«Ενίσχυση της Αποκέντρωσης – Προβλήματα & Προοπτικές της Αυτοδιοίκησης» ήταν το θέμα της σύσκεψης που διοργάνωσε την Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου στα Ιωάννινα, το Υπουργείο Εσωτερικών και η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Ηπείρου – Δυτικής Μακεδονίας με τη συνεργασία των Περιφερειών Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας.
Στη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε παρουσία του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών Λεωνίδα Γρηγοράκου, τοποθετήθηκε ο Περιφερειάρχης Δυτικής Μακεδονίας Γιώργος Δακής.
Ακολουθεί η εισήγηση του Περιφερειάρχη Γιώργου Δακή.
Εισήγηση του Περιφερειάρχη Δυτικής Μακεδονίας
Γιώργου Δακή
στη συνάντηση εργασίας με θέμα:
«Ενίσχυση της Αποκέντρωσης – Προβλήματα & Προοπτικές της Αυτοδιοίκησης»
Βαθαίνοντας η οικονομική κρίση στη χώρα μας, γίνεται όλο και περισσότερο αντιληπτό ότι τα αίτια της κλιμάκωσης δεν εντοπίζονται κυρίαρχα και μονοδιάστατα στην οικονομική δυσπραγία, αλλά διαχέονται στη διαχρονική και γενικευμένη αδυναμία του ευρύτερου συστήματος διακυβέρνησης να σχεδιάσει και να υλοποιήσει δημόσια πολιτική με έναν αποτελεσματικό τρόπο. Θεμελιώνεται ευρέως η παραδοχή ότι η προβληματική δομή του Κράτους δεν αποτέλεσε απλά βασικό παράγοντα γιγάντωσης του δημοσιονομικού προβλήματος, αλλά και ανασταλτικό παράγοντα εμπέδωσης ενός συστήματος κοινωνικής προστασίας και συνοχής.
Η σύγχρονη Ελλάδα υπήρξε από τη γέννησή της ένα ισχυρά συγκεντρωτικό Κράτος, στα πρότυπα της γαλλικής διοικητικής διαίρεσης, με τους εκπρόσωπους της Αυτοδιοίκησης να είναι ουσιαστικά, εκτελεστικά όργανα της Κεντρικής Κυβέρνησης. Έκτοτε, σαφέστατα και έγιναν σημαντικές, ουσιαστικές και ιστορικές προσπάθειες διοικητικής μεταρρύθμισης με κορυφαία βεβαίως το πρόγραμμα «Καλλικράτης».
Όμως, το σύνολο των διοικητικών μεταρρυθμίσεων χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα, μερική και όχι συνολική αντιμετώπιση των απαιτήσεων, ατολμία και αν μου επιτρέπεται, από μια διαχρονικής μορφής καχυποψία από την πλευρά της Κεντρικής Εξουσίας προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Εκ του αποτελέσματος κρινόμενη, η Ελλάδα του 2014, μια χώρα που συμπληρώνει 33 χρόνια ως Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραμένει μια ισχυρά συγκεντρωτική χώρα.
Δεν θέλω να σας κουράσω με νούμερα και αριθμούς, αλλά κάποια δεδομένα αποτυπώνουν ανάγλυφα την πραγματικότητα. Σύμφωνα με τα ευρήματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην εργασία με τίτλο: « Εκπόνηση μελέτης για την Τοπική Αυτοδιοίκηση στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ανάδειξη καλών πρακτικών», τα συνολικά έσοδα των φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα, για το 2011, ανέρχονται στο 2,6 % του εθνικού μας ΑΕΠ. Στη Δανία το ποσοστό αυτό είναι 37,4%, στη Ρουμανία 9.7%, στη Σλοβενία 10%, στη Γαλλία 11,7%, στην Πολωνία 13,8% και βεβαίως, στη Σουηδία και τη Φινλανδία 25,6 και 22,3% αντίστοιχα.
Επί του πρακτέου, ο προαναφερόμενος δείκτης καταδεικνύει την Ελλάδα ως το πλέον συγκεντρωτικό κράτος της Ευρώπης, αν εξαιρέσει κανείς βέβαια τα μικρά νησιωτικά κράτη, όπως η Μάλτα και η Κύπρος, η οργάνωση των οποίων δεν είναι συγκρίσιμη με αυτήν της Ελλάδας.
Κατά συνέπεια, η κεντρική εξουσία αποτελεί την κυρίαρχη πηγή εσόδων της ελληνικής Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Το γεγονός αυτό είναι ίσως η καλύτερη ένδειξη, αν όχι απόδειξη, για το βαθμό εξάρτησής της από την κεντρική χρηματοδότηση, όπως επίσης και για τη μακρά πορεία που πρέπει να διανύσει η Τοπική Αυτοδιοίκηση στη χώρα μας προκειμένου να προσεγγίσει τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Παράλληλα, οι συνολικές δαπάνες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα δεν ξεπερνούν το 5,6% των εθνικών δημόσιων δαπανών, παραμένοντας με μεγάλη διαφορά, οι χαμηλότερες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, για το 2011 ο δείκτης «Αποτελεσματικότητα της Διακυβέρνησης» ανέρχεται για τη χώρα μας στο 67/100, δυστυχώς, ο τρίτος χαμηλότερος μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βρισκόμαστε σε καλύτερη θέση μόνον μετά τη Ρουμανία (47/100) και τη Βουλγαρία (56/100) και σε πολύ χαμηλότερη θέση συγκριτικά με την Ισπανία (79/100) ή την Ολλανδία (97/100).
Αποτελεί πραγματικά θέμα προς διερεύνηση, έστω και σαν ακαδημαϊκή άσκηση αυτοκριτικής, η συσχέτιση μεταξύ του συγκεντρωτισμού των δημόσιων δαπανών σε εθνικό επίπεδο και της διαχρονικής αδυναμίας ελέγχου του δημόσιου χρέους της χώρας μας. Αν δηλαδή η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν διαχειριζόταν το 5,6% των συνολικών δημόσιων δαπανών αλλά το 30 ή το 40%, όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της Βόρειας Ευρώπης, θα καταλήγαμε στα ίδια εφιαλτικά επίπεδα της δημοσιονομικής εκτροπής; Με άλλα λόγια, η ανυπαρξία ουσιαστικής αποκέντρωσης, που αποτελεί και τη λέξη-κλειδί της σημερινής συνάντησης, σε τι βαθμό διαμόρφωσε τη σημερινή αδιέξοδη κατάσταση της χώρα μας; Οφείλουμε μια απάντηση. Οφείλουμε να προσεγγίσουμε τα ερωτήματα με αυστηρά τεχνοκρατικά κριτήρια αλλά, να ερμηνεύσουμε τα όποια αποτελέσματα με καθαρά πολιτικούς όρους.
Μέσω του σχεδίου «Καλλικράτης», τουλάχιστον σε νομοθετικό επίπεδο, επιχειρήθηκε η σημαντικότερη ίσως διοικητική μεταρρύθμιση των μεταπολιτευτικών χρόνων. Δυστυχώς, η εφαρμογή της στην πράξη συνέπεσε χρονικά με την κορύφωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η οποία εκδηλώθηκε και κλιμακώθηκε στη χώρα μας με έναν ιδιαίτερα πολύπλευρο τρόπο. Κατά συνέπεια, μια ενδιάμεση αξιολόγηση του μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος «Καλλικράτης» κάτω από τη βαριά σκιά της εκτεταμένης οικονομικής κρίσης, θα ήταν τουλάχιστον βεβιασμένη. Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει και να απομονώσει κανείς τις ενδογενείς αστοχίες ή τις αδυναμίες του «Καλλικράτη», μέσα σε ένα πρωτόγνωρα αρνητικό περιβάλλον από οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής σκοπιάς. Είναι δυσδιάκριτα πλέον τα όρια μεταξύ της αιτίας και του αιτιατού.
Αποτελεί όμως κοινή συνείδηση, πέρα από κομματικές και πολιτικές προσλαμβάνουσες, ότι το συγκεντρωτικό μοντέλο διακυβέρνησης δεν βοηθά και δεν υποστηρίζει την πορεία ανάκαμψης σε εθνικό επίπεδο. Αποτελεί επίσης πραγματικότητα ότι οι Αιρετές Περιφέρειες έγιναν αποδέκτες ενός πολύπλευρου όγκου διοικητικών και δημοσιονομικών αρμοδιοτήτων, χωρίς την απαραίτητη υποστήριξη από την πλευρά της Κεντρικής Εξουσίας, με μηδενικά χρονικά περιθώρια προσαρμογής και με ταυτόχρονη περικοπή των οικονομικών τους πόρων σε ποσοστό που υπερβαίνει κατά πολύ το 50%. Οι περικοπές αυτές αγγίζουν πλέον τον κεντρικό πυρήνα των μη ελαστικών δαπανών σε περιφερειακό επίπεδο, θέτοντας σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία τους.
Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι οι περικοπές στους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους (ΚΑΠ) δεν έγιναν στη βάση ενός διαλόγου μεταξύ των Περιφερειών και της Κεντρικής Κυβέρνησης, ως θα όφειλε, αλλά μάλλον επιβλήθηκαν χωρίς συναινετικές διαδικασίες, ερήμην των Αιρετών Περιφερειών. Παράλληλα, η μεταφορά αρμοδιοτήτων προς την Αυτοδιοίκηση, δεν συνοδεύτηκε από τεκμηριωμένη και διάφανη μεταφορά οικονομικών και ανθρώπινων πόρων, με στόχο να ενδυναμωθεί το έργο της σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη μεταβατική περίοδο διακυβέρνησης.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, πέρα από τις όποιες αδυναμίες, αστοχίες ή παραλήψεις, αποτελεί έναν βαθύτατα δημοκρατικό θεσμό με ισχυρή και άμεση λαϊκή νομιμοποίηση. Παράλληλα, λόγω ακριβώς της εγγύτητας και της αμεσότητας που την χαρακτηρίζει, απέναντι στα προβλήματα και τις απαιτήσεις του Πολίτη, μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια ανάκαμψης και εξόδου της χώρας από τον φαύλο κύκλο της οικονομικής κρίσης.
Απαιτείται όμως μια επιταχυνόμενη ταύτιση μεταξύ αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης, με κλιμακούμενη μεταβίβαση των αποκεντρωμένων αρμοδιοτήτων στις αιρετές περιφερειακές αρχές. Απαιτείται μια ξεκάθαρη οριοθέτηση των συμπληρωματικών σχέσεων μεταξύ της Κεντρικής Διοίκησης και της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης, με σαφή και ευδιάκριτη ενίσχυση του αναπτυξιακού της ρόλου και με παράλληλη μεταφορά εκτελεστικών αρμοδιοτήτων προς τις Περιφέρειες. Και κυρίως, απαιτείται η ουσιαστική ενίσχυση της οικονομικής αυτοτέλειας. Επιτέλους, οι οικονομικές σχέσεις, με όρους θεσμικής αξιοπρέπειας, μεταξύ της Κεντρικής Κυβέρνησης και των Αιρετών Περιφερειών δεν μπορεί να στηρίζεται στο αναχρονιστικό και αφοπλιστικό δόγμα που συμπυκνώνεται στο «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος».
Η έξοδος της χώρα μας από την κρίση δεν μπορεί να γίνει με μικρά βήματα. Χρειάζονται άλματα. Χρειάζεται να απελευθερωθούν όλες οι αναπτυξιακές δυνάμεις σε περιφερειακό επίπεδο, με στόχο μια εθνικά ισχυρή συνιστώσα. Στην κατεύθυνση αυτή οι Αιρετές Περιφέρειες μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν μέρος της λύσης και σε καμία περίπτωση μέρος του προβλήματος. Αναλαμβάνοντας όμως ρόλο και ευθύνες επιτελικής διοίκησης και όχι απλό παραλήπτη αρμοδιοτήτων.