Η τηλεθέρμανση διαφόρων πόλεων στη βόρεια Ελλάδα επιτυγχανόταν για πολλά χρόνια με την ανάκτηση της απορριπτόμενης θερμότητας από τα λιγνιτικά εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ. Η διακοπή της λειτουργίας των εργοστασίων αυτών δημιουργεί ερωτήματα όσον αφορά τη τεχνολογία και τα απαιτούμενα καύσιμα για τη παραγωγή της απαιτούμενης θερμότητας στα δίκτυα τηλεθέρμανσης στο μέλλον.
Σε κείμενο του πρώην Δημάρχου Κοζάνης κου Λευτέρη Ιωαννίδη με τίτλο “Γιατί οι τηλεθερμάνσεις στη Δυτική Μακεδονία δεν πρέπει να εγκλωβιστούν στο ακριβό και μη βιώσιμο φυσικό αέριο” που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στα ΜΜΕ εκφράζεται έντονος προβληματισμός για τη προτεινόμενη από τη ΔΕΗ λύση της δημιουργίας μονάδας συμπαραγωγής θερμότητας και ηλεκτρισμού υψηλής απόδοσης (ΣΘΗΥΑ) και τη παροχή της παραγόμενης θερμότητας στο δίκτυο τηλεθέρμανσης των πόλεων. Το κείμενο αυτό θεωρεί απαραίτητη τη διερεύνηση εναλλακτικών λύσεων για την εύρεση της άριστης λύσης για τη περιοχή και τους κατοίκους της.
Σκοπός του σύντομου κειμένου που ακολουθεί είναι να συμβάλλει στο γόνιμο διάλογο που αναπτύσσεται για το θέμα αυτό.
Στα πλαίσια της επίτευξης του Εθνικού και Ευρωπαϊκού στόχου για μηδενικές καθαρές εκπομπές άνθρακα μέχρι το 2050 τα καύσιμα και οι τεχνολογίες που θεωρητικά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για παραγωγή θερμότητας στη περιοχή της δυτικής Μακεδονίας περιλαμβάνουν:
- Τη στερεά βιομάζα, 2. Το βιοαέριο, 3. Τα γεωθερμικά ρευστά, 4. Την ηλιακή θερμική ενέργεια, 5. Τη φωτοβολταϊκή ενέργεια, 6. Την ανακτώμενη θερμότητα από βιομηχανίες, 7. Τις αντλίες θερμότητας, 8. Τη συμπαραγωγή θερμότητας και ηλεκτρισμού, και 9. Τη χρήση υδρογόνου.
Θα πρέπει δε να ληφθεί υπ’ όψη ότι το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα ( ΕΣΕΚ – 2023) προβλέπει ότι το 2040 το 80% των αναγκών θέρμανσης και ψύξης στη χώρα θα καλύπτεται από ΑΠΕ ενώ το 2050 η κάλυψη θα φθάσει το 100% δηλαδή θα επέλθει πλήρης αποανθρακοποίηση του τομέα θέρμανσης και ψύξης. Είναι γνωστό δε ότι μεγάλες φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις πρόκειται να δημιουργηθούν στη περιοχή της δυτικής Μακεδονίας και ένα σχετικά μικρό μέρος τους θα γίνει από κατοίκους της περιοχής. Με τα δεδομένα αυτά θα ήταν σκόπιμο να διερευνηθεί η δυνατότητα παραγωγής θερμότητας για τα δίκτυα τηλεθέρμανσης της περιοχής με τις εξής τεχνολογίες.
Α) Παραγωγή θερμότητας με γεωθερμικές αντλίες θερμότητας υψηλής απόδοσης μία αξιόπιστη και ανερχόμενη τεχνολογία. Τα μηχανήματα αυτά χρησιμοποιούν ηλεκτρική ενέργεια για παραγωγή θερμότητας η οποία μπορεί να παραχθεί από τα φωτοβολταϊκά πάρκα στη περιοχή. Δηλαδή οι αντλίες θερμότητας θα χρησιμοποιούν πράσινη ηλεκτρική ενέργεια και η παραγόμενη θερμότητα θα είναι κλιματικά ουδέτερη. Το σύστημα αυτό παραγωγής θερμότητας βασίζεται μόνο στη χρήση ηλιακής ενέργειας.
Β) Χρήση υβριδικού συστήματος παραγωγής θερμότητας αποτελούμενο από τη καύση τοπικά παραγόμενης στερεάς βιομάζας και ηλιακά θερμικά συστήματα. Στη περίπτωση αυτή η παραγωγή θερμότητας θα γίνεται από ΑΠΕ (ηλιακή ενέργεια και βιομάζα) ενώ η παραγωγή και η τυποποίηση της βιομάζας καθώς και η κατασκευή και η συντήρηση των ηλιακών θερμικών συστημάτων θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας στη περιοχή. Το σύστημα αυτό παραγωγής θερμότητας βασίζεται στη χρήση ηλιακής ενέργειας και τοπικά παραγόμενης βιομάζας.
Γ) Χρήση συστημάτων συμπαραγωγής θερμότητας και ηλεκτρισμού υψηλής απόδοσης με χρήση φυσικού αερίου (και συμπληρωματικά με καύση τοπικής βιομάζας) με ταυτόχρονη αντιστάθμιση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) σύμφωνα με τους διεθνείς μηχανισμούς και πρακτικές που καθιερώθηκαν με το πρωτόκολλο του Kyoto της Ιαπωνίας και εφαρμόζονται σήμερα διεθνώς. Καλό θα είναι η αντιστάθμιση των εκπομπών να γίνει με τη δημιουργία αναδασώσεων στην ευρύτερη περιοχή – και όχι με άλλο τρόπο – για να υπάρξουν τοπικά οφέλη. Στη περίπτωση αυτή τα δένδρα που θα αναπτυχθούν θα πρέπει να απορροφούν ετησίως την ίδια ποσότητα του CO2 που εκλύεται στην εγκατάσταση συμπαραγωγής με τη χρήση φυσικού αερίου για τη παραγωγή της απαιτούμενης θερμότητας στα δίκτυα τηλεθέρμανσης. Με το τρόπο αυτό διασφαλίζεται ότι η παραγωγή της απαιτούμενης θερμότητας για τη τηλεθέρμανση θα είναι μηδενικών καθαρών εκπομπών άνθρακα σύμφωνα με τη διεθνή συμφωνία στο Παρίσι το 2015 για το κλίμα και τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η αξιολόγηση των προαναφερθέντων προτάσεων – και ίσως κάποιων επιπλέον που για λόγους οικονομίας χώρου δεν αναφέρονται – θα πρέπει να είναι πολύ-κριτηριακή. Δηλαδή θα πρέπει να αξιολογηθούν τα τεχνολογικά, περιβαλλοντικά, οικονομικά, κοινωνικά και θεσμικά τους χαρακτηριστικά αλλά και να ληφθεί υπ’ όψη η γνώμη όλων των εμπλεκομένων καθώς και της κοινωνίας των πολιτών.
Ο Γιάννης Στυλ. Βουρδουμπάς είναι Xημικός Μηχανικός ΕΜΠ, M.Sc., Ph.D.