ΑΥΤΟΣ Ο ΚΑΜΠΟΣ
Αυτός ο κάμπος είναι δικός τους και δικός μας. Έτσι μπορούμε να ορίσουμε γενικά την συνιδιοκτησία του κάμπου του Λιβαδερού, αν παραφράσουμε το γνωστό ποίημα του Γιάννη Ρίτσου.
Αν όμως επιχειρήσουμε ειδική ανάλυση στο θέμα και στους ιδιοκτήτες του κάμπου, δυστυχώς πρέπει να πούμε τα πράγματα με τόνομά τους:
Πρώτον ο καλός Θεός της Άκρης (Μπισιρτσιάς)με την πρόνοιά του τους χάρισε ένα μικρό κομμάτι. Εκεί κοντά στον Αη Απόστολο, κατά την νότιο πλευρά. Μικρό κομμάτι μεν μα όλο λιβάδι αδερφέ, βαρκό που λέμε. Με πολλές ξυνίθρες και πολλά τριαντάφυλλα(νάρκισους).
Και δεύτερον ο λιγότερος καλός Θεός του Μεταξά,που΄΄ειρήσθω εν παρόδω΄΄ μου είναι πολύ συμπαθητικό αυτό το χωριό, έδωσε και σε δάυτους τους καψερούς, κι ανάλογα με το μπόι τους (σόρυ, τον πληθυσμό τους ήθελα να πω),ένα μικρό και ξερό κομμάτι. Κι αυτό γιατί αυτοί είχαν στην πάρτη τους εκείνο το μεγάλο μέρος εκεί, πάνω στη Ντοβρά. Και ανέκαθεν τα οικονομούσαν ΄΄τρελά΄΄ οι άνθρωποι από την παραγωγή του βουνίσιου τσαγιού. Έτσι ένα μεγαλύτερο μέρος στον κάμπο δεν τους ένοιαζε και πολύ.
Αλλά να σοβαρευτούμε λίγο. Ο κάμπος αυτός που όνομα συγκεκριμένο δεν έχει ,είναι μια φαρδιά επίπεδη λωρίδα. Έχει κατεύθυνση από το βορρά προς το νοτιά. Από ανατολικά, μια ζωή,΄΄τρώει΄΄ την σκιά του Αμάρμπη όλες τις πρωινές του ώρες ,ενώ από τα δυτικά αναπαύεται στην αγκαλιά των λόφων του χωριού. Το κεντρικό μέρος της λωρίδας είναι τσαΐρι. Κι επειδή νεροκρατεί μένει πάντα ακαλλιέργητο. Είναι τα τσαΐρια, που κάποτε αλλά και τώρα έβγαζαν και βγάζουν φυσικό χόρτο και πολλά τριαντάφυλλα τον Μάη. Τόσα πολλά ,που φτάνουν να στολίσουν και να αρωματίσουν όλο το χωριό.
Σ’ αυτόν τον κάμπο εννιά χρονών παιδαρέλι βοσκούσα αρνιά και όταν τα ΄΄βράδιαζα΄΄ μέχρι τα μεσάνυχτα ανάμεσα στα σπαρτά, συχνά πυκνά μάλωνα και κυνηγούσα κολωφωτιές (πυγολαμπίδες), που με το ζωηρό φως τους με θάμπωναν κι έχανα ο δόλιος το κοπάδι.
Ο κάμπος είχε και πολλές γκορτσιές.Εκεί σταλνούσαν (στάλιζαν) όλα τα κοπάδια του χωριού κάθε μεσημέρι κι εκεί πετούσαμε πέτρες για να κατεβάσουμε γκόρτσα. Ένα ΄΄φρούτο΄΄
που τόσο πολύ μας άρεσε σαν παιδιά.
Σ’ αυτόν τον κάμπο τότε, το 1960 υπήρχε πράγματι και κάτι πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Ένας οπωρώνας με μηλιές. Ναι πραγματικές μηλιές.Φραγμένος με σκίζες. Ιδιοκτήτης αν θυμάμαι, καλά ήταν ο Καραπέτσας Κων/νος (Καραπιτσουγκουντής). Αυτός που είχε και το καμίνι για ασβέστη στην Κυδωνιά.
Σ’ αυτόν τον κάμπο ξεκαλοκαίριαζαν (περνούσαν το καλοκαίρι) κάθε χρόνο τα πρόβατα όλου του χωριού.Είχε ήπια ζέστη την μέρα και πολύ δροσιά το βράδυ.Είχε πολλές ποτίστρες και καλό χορτάρι.
Σ’ αυτό τον κάμπο έχουμε την μεγαλύτερη σοδειά σταριού,ενώ παλιά σχεδόν όλα τα φασόλια που τρώγαμε εκεί στον κάμπο τα σπέρναμε.Την μάνα μου τα βράδια του καλοκαιριού που την έχανες και που την εύρισκες , στην Παναγία στο Μούτσιουμου και στην Σίστρα την συναντούσες.”Να βάζει το νερό στ’ αυλάκι” για να ποτίσει τα φασόλια της .
Φθάσαμε ακόμη να εισάγουμε στον κάμπο και αμερικάνικη τεχνολογία στις καλλιέργειες.Know how πρώτης γραμμής.Ο Τζων κι άλλοι δύο ή τρεις, όλοι τους αντιρρησίες στράτευσης ,που δεν θέλησαν να πάνε στο πόλεμο του Βιετνάμ προτίμησαν να έρθουν στο χωριό.Και κάθε μέρα με ένα τρακτεράκι ξεκινούσαν για τον κάμπο.Πάλευαν ολημερίς με τα σκληρά χώματα κάποιου χωραφιού ,που τους είχε παραχωρήσει η Κοινότητα κι εκεί έκαναν τα πειράματά τους.Έμαθαν όμως και χορό.Τσάμικο και καλαματιανό.
Σ’ αυτό τον κάμπο ο Τζων και η παρέα του κέρδισαν την μη στράτευσή τους κι εμείς την σημαντική βοήθειά τους
Κάμπος Λιβαδερού. Αυτός ο κάμπος είναι δικός τους και δικός μας. Έτσι μπορούμε να ορίσουμε γενικά την συνιδιοκτησία του κάμπου του Λιβαδερού. Κώστα Φαρμάκη
256