Γειά σας πιδιά μ΄καλά! Τι γενησέστι; Ημείς βρήκαμι το μπελιά μας μι τ΄μπαλιαμέτσου.
Όλ΄ τ΄ν ώρα κλώθητι μεσ΄ το χωριό κι όλο ζαράλια φκιάν΄.
Το γιατάκι το ΄χει στο Τσιουφλίκι κι έχ΄ κι ένα μκρό αρκουδούλ΄από κοντά κι δεν κοτάς να βγείς όξου από το χωριό. Αντιπροχτέ είχι πάει στ΄Μίχου τ΄ν κερασιά κι τ΄ν ξεγκίλτσι όλ΄. Αγκίδες μόνι απόμκαν από τ΄ν κερασιά. Προ μή από κανά δυό βδομάδις, είχι ανεβεί στς Δασκάλας τ΄ν κερασιά, που τα φκιάν΄ πρόημα κι δεν απόμκι νε κεράσ΄, νε κερασιά.
Ιγώ πήγα ιχτές στ΄ν Κατούμστα, να ιδώ πως είνι το καλαμπούκι απού είχα βάλ΄κι του χι λιανίς΄. Μέσα στ΄μές΄ στο χουράφ΄, του χι κάμ΄ σαν αλών΄ κι δεν άφκι ούτι μια ρόκα να ψήσ΄η μπάμπου στο φούρνο, να φάν΄ τα Τσιαμητούλια.
Πρου μη από μια βδομάδα, πήγι στ΄ Κούζου τα πρόβατα κι τον έφαγι το τρανό το κριάρ΄ κι πάλι καλά που δεν έφαγι κι το τζιουμπάνου. Ιχτέ το βράδ΄σέβκι ουπάν από το ντβάρ΄στ΄Γεράσ΄ τ΄ν αυλή κι τον έφαϊ ένα μελίσσ΄. Δε φτάν΄το ζαράλ΄απ΄τον έκαμι, πήρι κι το κοφίν΄ ουπκάτ΄απ΄τ΄ν αμπασκάλ, γκρέμσι κι τον πλακό κα΄ τ΄ Τζημούλ΄ τ΄ μεριά κι από τ΄ εκεί έφυγι.
Τ΄ν άλλ΄ τ΄ φορά είχι πάει στο μπατζαριό τ΄ Φώτ΄ κι τον έφαγι δυό σμολύβια τυρί, μέσα από τ΄ς τζαντήλες.
Τ΄μιάν λεν απουλνούν λύκοι, τ΄ν άλλ΄ απουλνούν οχιές κι από αρκούδες γιόμουσιν ου τόπους. Μι όλα αυτά οι ανθρώπ΄ πως θα ζήσουν; Δεν απόμκιν τόπος για τ΄αφνούς. Μας κάμνουν έτσ΄ για να σκουθούμι να φύγουμι, αλλά ιγώ από το χωριό δε φέγω. Μόνι τα Σαββάτα που πααίνου στο παζάρ΄ στο Τσουτύλ΄.
Κωνσταντίνος Τσιαμίτης