Κατά τον Χρήστο Γιανναρά, η θρησκεία είναι ένα ατομικό γεγονός και κατά συνέπεια έχει υπερμεγέθη διαφορά από την Εκκλησία. Η θρησκεία προϋποθέτει ατομικές μεταφυσικές πεποιθήσεις, ατομική ηθική, ατομικές ενοχές, ατομικές αξιομισθίες, ατομική υποταγή σε κάποια ορατή αυθεντία. Προϋποθέτει έναν ατομικό Θεό, «ανώτατο Ον», που ο άνθρωπος προσπαθεί να το εξευμενίσει για να το υποτάξει στα συμφέροντά του και την ανάγκη του για ατομική κατοχύρωση.
Όλα αυτά βέβαια βρίσκονται στους αντίποδες της Εκκλησίας, στην οποία καλούμαστε να αποβάλλουμε κάθε τι ατομικό, να πάψουμε δηλαδή να είμαστε άτομα και να υπάρξουμε ως πρόσωπα.
Πρόσωπο είναι η ύπαρξη που πραγματοποιείται ως κοινωνία και σχέση. Όχι ένα άτομο που ζει καθεαυτό και επιπλέον σχετίζεται με τους άλλους, αλλά η ίδια η ζωή και η ύπαρξη του προσώπου είναι κοινωνία και σχέση.
Στην πρώην ανατολική Ευρώπη του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, τα κομμουνιστικά καθεστώτα διαστρέβλωσαν το ουσιαστικό νόημα της Ορθοδοξίας και προσπάθησαν με τη βία να εμφυσήσουν στις ψυχές των χριστιανών την πεποίθηση του Μαρξ για τη θρησκεία, ότι δηλαδή είναι το όπιο του λαού, ότι ναρκώνει τις συνειδήσεις τους, για ν΄ ανέχονται το άδικο και να μη βλέπουν την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο. Εκείνο που δεν μπόρεσαν να καταλάβουν οι καθεστωτικοί μαρξιστές ήταν, πως παρόλα τα ιστορικά λάθη του, ο ορθόδοξος χριστιανισμός δεν έγινε ποτέ «θρησκεία», με την έννοια που είχε ως εμπειρία ο Μαρξ για τον χριστιανισμό από το άμεσο κοινωνικό του περιβάλλον, αφού έμεινε πάντοτε Εκκλησία, δηλαδή ζωντανό λαϊκό σώμα, δυναμικό κοινωνικό γεγονός.
Εκείνο που είναι αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια μέχρι σήμερα, είναι το γεγονός πως ο υπαρκτός κομμουνισμός εφαρμόζεται στην πράξη απαρέγκλιτα από τους μοναχούς της Ορθόδοξης Ανατολής.
Η σημασία του λατινικού όρου «communismus» στα ελληνικά είναι κοινοκτημοσύνη και η ιστορία έχει καταγράψει ως πρώτη εφαρμογή και υλοποίηση (ίσως και μοναδική) αυτής της θεωρίας, τη λειτουργία της πρώτης χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων.
Αυτό, λοιπόν, το πρωτοχριστιανικό κορύφωμα του εκκλησιαστικού ήθους εξακολουθεί να σαρκώνεται ιστορικά στην κοινοβιακή ζωή των μοναχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στα ορθόδοξα μοναστήρια η ακτημοσύνη των μοναχών παραμένει το ιδανικό της χριστιανικής γνησιότητας, στο οποίο πάντοτε προσβλέπει το εκκλησιαστικό σώμα.
Κι αν στον κομμουνισμό ή στη μαρξιστική θεωρία η κοινοκτημοσύνη είναι η υποχρεωτική κατάληξη μιας μηχανιστικής ιστορικής αναγκαιότητας ή ένα ολοκληρωτικό πρόγραμμα επιβολής από τους εξουσιάζοντες, στην Ορθοδοξία, οι μοναχοί προχώρησαν ακόμα πιο πέρα και από αυτή την κοινοκτημοσύνη, αφού βιώνουν την τέλεια παραίτηση από την κτήση υλικών αγαθών, τη δίχως όρια ελευθερία, την ακτημοσύνη.
Και πράγματι, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν έχει όρια η ελευθερία, αφού όχι μόνον ανέχεται, αλλά και σέβεται την αποτυχία, την αμαρτία, το παράπτωμα του ανθρώπου, ενώ στα κομμουνιστικά κόμματα καμιά «αμαρτία» δεν συγχωρείται, όπως τα ίδια έδειξαν και δείχνουν εφαρμόζουν πρακτικές πολιτικού αποκεφαλισμού σε όσους πέφτουν σε πολιτικά παραπτώματα, σε όσους τόλμησαν να «αμαρτήσουν»
Έτσι, η ασυμβίβαστη εμμονή της Εκκλησίας στην προτεραιότητα της ελευθερίας, είναι η άβυσσος που χωρίζει τη χριστιανική από τη κομμουνιστική ιδεολογία.
Ηλίας Κ Μάρκου
iliaskmarkou@yahoo.gr
Χριστιανική και κομμουνιστική ιδεολογία (Ηλ. Μάρκου)
132