Το γεωγραφικό διαμέρισμα της δυτικής Μακεδονίας είναι μία περιοχή με ποικιλόμορφο γεωφυσικό χαρακτήρα, ο οποίος ενδείκνυται για έναν αριθμό διαφορετικών καλλιεργειών ανά περιοχή, διατηρώντας παράλληλα τις σπάνιες – αρχαίες θα ’λεγα – ποικιλίες αυτού του τόπου, (όπως ο κρόκος, τα αμπέλια, τα φασόλια και πολλές άλλες), όπου με την κατάλληλη μεταποίηση, τα τελικά τους προϊόντα, μπορούν να γίνουν όχι απλά ανταγωνιστικά, αλλά «ανάρπαστα» τόσο στην εθνική, όσο και στη διεθνή αγορά.
Επίσης, ο τόπος αυτός έχει να παρουσιάσει ποικίλο ορυκτό πλούτο, ο οποίος μεταξύ των άλλων, κρύβει μια πρωτογενή πηγή ενέργειας: το λιγνίτη!
Ο λιγνίτης, αποτέλεσε κυρίως την αφορμή αλλά και την πρώτη ύλη, της βιομηχανικής ανάπτυξης της περιοχής που ξεκινούσε στα μέσα της δεκαετίας του 1950, με την ενεργοποίηση εξορυκτικών δραστηριοτήτων.
Οι εξορυκτικές αυτές διαδικασίες, ανέδειξαν το λιγνίτη σε ένα στρατηγικό –ενεργειακά- πρωτογενή πόρο, γεγονός που επιτάσσει πλέον επενδύσεις στον κλάδο της εξόρυξης, καθώς και στους κλάδους της Μηχανολογίας και της Ηλεκτρολογίας, που εμπλέκονται υποστηρικτικά στην αξιοποίηση του τελικού προϊόντος των διαδικασιών αυτών.
Με πολλές θυσίες σε όλα τα επίπεδα, ο λιγνίτης της περιοχής μας, κατάφερε μέσω του Δημόσιου Κοινωφελούς χαρακτήρα του, να αποτελεί μοναδική – αρχικά – πηγή ενεργειακής τροφοδοσίας, ολόκληρης της χώρας.
Και δε θα μπορούσε να έχει άλλο χαρακτήρα, αφού δικαιωματικά, αποτελεί περιουσία αυτού του τόπου και της κοινωνίας του.
Οι ελλιπείς επενδύσεις όμως που μέχρι τώρα έγιναν για την αξιοποίηση του πρωτογενούς αυτού πόρου, σταματούν στην παραγωγή του τελικού προϊόντος, το οποίο τελικά ατμοποιείται για να παράγει ενέργεια.
Καθ’ όλη όμως τη διαδικασία παραγωγής του τελικού προϊόντος, χρησιμοποιείται αναλώσιμος μηχανολογικός και ηλεκτρολογικός εξοπλισμός, ο οποίος αποτελεί λειτουργικά εξαρτήματα του πάγιου (εγκατεστημένου ) εξοπλισμού.
Ο όρος αναλώσιμος, περιλαμβάνει έννοιες όπως επισκευές, κατασκευές ηλεκτρομηχανολογικής φύσης, ακόμη και ανακύκλωση, οι οποίες στην πλειοψηφία τους εμπεριέχουν εξειδικευμένη τεχνογνωσία και αποτελούν εργασίες που ανατίθενται σε αναδόχους μέσω Δημόσιων ή και Διεθνών μειοδοτικών διαγωνισμών.
Πεποίθησή μου είναι, πως στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της Περιφερειακής Αρχής, είναι εφικτή η απόδοση κινήτρων σε επενδύσεις για τη δημιουργία επιχειρήσεων ¨δορυφόρων¨ του Λιγνιτικού Κέντρου της ΔΕΗ στην περιοχή μας, οι οποίες θα δραστηριοποιούνται στον εξειδικευμένο αυτόν κλάδο της εξορυκτικής παραγωγής, διατηρώντας σχέση αμφίδρομης απορρόφησης προϊόντων και παραγώγων, με τη ΔΕΗ.
Τα οφέλη που προκύπτουν είναι απτά και αριθμήσιμα.
Πρώτο και κύριο όφελος, είναι η μείωση και σταδιακή εξάλειψη της ανεργίας, καθώς έτσι δημιουργούνται θέσεις εργασίας σε διάφορους κλάδους, απορροφώντας έτσι ανθρώπινο δυναμικό της περιοχής.
Δεύτερο και επίσης σημαντικό όφελος, είναι η ελαχιστοποίηση του κόστους που επιβαρύνει τη ΔΕΗ, αφού πλέον θα έχει τη δυνατότητα να εξυπηρετείται έγκαιρα και αδιαμφισβήτητα φθηνότερα (ο χρόνος είναι χρήμα).
Τρίτο σημαντικό όφελος, που απορρέει από το δεύτερο, είναι η ανακύκλωση του χρήματος εντός της Περιφέρειας.
Τέταρτο σημαντικό όφελος, είναι η διαιώνιση της εξειδικευμένης τεχνογνωσίας – που τείνει να χαθεί – χρησιμοποιώντας τη για εκπαιδευτικούς σκοπούς, αλλά και πολιτιστικούς, καθώς αποτελεί κομμάτι της ιστορίας αυτού του τόπου.
Τα οφέλη, μπορούν να είναι πολλαπλά και αναπαραγόμενα με τον κατάλληλο και αδιάλειπτο σχεδιασμό και προγραμματισμό.
Θα αναφέρω όμως ένα τελευταίο όφελος, που το θεωρώ το πιο σημαντικό από όλα και είναι ευνόητο γιατί.
Το μεγαλύτερο όφελος, είναι αυτό που απορρέει από την άρτια περιβαλλοντική διαχείριση, η οποία μπορεί να επιτευχθεί με αυτό το μοντέλο των Επιχειρήσεων ¨δορυφόρων¨.
Επιχειρήσεις, που θα απορροφούν τα βιομηχανικά ¨απόβλητα¨ της ΔΕΗ ανά κατηγορία, θα τα μεταποιούν και θα τα ανακυκλώνουν.
Ένα παράδειγμα βιομηχανικού ¨απόβλητου¨ των Ορυχείων, είναι ο μεταφορικός ιμάντας ταινιοδρόμων και μηχανημάτων (εκσκαφείς και αποθέτες).
Σήμερα στο Λιγνιτικό Κέντρο Δυτικής Μακεδονίας, το εγκατεστημένο μήκος σε μεταφορικούς ιμάντες, είναι περίπου 480.000 μέτρα.
Το μέσο ετήσιο ποσοστό κατανάλωσης καινούργιου ιμάντα σε αντικαταστάσεις, ανέχεται περίπου στο 12% επί του εγκατεστημένου, το οποίο αναγόμενο σε μέτρα ιμάντα, αντιστοιχεί σε περίπου 56.000 μέτρα, εκ των οποίων το 6% περίπου ανακτάται για επισκευή και επαναχρησιμοποίηση, ενώ το υπόλοιπο 6% αποτελεί ¨απόβλητο¨ και αντιστοιχεί σε περίπου 28.000 μέτρα.
Το μέγεθος και μόνο του παραπάνω αριθμού, δηλώνει την κρισιμότητα της διαχείρισης του συγκεκριμένου ¨αποβλήτου¨, καθώς επίσης και τη διαχρονικότητα αυτής της δραστηριότητας που συνεπάγεται θέσεις εργασίας, τεχνογνωσία.
Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι, δεν υφίσταται στον Ελλαδικό χώρο Επιχείρηση που να δραστηριοποιείται σ’ αυτόν τον κλάδο, αλλά και στην Ευρώπη είναι λιγότερες από τα δάχτυλα του ενός χεριού, καθώς επίσης και την ύπαρξη αντίστοιχων Ορυχείων στις γειτονικές Βαλκανικές Χώρες, είναι ευνόητο το πολλαπλό όφελος που θα προκύψει από τη δραστηριότητα ενός τέτοιου ¨Οργανισμού¨.
Η ενέργεια που παράγεται σήμερα στο ενεργειακό κέντρο της Περιφέρειας, καλύπτει περίπου το 60% των ενεργειακών αναγκών της χώρας.
Το ποσοστό αυτό δηλώνει ένα σεβαστό μέγεθος δραστηριοτήτων που μπορούν να προάγουν όλα τα παραπάνω.
Απόρροια όλων των παραπάνω, είναι ότι η έννοια κάθε είδους επένδυσης δεν περιορίζεται, ούτε σταματάει στο σχεδιασμό για την κατασκευή ενός έργου, αλλά συνεχίζει και βρίσκει ουσία στον προγραμματισμό της διαχρονικής αξιοποίησης αυτού του έργου!
Τριανταφύλλου Ι. Αθανάσιος
Μηχανικός Βιομηχανικής Πληροφορικής Τ.Ε.
ΛΚΔΜ/ΔΕΗ
Υποψήφιος Περιφερειακός Σύμβουλος Π.Ε. Κοζάνης
¨αλλάΖουμε εποχή¨