Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση του Ευρωβαρόμετρου το 37% των Ελλήνων πολιτών πιστεύει ότι το μέλλον της Ελλάδας θα είναι καλύτερο έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση1. Αυτό σημαίνει ότι το ποσοστό του πληθυσμού που τάσσεται υπέρ της εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη είναι πιθανώς ακόμα πιο μεγάλο.
Οι πολίτες που υποστηρίζουν την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα συνδέουν άμεσα το “σκληρό ευρώ” με τις κακές οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, και συνεπώς με την οικονομική κρίση που επήλθε. Το επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι μια χαλαρή νομισματική πολιτική που συμπεριλαμβάνει ενίοτε και την επίσημη υποτίμηση του νομίσματος θα βοηθούσε την ελληνική οικονομία να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητα της χωρίς μεγάλο κόστος και προσπάθεια.
Υποτίμηση εθνικού νομίσματος και ανταγωνιστικότητα της οικονομίας
Ισχύει όμως αυτό; Ας δούμε τι συνέβη στο παρελθόν· εκεί μπορεί να βρει κάποιος πολλά παραδείγματα άλλωστε: συγκεκριμένα, την περίοδο 1974-1999 η δραχμή υποτιμήθηκε τρεις φορές, ενώ η αξία της συρρικνώθηκε σταδιακά καθ’ όλη τη διάρκεια της εικοσιπενταετίας αυτής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίοδος Οκτ. 1992-Φεβ. 1994 όπου η δραχμή έχασε 38% της αξίας της έναντι του δολαρίου χωρίς να υπάρξει επίσημη υποτίμηση2.
Το παρακάτω διάγραμμα απεικονίζει την διαχρονική πορεία δύο δεικτών ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 1972-2011 σε σχέση με το σύνολο 24 βιομηχανικών χωρών3. Ο μπλε δείκτης δείχνει την ανταγωνιστικότητα βάσει των τιμών προϊόντων και ο κόκκινος δείκτης βάσει του εργατικού κόστους. Άνοδος [κάθοδος] του δείκτη ερμηνεύεται ως απώλεια [ανάκτηση] της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες4. Ο πράσινος δείκτης αφορά την συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής έναντι του αμερικανικού δολαρίου, και η μέτρηση του γίνεται στον δεξί κάθετο άξονα.
Παρατηρούμε ότι την περίοδο 1983-1987 ο συνδυασμός δύο διαδοχικών υποτιμήσεων μαζί με την εφαρμογή του 1ου σταθεροποιητικού προγράμματος, το οποίο είχε στόχο την συγκράτηση των μισθών και την μείωση του πληθωρισμού, συμπίπτει χρονικά με μια σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Βραχύβιες τάσεις βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας συμπίπτουν επίσης με την τρίτη υποτίμηση της δραχμής τον Μάρτιο του ‘98, η οποία συνδυάστηκε με ιστορικά χαμηλό πληθωρισμό για την Ελλάδα (έπεσε στο 3% μετά από πολλά χρόνια) με αφορμή την επίτευξη των κριτηρίων σύγκλισης και της επικείμενης εισόδου της χώρας στην ΟΝΕ. Όμως και στις δύο περιπτώσεις η άνοδος της ανταγωνιστικότητας ήταν προσωρινή, εξανεμίστηκε μέσα σε λίγα χρόνια.
Για ποιο λόγο συνέβη αυτό; Μια υποτίμηση αυξάνει το κόστος διαβίωσης και συνεπώς επιφέρει λιτότητα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία πρόκειται για μια μικρή ανοιχτή οικονομία, η λιτότητα γίνεται περισσότερο έντονη για δύο λόγους: πρώτον, επειδή αδυνατεί να υποκαταστήσει πολλά από τα εισαγόμενα προϊόντα, δηλαδή δεν παράγει αυτοκίνητα, δεν παράγει κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρικές συσκευές, ηλεκτρονικούς υπολογιστές κλπ, είδη που καλώς ή κακώς αντανακλούν ευημερία όπως αυτή εννοείται σήμερα. Δεύτερον, η Ελλάδα εισάγει το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας που καταναλώνει (περίπου 60-70%) και άρα οποιαδήποτε υποτίμηση του νομίσματος δημιουργεί πληθωριστικές πιέσεις ακόμα και σε εγχώρια προϊόντα. Η μεγάλη απώλεια της ανταγωνιστικότητας το 1974 και το 1980/81 (βλέπε σχετικό διάγραμμα) μπορεί να αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στις δύο πετρελαϊκές κρίσεις του ’73 και του ‘79, κάτι που δείχνει πόσο εκτεθειμένη είναι η χώρα μας απέναντι σε σημαντικές αυξήσεις των τιμών ενέργειας.
Η λιτότητα που επιφέρει μια υποτίμηση μπορεί να ξεπεραστεί με δύο τρόπους. Ο δύσκολος τρόπος είναι να συνοδευτεί από διαρθρωτικά μέτρα που αυξάνουν την παραγωγικότητα και την ποιότητα των εξαγωγικών προϊόντων. Όσο μεγαλύτερη είναι η αύξηση της παραγωγικότητας και της ποιότητας των εξαγωγών, τόσο μεγαλύτερες μπορούν να είναι οι αυξήσεις των μισθών χωρίς να επηρεάζεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Φυσικά τα διαρθρωτικά μέτρα προϋποθέτουν σοβαρό σχεδιασμό και κοινωνική συναίνεση. Ο εύκολος τρόπος είναι να επανέλθουν οι μισθοί στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν από την υποτίμηση χωρίς ανάλογη αύξηση της παραγωγικότητας. Αυτό όμως αντισταθμίζει τα όποια οφέλη έχουν προκύψει από την υποτίμηση.
Στην μεταπολιτευτική ιστορία της Ελλάδας δεν υπήρξε ποτέ ευρεία συναίνεση για τη λήψη διαρθρωτικών μέτρων, εν μέρει διότι τα πολιτικά κόμματα δεν την επιδίωξαν. Έτσι, η εύκολη (αλλά μακροπρόθεσμα μη βιώσιμη) λύση ήταν η μόνη λύση.
Ως αποτέλεσμα, κατά τη διάρκεια των 25 χρόνων που προηγήθηκαν πριν η κρίση χτυπήσει την πόρτα μας, η οικονομία έχασε σταδιακά ένα πολύ μεγάλο μέρος της ανταγωνιστικότητας της· κι αυτό παρά την πολιτική της “χαλαρής δραχμής”, παρά το γεγονός ότι η δραχμή έχασε 10 φορές την αξία της μέσα σε 20 μόλις χρόνια (1980-2000).
H “χαλαρή δραχμή και τα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο
Ένα δεύτερο ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο μια πολιτική “χαλαρής δραχμής” θα μπορούσε από μόνη της να ενισχύσει την συγκριτική θέση της ελληνικής οικονομίας στο διεθνές περιβάλλον.
Το παρακάτω διάγραμμα απεικονίζει το έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου (εισαγωγές μείον εξαγωγές ως % του ΑΕΠ) και το μέσο ακαθάριστο εισόδημα (χιλ. ευρώ, σταθερές τιμές 2010) για την περίοδο 1972-2014. Παρατηρούμε ότι παρά την συνεχή διολίσθηση της δραχμής, το έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου από το 1981 και μετά ακολουθεί μια μακροχρόνια πορεία διόγκωσης, η οποία διαρκεί μέχρι το 2009. Τάσεις συγκράτησης του ελλείμματος υπάρχουν κυρίως στις περιόδους εφαρμογής των σταθεροποιητικών προγραμμάτων, ενώ η υποτίμηση της δραχμής από μόνη της δεν συμπίπτει απαραίτητα με μείωση του ελλείμματος.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι τα τελευταία 30 χρόνια, μεταβολές στο έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου συσχετίζονται με μεταβολές στο μέσο ετήσιο εισόδημα. Δηλαδή, όσο γινόμαστε πλουσιότεροι (ή φτωχότεροι από το 2009 και μετά), τόσο αυξάνονται (ή μειώνονται από το 2009 και μετά) τα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο.
Για ποιό λόγο συνέβη αυτό; Η ελληνική οικονομία έχει μικρές δυνατότητες υποκατάστασης εισαγόμενων προϊόντων. Συνεπώς η μείωση των ελλειμμάτων εμπορικού ισοζυγίου στα χρόνια της κρίσης δεν ωφείλεται στο ότι αντικαταστήσαμε ξαφνικά τα γερμανικά αυτοκίνητα με ελληνικά, ή τα αμερικανικά κινητά τηλέφωνα με ελληνικές συσκευές: απλά γίναμε φτωχότεροι και αναγκαστικά μειώσαμε την κατανάλωση εισαγόμενων πολυτελών ειδών, με ότι αυτό συνεπάγεται για την καθημερινότητα των ανθρώπων. Υπό τις παρούσες συνθήκες μπορεί κάποιος εύλογα να υποθέσει ότι όταν κάποια στιγμή έρθει η οικονομική ανάκαμψη, θα “ανακάμψουν” μαζί και τα ελλείμματα (βλέπε εδώ την εξαιρετική μελέτη του Αρίστου Δοξιάδη). Έτσι όμως το μοντέλο της ελληνικής οικονομίας δεν είναι βιώσιμο.
Το μέλλον
Η οικονομική άνθιση που βίωσε η Ελλάδα για μια ολόκληρη δεκαπενταετία, με αφετηρία το 1994 που τέθηκε σε εφαρμογή το 2ο στάδιο της συνθήκης του Μάαστριχτ, ήταν μια φούσκα η οποία βασίστηκε κυρίως στον εξωτερικό δανεισμό. Δεν πρόκειται να επαναληφθεί.
Ο μόνος τρόπος για να ευημερήσει η ελληνική κοινωνία σε μακροχρόνια βάση είναι να στηριχθεί πάση θυσία ο εξαγωγικός τομέας. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι πρέπει να επενδύσουμε στην παραγωγή αυτοκινήτων και ηλεκτρονικών υπολογιστών, εξάλλου η Ελλάδα δεν έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στους συγκεκριμένους τομείς. Σημαίνει όμως ότι πρέπει να δοθούν κίνητρα για την ανάληψη επιχειρηματικής δράσης και επιχειρηματικού ρίσκου πάνω σε καινούργιες ευκαιρίες, για την ανάπτυξη νέων εξαγώγιμων προϊόντων. Να ληφθούν μέτρα που θα άρουν τα εμπόδια που υπάρχουν στην υλοποίηση καινοτόμων ιδεών, μέτρα που θα κάνουν και πάλι ελκυστική την αναζήτηση απασχόλησης και την δημιουργία καριέρας στον εξαγωγικό τομέα.
Το δίλημμα της δραχμής έναντι του ευρώ δεν έχει καμία ουσία διότι απλά δεν αγγίζει καν τα δομικά προβλήματα της οικονομίας. Όπως έδειξε άλλωστε και η πορεία της Ελλάδας κατά την διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου, η θέση μας στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον λίγο έχει να κάνει με την υιοθέτηση ενός χαλαρού εθνικού νομίσματος. Συνεπώς θεωρώ ότι οποιαδήποτε συζήτηση γίνεται για επαναφορά στην δραχμή αποπροσανατολίζει τον κόσμο και αποσπά την προσοχή της κοινής γνώμης και του πολιτικού συστήματος, το οποίο πρέπει να είναι στραμμένο σε έναν στόχο: την δημιουργία ενός βιώσιμου οικονομικού μοντέλου που θα στηρίζεται στις εξαγωγές.
1 Σελίδα 99.
2 Δες τη βάση δεδομένων της Τράπεζας της Αγγλίας.
3 Οι χώρες αυτές είναι τα κράτη της ΕΕ-15, η Ελβετία, η Νορβηγία, η Τουρκία, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, το Μεξικό, η Ιαπωνία, η Αυστραλία και η Ν. Ζηλανδία. Οι συγκεκριμένοι δείκτες έπαψαν να υφίστανται το 2012.
4 Η ανάλυση βασίζεται σε στοιχεία που ελήφθησαν από την βάση δεδομένων της Eurostat. Οι δείκτες αφορούν την πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία της Ελλάδας έναντι των υπόλοιπων χωρών. Φυσικά η έννοια της ανταγωνιστικότητας σε επίπεδο χώρας είναι σύνθετη και δύσκολα μπορεί να προσδιοριστεί πλήρως διότι συμπεριλαμβάνει μεγέθη που εκ των πραγμάτων είναι δύσκολο να μετρηθούν με ακρίβεια, όπως για παράδειγμα η ποιότητα της παιδείας και η εξειδίκευση του ανθρώπινου κεφαλαίου, η δυνατότητα απορρόφησης τεχνολογίας, η αποτελεσματικότητα των θεσμών κ.ο.κ.
*Ο κ. Βασίλης Σαραφίδης είναι επίκουρος καθηγητής οικονομετρίας του πανεπιστημίου Monash της Μελβούρνης.