 άνδρες, επέβαλε με σκληρά μέτρα την τάξη.

Στα δύο νησιά όμως η εικόνα ήταν τραγική. Οι χιλιάδες των προσφύγων, κυρίως γυναικών, γερόντων και παιδιών, αφού οι άνδρες από το 18ο έως το 45ο έτος είχαν κρατηθεί από τους Τούρκους αιχμάλωτοι, αναζητούσαν τους δικούς τους που έχασαν.

Στην Αθήνα, εν τω μεταξύ, η Κυβέρνηση είχε παραιτηθεί και την διαδέχθηκε η Κυβέρνηση του Τριανταφυλλάκου. Πρώτο της μέλημα ήταν η αντιμετώπιση της κατάστασης που ήταν τραγική.

Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιστάσεις μεγάλων εθνικών καταστροφών, επακολούθησε επανάσταση. Την 9 Σεπτεμβρίου συγκροτήθηκε στη Χίο τριμελής επαναστατική επιτροπή υπό τους Συνταγματάρχες Πλαστήρα και Γονατά και τον Αντιπλοίαρχο Φωκά.

Ως σκοποί της επανάστασης καθορίσθηκαν η παραίτηση του Βασιλιά Κωνσταντίνου, η άμεση διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, ο σχηματισμός Κυβέρνησης που θα εμπιστεύονταν οι Σύμμαχοι, η οποία θα διενεργούσε άμεσα εκλογές για να καθορισθεί το πολίτευμα και η άμεση ενίσχυση του στρατού της Θράκης.

Η επανάσταση εξερράγη τελικά την 11 Σεπτεμβρίου (παλαιό ημερολόγιο) και επεκράτησε σχεδόν άμεσα και αναίμακτα. Δεν υπήρχε άλλωστε οργανωμένη δύναμη να προβάλλει αντίσταση. Την επόμενη οι επαναστάτες επιβιβάσθηκαν σε πλοία και απέπλευσαν για τον Πειραιά, ενώ ένα αεροπλάνο έριξε στην Αθήνα την παρακάτω προκήρυξη.

                                             Προκήρυξις

Ελληνικόν λαόν

Πρόεδρον Εθνοσυνελεύσεως

Βασιλέα, διάδοχον

Πρόεδρον Κυβερνήσεως

 Ο εν Μυτιλήνη και Χίο στρατός και στόλος μου ανέθεσαν αυθορμήτως την ηγεσίαν αυτών, όπως διατυπώσω εξ ονόματος των τας κάτωθι αξιώσεις, εν τη απολύτω πεπεποιθήσει ότι εις ταύτα είναι σύμφωνος και ο λοιπός στρατός και στόλος και ιδία ολόκληρος ο ελληνικός λαός, πλην ασημάντου μειοψηφίας ουχί εξ ευγενών ελατηρίων αντιφρονούσης.

 Η σωτηρία της πατρίδος μας επιβάλλει τας αξιώσεις μας ταύτας.

1) Παραίτησις του Βασιλέως χάριν της Πατρίδος υπέρ του διαδόχου

2) Αμεσος διάλυσις της εθνοσυνελεύσεως

3) Σχηματισμός κυβερνήσεως αχρόου, εμπνεούσης εμπιστοσύνην εις την Αντάτ, δια την ταχίστην και αμερόληπτον ενέργειαν εκλογών εθνοσυνελεύσεως και την διαχείρησιν των εξωτερικών ζητημάτων, μέχρις ου ο λαός αποφασίσει τελικώς περί της τύχης του.

4) Άμεσος ενίσχυσις του Θρακικού μετώπου.

Ας επικρατήσει παρ ημίν ο αγνός πατριωτισμός προς αποσόβησιν αλληλοσπαραγμού και ταχυτέραν έναρξιν του έργου της εθνικής επανορθώσεως, δι ης θα ανασταλεί η πλήρης καταστροφή, προς ην φερόμεθα και θα επιτευχθεί η σωτηρία της πατρίδος.

 

Στ. Γονατάς

Συνταγματάρχης

 

Την επόμενη 14 Σεπτεμβρίου ο Βασιλιάς παραιτήθηκε υπέρ του διαδόχου του Γεωργίου Β΄. Με την οικογένειά του αναχώρησε για το Παλέρμο της Ιταλίας και την 29 Δεκεμβρίου 1922 πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 55 ετών.

Την προηγούμενη ημέρα (13 Σεπτεμβρίου) είχε παραιτηθεί και η Κυβέρνηση.

Η επαναστατική αρχή απέστειλε αυθημερόν τηλεγράφημα στον Ελευθέριο Βενιζέλο, δια του οποίου του εξέφραζε την πλήρη εμπιστοσύνη της και του ανέθετε τη διαχείριση του εθνικού ζητήματος στο εξωτερικό.

 

 

 

Η ανακωχή των Μουδανιών

 

Μετά τον θρίαμβό του στη Μικρά Ασία ο Κεμάλ έστρεψε την προσοχή του στα Στενά και την Κωνσταντινούπολη. Ο Ελληνικός στρατός είχε καταρρεύσει και μόνο ελάχιστα τμήματα των Συμμάχων υπήρχαν. Ο Τσόρτσιλ που ήταν τότε Υπουργός των Στρατιωτικών της Μεγ. Βρετανίας, γράφει ότι η είσοδος των Τούρκων ως κατακτητών και πάλι στην Ευρώπη, αποτελούσε τη χειρότερη ταπείνωση για τους Συμμάχους.

Δεν ήταν άλλωστε δυνατό να γίνει αλλιώς, ύστερα από τη στάση των Γάλλων και των Ιταλών.

Τα όπλα με τα οποία ο Κεμάλ είχε πολεμήσει τους Έλληνες τα προμήθευσαν οι Ιταλοί, ενώ οι Γάλλοι συνθηκολόγησαν με τον Κεμάλ, πίσω από τα νώτα των Συμμάχων , τον διευκόλυναν να αποσύρει από τη Συρία και την Αρμενία τις δυνάμεις του και να ρίψει κατά των Ελλήνων και τον ενίσχυσαν με πολεμικό υλικό, που είχαν εγκαταλείψει στη Κιλικία. Είχαν απομείνει μόνο οι Άγγλοι.

Το σχέδιο της Αγγλικής κυβέρνησης ήταν να υποχρεωθεί ο Κεμάλ να διαπραγματευθεί την ειρήνη πριν εμφανισθεί στο ευρωπαϊκό έδαφος. Όμως με τις εξασθενημένες δυνάμεις που διέθεταν οι Άγγλοι , αλλά και την πεποίθηση ότι όλος ο μουσουλμανικός κόσμος ήταν με το μέρος του Κεμάλ , καθιστούσε τη θέση της Αγγλίας δυσχερέστατη.

Προ του κινδύνου να χάσουν οι Άγγλοι τα στενά και τη ελευθερία της διέλευσής τους, εξέδωσαν ανακοινωθέν με το οποίο τονίζονταν ότι η ελευθερία των Στενών ήταν ζωτικότατο ζήτημα για την Αγγλία και ότι δεν θα περιορίζονταν σε διπλωματικές μόνο ενέργειες. Επίσης πρόσθεταν ότι είχαν αποφασίσει να ενισχύσουν σημαντικά το Στρατηγό Χάμιλτον και ο βρετανικός στόλος πήρε την εντολή να εμποδίσει με κάθε τρόπο την προσπάθεια να περάσουν οι Τούρκοι στην ευρωπαϊκή ακτή.

Το ανακοινωθέν εκείνο που συνέταξε ο Τσόρτσιλ παρ’ ολίγο να προκαλέσει Αγγλογαλλική ρήξη.  Σε θυελλώδη συνάντηση των δύο διπλωματικών αντιπροσωπειών και αφού κατάλαβαν ότι έπρεπε να συνεννοηθούν για το κοινό συμφέρον της Συμμαχίας, αποφάσισαν να στείλουν στα Μουδανιά τον Χάμιλτον να συναντήσει τον Κεμάλ για να επιτύχει συμφωνία μαζί του που δεν ήταν άλλη παρά η χάραξη μιας γραμμής την οποία οι Τούρκοι δεν θα υπερέβαιναν  εν αναμονή ικανοποιήσεως των αιτημάτων τους.

Ο Κεμάλ όμως ο οποίος είχε αντιληφθεί τη κατάσταση στους Συμμάχους, φοβούμενος ίσως την παροχή υποστήριξης προς τους Έλληνες, ύστερα μάλιστα  από την επικράτηση της επανάστασης στην Ελλάδα, διέταξε προέλαση του στρατού του προς τα Στενά. Ο φόβος του Κεμάλ δεν ήταν αβάσιμος. Οι Άγγλοι είχαν σκοπό να αναχαιτίσουν την προέλαση του Κεμάλ βασιζόμενοι στον Ελληνικό στρατό. Ο Λόϋδ Τζώρτζ στα απομνημονεύματά του γράφει : « ο στρατός αυτός δεν είχε εκμηδενισθεί. Οι βετεράνοι του των Βαλκανικών εκστρατειών και του μεγάλου πολέμου δεν είχαν παύσει να υπάρχουν. Θα ήταν δυνατό να αναδιοργανωθούν και να εξοπλισθούν, έχοντας δε τα βρετανικά στρατεύματα στα νώτα τους, θα ήταν σε θέση να απωθήσουν τους Τούρκους…»

Εν πάση περιπτώσει οι Άγγλοι διέταξαν τον Χάμιλτον να επιδώσει τελεσίγραφο προς τον Κεμάλ, με το οποίο απειλούσαν πόλεμο, αν τα τουρκικά στρατεύματα δεν αποσύρονταν. Και ο Άγγλος στρατηγός και ο ύπατος αρμοστής Ράμπολτ αγνόησαν τις εντολές της κυβέρνησης τους και δεν επέδωσαν το τελεσίγραφο.

Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι απειλούσαν και αυτοί να προσβάλλουν τα Στενά, αν δεν αφήνονταν ελεύθεροι να διέλθουν και να καταλάβουν την Ανατολική Θράκη.  Τελικά τη νύφη πλήρωσαν και πάλι οι Έλληνες. Άγγλοι και Γάλλοι συμφώνησαν να αποσυρθούν οι Ελληνικές δυνάμεις πέραν του Έβρου και η Ανατολική Θράκη θα καταλαμβάνονταν από τους Συμμάχους, οι οποίοι θα την παρέδιδαν εν καιρώ στους Τούρκους.

Τελικά την 10/23 Σεπτεμβρίου ο Κεμάλ κλήθηκε με διακοίνωση των  τριών Συμμάχων στα Μουδανιά, με σκοπό να συναφθεί συμφωνία ειρήνης. Για να γίνει δεκτή όμως η διακοίνωση, οι σύμμαχοι ικανοποίησαν όλες τις απαιτήσεις του Κεμάλ, όπως η άμεση παράδοση της Ανατολικής Θράκης μετά της Ανδριανούπολης, αλλά και η πλήρη αποχώρησή τους από την Κωνσταντινούπολη. Επίσης έκαναν δεκτή την παράλογη απαίτηση του Κεμάλ να μην μεταβούν οι Έλληνες στα Μουδανιά με ελληνικό πλοίο. Τελικά η Ελληνική αντιπροσωπεία πήγε εκεί με πολεμικό Αγγλικό πλοίο!!!

Την Τουρκία εκπροσωπούσε ο Στρατηγός Ισμέτ, ο μετέπειτα Ισμέτ Ινονού. Η Ελληνική αντιπροσωπεία εκπροσωπούνταν από τον Στρατηγό Μαζαράκη. Τελικά ύστερα από συνεδριάσεις κατά τις οποίες οι Σύμμαχοι αποφάσιζαν ερήμην των Ελλήνων, αναγκασθήκαμε να δεχθούμε τους όρους της Συμφωνίας που υπέγραψαν οι Σύμμαχοι και οι Τούρκοι. Οι κυριότερες διατάξεις ήταν:

  1. Κατάπαυση των εχθροπραξιών.
  2. Ορίζονταν ο Έβρος ως γραμμή απόσυρσης των Ελληνικών στρατευμάτων, μέχρι των βουλγαρικών συνόρων, περιλαμβανόμενης της Ανδριανούπολης και της περιοχής του Καραγάτς και,
  3. Η εκκένωση έπρεπε να πραγματοποιηθεί μέσα σε 15 ημέρες.

Κατ΄αυτόν τον τρόπο η στρατιά μας της Ανατολικής Θράκης αποσύρθηκε στη γραμμή του Έβρου, χωρίς να ρίξει ούτε μια τουφεκιά!!

 

 

 

Δίκη και εκτέλεση των Έξη

 

 

Εν τω μεταξύ στην Αθήνα η Κυβέρνηση είχε παραιτηθεί, όπως κι ο Βασιλιάς  και τις τύχες της χώρας ανέλαβε η επαναστατική επιτροπή, την 15 Σεπτεμβρίου και την επόμενη ημέρα ορκίσθηκε η νέα κυβέρνηση υπό τον Α. Ζαΐμη . Κατά το διάστημα αυτό είχαν συλληφθεί οι Δ. Γούναρης, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Ν. Στράτος, Ν. Θεοτόκης, Γ. Μπαλτατζής, ο Υποναύαρχος Μ. Γούδας ,ο Υποστράτηγος Ξ. Στρατηγός και ο πρώην Αρχιστράτηγος Χατζανέστης.

Ήταν φανερό πλέον ότι η επανάσταση είχε σκοπό να θέσει εκποδών τους συλληφθέντες πολιτικούς και να προβεί σε διεξαγωγή ανακρίσεων  «προς εξακρίβωσιν των υπαιτίων της ήττης». Σαν να μην είχαν μερίδιο των ευθυνών οι ηγήτορες του στρατού της Μικράς Ασίας. Οι επίσημες υποσχέσεις της επαναστάσεως ότι οι συλληφθέντες ως ένοχοι των συμφορών  θα παρέμειναν στη φυλακή έως ότου η Εθνοσυνέλευση αποφασίσει για τον τρόπο της δίκης των, ρίχνονταν στο καλάθι των αχρήστων. Και αυτό ήταν φυσικό, γιατί σε μια πραγματική δίκη θα αποκαλύπτονταν και ευθύνες πολλών από αυτούς που έμελλε να παραπέμψουν. Επί πλέον έπρεπε να στραφεί άλλού το κύμα αγανάκτησης των προσφύγων κυρίως , οι οποίοι καθώς βρίσκονταν σε οικτρή κατάσταση, ζητούσαν κάποιους υπεύθυνους για την κατάστασή τους.

Φυσικά η επανάσταση είχε ανάγκη να περιβάλλει τις αποφάσεις της με το κύρος του λαού. Για το σκοπό αυτόν οργάνωσε συλλαλητήριο την 9η Οκτωβρίου, εκμεταλλευόμενη την αγανάκτηση του προσφυγικού κόσμου.

Το Υπουργικό Συμβούλιο, σε συνεργασία με την επαναστατική επιτροπή, κατάρτισε το διάταγμα για τη συγκρότηση του έκτακτου Στρατοδικείου. Το διάταγμα όριζε ότι εντός τριών ημερών μπορούσαν οι κατηγορούμενοι να λάβουν γνώση της δικογραφίας και να προτείνουν μάρτυρες, όχι περισσότερους από τους μάρτυρες που θα καλούσε ο επαναστατικός επίτροπος. Και- χαρακτηριστικό και αυτό- κανείς μάρτυρας δεν θα εξαιρούνταν. Συγκροτήθηκε έτσι στρατοδικείο υπό την προεδρία του Υποστράτηγου Αλ. Οθωναίου, για να δικάσει τους Γούναρη, Στράτο, Πρωτοπαπαδάκη, Θεοτόκη, Μπαλτατζή, Στρατηγό, Γούδα και Χατζανέστη.

Το πρωί της 31 Οκτωβρίου οι οκτώ κατηγορούμενοι  προσήχθησαν ενώπιον του δικαστηρίου και άρχισε η δίκη μέσα σε ατμόσφαιρα τρομοκρατίας και αυστηρότατης λογοκρισίας. Η δίκη, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν προαποφασισμένο διήρκησε 14 ημέρες και ακολούθησε εκείνο που χαρακτηρίσθηκε από τους ξένους ιστορικούς και πολιτικούς «αξιοθρήνητη και αχαρακτήριστη πράξη στη νεώτερη ιστορία της Ελλάδας», πράξη που δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία της Ελλάδας από της εποχής της ανεξαρτησίας της. Με την απόφαση καταδικάζονταν παμψηφεί σε θάνατο οι Γούναρης, Πρωτοπαπαδάκης, Στράτος, Μπαλτατζής, Θεοτόκης και Χατζανέστης. Σε ισόβια δεσμά καταδικάζονταν οι Στρατηγός, και Γούδας.

Το σκεπτικό της απόφασης είναι έξοχο υπόδειγμα αναληθειών και καθαρά συκοφαντικών κατηγοριών. Θα μπορούσε κάποιος να κατηγορήσει τους ατυχείς αυτούς σαν ανίκανους και επιπόλαιους ή μύωπες, ποτέ όμως ότι σκηνοθέτησαν την εκστρατεία της Κωνσταντινούπολης, αποσπώντας δυνάμεις από το μικρασιατικό μέτωπο, με σκοπό  να επιτεθεί ο εχθρός, να νικήσει και να τερματισθεί ο πόλεμος με την εκκένωση της Μικράς Ασίας και της Θράκης. Ούτε ότι κατά την επίθεση των Τούρκων την 13 Αυγούστου 1922 ο Χατζανέστης «παρέδωσεν εκ προθέσεως εις τον εχθρόν» μεγάλα τμήματα της παρ αυτού διοικουμένης στρατιάς της Μικράς Ασίας και « δια διαφόρων μέσων προεκάλεσε την απέναντι του εχθρού φυγήν του στρατού και ημπόδισε την ανασυνάθροισιν αυτού, παρακινηθείς προς τούτο εκ προθέσεως υπό των λοιπών κατηγορουμένων» Και αλλού ότι « λόγω της επανόδου του Κωνσταντίνου η Ελλάς εξέπεσε της συμμαχίας και εστερήθη ούτω της επικουρίας των Συμμάχων προς επιβολήν της Συνθήκης των Σεβρών».

Στα προηγούμενα άρθρα μας είδαμε την πολιτική των Συμμάχων και τους λόγους της εγκατάλειψης της Ελλάδας απ΄αυτούς. Εξ άλλου εκτός από τα δημοσιεύματα των απομνημονευμάτων των πρωταγωνιστών του Ελληνικού δράματος Λόϋδ Τζώρτζ, Τσόρτσιλ, Σφόρτσα, Πουανκαρέ, η δημοσίευση των επίσημων εγγράφων των τριών χωρών ρίχνει άπλετο φως στα γεγονότα. Άλλωστε η ρητή αξίωση του Άγγλου πρέσβεως να απαγορευθεί στους κατηγορούμενους να αναφερθούν  σε διπλωματικά έγγραφα για να εξηγήσουν τις ενέργειές τους, είναι χαρακτηριστικό δείγμα της ευθύνης των Συμμάχων.

Έτσι πλήρωσαν σκληρά οι ηγέτες των Ελλήνων κατά την αρχή της καταστροφής και για τις δικές τους και για τις ξένες αμαρτίες. Τη λογική εξήγηση των γεγονότων αυτών έδωσε ο Βενιζέλος που ήταν ο κυριότερος πολιτικά αντίπαλός τους, ο οποίος βέβαια δεν ήταν αντίθετος με τις εκτελέσεις, μιλώντας στη Βουλή την 31 Μαρτίου 1931.

«Δύναμαι να σας βεβαιώσω ότι ουδείς εξ ημών πιστεύει ότι οι τυφεκισθέντες υπήρξαν εκ προθέσεως προδόται της πατρίδος, ή ότι εν γνώσει οδήγησαν αυτήν εις την Μικρασιατικήν καταστροφήν. Προσθέτω μάλιστα ότι πάντες ημείς πιστεύομεν ακραδάντως ότι οι εκτελεσθέντες θα ήσαν ευτυχείς εάν η πολιτική των θα ωδήγει την Ελλάδα εις εθνικόν θρίαμβον. Υπό ομαλάς συνθήκας βεβαίως θα απεκλείετο και να σκεφθεί τις ότι το σφάλμα των εκείνο θα ήτο δυνατόν να τιμωρηθεί δια της τρομεράς ποινής του θανάτου. Εάν όμως αναλογισθείτε την εποχήν του  Φθινοπώρου του 1922 και το τραγικόν θέαμα των μυριάδων προσφύγων και των λειψάνων του στρατού, θα εννοήσετε πως η δύναμις των πραγμάτων και η εξ αυτής πίεσις υπήρξαν ισχυρότεραι των πρώτων σκέψεων της επαναστάσεως  περί εκδικάσεως των υπευθύνων της συμφοράς.

Μετά τη δίκη των έξι ακολούθησε η δίκη του Πρίγκιπα Ανδρέα , Διοικητού παλαιότερα του Β΄. Σώματος Στρατού επειδή αρνήθηκε να εκτελέσει διαταγή της Στρατιάς. Με την επέμβαση όμως της Μεγ. Βρετανίας, το στρατοδικείο του επέβαλε την ποινή της ισόβιας υπερορίας και έτσι αναχώρησε από την Ελλάδα.

Αυτός που πίεσε την Κυβέρνηση να παραπέμψει τους κατηγορουμένους στο στρατοδικείο ήταν ο Πάγκαλος, ο οποίος και συνέταξε το παραπεμπτικό πόρισμα. Κανένας , λοιπόν, δεν θα μπορούσε  να δώσει σαφέστερα σχόλια απ΄αυτόν. Σε συνέντευξή του τον Ιανουάριο του 1949 είπε « Δεν διέπραξαν συνειδητήν προδοσίαν, ως εκατηγορήθησαν, αλλ΄υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της πατρίδος κατά τας κρισίμους εκείνας στιγμάς».

 

Η Διάσκεψη της Λοζάννης

 

Την 3/21 Νοεμβρίου 1922 άρχισε η Διάσκεψη της Λοζάννης . Παρίστατο οι Μεγ. Βρετανία ( Κώρζον) , Γαλλία ( Πουανκαρέ) , Ιταλία ( Μουσολίνι), Ελλάδα ( Βενιζέλος), Τουρκία ( Ισμέτ Πασάς) , Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, Βέλγιο, Πορτογαλία, Ιαπωνία και Ην. Πολιτείες.

Αμέσως οι Τούρκοι προέβαλαν υπερφίαλες αξιώσεις, οι οποίες παρά την υποχωρητικότητα των Ελλήνων και των Συμμάχων δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθούν. Ο Ισμέτ Πασάς ζήτησε όπως τα σύνορα της Τουρκίας ρυθμισθούν οριστικά στον Έβρο και ενεργηθεί στη Δυτική Θράκη δημοψήφισμα . Η τελευταία αυτή πρόταση απορρίφθηκε. Ο Ισμέτ τότε πρότεινε να παραχωρηθεί στην Τουρκία και το Καραγάτς και να αποκτήσει η Βουλγαρία διέξοδο στο Αιγαίο. Οι προτάσεις αυτές απορρίφθηκαν από τους Άγγλους. Ο Ισμέτ συνεχίζοντας τις αξιώσεις του ζήτησε να γίνουν ουδέτερα ή αυτόνομα τα νησιά  Τένεδος, Ίμβρος, Σαμοθράκη, Λήμνος, Μυτιλήνη, Χίος, Σάμος και Ικαρία. Η Ελληνική αντιπροσωπεία αντιτάχθηκε στην πρόταση αυτή έντονα. Φαίνεται ότι οι Τούρκοι ζητούσαν όσο γίνεται περισσότερα για να  πετύχουν τα καλύτερα για αυτούς.

Εκείνα που ρυθμίσθηκαν γρήγορα ήταν τα ζητήματα της ανταλλαγής των πληθυσμών και της ανταλλαγής των αιχμαλώτων πολέμου, αν και το πρώτο θέμα κράτησε ένα μήνα. Τελικά συμφωνήθηκε η ανταλλαγή των πληθυσμών πλην της Κωνσταντινούπολης και της Δυτικής Θράκης. Ο Ισμέτ ζήτησε να απομακρυνθεί και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά προ της αρνήσεως της Βρετανίας, ο Ισμέτ υποχώρησε.  Αφού καταργήθηκαν και οι διομολογήσεις υπογράφηκε η Συνθήκη ανταλλαγής των αιχμαλώτων την 17/30 Ιανουαρίου 1923 και η διάσκεψη τερματίσθηκε με ορισμό νέας ημερομηνίας, την 4/17 Φεβρουαρίου 1923, για την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης.

 Το σχέδιο της Συνθήκης που καταρτίστηκε περιλάμβανε τους εξής όρους:

  1. Ως ελληνοτουρκική μεθόριος καθορίζονταν η βουλγαροτουρκική και το Καραγάτς θα παρέμεινε στην Ελλάδα. Εκατέρωθεν του Έβρου θα καθορίζονταν ζώνη ουδέτερη και η Τουρκία δεν θα μπορούσε να διατηρεί στην Ευρώπη στρατό μεγαλύτερο των 20.000 ανδρών
  2. Επικυρώνονταν η Ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου, πλην των νησιών Ίμβρου και Τενέδου, τα οποία θα παρέμειναν στην Τουρκία με καθεστώς αυτονόμου διοίκησης.
  3. Οι πολεμικές αποζημιώσεις Ελλάδας και Τουρκίας θεωρούνταν εξοφλημένες αμοιβαία.
  4. Καθορίζονταν επιτροπή για τα στενά στην οποία θα συμμετείχε και έλληνας αντιπρόσωπος
  5. Οι Έλληνες θα απολάμβαναν στην Τουρκία τα ίδιας προνόμια με τους υπηκόους των συμμάχων. Το ίδιο θα συνέβαινε και με τους Τούρκους στα συμμαχικά κράτη και την Ελλάδα.
  6. Η Κύπρος και τα Δωδεκάνησα παρέμειναν υπό τους Άγγλους και τους Ιταλούς αντίστοιχα.

 

Πράγματι την 4/17 Φεβρουαρίου συνήλθε και πάλι η διάσκεψη, αλλά η Τουρκία πριν ακόμη αναγνωσθεί το σχέδιο προέβαλε νέες αξιώσεις, μεταξύ των οποίων και η καταβολή από την Ελλάδα αποζημιώσεως ύψους πολλών εκατομμυρίων λιρών. Ύστερα από αυτό η Αγγλική αντιπροσωπεία αποχώρησε και έτσι η διάσκεψη αυτή τελείωσε πριν καλά καλά αρχίσει.  Την 7/20 Μαρτίου η Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας απέρριψε το σχέδιο και προέβαλε και νέες προτάσεις με τις οποίες ζητούσε 1) Να καθορισθεί ως σύνορα ο κύριος ρους του Έβρου και όχι η ανατολική πλευρά του 2) Το Καστελόριζο να δοθεί στην Τουρκία 3) Οικονομικοί όροι ενίσχυσης της Τουρκίας από τους συμμάχους 4) Να καταβληθεί αποζημίωση στην Τουρκία από την Ελλάδα 5) Να εκκενώσουν η σύμμαχοι την Κων/πολη, 6) Να τεθεί σε εφαρμογή η Τουρκική νομοθεσία επί των Τούρκων υπηκόων ξένων εθνικοτήτων με πλήρη αμοιβαιότητα σε ανάλογες περιπτώσεις στις συμμαχικές χώρες.

Η αδιαλλαξία αυτή των Τούρκων δημιούργησε νέες δυσχέρειες , που έγιναν πιο εμφανείς όταν την 23 Απριλίου ξανάρχισαν οι εργασίες της διάσκεψης , με τις ατέρμονες συζητήσεις. Είχε δε δημιουργηθεί τέτοια ατμόσφαιρα εκνευρισμού στην Ελλάδα, ώστε όλοι πίστευαν ότι μόνο με νέο πόλεμο θα δίνονταν λύση.

Οι σύμμαχοι όμως που πληροφορήθηκαν τις κινήσεις αυτές της Ελλάδας, έστειλαν ρηματική διακοίνωση , στην οποία τόνιζαν ότι « ..αι δυνάμεις θα έβλεπαν ενδεχομένην δράσιν της Ελλάδος εις Ανατολικήν Θράκην με εξαιρετικήν δυσμένειαν και δεν θα επέτρεπον να καρπωθεί αυτή των ωφελημάτων εν περιπτώσει επιτυχίας».

 

 

 

5) ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ Ή ΚΑΤΕΡΓΑΣΜΕΝΟΙ;

 

 

Υπάρχουν χίλιοι νόμοι που προβλέπουν τους κανόνες υγιεινής και προστασίας των εργαζομένων, το ωράριό τους, τις απολαβές τους, τις διακοπές τους, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και ό,τι άλλο με την «ευαισθησία» των εργοδοτών και τους αγώνες των εργαζομένων η πολιτεία προέβλεψε για τις εργασιακές σχέσεις.

Ένα όμως δεν προέβλεψε και δεν ρύθμισε. Τον ηθικό κώδικα των σχέσεων εργοδοτών και εργαζομένων. Είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη ο κώδικας που γεννά το φιλότιμο, την επιπλέον προσπάθεια, την αγάπη του εργαζόμενου για την επιχείρηση και δεν αποκτάται ούτε με  τις αμοιβές, ούτε με το ωράριο, ούτε με την ανάπαυση. Αποκτάται με την καλή συμπεριφορά του εργοδότη προς τον εργαζόμενο, την πατρική στοργή του, την κατανόησή του και τη συμπαράστασή του σε τυχόν δύσκολες ώρες. Πόσο μάλλον αν οι δύσκολες αυτές ώρες έχουν σαν αιτία τις συνθήκες εργασίας.

Εδώ και ενάμιση μήνα ο γείτονάς μου που θα τον ονομάζω με τα αρχικά του ονόματός του Σ.Π. αφού δεν γνωρίζει για την απόφασή μου να ασχοληθώ με το πρόβλημά του και φυσικά δεν θα μου επέτρεπε να ασχοληθώ με το πρόβλημά του, βρίσκεται ακίνητος στο κρεβάτι του νοσοκομείου τραυματισμένος σοβαρά ύστερα από ένα εργατικό ατύχημα που του συνέβη στο χώρο εργασίας του. Τεχνικός της ΔΕΗ ο ίδιος είδε μια ημέρα ένα μηχάνημα να τον καταπλακώνει στο χώρο δουλειάς του στα ορυχεία. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και προσπαθεί να βρει την υγειά του κάτω από την αμέριστη φροντίδα των γιατρών. Όμως είναι μόνος του. Μοναδικό στήριγμά του η οικογένειά του και λίγοι φίλοι. Η εργοδότρια ΔΕΗ είναι απούσα. Δεν τον επισκέφθηκε κανείς, δεν του τηλεφώνησε κανείς, δεν τον ρώτησε κανείς για τις πιθανές του ανάγκες ή τις ανάγκες της οικογενείας του. Απόντες είναι και οι συνδικαλιστές και οι γιατροί  της ΔΕΗ και οι προϊστάμενοί του.

Αυτοί που θα έπρεπε να ξημεροβραδιάζονται στο προσκέφαλό του. Όμως από τη στιγμή αυτή αρχίζει ο ηθικός κώδικας. Οι πατρικές σχέσεις. Αλλά που χρόνος για τα στελέχη της ΔΕΗ. Ας τραυματίζονταν ελαχιστότατα ένας μεγαλοδιευθυντής τους και να δείτε τις γλάστρες, τα τηλεγραφήματα, τις ευχές, την ουρά για περαστικά.

Φίλε μου Στέλιο, θα γίνεις καλά, αλλά θα είσαι μόνος. Η ΔΕΗ έχασε την ευκαιρία να σε κάνει να την αγαπήσεις. Μετά την αποκατάσταση της υγείας σου θα βρίσκεσαι στους προθαλάμους των δικαστηρίων διεκδικώντας την αποζημίωσή σου. Έτσι ψυχρά χωρίς φιλότιμο. Αριθμός ήσουνα και αριθμούς θα διεκδικείς.

Το περιστατικό αυτό μου θυμίζει έναν Έλληνα εργάτη στη Γερμανία. Έκοψε τα δάχτυλά του δουλεύοντας σε μια πριονοκορδέλα και μαζί με το ασθενοφόρο που τον μετέφερε στο νοσοκομείο του ήρθε και η απόλυσή του. Με τις ενέργειές του, έλεγε η απόλυση, έθεσε σε δοκιμασία το καλό όνομα της επιχείρησης. Και βέβαια στο νοσοκομείο του έδωσαν ένα παυσίπονο και τον έστειλαν σπίτι του να βογκά όλη τη νύχτα από τον πόνο. Με την παρέμβαση γνωστών του και προ του κινδύνου η επιχείρηση να εκτεθεί, αφού είχε ο δυστυχής ένα μάτι, μόνο το δεξί και τα δάχτυλα που του κόπηκαν ήταν του δεξιού του χεριού, που σημαίνει ευθύνη της επιχείρησης, ανακάλεσαν την απόλυσή του και τον δέχθηκαν στο νοσοκομείο να του ιαίνουν την πληγή.

Φοβάμαι μην έρθουν και δω τέτοιες μέρες. Φοβάμαι τους ψυχρούς αριθμούς και τα επί τοις εκατό. Φοβάμαι τα ποσοστά των εργατικών ατυχημάτων που ενώ καυχόμαστε ότι είναι χαμηλά, για τον φίλο μου το Στέλιο είναι το 100%.

Περαστικά σου Στέλιο. Τώρα έμαθες τους φίλους σου. Είναι κάτι και αυτό.

 

 

 

 

 

4) ΤΕΛΙΚΑ ΕΙΜΑΙ Ή ΘΑ ΓΙΝΩ ΑΠΑΤΡΙΣ;

 

Δύο ειδήσεις, που δεν έκανε τον κόπο να ασχοληθεί η «βαθιά σκεπτόμενη» τηλεόραση, αλλά που σίγουρα αποτελούν σοβαρές παρεκτροπές του διεθνούς δικαίου και απειλούν το μέλλον της χώρας μας, πέρασαν από τα ψιλά γράμματα  των ημερήσιων εφημερίδων.

Η πρώτη είδηση είναι το όνομα της Μακεδονίας και η δεύτερη είδηση είναι οι εξοπλισμοί της Τουρκίας.

Στην πρώτη είδηση για το όνομα της Μακεδονίας, συμβαίνουν τραγελαφικά πράγματα στους διεθνείς οργανισμούς, εν αγνοία μάλιστα των Ελλήνων, φαντάζομαι, όχι του ΥΠΕΞ.

Πριν από χρόνια, ο πρωθυπουργός τότε της Ελλάδος κ. Μητσοτάκης είχε πει ότι σε δέκα χρόνια το πρόβλημα του ονόματος της Μακεδονίας θα έχει ξεχασθεί. Προφητικός όσον αφορά την κυριολεξία του προβλήματος, αφού πράγματι το όνομα έχει ξεχασθεί στους διεθνείς οργανισμούς.

Συγκεκριμένα, ο οργανισμός για την ασφάλεια και τη συνεργασία στην Ευρώπη, ένας ισχυρότατος οργανισμός, ΑΡΝΗΘΗΚΕ να συμμετάσχει στη Θεσσαλονίκη πρόσφατα σε σεμινάριο, που οργανώθηκε από το πανεπιστήμιο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», με το αιτιολογικό ότι δεν επιτρέπει το όνομα «Μακεδονία», μια τέτοια συμμετοχή.

Θυμίζω ότι, ο μεσολαβητής του ΟΗΕ για την επίλυση του ονόματος Μ. Νίμιτς, είχε προτείνει πέρυσι, να μη χρησιμοποιείται το όνομα «Μακεδονία», από κανέναν, για κανένα λόγο. Αυτό φαίνεται υιοθέτησε και ο ΟΑΣΕ εφαρμόζοντας ντε φάκτο μια πρόταση που δεν έγινε αποδεκτή.

Εφόσον, λοιπόν, εγώ γεννήθηκα σε μια χώρα, που δεν είναι γραμμένη πουθενά, είμαι ή δεν είμαι άπατρις;

Η δεύτερη είδηση, αφορά την επίσκεψη του αρχηγού του Γενικού Τούρκικου Επιτελείου, Γιασάρ Μπουγιούκανιτ. Αφού χαρήκαμε τις προπόσεις αβροφροσύνης και ακούσαμε καλά λόγια, για τα πράγματα που μας ενώνουν, αφού τον συνοδέψαμε, τυχαία άραγε; στις Μυκήνες, όπου κατά την Τούρκικη ιστορία οι Μυκηναίοι εκστράτευσαν και κατέστρεψαν τους φιλήσυχους Τούρκους της Τροίας!!!, μάθαμε και τα καλά νέα της γείτονος χώρας.

Οι Τούρκοι δέχθηκαν να αγοράσουν 100 μαχητικά αεροπλάνα F-35 και ελικόπτερα Apache. Και βέβαια δεν τα αγοράζουν να τα γυαλίζουν, αλλά να απειλούν. Η αμερικάνικη εφημερίδα Defense News αναφέρει ότι οι Τούρκοι αξιωματικοί, που είναι επιφορτισμένοι με το θέμα των εξοπλισμών, θεωρούν δεδομένη την αύξηση των δαπανών για αγορά εξοπλισμών, λόγω των γνωστών απειλών που δέχεται η Τουρκία στα ανατολικά της, ενώ στα δυτικά – αναφέρει και αυτό – βρίσκεται ο παραδοσιακός αντίπαλος, η Ελλάδα, φιλοξενώντας και δήλωση του αρχηγού του Τουρκικού Γενικού Επιτελείου, που φιλοξενούμε τώρα στη χώρα μας και ο οποίος δηλώνει «οι απειλές που δεχόμαστε είναι συμμετρικές, αλλά και ασύμμετρες».

Τέρμα λοιπόν τα δίφραγκα, τα ασφαλιστικά, οι παροχές. Κάτι μου λέει ότι θα ξηλωθούμε γερά για αγορά νέων όπλων ή θα γίνουμε, αν δεν είμαστε, απάτριδες.

Αυτά συμβαίνουν στη χώρα μας που ενώ έχει χίλια σοβαρά προβλήματα, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της, συμπεριφέρεται ως φαιδρά πορτοκαλέα και προσπαθεί και επιμένει δια των καναλιών της να μας μάθει, όχι αν έγιναν βιασμοί στα σχολεία, αλλά πως, γιατί και με τι έγιναν.

Ας κάνουν υπομονή οι περίεργοι. Το σπορ αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι Τούρκοι. Για τους αδαείς και … φιλότουρκους ευτυχώς διασώζονται έντονα οι μνήμες των μαρτύρων Ποντίων και των Αρμενίων.

 

 

3) ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΑ ΕΠΑΝΑΛΗΦΘΕΙ

 

Σε λίγο θα βγουν πάλι τα δελτία τύπου της Τροχαίας. Θα προτρέπουν τους οδηγούς να οδηγούν με σύνεση και προσοχή, θα επισημαίνουν τα επικίνδυνα σημεία των δρόμων, θα προειδοποιούν για τις παγίδες του Εθνικού Οδικού Δικτύου, θα μιλάνε για αποφυγή διάπραξης επικινδύνων παραβάσεων και ένα σωρό οδηγίες και νουθεσίες μήπως και συγκινήσουν κάποιον οδηγό ή ξυπνήσουν καμιά συνείδηση, που μονίμως, όταν οδηγούμε, κοιμάται.

Και πάλι θα ξαναβγούν τα δελτία Τύπου το επόμενο Πάσχα ή τον Δεκαπενταύγουστο ή του Αγίου Πνεύματος ή του χρόνου τα Χριστούγεννα. Όμως ματαιοπονούν οι συντάκτες και οι υπεύθυνοι της Τροχαίας. Ποιος έχει καιρό να τους σκεφθεί; Αυτή την περίοδο λόγο έχουν οι γαλοπούλες, τα γουρουνόπουλα, τα γλέντια, τα φαγοπότια, τα καινούργια ρούχα που μας προκαλούν στις βιτρίνες, τα γιαπράκια ή ό,τι άλλο φαντασθεί κανείς, αλλά κανένας δεν έχει τη σκέψη του στην ασφαλή οδήγηση και στα μελλούμενα τροχαία ατυχήματα.

Σειρά βέβαια έχουν οι μικροβιολόγοι και οι νηστείες ή οι δίαιτες, αν προτιμάτε τη μοντέρνα αποφυγή των καταχρήσεων και οι πιθανοί κίνδυνοι από την κακή χοληστερόλη που μπορεί να γίνει βάρος του αίματός μας, με δυσάρεστα επακόλουθα για την υγεία μας μελλοντικά, αλλά προς Θεού όχι το τροχαίο ατύχημα.

Όμως ας είμαστε ρεαλιστές. Την περίοδο των γιορτών θα σκοτωθούν καμιά τριανταριά συμπολίτες μας ή και εμείς οι ίδιοι, ο Χάρος δυστυχώς δεν έχει σειρά και θα τραυματισθούν καμιά πεντακοσαριά ή και ο εαυτός μας. Όμως κανείς δεν νοιάζεται για το αναπάντεχο τροχαίο, που για το θύμα ή τον θύτη δεν είναι καθόλου αναπάντεχο. Θα είναι το αποτέλεσμα των εγκληματικών του ενεργειών στην άσφαλτο. Θα είναι το αποτέλεσμα της βλακείας που θα κάνει στην άσφαλτο και θα στρέψει το όπλο του, που δεν θα έχει κάνη και σφαίρες αλλά θα έχει τη μορφή του αγαπημένου του αυτοκίνητου, εναντίον του.

Μια στιγμή λογικής και υπομονής εξαγοράζεται στο χρηματιστήριο της ζωής με ανεκτίμητες αξίες. Και όμως επιμένουμε να συμμετέχουμε σ’ αυτή την αλλόκοτη δημοπρασία. Σκοτώνουμε και σκοτωνόμαστε χωρίς οίκτο διεκδικώντας μιας στιγμής προτεραιότητα ή λίγων λεπτών γρηγορότερης διαδρομής.

Γιορτάζουμε τη γέννηση της ελπίδας, τη γέννηση του Θεανθρώπου μας, την ενσάρκωση του Θείου λόγου. Και για να επιβεβαιώσουμε τη ματαιοδοξία της ύπαρξής μας δολοφονούμε άλλους και αυτοκτονούμε, χωρίς λόγο. Για πέντε δευτερόλεπτα κόκκινου σηματοδότη, για κλάσμα δευτερολέπτου λιγότερου γκαζιού, για την επιμονή μας να καταργούμε αυθαίρετα το δικαίωμα του πεζού να περνάει τη διάβασή του, για τη μαγκιά μας. Λίγο τόχεις αυτό; Και αν ο αντίπαλός μου που θα με προσπεράσει μου χαμογελάσει πονηρά; Για τέτοια ρεζιλίκια είμαστε τώρα;

Ας σοβαρευτούμε. Με μικρότερη ταχύτητα, με λιγότερο αλκοόλ, με ζώνη ασφαλείας και κράνος, με διάθεση εξυπηρέτησης και παραχώρησης της προτεραιότητάς μας στον άμυαλο βιαστικό, με αμυντική οδήγηση και με την επίγνωση ότι οι άνθρωποί μας έχουν την ανάγκη μας και μας περιμένουν, θα ξεπεράσουμε την πρόκληση του οδικού ανταγωνιστή μας και την απερίσκεπτη διάθεσή μας για ανεξαργύρωτες περιπέτειες.

Και να μη ξεχνάμε ότι οι λάθος επιλογές στην οδήγηση, φαίνονται πάντοτε οι πιο σωστές.

Καλές και αναίμακτες γιορτές.

 

 

2) Ο ΝΕΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΟΔΙΚΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ

 

Κατατέθηκε στη Βουλή προς ψήφιση σχέδιο Νόμου για την τροποποίηση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Ν. 2696/1999).

Οι βασικές τροποποιήσεις όπως αυτές καταγράφονται στην αιτιολογική του έκθεση είναι:

*       Ο εκσυγχρονισμός του Κώδικα

*       Ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των νέων διατάξεων

*       Η αποποινικοποίηση της πλειοψηφίας των πταισματικών

παραβάσεων και κάποιων πλημμελημάτων

*       Η μέριμνα αποτελεσματικής είσπραξης των προστίμων

*       Η κατάργηση της επιστροφής των πινακίδων που αφαιρέθηκαν,

πριν εκπνεύσει η επιβληθείσα ποινή

*       Η θέσπιση μεταβατικής περιόδου ενημέρωσης των πολιτών και

*       Η θέσπιση βαρύτερων ποινών για τις περισσότερες των

παραβάσεων.

  1. Αν εξαιρεθούν ορισμένες νέες νομικές έννοιες που εισάγονται στο Νέο Νόμο, όπως η θεσμοθέτηση των Λωρίδας Έκτακτης Ανάγκης, η αποδέσμευση των Ποινικών και των Διοικητικών παραβάσεων (Point System) ή η αποποινικοποίηση των παραβάσεων για την αποσυμφόρηση των Δικαστηρίων, δεν εισάγονται καινοφανείς ιδέες και προτάσεις για την μείωση των τροχαίων ατυχημάτων, όπως η ανάδειξη του τροχαίου ατυχήματος ως προβλήματος αγωγής υγείας, όπως είναι στα περισσότερα Ευρωπαϊκά κράτη. Επίσης δεν προβλέπονται δράσεις και πρωτοβουλίες για την συμμετοχή των πολιτών στην κατανόηση και διάδοση του πνεύματος της ανατυχηματικής εθελοντικής προσπάθειας, μέσα από την σχολαστική εφαρμογή των Κανόνων Οδικής Κυκλοφορίας.
  2. Ο χαρακτηρισμός του αποτρεπτικού χαρακτήρα, όπως αναγράφεται στην αιτιολογική έκθεση, συνίσταται στη μεγάλη αύξηση των προστίμων και στη μετατροπή τους σε διοικητικά πρόστιμα.

Βέβαια η μετατροπή τους σε διοικητικά πρόστιμα εξυπηρετεί μόνο την αποσυμφόρηση των Δικαστηρίων, αφού η διαδικασία που ακολουθούνταν και αξιόπιστος ήταν και ταχύτατη, αν εξαιρεθεί η παράνομη στάθμευση που ήταν διοικητικό πρόστιμο και που υπήρχε αδυναμία είσπραξης των επιβληθέντων προστίμων από τις Δημοτικές Αρχές. Η πρόβλεψη της αποστολής των διοικητικών προστίμων που δεν θα πληρώνονται στις Οικονομικές εφορίες, για είσπραξη, είναι ένα βήμα προς τα εμπρός, όμως επ’ ουδενί λόγο θα μπορέσει να αντικαταστήσει τον ισχύοντα τρόπο επιβολής των προστίμων και την ταχύτατη ποινική διαδικασία, που ισχύει σήμερα.

  1. Η αύξηση των προστίμων είναι σοβαρή και κυμαίνεται από 18% και φθάνει μέχρι το 804 %. Για ορισμένες παραβάσεις, λίγες, οι ποινές μειώνονται. Επίσης μειώνεται η παράνομη στάθμευση από 65,50 ευρώ και 34,50 ευρώ, σε 40 και 20 ευρώ αντίστοιχα, ενώ η στάθμευση σε χώρους ΑΜΕΑ, διπλασιάζεται.

Κρίνεται, ότι η αύξηση των προστίμων πέραν των ορίων του εισοδήματος των πολιτών, δεν θα συμβάλει στη μείωση των ατυχημάτων, αλλά επειδή ο διπλασιασμός τους και ο τετραπλασιασμός τους σε συνέχεια θα γίνεται από την Δημοτική Αρχή, υποχρεωτικά, αν δεν καταβληθεί εντός 10 ημερών ή 2 μηνών, αντίστοιχα, το επιβληθέν πρόστιμο, θα είναι δυσφημιστική πράξη των Δημοτικών Αρχών, οι οποίες θα πιέζονται από τους πολίτες για μείωση  των ποινών και την επαναφορά τους στο ύψος της επιβολής του πρώτου προστίμου από την Αστυνομία.

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μια ποινή των 80 ευρώ αν δεν πληρωθεί εντός 10 ημερών θα αποσταλεί από την Τροχαία στο Δήμο, ο οποίος θα εισπράξει πλέον το διπλάσιο, δηλαδή 160 ευρώ και αν δεν πληρωθεί εντός 2 μηνών θα αποσταλεί για είσπραξη από τον Δήμο στην Εφορία, με ύψος προστίμου 320 ευρώ πλέον των τόκων υπερημερίας.

  1. Πρέπει λοιπόν να αυξηθούν τα πρόστιμα σε λογικά όρια, π.χ. μέχρι 20% των προβλεπόμενων και αν αυτό δεν είναι δυνατό, να αυξηθεί ο χρόνος καταβολής του προστίμου σε ένα μήνα, πριν από τον διπλασιασμό και σε τέσσερις μήνες, πριν τον τετραπλασιασμό τους.
  2. Έτσι για να μην θεωρηθεί ο νέος ΚΟΚ φοροεισπρακτικός, αλλά εργαλείο στα χέρια των αρμόδιων αρχών.

 

 

1) Η ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ

 

Εδώ και καιρό τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης επισημαίνουν τα σοβαρά στοιχεία του κοινωνικού αποκλεισμού που μετατράπηκαν μάλλον σε κοινωνική χιονοστιβάδα. Κύριο στοιχείο του αποκλεισμού είναι η ανασφάλεια των πολιτών.

Το υπουργείο Δημόσιας Τάξης με ενέργειές του προσπάθησε να αποδείξει το αντίθετο. Προσπάθησε να πείσει τους Έλληνες ότι μειώθηκε η εγκληματικότητα και άλλα τέτοια. Μπορεί σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας να επικρατεί σχετική ασφάλεια. Μπορεί να υπάρχουν περιοχές που είναι σχετικά ασφαλείς. Όπως η περιοχή μας. Δεν μπορεί παρά να συγχαρούμε την τοπική ηγεσία και το προσωπικό των τοπικών υπηρεσιών. Όμως σε πανελλήνια κλίμακα, αυτό δεν φτάνει. Υπάρχει πράγματι αίσθημα ανασφάλειας. Ιδίως σε μεγάλες πόλεις.

Και βέβαια δεν το λένε αυτό μόνο οι δημοσιογράφοι που ο πολιτικός προϊστάμενος των υπηρεσιών ασφάλειας έσπευσε να ψέξει ή η φυσική ηγεσία της αστυνομίας που προσπάθησε να τα φορτώσει στους συνδικαλιστές της. Το λέει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Έρευνα που έγινε στις χώρες της Ευρώπης επιβεβαίωσε τους φόβους των Ελλήνων.

Το 42% των Ελλήνων νιώθει ανασφάλεια. Πρώτοι λοιπόν και στην ανασφάλεια. Ακολουθούν χώρες όπως η Ιταλία με 36%, η Πορτογαλία με 35%, η Εσθονία με 34%, ενώ οι Φιλανδοί 14%, οι Δανοί 17%, οι Ολλανδοί 18% αισθάνονται περισσότερο ασφαλείς.

Ακολούθως η Ευρωπαϊκή Ένωση προχωρεί στην ερώτηση αν το κοινό θεωρεί πιθανή ή πολύ πιθανή την διάρρηξη του σπιτιού του μέσα στον επόμενο χρόνο. Διαβάστε λοιπόν τα αποτελέσματα: Το 49% των Ελλήνων θεωρεί πιθανή τη διάρρηξη, ενώ ακολουθούν  οι Ιταλοί 38%, οι Γάλλοι 38%, οι Πορτογάλοι 35% και από την άλλη πλευρά της κλίμακας, βρίσκονται οι Φιλανδοί 14%, οι Δανοί 14%, οι Σουηδοί 17%, οι Ολλανδοί 18%.

H ίδια κατάσταση υπάρχει και στο ερώτημα αν οι πολίτες είναι ικανοποιημένοι από την αστυνόμευση. Πρωτιά εδώ έχουν οι Πολωνοί με 41%, οι Εσθονοί με ποσοστό 46%. Οι Έλληνες είναι  ικανοποιημένοι σε ποσοστό 57% και ακολουθούν οι  Ισπανοί, 58%, ενώ από την άλλη πλευρά ικανοποίηση νιώθουν οι Φιλανδοί 90%, οι Δανοί 82% κλπ.

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Πως μπορεί να επαναποκτηθεί το αίσθημα ασφάλειας; Πρέπει να επισημάνουμε ότι το σύνδρομο της ανασφάλειας επεκτείνεται ταχύτατα, ενώ η ασφάλεια, ως αίσθημα αποκτάται με μικρά βήματα.

Καταρχήν δεν χρειάζεται πανικός και σπασμωδικές ενέργειες. Χρειάζεται  η ηγεσία να βάλει τα χέρια της επί των τύπων των ήλων. Να εμβαθύνει στις αιτίες του κακού και ιδίως στις αιτίες της ολίσθησης στην ανασφάλεια. Να αντικαταστήσει το δόγμα της ασφάλειας ώστε να μην κάνει διαχωρισμό των αδικημάτων σε σοβαρά ή επιπόλαια εγκλήματα. Να αναδιαρθρώσει τις υπηρεσίες της με γνώμονα την αποτελεσματικότητα και την καθολική ασφάλεια. Να εκσυγχρονίσει τις επικοινωνίες της και να προσπαθήσει να ρίξει άγκυρες αμοιβαίας εμπιστοσύνης με τον πολίτη. Π.χ. οι κάμερες και η αντίδραση της κοινής γνώμης σ’ αυτές, δεν έχουν να κάνουν με την τεχνολογία, αλλά με την έλλειψη  εμπιστοσύνης στους χειριστές της.

Ύστερα πρέπει να κάνει τις απαραίτητες μεταβολές που αγκυλώνουν το Σώμα και δεν το αφήνουν να προχωρήσει. Η σπουδαιότερη είναι η αξιοκρατία που θα αποκτηθεί με την απομάκρυνσή της από πολιτικές παρεμβάσεις. Δεν μπορεί τις ημέρες αυτές, παραμονές των κρίσεων, ορισμένοι αξιωματικοί να ξημεροβραδιάζονται σε πόρτες παρακαλώντας για μια προαγωγή ή για μια καλή μετάθεση. Δεν μπορεί αυτόματα ο χωριανός του παράγοντα να κρίνεται ο καταλληλότερος για μια καίρια θέση. Δεν μπορεί να μετατίθενται οι αστυνομικοί με αξιολογήσεις εξωυπηρεσιακών παραγόντων. Δεν μπορεί οι «δικοί μας» να υπηρετούν σε υπηρεσίες light και παχυλές και οι άλλοι να σέρνονται στα πεζοδρόμια χωρίς στόχους, χωρίς αισιοδοξία, χωρίς μεράκι, χωρίς διάθεση.

Πρέπει να κατανοήσουν οι Έλληνες και ιδίως οι πολιτικοί ότι, άθελά τους, προσπαθώντας να «εξυπηρετήσουν» τον φορτικό αστυνομικό θίγουν τον θεσμό της αστυνομίας. Εξυπηρετούν έναν ενώ οι άλλοι αισθάνονται ριγμένοι και δυστυχώς το ανταποδίδουν με την απάθειά τους. Αν θίγονται οι θεσμοί την πληρώνει η ίδια η κοινωνία. Και μάλιστα πανάκριβα. Με τις περιουσίες των πολιτών της και δυστυχώς πολλές φορές με τη ζωή αθώων πολιτών. Φτάνει πια.

Leave a Comment

Ταυτότητα Ιστοσελίδας:
Σαλακίδης Ιωάννης – Ατομική Επιχείρηση

ΑΦΜ: 046450157, ΔΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ

Δ/νση Έδρας: Ζαφειράκη 3, ΤΚ 0100 Κοζάνη

Email: info@efkozani.gr

Τηλ. 24610-25112

Ιδιοκτήτης, νόμιμος εκπρόσωπος και διευθυντής: Σαλακίδης Ιωάννης

Διευθύντρια Σύνταξης: Μαρία Τσακνάκη

Διαχειριστής: Σαλακίδης: Ιωάννης

Δικαιούχος του ονόματος τομέα (domain name): Σαλακίδης Ιωάννης

Efkozani logo

@2024 – All Right Reserved. Hosted and Supported by Webtouch.gr

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Διαβάστε περισσότερα

Are you sure want to unlock this post?
Unlock left : 0
Are you sure want to cancel subscription?
-
00:00
00:00
    -
    00:00
    00:00