-Δεν σ’ αρέζ(ει )του φαΐ;
-Kαι τι θες να σι φτιάξου;
– Γιαπράκια;
Τρεις μικρές φράσεις.
Τρεις φράσεις αγανάκτησης.
Από την μάνα του χωριού. Από την αγανακτισμένη μάνα. Αυτή που καθημερινά φικιρλιούνταν (σκέπτοταν βασανιστικά) τι να μαγειρέψει και πως να χορτάσει τα πολλά στόματα του σπιτιού.
Τα γιαπράκια ή λαχανοντολμάδες είναι παραδοσιακό φαγητό της Κοζάνης και κατ’ επέκταση και φαγητό του χωριού. Ήταν ο ΄΄πατριάρχης ΄΄ των φαγητών και ο ΄΄μητροπολίτης΄΄ των φαγητών των Χριστιουγέννων.
Εγώ πάλι, μικρό παιδί, μπροστά απ’ την τηγανιά , τις τσιγαρίδες, τις λουκανίδες (λουκάνικα) και την λιγδουπάπαρα δεν έβαζα κανένα άλλο φαγητό. Να μη σου πω πως πιο πολύ μ’ άρεσε να τρώω το ΄΄γκαρμπουλάχανου΄΄ σκέτο, παρά μαγειρεμένο.
Ο πατέρας μου, απ’ την άλλη, τόχε συνήθειο κάθε παραμονή Χριστουγέννων να κάνει και σπληνάντερο. Απ’ το χοιράδι. Ήταν ο σέφ του σπληνάντερου. Με ΄΄επιθεωρητή΄΄ την μάνα μου. Την Γιάννινα. Και τι ΄΄επιθεωρητής΄΄ !Πολύ αυστηρός.
Η μοίρα μου τόφερνε, πριν αραιώσω την παρουσία μου στο χωριό, να είμαι παρών, κάθε Χριστούγεννα, που ο πατέρας μου εξασκούνταν στην μαγειρική του σπληνάντερου. Και έτσι θέλοντας και μη ήμουν παρών και στην επιθεώρηση που έκανε η μάννα μου στην όλη διαδικασία.
-Τόπλυνις καλά του άντιρου;
– Γύρνατου πρώτα με του πλάστ κι μιτά να του γιουμόϊσ.
-Σι ξέφιγει. Νέκοψεις στραβά τσ’ σπλήνα.Δεν γλέπς ;
Aυτά κι άλλα πολλά έλεγε η Γιάννινα στην τοπική λαλιά μας κι ένας καυγάς αθώος γίνονταν εκείνο το βράδυ, πριν ξημερώσει Χριστούγεννα. Ένας αθώος καυγάς που ποτέ δεν έλειψε. Καμιά χρονιά. Λες κι ήταν απαραίτητος για να βελτιώνεται από χρονιά σε χρονιά η νοστιμάδα του σπληνάντερου. Μπορεί να ήταν κι έτσι.
Και πράγματι έτσι ήταν. Χρόνο με το χρόνο έβλεπα τον πατέρα μου να γίνεται σπεσιαλίστ ,που λέμε ,στο σπληνάντερο των Χριστουγέννων.
Αφού έπλενε πολύ καλά το παχύ έντερο, στην συνέχεια το γύριζε με τον ξύλινο πλάστη ανάποδα ,το μέσα έξω δηλαδή.΄Ύστερα έκοβε στενόμακρες λωρίδες από σπλήνα, καρδιά και συκώτι. Όλα τα τύλιγε σε ρολό με την σκέπη αφού πρώτα τα είχε πασπαλίσει με αλάτι ,πιπέρι και ρίγανη. Και τέλος έφθανε στην ΄΄μητέρα των μαχών΄΄ που λέμε. Με πολύ μαεστρία και πάντα με το άγρυπνο μάτι του ΄΄επιθεωρητή΄΄με το όνομα Γιάννινα έβαζε το ρολό μέσα στο έντερο με τέτοιο τρόπο ώστε το έξω του εντέρου να γυρίσει μέσα και το αντίστροφο. Έτσι το σπληνάντερο έπαιρνε την μορφή ΄΄όπως το γέννησε η μάνα του΄΄.
Στην συνέχεια το ταψί με το σπληνάντερο έπαιρνε την θέση του στον καυτό φούρνο της ξυλόσομπας. Κατά διαστήματα το σουβλίζαμε κιόλας με το πιρούνι για να φεύγουν τα υγρά του και να ψηθεί καλύτερα. Όταν έβγαινε μοσχοβολούσε. Ήταν ροδοκόκκινο, γευστικό. Και πολύ μαλακό. Σαν εκείνες ,τις μαλακές καρδιές του Γιάννη και της Γιάννινας.
Τι τυχεροί που είμασταν αλήθεια τότε στα δύσκολα, φτωχικά μα πολύ αγνά και ευτυχισμένα Χριστούγεννα.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΛΗΝΑΝΤΕΡΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ. Κώστα Φαρμάκη
86