Καλημέρα πιδιά μ΄ καλά. Τι γενησέστι; Ιγώ μι τ΄ μπάμπου μ΄ σήμιρα καλά είμιστι. Όμως υπροχτέ γινάτουσα πουλύ μι έναν, γιατί σχολίασε σε ντβάρ΄ από φίλο μ΄ μια ανάτησή μ΄ κι έγραψι γι τ΄ ντοπιολαλιά μας, ότι μπορεί να μη είναι Ελληνικιά κι ότι εμείς απού τ΄ν κουβεντιάζουμι μπορεί να με είμιστι κι Έλλην΄.
Τ΄ τα πα ένα χεράκι κι δεν ήξιρι κατά που να κάμ΄, αλλά δε ρήνεψα. Για τ΄ αυτό άνξα το σκάϊπ κι έκαμα μια τηλεδιάσκεψ΄ μι το Γούλα το Μπαμπινιώτ΄, απού τα ξέρ΄ τα γράμματα καλύτιρα απ΄ τον κάθε έναν κι μ΄ είπιν: «Μπαρμπα Κώτσιου, οι θκές σας οι λέξεις, είνι οι πλειότερες αρχαιοελληνικές. Ισύ θα με λες τς λέξεις κι ιγώ θα σι γράφου τ΄ν ετυμολογία».
Αυτό απού εγραψάμι όταν εσωσάμι, είπιν ο Μπαμπινιώτς ότι το λες κι διπλωματική διατριβή στο Πανεπιστήμιο. Ο ίδιος ο Μπαμπινιώτς δεν πίστευε στα φτιά τ΄, για το πόσο σμά στ΄ν αρχαιοελληνική είνι η γλώσσα μας. Όσην ώρα κουβέντιαζάμι, μπορεί να πι κι σαράντα φορές: «ώ, τι γλωσσικός πλούτος είνι αυτός».
Τώρα παρακάτ΄, σας γράφω τς λέξεις όπως τς ήλιγα ιγώ κι όπως τς εξηγούσι ετυμολογικά ο Μπαμπινιώτς:
Νογώ (το αντιλαμβάνομαι εκ του νοώ), σκιάζω (το τρομάζω εκ της σκιάς), θα γκζοτίσω (εκ του θα εξωθήσω), κόχη την κόγχη, πυρομάχο (το μέρος του τζακιού που εμποδίζει την έξοδο της φωτιάς από στο τζάκι, εκ του «μάχεται το πυρ»), χουρχουλάζ΄ (το βράζει εκ του κοχλάζει), χλιάρ΄ (το κουτάλι εκ του κοχλιάριον), αγγειό (το υδροδοχείο εκ του αγγείου), κραίνω (το εκφέρω γνώμη εκ του κρίνω), επί τ΄ώρ (το πολυ πρόσφατα, εκ του επί τη ώρα), φουκαλνώ (το καθαρίζω εκ του φιλοκαλώ), κινώ (εκ του εκκινώ), αγγίζω (εκ του εγγίζω), περγέλιο (την κοροϊδία εκ του περίγελως), νόχτο τον όχτο, χαραή (το ξημέρωμα εκ του χαραυγή), λούζομαι (το κάνω μπάνιο, εκ του λούομαι), λουρί (τη ζώνη εκ του λώρου), πανοφώρ΄ το επανωφόρι, ποδήματα (τα παπούτσια εκ του υποδήματα), ύψωμα τη διαβασμένη (υψωμένη) λειτουργιά, ιλιάτσι (το γιατρικό, εκ του ιλασμού), γκουλιαμπίζομαι (το πλατσουρίζω εντός κολυμβήθρας εκ του κολυμβίζομαι), πλάρ΄ (τα μικρά αλόγων και όννων εκ του πώλου), καητεράει (εκ του καρτερώ), σεβαίνω (το μπαίνω μέσα εκ του εισβαίνω), γένουμι (εκ του γίγνομαι), σιακάτω (εκ του ίσια κάτω), σφαλτσμέν΄ (η κλειστή, εκ του ασφαλισμένη), τηρώ (εκ του παρατηρώ), γλέπω (εκ του βλέπω), δλεύω (εκ του δουλεύω), ορνίθια (οι κόττες εκ του όρνιθες), πετεινός (ο κόκκορας), αραποσίτι ή ροποσίτι (το καλαμπόκι), σαλός (ο τρελλός εκ του σαλεύω), μπάμπω (η γιαγιά εκ του βάβω), κότσβας (ο κότσυφας εκ του κόσσυβα), πέλεκας (το διπλοτσέκουρο εκ του πέλεκυ), δύναμαι (το μπορώ), αγκαλώ (το καταγγέλλω εκ του εγκαλώ), καπρί (το αγριογούρουνο εκ του κάπρος).
Αυτό πάλι που όταν φωνάζουμι έναν, βάντας το «ω» αμπροστά από το όνομά τ΄, ο Μπαμπινιώτς μ΄ είπι ότι το φκιαναν κι στ΄ν αρχαία Ελλάδα κι το λεν «κλητική προσφώνησ΄».
Είηδιτι πιδιά μ΄τι γλώσσα έχουμι κι πολλοί από τ΄ εμάς, αντηριούμιστι να τ΄ν κουβεντιάσουμι, για να μη μας παρεξηγήσουν; Για τ΄αυτό ας χιρήσουμι από ταχιά να τ΄ν κουβεντιάζουμι, για να μη χαθεί αυτός ο γλωσσικός πλούτος, όπως τον λέει ο Μπαμπινιώτς.
Μπαρμπα Κώτσιος Τσιαμήτς
Ντράμστα
1 comment
Κασμερτζής που ξέρει καλά την αρχαία γλώσσα.