32
ΑΞΟΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ (Αξό, Αξώ, Αξός, Ναξό, Νάξο, Axos, Χασά-κιοϊ,…) Σταύρου Π. Καπλάνογλου
ΑΞΟΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ
(Αξό, Αξώ, Αξός , Ναξό, Νάξο ,Axos , Χασά-κιοϊ, Χασσά, Χας, Hasaköy Hasakopos, Aksos, Axo, Akso, Hasanköy, )
Σταύρου Π. Καπλάνογλου Συγγραφέα -Ιστορικού ερευνητή
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Αξός, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους οικισμούς της Καππαδοκίας. Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές ήταν η παλιά κωμόπολη των Σασίμων, όπου έγινε επίσκοπος ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Στους χάρτες εμφανίζονται τα Σάσιμα, να βρίσκονται σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων, νοτιοδυτικά του Αξού.
ΘΕΣΗ
Η Αξό(ς) βρίσκεται στο κέντρο περίπου του κεντρικού υψιπέδου της Καππαδοκίας, του Μπουντάκ – οβά (Budak ova).
Σε απόσταση 90 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της Καισαρείας και 30 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Νίγδης, ανατολικά και σε μικρή απόσταση από το χωριό διέρχεται ο δρόμος Νεάπολης – Μαλακοπής (Μαλακόπια) – Νίγδης, στο ύψος του χωριού Λίμνα (Γκολτζΰκ), από το οποίο η Αξό(ς) απέχει 6,5 χιλιόμετρα
Βόρεια της Αξού βρισκόταν τα Φλογητά (Φλοϊτά) σε απόσταση 16 χλμ., τη Μαλακοπή στα 17 χλμ., τα Σύλλατα στα 25 χλμ., τη Δήλα στα 22 χλμ., την Ανακού στα 27χλμ. Νότια, στο δρόμο για τη Νίγδη ήταν η Σεμέντρα , το Ούλαγατς, το Ανταβάλ, το Γούρδονος, το Αραβανί, η Τελμησσός.
ΟΝΟΜΑ
Οι διαχρονικές ονομασίες ήταν : Αξό , Αξώ , Αξός , Ναξό, Νάξο ,Axos , Χασά-κιοϊ, , Χασσά , Χας , Hasaköy Hasakopos, Aksos, Axo, Akso, Hasanköy .
Hasakoy (Sasima)
Οι κάτοικοί του και οι γύρω χριστιανοί ονόμαζαν το χωριό Ναξό, Νάξο και, σπανιότερα, Αξό και τους κατοίκους Ναξενούς ή Αξενούς. Οι Τούρκοι το αποκαλούσαν Χασά-κιοϊ, (Hasaköy)/Axos (Niğde), ονομασία που διατηρεί και σήμερα. Το τουρκικό όνομα πρέπει αρχικά να ήταν Χας – κιοϊ, δηλαδή χωριό αμιγές, αγνό, χωρίς ξένα
στοιχεία και με το πέρασμα του χρόνου να εξελίχθηκε σε «Χασσά» από «Χας.
– Αξός
Ο Κύριλλος, αναφέρει ότι το όνομα προέρχεται από τη λέξη άξων.
–Νάξος
Υπήρχε ο ισχυρισμός, ότι η ονομασία Ναξος που επικράτησε του τοπωνυμίου Νάξος, έδωσε το έναυσμα να υποστηριχθεί ότι οι κάτοικοι του χωριού είναι μακρινοί απόγονοι μεταναστών από το ομώνυμο νησί.
Ωστόσο, το πιθανότερο είναι ότι η χρήση του όρου Νάξος ή Ναξός οφείλεται στο γλωσσικό ιδίωμα του τόπου. Σύμφωνα με αυτό το άρθρο τοποθετούνταν μπροστά από το ουσιαστικό σε αιτιατική και όχι σε ονομαστική πτώση. Πρόφεραν, δηλαδή, «την Αξό», (τ’ν Αξό) και όχι «η Αξός».
ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΟ 1922
Στις αρχές του 19ου αιώνα το χωριό αναφέρεται από τον Πατριάρχη Κύριλλο ως αμιγώς χριστιανικό, με το τουρκικό όνομα Χασσά κιοΐ και το ελληνικό Αξώ. Ο ίδιος αναφέρει ότι ι το χωριό είναι χριστιανικό και αποτελείται από 200 σπίτια (περίπου δηλαδή 1200 άτομά).
Ο Παϊσίος, που περιόδευσε στην Επαρχία Ικονίου, το 1814, αναφέρει 130 σπίτια .
Ο Ρίζος, στα 1856 ανεβάζει τον αριθμό των σπιτιών σε 300, επισημαίνοντας, για πρώτη φορά ότι οι κάτοικοί του είναι ελληνόφωνοι .
Αν και τα δημογραφικά στοιχεία που παρέχει είναι επισφαλή, καθώς ο Ρίζος, σε μεγάλο βαθμό, αντιγράφει τον Κύριλλο και, ίσως να μην είχε άμεση εποπτεία, πρέπει πράγματι να αυξήθηκε ο αριθμός των κατοίκων.
Ο Κάλφογλου αναφέρει 300 σπίτια, το1892 και ο Λεβίδης 450 σπίτια, το 1899. Το 1907 ο Μακρόας αναφέρει ότι στην Αξό κατοικούσαν 680 οικογένειες ( καταγράφονται 4.000 άτομα ) O Φαρασόπουλος και ο Σαραντίδης αναφέρουν 4.500 κατοίκους το 1895 και 1899, αντίστοιχα· ο Ιωαννίδης, το 1896 ανεβάζει τον αριθμό των κατοίκων σε 5.000.
Παρ’ όλες τις αποκλίσεις, τα πληθυσμιακά στοιχεία είναι αποκαλυπτικά της μετεξέλιξης του χωριού, από ένα μικρό οικισμό στις αρχές του 19ου αιώνα, σε ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της περιοχής έναν αιώνα αργότερα. Στις αρχές του 20ού αιώνα η Αξός και το Μιστί ήταν τα μεγαλύτερα χωριά με χριστιανικό πληθυσμό στην Καππαδοκία .
ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ
*Υπόγειο χωριό & Κερέρια ή Κελλέρια,
Το Παλιά το χωριό ήταν υπόγειο και λαξευτό, με ορόφους που έφτανε σε βάθος 8-10 μέτρα από την επιφάνεια της γης.
Όλα τα σπίτια του χωριού επικοινωνούσαν μεταξύ τους με ειδικές σήραγγες, για να βρουν διέξοδο σε ώρα ανάγκης οι κάτοικοι και για να χάνονται οι εισβολείς, αν καταφέρουν να μπουν σε αυτά.
Αυτά βρίσκονταν κάτω από τα παλιά σπίτια και τα αλώνια τους, στο κέντρο του χωριού. Αποτελούσαν ολόκληρη πολιτεία και, καθώς ήταν συνεχόμενα, μπορούσε να φτάσει κανείς υπογείως από τη μια άκρη του χωριού στην άλλη.
Τα μετέπειτα χρόνια έχτισαν οι Αξενοί, το νέο ανώγειο χωριό τους πάνω από το παλιό. Τα υπόγεια τα χρησιμοποιούσαν πλέον για αποθήκες και κρυψώνες.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Μετά την ήττα των Βυζαντινών στο Ματζικέρτ, το 1071 από τους Σελτζούκους Τούρκους, η Καππαδοκία μεταβλήθηκε για αιώνες σε θέατρο αλλεπάλληλων συγκρούσεων.
Οι κάτοικοί της αντιμετώπισαν, ιδιαίτερα από τα τουρκομανικά φύλα, διώξεις, λεηλασίες, σφαγές. Πολλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, ενώ άλλοι εξισλαμίστηκαν ή αφομοιώθηκαν με επιγαμίες.
Η σχετική ηρεμία που επήλθε στην περιοχή από τα τέλη του 15ου αιώνα με την εδραίωση της Οθωμανικής κυριαρχίας, και για έναν περίπου αιώνα, διαταράχθηκε με την επανάσταση των Τζελαλί (Djalali) το 1590-1620, με αποτέλεσμα οι διώξεις και οι εξισλαμισμοί να ενταθούν για τους δύο επόμενους αιώνες,
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Εκκλησιαστικά, οι Αξενοί ανήκαν στη Μητρόπολη Ικονίου «Ο Μητροπολίτης Ικονίου, υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Λυκαονίας, είχε ως επίσημη έδρα
το Ικόνιο, αλλά το μεγαλύτερο διάστημα διέμενε στον ελληνικό συνοικισμό της Νίγδης, το Καγιάμπασι».
– Εκκλησιαστική επιτροπή
Η Εκκλησιαστική Επιτροπή, η οποία συγκροτούνταν από τρεις ευυπόληπτους ενορίτες, έναν από κάθε μαχαλά, που αναλάμβαναν τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Η επιτροπή αυτή τηρούσε βιβλία που τα αποκαλούσαν «κώνδικα», στα οποία καταχωρούσαν άτακτα τα έσοδα και τα έξοδα της εκκλησία
ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ
–Αγίας Μακρίνας,
Οι Αξενοί εκκλησιάζονταν στην πανέμορφη και φημισμένη εκκλησία της Αγίας Μακρίνας, η οποία βρισκόταν στον Πάνω Μαχαλά και εγκαινιάστηκε το 1843 από το Μητροπολίτη Ικονίου Νεόφυτο. Στην εκκλησία αυτή λένε ότι υπάρχουν τα ιερά λείψανα της Αγίας Μακρίνας και δίπλα σ’ αυτά ένα κειμήλιο του Γρηγορίου του Θεολόγου. Έξω από την εκκλησία υπήρχε ένα βαθύ πηγάδι με αγίασμα
–Άγιος Γεώργιος
Στον Κάτω Μαχαλά, ήταν η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου
–Κοίμηση της Θεοτόκου
Στο Μεσάιο Μαχαλά βρισκόταν η αρχαία εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ
— Αναλήψεως
Είχαν, επίσης, τα παρεκκλήσια της
– Αγίας Αικατερίνης,
–Αγίων Αναργύρων,
— Αγίας Παρασκευής και του
Προφήτη Ηλία..
ΠΑΙΔΕΙΑ
Η μόρφωση στην Αξό θεωρείται από τους περισσότερους κατοίκους δευτερεύον ζήτημα.
Υπήρχε έλλειψη κοινοτικής οργάνωση,ς που αποτέλεσε τροχοπέδη για τη χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής.
Έτσι, ως τις αρχές του 20ου αιώνα δεν υπήρχε ούτε υποτυπώδης λειτουργία
εκπαιδευτικού συστήματος, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να βρίσκονται «εν παχυλή αμαθία», σύμφωνα με το Σαραντίδη.
Χρέη δασκάλου εκτελούσε, είτε ο παπάς του χωριού είτε ιδιώτες δάσκαλοι, που γνώριζαν λίγα γράμματα, ημιμαθείς ντόπιοι,που είχαν μαθητεύσει στους δασκάλους αυτούς . Μερικές, μάλιστα, χρονιές δεν υπήρχε δάσκαλος ή παρέμενε στο χωριό λίγους μόνο μήνες.
Για διδασκαλία χρησιμοποιούνταν δωμάτια σε σπίτια . Η πληρωμή του δάσκαλου γινόταν σε είδος και αντιστοιχούσε σε 2 γρόσια το μήνα για κάθε παιδί, ενώ την καθημερινή σίτισή του αναλάμβαναν, εκ περιτροπής, οι οικογένειες των μαθητών. Τα παιδιά μάθαιναν μηχανικά ανάγνωση από τη Φυλλάδα, μερικές προσευχές, και, στη συνέχεια, την Οκτάηχο, το Ψαλτήρι και την Καινή Διαθήκη . Ανάλογα με τις δυνατότητες του δασκάλου αποκτούσαν και αποσπασματικές γνώσεις Θρησκευτικών, Ελληνικής Ιστορίας και Αριθμητικής .
Καθώς, η συνήθης πρακτική ήταν η αποστήθιση των θρησκευτικών κειμένων, η εκμάθηση της ελληνικής ήταν ανέφικτη και η αμάθεια διαιωνιζόταν . Ταυτόχρονα, η έλλειψη οργανωμένου σχολείου ευνοούσε την αυθαιρεσία και από την άνοιξη, που ξεκινούσαν οι αγροτικές δουλειές, πολλά παιδιά το εγκατέλειπαν.
Υπήρχε ένα σχολείο υποτυπώδες που την φροντίδα της λειτουργίας του είχε Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα Αξό κάποιο διάστημα.
Η κατάσταση καταγράφεται στο «Στατιστικό Πίνακα» του περιοδικού «Ξενοφάνης» (1905-1906) όπου αναφέρεται η ύπαρξη ενός σχολείου, προφανώς οικιακού, με δύο μόλις τάξεις και ένα δάσκαλο για 250 μαθητές
Το περισσότερο διάστημα το σχολείο δεν λειτουργούσε.
Το 1920, με πρωτοβουλία του δασκάλου Γ. Μαυροχαλυβίδη, που είχε εκλεγεί και Πρόεδρος της κοινότητας, οργανώθηκε πεντατάξιο δημοτικό με νηπιαγωγείο και συντάχθηκε Εσωτερικός Σχολικός Κανονισμός
Με πρότασή του υπήρξε μέριμνα από το κοινοτικό ταμείο για την άμεση κάλυψη των αναγκών του, την επισκευή του κτιρίου, την αγορά εξοπλισμού και το διορισμό 2 δασκάλων, 2 διδασκαλισσών και ενός παιδονόμου. Στο σχολείο την εποχή αυτή φοιτούσαν 400 περίπου παιδιά,αγόρια και κορίτσια σε ξεχωριστές τάξεις, που διδάσκονταν γραφή, ανάγνωση,αριθμητική αλλά και τουρκικά, γαλλικά και τεχνικά. Επίσης, οργανώνονταν θρησκευτικές γιορτές και εκδηλώσεις για να ενισχυθεί το ελληνικό εθνικό φρόνημα. Για να καλυφθούν τα έξοδα η Κοινότητα είχε ορίσει δίδακτρα (εισιτήρια), τα οποία δεν πλήρωναν οι άποροι μαθητές
Τα αποτελέσματα του εγχειρήματος αυτού δεν μπορούν να
αξιολογηθούν, γιατί το σχολείο λειτούργησε μόλις ως το 1922.
Έτσι, η πλειοψηφία των Αξενών παρέμεναν αγράμματοι, ενώ ελάχιστοι γνώριζαν ανάγνωση και γραφή.
Με τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν χτίστηκε, το 1909, σχολείο στην Αξό . Ωστόσο, η λειτουργία του ήταν πάλι πλημμελής, αφού δεν υπήρχε Σχολική Εφορία που να μεριμνά για την οργάνωσή του.
Ενδεικτικό είναι ότι οι Αξενοί ήταν ελληνόφωνοι και μιλούσαν την ελληνική διάλεκτο της Καππαδοκίας
ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΟΡΓΆΝΩΣΗ
Στην προσπάθεια τους να αναβαθμίσουν
το επίπεδο ζωής στο χωριό συγκαταλέγεται η ίδρυση της «Φιλεκπαιδευτικής
Αδελφότητας Αξού» (1895) που έθετε ως «πρωταρχικό στόχο τη συγκέντρωση μόνιμου αποθεματικού κεφαλαίου, του οποίου τα έσοδα να επαρκέσουν στη θεραπεία των αναγκών των υφισταμένων στο χωριό σχολείων». Το πρακτικό της Αδελφότητας, που υπογραφόταν από 50 άτομα, όριζε καταρχήν εξαμελές διοικητικό και εκτελεστικό συμβούλιο. Ακολουθούσε κανονισμός στον οποίο προβλεπόταν η εκλογή 10μελούς «Εφορείας» με διετή θητεία και διευκρινίζονταν τα καθήκοντα των μελών της. Μέλη θεωρούνταν όσοι είχαν καταβάλει 5 γρόσια μηνιαία συνδρομή.
Αυτοί είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της Αδελφότητας να
ψηφίζουν και να θέτουν υποψηφιότητα κατά τις εκλογές. Επίσης, οριζόταν 6μελής Δημογεροντία, για να εποπτεύει τα σχολεία και τους δασκάλους.
Η Αδελφότητα, δυστυχώς, διαλύθηκε σύντομα λόγω των διαφωνιών
που προέκυψαν, ανάμεσα στους κατοίκους των τριών μαχαλάδων, για τον τόπο
ανέγερσης του σχολείου. Πολλοί από τους εμπνευστές αυτής της πρωτοβουλίας,
απογοητευμένοι από την αμάθεια και την οπισθοδρόμηση, προτίμησαν να
εγκατασταθούν στο Ικόνιο, δημιουργώντας την εκεί παροικία των Αξενών
ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
.Οι Αξενοί ασχολούνταν με τη γεωργία. Oι κάτοικοι μερικών χωριών της Καππαδοκίας φημίζονταν για κάποια συγκεκριμένη
επαγγελματική ειδικότητα. Oι Αξενοί ήταν περίφημοι «μαγγαντζίαι». Σε σύνολο 75 μαγγάνων [μηχανισμός άντλησης νερού] που βρίσκονταν σε 58 πόλεις και χωριά της ευρύτερης περιοχής της Καππαδοκίας, τους 56 τους δούλευαν Αξενοί.Οκτώ, τουλάχιστον, αποτελούσαν ιδιοκτησία Αξενών. Επίσης, ενδιαφέρον είναι ότι η Αξός και τα Φλοϊτά είχαν από πέντε μάγγανους .
Καθώς ο μάγγανος αποτελούσε στα τουρκοχώρια ιδιοκτησία του Τούρκου μπέη του χωριού και η αμοιβή σε είδος κάλυπτε συνήθως μόνο τις ανάγκες της οικογένειας του μαγγανατζή, το επάγγελμα αυτό δεν ήταν ως τα μέσα του 19ου αιώνα ιδιαίτερα επικερδές. Παρόλα αυτά αποτελούσε ένα πρόσθετο εισόδημα για πολλές οικογένειες. Επίσης, διασφάλιζε στους Αξενούς ελευθερία κινήσεων στην ευρύτερη περιοχή, αφού έχαιραν της προστασίας του Τούρκου μπέη .
Οι Αξενές ήταν πολύ καλές κατασκευές χειροποίητων αγγείων και διαχειρίζονταν τη βιοτεχνία «κερχινιών», όπως έλεγαν τα πήλινα δοχεία ς τα μέσα του 19ου αιώνα η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Αξού ,ήταν γεωργοί και κατανέμονταν σε τρεις τάξεις: στους μεγάλους γαιοκτήμονες που κατείχαν 30-40 στρέμματα ποτιστικά και άλλα τόσα ξερικά και αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού, στους μικροϊδιοκτήτες γης που αποτελούσαν την πλειοψηφία των κατοίκων (60%) και κατείχαν 10-15 στρέμματα ποτιστικά και λίγα ξερικά και στους ακτήμονες που ανέρχονταν σε 20% του συνολικού πληθυσμού. Εκτός από τους μεγαλοϊδιοκτήτες γης, που ζούσαν ανεκτά , οι υπόλοιποι κάτοικοι αντιμετώπιζαν μεγάλες στερήσεις . Καλλιεργούσαν, κυρίως, σιτηρά. παρήγαν σιτάρι, κριθάρι,ρόβι (για τα ζώα), σίκαλη, φακές, μπιζέλια, ρόκα και τσιμένι. .
Παρήγαν ένα είδος σπορελαίου από λινάρι (εζερέκ ή ζεϊρέκ) ή ρόκα (μπεζίρ), ένα είδος καλαμποκιού, που ήταν ευρέως γνωστό ως μπεζιρόλαδο. Το χρησιμοποιούσαν για μαγείρεμα και ως φωτιστική ύλη .
Υπήρχε μια αξιόλογη αγορά στην Αξό που εξυπηρετούσε τα Τριβούνια, την Αντραβασό, το Αλάι, το Μπάγλαμα, τη Μουρταντό, τα Τζίναρα, το Κουμϋρτζήγες, γειτονικά τουρκικά χωριά που δεν είχαν καταστήματα .
Oι περισσότεροι από τους εμπόρους ήταν μεταπράτες· κάποιοι, εκτελούσαν και μεταφορές με κάρα. Ένα μικρό ποσοστό από αυτούς έγιναν μεγαλέμποροι. Η ευημερία αυτή αντανακλάται τόσο στην αναβάθμιση της ζωής των κατοίκων όσο και στην αναμόρφωση του χωριού. Oι γυναίκες των εμπόρων άρχισαν να αποκτούν καλύτερα ρούχα και κοσμήματα.Επίσης, στην Αξό χτίστηκαν πολλά νέα σπίτια και άνοιξαν 10-15 καταστήματα,παντοπωλεία, ψιλικατζίδικα και εμπορικά που εξυπηρετούσαν και πολλά γειτονικά, τουρκικά κυρίως, χωριά. Στο κέντρο του χωριού, την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα χτίστηκε το νέο χάνι και το σχολείο και συγκεντρώθηκαν εκεί τα εμπορικά. Μερικά από αυτά το βράδυ λειτουργούσαν ως καφενεία και ταβέρνα .
1ος ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δε διατάραξε καταρχήν τις σχέσεις των
Αξενών με τους Τούρκους, γιατί οι χριστιανοί κάτοικοι της Καππαδοκίας δεν
υπέστησαν μαζικές διώξεις, όπως οι Αρμένιοι ή οι Πόντιοι. Ωστόσο, οι σφαγές και η εξορία των Αρμενίων των περιφερειών Καισάρειας και Άκσεραϊ, το 1915 δημιούργησαν κλίμα ανασφάλειας . Ταυτόχρονα, η μαζική στρατολόγηση των νέων ανδρών, που άρχισε με την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αναστάτωσε τους κατοίκους του χωριού και ιδιαίτερα όσους προέρχονταν από χαμηλά κοινωνικά στρώματα και δεν μπορούσαν να εξαγοράσουν τη θητεία τους. Οι περισσότεροι από αυτούς, λιποτακτούσαν και περιπλανούνταν ή κρύβονταν στα κερέρια της Αξού.
Μερικοί κατέφυγαν σε άλλα χωριά ή εγκατέλειψαν τη χώρα. Οι συνέπειες της λιποταξίας την περίοδο αυτή δεν ήταν σοβαρές. Άν τους συνελάμβαναν, τους ξανάστελναν στο μέτωπο .
Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, το Μάιο του 1919 και την εκστρατεία για την κατάληψη της Άγκυρας, το 1921. Μετά την οργάνωση του κεμαλικού κράτους στην Άγκυρα , πολλοί Αξενοί
στρατολογήθηκαν στον κεμαλικό στρατό ή εξορίστηκαν, οι περισσότεροι στη Σεβάστεια (Sivas) του Πόντου.
ΔΙΩΓΜΟΙ
Επειδή η περιοχή του Ικονίου είχε ανακηρυχθεί περιοχή ασφαλείας, πολλοί χριστιανοί στάλθηκαν στα τάγματα εργασίας. Ο εκτοπισμός των ανδρών που είχε αρχίσει από τον Αύγουστο του 1921 και διήρκεσε ως τον Αύγουστο του 1923, προκάλεσε πολλά δεινά και στους Αξενούς κατοίκους του Ικονίου.
Κατά τα τέλη του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου. έφιπποι οπλισμένοι Βασιβουζούκοι
λυμαίνονταν τα χριστιανικά χωριά. Όταν επιτέθηκαν στην Αξό, οι κάτοικοι κατέφυγαν στα υπόγεια σπίτια. Ένας προύχοντας που δεν πρόφτασε να κρυφτεί στην υπόγεια πόλη βασανίστηκε, για να τους δώσει λίρες . Η δεύτερη
επιδρομή από άτακτους Τούρκους Τσέτες προσδιορίζεται κατά το 1920-21. Τα
περιστατικά αυτά ήταν μεμονωμένα, καθώς δεν αναφέρονται συστηματικές διώξεις και ακρότητες σε βάρος των κάτοικων της Αξού.
Ο ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ
Η είδηση ότι οι κάτοικοι της Άξου υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους έφτασε αρκετούς μήνες μετά την υπογραφή της Σύμβασης Ανταλλαγής των Ελληνοτουρκικών πληθυσμών στις 30-1-1923 .
Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι οι κάτοικοι της θα εγκατέλειπαν την πατρική γη,
Όμως οι ακραίοι κεμαλικοί εκφράστηκαν υπέρ της ανταλλαγής τους, για να εξαλειφθεί κάθε πιθανότητα μελλοντικής παρέμβασης του Πατριαρχείου στην Ανατολή.
Οι Αξενοί αγαπούσαν ιδιαίτερα την Ελλάδα, την οποία και αποκαλούσαν χαϊδευτικά «το μικρό το παιγί».
Ήταν γι’ αυτούς η πατρίδα, ενώ στην Τουρκία, όσο κι αν προόδευαν, δεν έπαυαν να θεωρούνται γκιαούρηδες. Ακόμα και οι ηλικιωμένοι και οι άρρωστοι έτρεφαν την ελπίδα ότι στην Ελλάδα θα ζούσαν καλύτερα . Προβληματιζόταν όμως από αυτά που άκουγαν για την κακή συμπεριφορά κάποιων Ελλήνων, που έδειξαν σε πρόσφυγες που είχαν φτάσει εκεί το 1922 και το 1923 .
Η ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Πριν τα μέσα Μαρτίου του 1924, συστάθηκαν τρεις Επιτροπές, μία για κάθε μαχαλά, από τους παλιούς γεωργούς, για να επιβεβαιώνουν τις δηλώσεις περιουσίας των κατοίκων. Η προσπάθεια αυτή σταμάτησε λίγο καιρό μετά την έλευση των μουσουλμάνων προσφύγων. που μέχρι τον Ιούλιο είχαν εγκατασταθεί στην Αξό 180 οικογένειες που απομακρύνθηκαν από την ελεύθερη Ελλάδα . Η άφιξη των μουσουλμάνων προσφύγων προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στο χωριό. Οι κλοπές στις οποίες επιδίδονταν συχνά οδηγούσαν σε συμπλοκές.
Κάποιοι για να προστατέψουν την καμπάνα και τις εικόνες της εκκλησίας της
Αγίας Μακρίνας, καθώς και κοινοτικών βιβλία τα έστειλαν στη Μερσίνα, για προωθηθούν αργότερα στην Ελλάδα.
Πρώτοι, από το Φεβρουάριο του 1924 το εγκατέλειψαν 100-150 οικογένειες πλουσίων .
Μια άλλη ομάδα, επίσης ευκατάστατων ατόμων, έφυγε στα μέσα Μαρτίου.
Η πλειοψηφία των κατοίκων εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό μετά το Πάσχα, το Μάιο και τον Ιούνιο, καθώς η επιθετικότητα των μουσουλμάνων προσφύγων αυξανόταν. Στα τελευταία φύγανε κάτοικοι από την Αξό λίγο πριν από τα τέλη Ιουλίου.
Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΑΞΕΝΩΝ ΣΤΗ ΝΙΓΔΗ
Οι περισσότεροι Αξενοί παρέμειναν προσωρινά στο Καγιάμπασι, το ελληνικό προάστιο της Νίγδης. Εκεί η κοσμοσυρροή ήταν μεγάλη, γιατί καθημερινά κατέφθαναν κάτοικοι από γειτονικά χωριά, για να βρουν καταφύγιο από τις διώξεις των Τούρκων.
Όσοι Αξενοί είχαν οικονομική άνεση νοίκιασαν σπίτια, ενώ οι υπόλοιποι στοιβάχτηκαν σε εκκλησίες και σχολεία
Η τελευταία λειτουργία έγινε την ημέρα του Πάσχα έχοντας φθάσει στην εκκλησία με πολύ φόβο.
Αξενοί που έφυγαν στο τέλος της άνοιξης για τη Μερσίνα αναφέρουν ότι οι Τούρκοι
κάτοικοι χωριών εχθρικών προς τους Έλληνες δεν τους πείραξαν . Αντίθετα, συντοπίτες τους που μετακινήθηκαν τον Αύγουστο αναφέρουν ότι οι κάτοικοι τουρκικών χωριών είχαν εξαγριωθεί.
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Οι Αξενοί, όπως και οι υπόλοιποι πρόσφυγες, αναγκάστηκαν να παραμείνουν στη Μερσίνα, συχνά πάνω από ένα μήνα,
Κατά τη δεκαετία του 1840, γύρω από ένα φυσικό αγκυροβόλιο άρχισε να οικοδομείται ο νέος οικισμός και με γρήγορους ρυθμούς ξεπήδησε η σύγχρονη πόλη της Μερσίνας.
Μια πόλη της Κιλικίας που έμελλε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή να είναι ο τόπος συγκέντρωσης των Ελλήνων, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γη των προγόνων τους και με καράβια την Ελλάδα.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1924 στο λιμάνι της Μερσίνας βρίσκονταν 6.000 άτομα και καθημερινά κατέφθαναν από το εσωτερικό περίπου άλλα 700 και επικρατούσε αφόρητος συνωστισμός.
Κατεύθυναν συνεχώς ομάδες ατόμων από την ενδοχώρα. Στερούμενοι ακόμα και τα
απαραίτητα διέμεναν προσωρινά σε εκκλησίες, δημόσια κτίρια, αντίσκηνα ή σε
γειτονικά χωριά.
Σύμφωνα με μαρτυρίες είχαν οργανωθεί συσσίτια, τα οποία όμως δε φαίνεται ότι
κάλυπταν τις ανάγκες όλων των προσφύγων . Καθώς οι συνθήκες δε βελτιώνονταν, πολλοί αρρώστησαν και πέθαναν.
Η πρώτη ομάδα Αξενών, αναχώρησε από τη Μερσίνα με το πλοίο «Λέσβος» στις 17 Ιουνίου και έφτασε μετά από 3 μέρες στο λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι. Εκεί παρέμειναν σε καραντίνα για 16 μέρες μέσα σε τσαντίρια. Στη συνέχεια, με άλλο καράβι, μεταφέρθηκαν στην Ηγουμενίτσα της Ηπείρου , καθώς το σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να εγκατασταθούν οι Καππαδόκες στην Ήπειρο και στην Κέρκυρα. Στις αρχές Ιουλίου αναφέρεται άλλη αποστολή που μετέφερε Αξενούς. Πρόκειται για το φορτηγό πλοίο «Ζάννος Σιφναίος» που μετέφερε άτομα και από τη Σεμέντρα, το Τάλας και τη
Σελεύκεια. Αυτοί έφτασαν μετά από 5 ημέρες ταξίδι στον Πειραιά και παρέμειναν στο λοιμοκαθαρτήριο έμειναν 15 ημέρες κάτω από δύσκολες συνθήκες.
Η ομάδα αυτή, με
άλλο καράβι μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου έμειναν στο Χαρμάνκιοϊ (χωριό με αλώνια, αλωνότοπος ο σημερινός οικισμός της Θεσσαλονίκης Ελευθέρια ή Ελευθέριο Κορδελίο ), 15-20 ημέρες σε αντίσκηνα .
Προφανώς μεταφέρθηκαν και άλλοι Αξενοί κατά τη διάρκεια του Ιουλίου και του
Αυγούστου, δεν υπάρχουν, όμως, επαρκείς πληροφορίες που να διασαφηνίζουν με
ποιες αποστολές ήρθαν στην Ελλάδα. Εφόσον μπορούσαν να ταξιδέψουν με δικά τους έξοδα,
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, οι περισσότεροι Αξενοί δημιούργησαν τη Νέα Αξό Γιαννιτσών, όπου διαπρέπουν, εκτός των άλλων και ως επαγγελματίες οδηγοί, οργανώνοντας τους εμπορικούς δρόμους με τα φορτηγά τους.
Οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν στη Θεσσαλονίκη, στο Δράμα, στα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. , στον Άγιο Αθανάσιο Δράμα, στον Άβαντα του Έβρου, στη Νεοκαισάρεια των Ιωαννίνων, στην Αθήνα, στην Πειραιά, στον Εξαπλάτανο της Αλμωπίας, στην Αριδαία της Αλμωπίας, στις Μηλιές της Αριδαίας, στη Χρυσή, στον Πολυπλάτανο, στο Λιποχώρι της, περιφέρειας Μονοφατσίου Ηρακλείου Κρήτης
ΣΗΜΕΡΑ
Η σημερινή επίσημη ονομασία είναι Hasakoy, Nigde
Το Hasaköy είναι ένα χωριό στην κεντρική περιφέρεια της επαρχίας Niğde , σε υψόμετρο 1292 μέτρα .
Ο πληθυσμός το 2022 ήταν συνολικά 819 κάτοικοι , 15 χρόνια πριν, το 2007 οι κάτοικοι ήταν 1236 (μείωση 34% περίπου).
Το όνομα του χωριού στα Τουρκικά αρχεία ήταν [ Ακσό ] Aksó, στα 1900 και Hassaköy, στα αρχεία του 1928, 5 χρόνια μετά την εκδίωξη των Ελλήνων
Το σημερινό χωριό απέχει 43 χλμ από το κέντρο της πόλης Νίγδη / Niğde.