Αυτός είναι ο Ρούλης.
Ή για να ακριβολογώ, πλέον: ήταν ο Ρούλης.
Ο αγαπημένος ξαδερφούλης της μητέρας μου.
Και όλης της οικογένειας.
Από το λατρεμένο Βόιο Κοζάνης.
Ο Ρούλης, απόγονος, συνώνυμος και συνεπώνυμος, του Μακεδονομάχου Ισιδώρου Σιδερη, είχε δυστυχώς την ατυχία να γεννήθεί με κάποια νοητική υστέρηση.
Αλλά και με μια τόσο μεγάλη, φωτεινή καρδιά,που εξισσοροπούσε κάθε μειονέκτημά του.
Δεν μπορούσες να μην τον αγαπήσεις.
Είχε έναν αφοπλιστικό υπέροχο τρόπο να είναι πάντα απαραίτητο μέλος της παρέας.
Με την αυθεντική αθωότητα του ανθρώπου που δεν γνωρίζει τι θα πει υστεροβουλία .
Με την πηγαία καλοσύνη του και την διάθεση προσφοράς σε οτιδήποτε θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος.
Τι πανηγύρι εκάνε ο Ρούλης ,όταν ανεβαίναμε στο χωριό!
Πως περίμενε να του πάμε το καθιερωμένο κομπολόι ή τον αναπτήρα ,δώρο αμελητέας αξίας αλλά τόσο πολύτιμα για εκείνον ,που μολις του τα χάριζες ,δεν τα έπαιρνες από τα χέρια του ούτε με …
τεθωρακισμένο !
Και πόσο θυμώναμε αν κάποιος υπονοούσε έστω και μια αρνητική κουβέντα για τον αγαθό μας γίγαντα.!!
Τελικά όμως όλοι τον αγκάλιαζαν και τον αποδέχονταν.
Και τότε γελούσαν τα μάτια του.
Και ήταν και αυτό το γέλιο του..!
Γάργαρο, καθαρό, δυνατό, όπως θα έπρεπε να είναι το γέλιο κάθε ανέφελου ανθρώπου.
Ειδικά όταν του λέγαμε ότι τον περιμένουμε κάθε Σεπτέμβρη στην «έκθεση»(ΔΕΘ),που θυμόταν μια επίσκεψη του απο μικρό παιδί ,αλλά ποτέ δεν ερχόταν ή όταν μας έλεγε για την περιβόητη «νύφη» που πάντα έψαχνε, αλλά ανησυχούσε μην του «φάει» την προίκα του
Δεν θα έρθεις ποτέ ξανά στην έκθεση Ρουλάκο μας.
Δεν θα βρεις τη Νύφη που τόσο διακαώς έψαχνες .
Εδώ και λίγες μέρες δεν είσαι πλέον μαζί μας.
Σίγουρα έχεις πάρει την θέση που δικαιούνται οι άνθρωποι με την χρυσή καρδιά ,στον Παράδεισο.
Εκεί που οι ψυχούλες σαν και σένα είναι όλες ίσες .
Και απολαμβάνουν ότι τους στερήθηκε εδώ στα επίγεια.
Εκεί που ελπίζω να βρεις και την αγαπημένη σου Ξαδερφη,την Μπία.
Την μητέρα μου.
Το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σένα που με αγαπούσες τόσο ,είναι αυτή η μικρή κατάθεση ψυχής .
Δεν θα σε ξεχάσουμε .
Διαμαντής Γκολιδάκης: “Ο Ρούλης του λατρεμένου Βοϊου Κοζάνης”
89