(…Συνέχεια από Α’ )
Όλα σχεδόν τα ΧΕΙΜΕΡΙΝΑ ΜΑΝΤΡΙΑ της Λευκοπηγής ήταν σχετικά κοντά στο χωριό και την πηγή της «μάνας» , πάνω από τα μελίσσια-«βακούφι»-ιδιοκτησίας της εκκλησίας κι έπιαναν μια περιοχή απ του «Σταύρου τα δέντρα» μέχρι το «Καμμένο».
Ήταν κτισμένα σε απάνεμα- προσήλια μέρη , συνήθως δίπλα σε μεγάλους βράχους-σκέμνια για να προφυλαγονται απ τον αέρα το κρύο και τους λύκους…
Η πέτρινη δομή τους συνήθως ήταν κυκλική και χαμηλή ύψους δυό περίπου μέτρων μαζί με την επικλινή στέγη , με διπλή ξερολιθιά στη βάση-μέσα και έξω πλευρά-ύψους ενός περίπου μέτρου .
Πάνω στο φαρδύ ξεροντούβαρο πλατους 80-100 εκ. στερεώνονταν με χοντρά δοκάρια και λεπτότερα καδρόνια μαζί με κορφιάτη που τον στήριζαν χοντρά ξύλινα «ντουρέκια» , ένα επικλινές (προς τα μέσα και προς τα έξω) πλέγμα σκεπής , πάνω στο οποίο στερεώνονταν καλά δεμένο , ένα παχύ στρώμα με χειρόβολα απο «σφάλτσες» βρίζας με τρόπο ώστε να χύνονται τα νερά προς τα έξω για να εξασφαλίζουν τη στεγανότητα του εσωτερικού χώρου του μαντριού , πλάτους 2-2,5 μ.περίπου .
Θα αναφέρω όσα , όπου και όπως τα θυμάμαι :
-Δεξιά απ τα μελίσσια ανηφορίζοντας το «Χαύο» πρωτο ήταν το μαντρί τ Μήτρ τ Λία , πατερας του Ηλία και του Μανώλη.
-Αμέσως λίγο πιο πάνω είχε το μαντρί ο Κώτιας τ Κερασιωτη πατέρας του Θανάση , Παντελή και Μανώλη.
-200 μέτρα πιο πάνω ήταν το μαντριά τα «Ταλιωλιάθκα» όπου «σταβλίζαμε» κι εμείς τα δικά μας γίδια μαζί με τους «Ζαμπακάδες» Τζηκα, Γιάννη-«Ναϊάννη» και Νικόλα καθώς και τα πολύ λίγα του Παρτωνα Γρ. , Δουγαλη Μαν. και Ντούντα Ιω. Ήταν σε μια πλαγιά προσήλια και απάνεμη με πολλά μεγάλα βράχια πάνω στο Χαύο , λέξη η οποία είναι ομηρική και σημαίνει ένα βαθύ-χαώδες ρέμα…
-Αρκετα πιο πάνω στην ανοιχτωσιά «Τσιμουδιάς» , κάτω απ τη «ξεκομένη πέτρα» είχαν τα μαντριά τους οι Μπομπάδες , Βομβας Κωσταντης κλπ , πιο δεξιά οι Κωτροτσιάδες-«Ντιοντιος τ Βλαχ» κλπ , οι Καναβάδες «Καραγατσιωτης» κλπ , οι Τσιγγινάδες-Λιτσαιοι-Γώγος Τσιντζα κλπ και τέλος στο Καμμένο οι Μηντελάδες -Δουγαλής Αντ. κλπ μαζί με τους Μπαταλάδες .
-Αριστερά από τα «Μελίσια» χαμηλά στο «πατμένο», ήταν το μαντρί του Τέγου-Στεργιου Φλωρου. Ακριβως πάνω από τα «Μελίσια» είχαν τα μαντριά τους οι «Κεροστάδες» , οι Λαζάδες ο Πουτιός κ α.
-Ακόμα πιο πάνω απ του «Σταύρου τα δέντρα» δεξιά προς τα «Λευκάδια» ήταν τα μαντριά τα Πασκάθκα , πιο πέρα δεξιά ήταν τα Καρατζιαθκα (αργότερα εκεί ήταν του Απ Γκουτζιωτη) , πιο κάτω είχαν οι Καραϊνάδες , ο Λούης-Βατάλης Λάζ. Σταθης Βας. αργότερα τα χρησιμοποίησαν ο Θαν Τσουκνίδας και Οδ Βόμβας.
Κάπου εκεί ήταν και του Τζιαχανοσπύρου-Σπύρου Δουγαλη το μαντρί και άλλα που δεν θυμάμαι τίνος και πού ακριβώς.
Όπως καταλαβαίνουμε γινόταν χαμός από τον πολύ συνωστισμό των μαντριών , το σμίξιμο καποιες φορές κ τα βελάσματα των γιδιών , τα γαυγίσματα και τα άγρια μαλώματα των σκυλιών , αλλά ,εκτός από σπάνιες παρεξηγησεις , αποφεύγονταν τα μαλώματα των κτηνοτρόφων , γιατί λόγω των δυσκολιών υπήρχε έντονο το πνεύμα της αλληλεγγύης και συνεργασίας , που είναι αναγκαίο και σήμερα…
Σήμερα υπάρχουν μόνο τα πέτρινα εριπεια απ όλα σχεδόν τα μαντριά και τις καλύβες των τζομπαναραίων , όπου ανασκαλεύοντάς τα μπορεί να βρεις κάνα παλιοκούδουνο ή κάνα «κακάβι» όπου έβραζε ο τζιομπάνος το γάλα …
Τα πρόβατα που ήταν πολύ λιγότερα σε σχέση με τα γίδια ,εκτός από ελαχιστες εξαιρέσεις , την περίοδο του χειμώνα σταβλίζονταν μέσα ή δίπλα στο χωριό σε «προβάτες» , σπάνια σε αυλές ή σε σταύλους μεγάλων ζώων
κι αν τυχόν έριχνε πολύ χιόνι ή έκανε πολύ κρύο , τα παίρναμε μέσα στη χωμάτινη σάλα-«μεσιά», για να μην παγώσουν τα αρνιά…
Για να έχουν βοσκή τα γίδια το χειμώνα , η Κοινότητα σε συνεννόηση με τους κτηνοτρόφους απαγόρευε αυστηρά τη βόσκηση, για όλη την εξάμηνη καλοκαιρινή περίοδο, σ όλη την έκταση γύρω από τα χειμερινά μαντριά , ορίζοντας και πρόσθετο-καλοκαιρινό «ντραγάτη» για τη φύλαξη του.
Οι αγροφύλακες ήταν πολύ αυστηροί κι όταν μας έπιαναν να βόσκουμε τα «βετούλια» και τα «σγούρια» σε απαγορευμένο μερος ή κάναμε καμία αγροζημιά , κάποιοι σκληροί ντραγάτες εμάς τους πιτσιρικαδες μας έριχναν και κάνα ξύλο ή μας έπαιρναν τα λουριά και μας διαπόμπευαν στο χωριό ή σπάνια μας πήγαιναν και στα δικαστήρια .
Εκτός αυτού επειδή η βοσκή στο βουνό δεν επαρκούσε ιδιαίτερα στις βαρυχειμωνιές , όλα τα νοικοκυριά το καλοκαίρι φρόντιζαν να μαζέψουν ζωοτροφές-«ζαχιρέδια» για να βγάλουν το.χειμώνα .! Μαζί με το καλαμπόκι , τις καλαμποκιές και το κριθάρι , φρόντιζαν να μεγαλώνουν κοντά στα χωράφια και τ αμπέλια τους δέντρα και κλαδαριές (βελανιδιες ,καραγάτσια ,λεύκες κ α ) τα οποία «κλάριζαν»-κλάδευαν χρονιά παρά χρονιά από τον πάτο μέχρι την κορφή , κι αφού τα στέγνωναν πράσινα τα αποθήκευαν στις αχυρώνες σε δεμάτια , για να τα μεταφέρουν το χειμώνα στα μαντριά , τις προβάτες και τους σταύλους να ταΐσουν τα ζώα τους.!
Αλίμονο σ αυτούς που δεν φρόντιζαν ή δεν τους έφταναν τα ζαχιρέδια ..!
Αναγκάζονταν μέσα στο βαρυχείμωνο να βγαίνουν ψηλά στα έλατα στο Ασπροβούνι προς τη Ροδιανή ή στην κοιλάδα του Μπούρινου να μαζέψουν σε τσουβάλια το τρυφερό πράσινο παράσιτο «γκρουσιάρι» από τους κορμούς και τα κλαδιά του έλατου , για να το μεταφέρουν με πολύ δυσκολία στο μαντρί για να μην ψοφήσουν τα γίδια…
Όταν έριχνε βαρύ χιόνι τέλος Γενάρη και το Φλεβαρη και σκέπαζε τα πουρνάρια γύρω από το μαντρί , μικροί μεγάλοι τα τινάζαμε για να βοσκήσουν τα γεννημένα ή ετοιμόγεννα-«βαρά» γίδια .
Τα «βαρά» γίδια , που καταλαβαίναμε ότι ήταν έτοιμα να γεννήσουν σε κάνα δυο μέρες , τα ξεκόβαμε από το υπόλοιπο κοπάδι που έβγαινε για βοσκή ψηλά στο βουνό και τα κρατούσαμε να βόσκουν γύρω από το μαντρί για να τα βοηθήσουμε να γεννήσουν , ιδιαίτερα αν κάποιο κατσίκι έβγαινε ανάποδα..!
(Ακολουθεί τρίτο μέρος..)
44