Γειά σας πιδιά μ΄καλά! Τι γενησέστι;
Ιγώ από γειά καλά είμι, αλλά σκανιάζω πουλύ γιατί κατάλαβα ότι ως τα τώρα, σι λάθος τορό περπατούσαμι. Τώρα που μας έλψαν αυτά απού δε μπορούμι να κάμουμι, τουλάιστουν να καταλάβουμι πόσα πράματα είχαμι κι δεν τα δναμι σημασία.
Πάηναμι όπ΄ ηθιλάμι κι ότ΄ ώρα ήθιλάμι κι τώρα χουρίς ές εμ ες δεν κοτάς να βγεις από το σπίτ΄, γιατί θα πληρώης τριακόσια ευρώ.
Έρουνταν τα Τσιαμητούλια κι άνοιγα τ΄ν αγκαλιά μ΄ κι χουρούσαν όλα μέσα κι χαίρουμαν κι ιγώ κι χαίρουνταν κι αυτά κι τώ ρα ή δεν έρουντι, ή άμα ρθεί καένα, τηριούμιστι από αλάργα, για να μη κολλήσουμι τίποτα.
Πάηναμι στου Καφενείου κι περνούσαμι το βράδ΄, ήπναμι τα κρασιά μας κι τς ρακές μας, κουβεντιαζάμι, πειράζομάσταν κι τώρα του καφενείου είνι κλειστό. Το τηρώ απ΄ το παραθύρ΄ μι σβηστά τα φώτα κι μι φαίνητι πουλύ στούραβο.
Πάηναμι τα Σαββάτα στου Τσουτύλ΄ να ψνήσουμι κι ιγλιπάμι τς κόσμ΄, κάθουμάσταν στα καφενεία, ήπναμι τα φρέντα στο Διαμάντ΄ κι τα ρακιά στο Χρηστάκ΄ κι τώρα είνι έρμις οι στράτες. Κι άμα ειηδής καέναν, σε τηράει από αλάργα κι φέει κι δεν ξέρς άμα είνι τσιουτουρουμένους, άμα γιλάει ή άμα σι περγελάει, άφκι που δεν τον αγρονίηζ΄ κι όλας, γιατί έχ΄ μάσκα στα μούτρα τ΄.
Πααίνουμι στα μαγαζιά να ψνήσουμι κι φοβούμιστι να ακουμπίσουμι αυτά που θα πάρουμι, κι όταν τα πααίνουμι στο σπίτ΄ τα λούζουμι στο οινόπνευμα, θάρουμ ψοφάει αυτός ο βρουκόλακας, η κινεζοσυρμή. Άφκι που κι ένα βρακί να θέλτς να πάρς, δε μπορεί να σεβείς να το ψνήης μέσα στο μαγαζί κι πρέπ΄ να το δοκιμάης στ΄ στράτα.
Χώρια που ως τα ιχτές ήταν κι τα κουρεία κλειστά κι είχα γεν΄ σα ροκ σταρ. Άφκι που κι τώρα για να πας, θέλτς ραντεβού.
Έρουνταν γιορτές κι κριτσούσαν τα σπίτια από κόσμον κι τώρα θα να νι όλα άδεια.
Πάαινι κι ου Μίχους στο κυνήϊ, ήφιρνι κι κανά γκουτζιούν κι τώρα απαγορεύκι κι το κυνήϊ.
Έκοψα κι μια καστανιά στ΄ Τζιομούραινα κι δε μπορώ να ΄φερω τα ξύλα γιατί θέλ΄ λέει να χω βεβαίωσ΄ απ΄ το «ΕΡΓΑΝΗ», για να μη μι γράψουν.
Πάηναμι όλες τς μέρες στ΄ν εκκλησιά να μας λειτουργήσ΄ ο παππάς κι να κοινωνήσουμι κι τώρα είνι μόνι ου παππάς, δυό ψάλτες κι ου καντηλανάφτς. Θα ρθούν Χριστούϊννα κι δε θα μπουρούμι ούτι να κοινωνήσουμι. Άφκι που ούτι να πεθάντς δε μπορείς. Σι βάνουν μέσα στο κτι, σι σφαλνούν κι δεν αφήνουν ούτι τα πιδιά σ΄ να σι χιριτήσουν. Λέει ου παππάς «δεύτε τελευταίων ασπασμών», κι δε ζγών καένας κι πως να ζγώσ΄; ποιόν να χιρητίσ; του κτί;
Δε λέω να μη γένουν έτσ΄ γιατί πρέπ΄να φλάγουμέστι, αλλά για να κατλάβουμι πόσο αχάριστ΄ είμασταν όταν τα χαμι όλα αυτά κι δεν τα ευχαριστιούμασταν. Τουλάϊστον όταν περάσ΄αυτός ο βρουκόλακας, να μη τα περνούμι σαν να μι είνι τίποτας κι να τα δώκουμι τ΄ν αξία τα.
Μπαρμπα Κώτσιος Τσιαμήτς
Ντράμστα