Όταν κάποιος εξετάζει τα σλαβικά τοπωνύμια ενός τόπου, τα πιο αρίγνωτα παραδείγματα είναι αυτά που τελειώνουν σε -οβα/-οβο και -ίτσα όπως λ.χ. Μέτσοβο (Mečkovo = Αρκουδότοπος, mečka), Αράχωβα (Orehova = καρυδότοπος), Καμενίτσα (Kamenica = πετρώδες μέρος, kamen) και Βέρβιτσα/Βαρβίτσα (Vrbica , Varbitsa = μέρος με ιτιές, vrba).
Θα περιγράψω ένα όχι τόσο αρίγνωτο σλαβικό τοπωνυμικό επίθημα που στην ελληνική γλώσσα αποδίδεται σχεδόν πάντα ως -ίστα. Το σλαβικό πρωτότυπο μπορεί να είναι τόσο το θηλυκό -išta όσο και το ουδέτερο -ište. Παραδείγματα είναι η Χρούπιστα, η Σιάτιστα, η Λαψίστα, η Τριχοβίστα και η Σφήνιστα κλπ.
Το επίθημα –išt- έχει αναμφίβολα συλλογικό (collective) χαρακτήρα μιας και χρησιμοποιείται γραμματικά σε ορισμένες σλαβικές γλώσσες για το σχηματισμό πληθυντικών όπως λ.χ. στις λέξεις δρόμος και όνειρο. Τα πρωτο-σλαβικά pǫtŭ = «δρόμος» και sŭnŭ «όνειρο» έδωσαν τα ΠΣΜ (πρότυπα σλαβομακεδονικά) pat, son και τα βουλγαρικά pət και sən. Οι αντίστοιχοι πληθυντικοί είναι patišta/pətišta και soništa/ səništa. Τα σερβικά ανάλογά τους είναι τα put/san με πληθυντικό putovi/snovi (sni).
Όπως θα εξηγήσω παρακάτω, το συλλογικό επίθημα -išt- του Σλαβικού κλάδου είναι ισολειτουργικό με το συλλογικό επίθημα Hoffmann που στην Ελληνική απαντά ως -ων:
Ελληνική:
κάλαμος > καλαμ-ών = «μέρος με πολλά καλάμια»
πόσθη/σάθη (= «πούτσα») > παρατσούκλι πόσθ-ων/σάθ-ων = «πουτσαράς, που έχει μεγάλη πούτσα»
Σλαβική:
OCS grobŭ = «τάφος» > grob-ište = «μέρος με πολλούς τάφους, νεκροταφείο»
βουλγ. žena = «γυναίκα» > παρατσούκλι žen-ište = «μεγαλόσωμη γυναίκα, νταρντανογυναίκα»
Στην σλαβομακεδονική διάλεκτο της Καστοριάς απαντά ο διαλεκτικός τύπος -šč- = -št- και σύμφωνα με τον Βούλγαρο γλωσσολόγο Stoyko Stoykov, το επίθημα -nišča σε αυτήν την διάλεκτο έχει εξελιχθεί στον «κανονικό» πληθυντικό των ουδετέρων σε -e:
8. Окончание –нишча за образуване на форма за мн. ч. при съществителни от среден род, завършващи на –е: кỳче—кученѝшча, бѝше (прасе) — бишенѝшча, пòлйе—полйенѝшча.
Έτσι, ενώ ο πληθυντικός των λέξεων kuče = «σκύλος» και pol(j)e = «κάμπος» στην ΠΣΜ και την Βουλγαρική είναι kučinja/polinja και kučeta/poleta αντίστοιχα, στην περιοχή της Καστοριάς απαντούν οι μορφές kučenìšča και poljenìšča αντίστοιχα. Αντίστοιχα, στην ευρύτερη περιοχή Καστοριάς-Κορυτσάς ο πληθυντικός του ουδετέρου ime = «όνομα» είναι imenišče = «ονόματα».
Τα τοπωνύμια σε -išt- στην ίδια περιοχή έχουν τη μορφή -išč- (Zupanišča, Gališča, Slimnišča) , ενώ νοτιότερα, στις περιοχές νοτίως της Καστοριάς που ήταν ως επί το πλείστον ελληνόφωνες κατά την ύστερη τουρκοκρατία (και μαλλον και νωρίτερα), τα «απολιθωματικά» σλαβικά τοπωνύμια δείχνουν -išt- (-ιστα). Έτσι ο Μήτρος Βλάχος πέθανε στην Ζουπάνιστα δυτικά της Καστοριάς, η οποία όμως στην τοπική σλαβική διάλεκτο λέγεται Županišča.
Στις παρακάτω εικόνες από τον Αυστρουγγρικό Χάρτη του 1904 έχω υπογραμμίσει με κόκκικο τα επιθήματα -ište/-išta (Zupaništa, Hrupišta κλπ.) και με μπλέ τα δύο παραδείγματα σε -išča (Gališča, Slimnišča).
Πριν προχωρήσω παραθέτω τις παρακάτω σελίδες σλαβιστών γλωσσολόγων για την «συλλογική» αξία του επιθήματος -išt- στις σλαβικές γλώσσες. Με πράσινο υπογράμμισα τα ουδέτερα σε -e που σύμφωνα με τον Stoykov στην περιοχή της Καστοριάς έχουν τον «ιδιοσυγκρασιακό» πληθυντικό -nìšča.
Έτσι στην Εκκλησιαστική Παλαιοσλαβωνική (Old Church Slavonic, OCS) η «πόρνη» ήταν blǫdĭnica και το «πορνείο» ως «το μέρος με τις πολλές πόρνες» ήταν blǫdilište.
Αντίστοιχα, η «φτέρη» στις νοτιο-σλαβικές γλώσσες είναι paprat, επομένως το σερβικό τοπωνύμιο Papratište είναι «το μέρος με τις πολλές φτέρες». Το «παζάρι» στην σερβο-κροατική είναι trg, o «έμπορος» trgovac και η πόλη με το «μεγάλο παζάρι» όπου «μαζεύονται πολλοί έμποροι» είναι trgovište και απαντά στα τοπωνύμια Trgovište. Στην Ρουμανία, η πρωτεύουσα της Βλαχίας του Δράκουλα ήταν το Târgoviște, ενώ ομώνυμη πόλη υπάρχει και στη Βουλγαρία (Tǎrgovište).
Στην Ελλάδα έχουμε σύμφωνα με τον Φαίδωνα Μαλιγκούδη:
Τεργοβίτσα: Μικροτοπωνύμιο της κοινότητας Ζάβιτσα στην Ακαρνανία (25). Μιας περιοχής, στην οποία υπάρχουν εμφανή τα ίχνη της σλαβικής τοπωνυμίας, διότι παραδίδονται πρωτογενείς σλαβικοί σχηματισμοί (με επιθήματα –ovo, ica κ.τ.λ.) από σλαβικά προσηγορικά, όπως τα τοπωνύμια Korytьno, Stěnovьcь, Grazdenica κ.τ.λ. (27). Για το λόγο αυτό δεν υπάρχουν δυσκολίες να ετυμολογηθεί το μικροτοπωνύμιο αυτό από το σλαβικό Tъrgovica από το ουσ. tьrgь= «αγορά». Ο εντοπισμός του τοπωνυμίου αυτού στην περιοχή αυτή έχει σημασία για δύο λόγους: πρώτον, διότι αποτελεί το μοναδικό μέχρι σήμερα γνωστό στον ελλαδικό χώρο τοπωνύμιο που σχηματίστηκε από το παραπάνω ουσιαστικό και δεύτερον, διότι παρέχει ενδείξεις για τη λειτουργία αγοράς στην περιοχή αυτή, όπου, κατά το Μεσαίωνα, υπήρχε εγκατάσταση φορέων της σλαβικής. Η ύπαρξή του επιβεβαιώνει εξάλλου έμμεσες μαρτυρίες των γραπτών πηγών ότι οι Σλάβοι της Ελλάδος διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις τόσο με τα μεγάλα αστικά κέντρα (28), όσο και μεταξύ τους για την ανταλλαγή των προϊόντων τους (29).
Εδώ θα διορθώσω τον Μαλιγκούδη λέγοντας πως η Τεργοβίτσα Ακαρνανίας ΔΕΝ είναι το μόνο σλαβικό τοπωνύμιο εν Ελλάδι που περιέχει τον όρο tьrgь= «αγορά». Ήδη έχω αναφέρει την Τριχοβίστα (νυν Καμποχώρι) στο Ρουμλούκι Ημαθίας, κοντά στην οποία υπήρχε η «Σκάλα» (= μικρή αποβάθρα στην Λουδιακή λίμνη/βάλτο των Γιαννιτσών) της Τριχοβίστας. Κοντά στο σημερινό Πλατύ Ημαθίας υπήρχε το «Καραβοστάσι» (στην εκβολή του Λουδία ποταμού) όπου αγκυροβολούσαν τα θαλασσινά καράβια και γινόταν ανταλλαγή «χερσαίων» και «θαλασσινών» εμπορευμάτων με μικρότερα πλοιάρια, τα οποία, μέσω του Λουδία, κινούνταν στην λίμνη και έκαναν ενδο-λιμνική πλωτή διανομή εμπορευμάτων στις διάφορες «Σκάλες», φέρνοντας με αυτόν τον τρόπο χερσαίες πόλεις όπως η Βέροια και η Νάουσα σε επαφή με το θαλασσινό εμπόριο.
Για την λέξη «σκάλα» με τη σημασία της «ξύλινης αποβάθρας για την ανταλλαγή εμπορευμάτων μεταξύ χερσαίων (ἐκ τῆς γῆς ἔμποροι) και πλωτών εμπόρων (ὁλκάδες)» ο Μιχαήλ Ατταλειάτης γράφει:
[33.7] Ἐν ταῖς παραλίοις ἀκταῖς ταῖς τὴν βασιλίδα περιζωννυούσαις τῶν πόλεων προτειχίσματα διὰ ξύλων ἐκ χρόνων μακρῶν γενόμενα καὶ τῇ γείτονι θαλάσσῃ οἶον περιπλεκόμενα ἤ περιπτυσσόμενα ἤ τοὺς ἑλιγμοῦς αύτῆς ἀντωθούμενα, καὶ ταῖς καταιρούσιν ὁλκάσι καὶ τοῖς ἐκ γῆς ἐμπόροις εὐμάρειαν πρὸς τὴν στάσιν καὶ τὴν τῶν συναλλαγμάτων σύστασιν παρεχόμενα, «σκάλαι» τῇ κοινῇ διαλέκτῳ κατονομάζονται, δεσπότας εἶχον καὶ ἄλλους τινάς …
Η αρίθμηση είναι αυτή των Καλδέλλη-Κράλλη από το βιβλίο τους (πρωτότυπο κείμενο και αγγλική μετάφραση) “Michael Attaleiates: The History” (Dumbarton Oaks medieval library, 2012). To εν λόγω χωρίο βρίσκεται στην σελίδα 506 του βιβλίου.
Επομένως γνωρίζοντας ότι στην OCS trŭgŭ = η αγορά και plugŭ = «άροτρο, αλέτρι» και στην ρουμλουκιώτικη διάλεκτο απαντά ο τύπος μπλούχος = μεταλλικό αλέτρι, η τροπή g>χ εξηγεί την εξέλιξη Trŭgovište > Τριχοβίστα. Η αλλαγή πρέπει να έγινε πρώτα στην λέξη trŭgŭ, όταν χάθηκε το τελικό yer, με την ελληνική γλώσσα να ευθύνεται για την τριβοποίηση g>γ και την Βουλγαρική για την τυπική απηχηροποίηση του τελικού συμφώνου γ>χ λ.χ. η προφορά των Βουλγαρικών επιθημάτων -ev/-ov ως [-ef]/[-of] και οι βουλγαρικές προφορές των λέξεων grad,bog, hlyab ως /grat/, /bok/ και /lyap/. Έτσι, οι Αλβανοί λένε την «Βελλέγραδα» Berat, επειδή οι Βούλγαροι, που ευθύνονται για το τοπωνύμιο αυτό, προέφεραν το Belgrad «Άσπρο Κάστρο ~ Αργυρόκαστρο» ως Belgrat.
Επομένως πάει και το «μυστήριο» της Τριχοβίστας όταν συγκρίνεται με την Τεργοβίτσα.
Αν θα θέλαμε να βρούμε ένα ελληνικό επίθημα που έχει την ίδια συλλογική λειτουργία με το σλαβικό -išt- αυτό είναι το επίθημα Hoffmann *-(i)h3onh2 > -ων.
καλαμ-ών = το μέρος με πολλά καλάμια
ἐλαι-ών = το μέρος με πολλά ελαιόδενδρα
Ἀνθηδών = το μέρος με πολλά άνθη (το /δ/ οφείλεται στο ότι το ἄνθος είναι σιγμόληκτο ουδέτερο και η ρίζα του επαυξάνεται με ένα /t/ που ηχηροποιείται σε /d/ από το λαρυγγικό *h3: *h2endhes-t-h3onh2 > *ἀνθεσ-δών > Ἀνθηδών όπως ἄλγος > ἀλγηδών και κλέος > κλεηδών).
Επομένως, γνωρίζοντας ότι η Županišta είναι «η πόλη του Ζουπάνου» και ότι μέδω = άρχω, το αρχαιοελληνικό τοπωνύμιο Μεδεών έχει την ίδια περίπου σημασία μ την πρώτη.
Από την άλλη, ο ακριβής σλαβικός ΙΕ Hoffmannιανός συγγενής του ελληνικού -ων είναι το σλαβικό συλλογικό επίθημα -ina (*-ih3nh2-a > *-īna):
– *buky = η οξυά, Bukovina «το μέρος με τις πολλές οξυές» (λ.χ. Μπουκοβίνα Ηλείας και Χαλκιδικής).
– Vlahina = «το βουνό των Βλάχων»
– Herzegovina = «η γη του Herzog»
– Vojvodina = «η γη του Vojvoda = Πολέμαρχου»
– Όταν οι Σερβο-Κροάτες θέλουν να πουν «στην μέση του πουθενά/ στην Κολοπετινίτσα» λένε vukojebina , κάτι που κυριολεκτικά σημαίνει «εκεί που γαμιούνται οι λύκοι» = «λυκογαμηστρών-ας» (vuk = λύκος, jebati = γαμεῖν, -in-a ~ -ων-ας).
Όπως και το επίθημα -išt- έτσι και το συλλογικό μόρφημα -in- του -ina χρησιμοποιήθηκε για τον σχηματισμό πληθυντικών: λ.χ. στην ΠΣΜ οι πληθυντικοί των λέξεων kuče «σκυλί», pole «κάμπος» και more «θάλασσα» είναι kuč-in-ja, pol-in-ja και mor-in-ja αντίστοιχα, ενώ η βουλγαρική έχει kučeta, poleta και moreta.
Ο Max Vasmer κατέγραψε το σλαβικό προμεταθετικό τοπωνύμιο Αρδούβιστα Λακωνίας. Το τοπωνύμιο αντιστοιχεί στο σημερινό νοτιοσλαβικό Radovište/Radoviš που έχει δημιουργηθεί από το θέμα του επιθέτου ardŭ> ordŭ> radŭ = χαρούμενος (radost = χαρά, radovati = χαίρομαι, διασκεδάζω) κολλημένο στο συλλογικό επίθημα -ište. Με άλλα λόγια, είναι «το μέρος όπου πολλοί διασκεδάζουν», δηλαδή το «Πανηγύρι». Η διαλεκτική ποικιλία Radoviš οφείλεται στην δημώδη τάση της Βουλγαρικής/Σλαβομακεδονικής να απλοποιεί το τελικό -st- > -s λ.χ. radost > rados και most > mos.
Η ετυμολογία της Σιάτιστας πιστεύω είναι «υβριδική»: Šat-išta. Το σλαβικό συλλογικό επίθημα -išta προστέθηκε στο αλβανο-βλαχικό fshat/sat = χωριό (< λατιν. fossatum). Το Šat- της Σιάτιστας έχει το παχύ š=/sh/ του αλβανικού fshat αλλά, όπως το ρουμανικό sat, έχει απωλέσει το αρκτικό /f/. Το τοπωνύμιο είναι ενδεικτικό συνοικισμού («πολλά χωριά μαζί»).
Ακριβώς την ίδια υβριδική μορφολογία βρίσκουμε στο τοπωνύμιο Katunište στην Βοσνία και Ερζεγοβίνη όπου το συλλογικό επίθημα -ište κόλλησε στο ρουμανο-βλαχο-αλβανικό cătun , katund «χωριό», δηλώνοντας και εδώ την διαδικασία συνοικισμού.
Το χωρίο Σφήνιστα και η μονή Σφηνίσης (με απλοποίηση st>s που αναφέρθηκε πιο πάνω) στο Ρουμλούκι προέρχονται από το Sviništa = «μέρος με πολλά γουρούνια ~ χοιροστάσιο» (svinja) με τυπική σλαβομακεδονική απηχηροποίηση του αρκτικού #sv- > sf-. Η ΠΣΜ δεν έχει αυτό το χαρακτηριστικό και οι γενιές που μεγάλωσαν με τους υπόλοιπους Γιουγκοσλάβους αποκατέστησαν την «κανονική» προφορά /sv/. Στα χωριά όμως που διατηρούνται οι παλιές προφορές, το /sf/ πρέπει να διατηρείται μέχρι σήμερα. Ο Victor Friedman γράφει για το θέμα στη σελίδα 256 του βιβλίου “The Slavonic Languages” (ed. Bernard Comrie & Greville G. Corbett, Routledge 2006):
After /s/, /v/ can be pronounced [f]: svoj [sfoj] “one’s own”, but tvoj [tfoj] is non standard, and /v/ is always pronounced [v] in words like kvasec “yeast” and žetva “harvest”. There is considerable dialectal variation in this regard, and /v/ remains [v] even after /s/ in the younger generation.
Αυτός ο τύπος εμπροσθοδρομικής αφομοίωσης (progressive assimilation) ηχηρότητος (AB> AA) είναι σπάνιος. Η πιο συνηθισμένη μορφή που απαντά στις περισσότερες γλώσσες είναι η οπισθοδρομική αφομοίωση (regressive assimilation) ηχηρότητος (AB > BB), όπου η ποιότητα του πρώτου φθόγγου καθορίζεται από την ποιότητα του δευτέρου.
ἁρπαγ-ή > ἀρπαγ-ς > ἅρπακ-ς ~ ἅρπαξ και ἁπραγ-τικός > ἁρπακτικός
φλέβ-α > φλέβ-ς > φλέπ-ς > φλέψ
Srbin = Σέρβος, αλλά Srb-ski> Srpski = Σερβική γλώσσα
agire > ag-tor > actor
κρυφός > κρύφ-δην > κρύβδην
γράφω > γράφ-δην > γράβδην
Και αντίστοιχα συμπέθερος > βορειοελληνιστί /zbèthirus/ το οποίο συνέβη και στο σλαβικό *sŭ-borŭ > zbor , zboriti με σημασιακή αλλαγή «συμμαχία» > «όμιλος» > «ομιλία» > λέξη (και στην ρουμανο-βλαχική), όπως το ελληνικό ὅμιλος > ὅμιλέω > μιλώ/μίλημα και το λατινικό conventus «συγκέντρωση»> ελλην. κουβέντα, αλβαν. kuvend, ρουμαν. cuvânt, βλαχ. cuvendă.