Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΗΡΘΙΝ ΟΥ ΚΑΖΑΝΑΡΣ. (ΟΥ ΠΑΠΠΟΥΣ ΟΥ ΝΤΑΗΚΑΣ). ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ ΔΡΥΟΒΟΥΝΟΥ. Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος

0 comment 6 minutes read

ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΗΡΘΙΝ ΟΥ ΚΑΖΑΝΑΡΣ. (ΟΥ ΠΑΠΠΟΥΣ ΟΥ ΝΤΑΗΚΑΣ). ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ ΔΡΥΟΒΟΥΝΟΥ. Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος

Δ3

Όλγα: ΟΎουου μορ Νιά…τώρα κατάλαβα..καλά π’ μίπεις ..μέθσαν κι τιριάσκαν  τ’ αρνίθια κι γέγκαν ντίπ γκούρμπιτ’, ντιπ φσέκ’ , τουρτούρα..γκλιουκάτσαν τα κουτσιάνια κι τς ρόγις, τς πίριν κι ου άμπουρους πν τιουλτιούκου κι για τιαφτό γριντώθκαν κι τιζαρώθκαν καταής. Τώρα;; τώρα τι φκιάνου;…ούτι καφέδια πίν..ούτι λιμπά έχν να τα βάλου κρουμύδια πουκάτ να συνέρθν..έτσ’ π’ γκιλνιούνταν κι στ γκουγκουμαριά μι τα στέμφλα  θα βγάλν κι κανά χουλκό στου χαρχάλ’ ή στου πλατάρ κι θα τς καμαρώσν..θα τα  κακαρώσν. Ωρέ να πάρου τίπουτα λιγκέρια η κδούνια να χπίσου μπάς κι πιταχτούν σιαπάν κι συνέρθν. Να φουνάξου κι τουν Κώτσιου να ιδούμι τι θα φκιάσουμι.. Κώτσιουου..

Νιά: Κάτσι μαρ Όλγα ..μη τσουρίιζ. Άστουν τουν Κώτσιου..δε γλεπς π δεν προυφτέν’ ούτι να ξτί;;(τουν έχ’ κι πρώτουν αξάδιρφου). Άκσι..τόπαθα κι γώ. Προυχτές έμασα τ’ απουφάϊα κι τς ψίχις πτου τραπέζ’ να τα ρίξου στ αρνίθια αλλά δεν πήρα χαμπάρ ότι τουν θκόμ’ του Σιώμου, τουν απουλίθκιν απ τ’ μπότσα μι ν’ τιουλτιούκου στου τραπέζ’, όταν έκαμιν να βάλ σου φυλτζιάν’,  κι πότσαν κι οι φιλιώτις πτου ψουμί. Τς έτριψα κι τάμασα, όλα κι τς ψίχις κι τ’ απουφάϊα, κι τάρξα στου νουβρό στ΄αρνίθια. Σι λίγου χίρσαν κι τα θκάμ τ’ αρνίθια  σαν τα θκάς..τρικλνούσαν..γκιλνιούνταν καταής..λιγουθμούσαν. Χίρσα κι γώ να τσουρίζου..παρατόρσα ντιπ .. κι φώναξα τουν θκόμ ..του Σιώμου.

Αυτός ήξιριν π’ ίχιν φκιάσ’ ζουλουμιά, κατρατσιά  κι καντίπουτα…δεν έκρινιν.. «Τι δεν κρέντς μπρέ..τί έπαθαν τ’ αρνίθια μας;» Ύστιρα που ώρα, τουν ζόρσα κι κάμπουσου κι  μι τάπιν τα χαμπάρια. Τουν πήρα του τσιόλ’..τουν απόπιασα γιρά κι τουν ίπα  «Κάμν πως έπαθαν τίπουτα τ’ αρνίθια; Φαρμάκ’ θα σι σνάξου στου φαϊ.. Σι χώρσα, θα σι στείλου στ μάνας. Θα σι κάμου μύνησ’ κι για κάθι αρνίθ θα μη πλιαρώντς διατρουφή..Δώδικα μιταλικές για του κάθι αρνίθ του μήνα. Θα σι κάμου κι ασφαλιστικά..κάμς πως ζύγουσις αρνίθ;; θα σι μάσν ου χουρουφυλάκ’..θα σι αμπώξου κιόλας..κι στου μπουντρούμ π’ θα σι σφαλίσν.. όλ’ θα μιτρούν του βράδ’ πρόβατα για να κοιμθούν κι ισι θα μιτράς αρνίθια…θ’ ακούς αρνίθ κι θα χέζισι ουπάνους». Κι άκσι Κώτσινα..χέσκιν ..χίρσιν να πιαλάει κι να πιάν’ του κάθι αρνιθ’  τόφκιανιν ιλιάτσια στν κλιά στου γκαργκαλιάνου…ρούκουνιν κι του σουρούκ’ στν κουπάνα μι του νιρό κι σι λίγου όλα τ’ αρνίθια συνήρθαν. Τάρξιν κι μπόλκου καλαμπούκ’ κι στιάρ κι ήρθαν ντιπ στ αγιάρτς. Αντάμα μι τουν πέτνου τόπιζιν κιαυτός κόκουρας ύστιρα π’ έσουσιν τ’ αρνίθια. Για τ’ αυτό τουν σχώρισα κι αμόμνα Σιώμινα ακόμα, αλλιώς θα μίλιγαν σκέτου Νιά…κατάλαβις Κώτσινα;; κι συ ετσιαιά να φκιάις κι θα συνερθν

Όλγα: Σ’ ιφχαριστώ μα Νιά..καλά π’ μι τούπις..  έτς θα φκιάσουμι κι μείς..αλλα θα πώ κι τουν Κώτσιου να παέι να κόψ’ παλιούρια ν αβγατίσ’ κι του φράχτ’ να μη μπουρούν να πιτάσν τ’ αρνίθια στου καζάν’ κι να φέρ κι ένα τρανό κι πυκνό γκουρτσάγκαθου για ν’ αλλάξουμι κι τν πουριά..σι ιυχαριστώ πουλύ…θα πιράις να σι κιράσου τίπουτα;; πίρα κι ρουβθίσιου.. να σι κουλουριάσου έναν ρουβθίσιου στα γλίγουρα;; ιχτές έφκιασα κι κουλουκθίσιου κι του πέτχα..θα ρθείς;;

Νιά: Όχ’ μα Όλγα..πρέπ να παένου έχου κι γώ δλειές κι πίριν κιρός  … τν άλλ’ του φουρά θα ρθώ…άει καλό βράδ’ νάχς

Όλγα: Καλό νυχτέρ..κι καλό ξημέρουμα μα Νιά..μέσουσις. (φευγ’ η Νιά). Παναιουτάκ…άει πιδίμ, σ αψχώ κι σένα π’ κρυώντς ιδώ όξου…άει να κάμουμι γλίγουρα να προυφτάσουμι ..χιρνάει να μας παίρν’ η νύχτα κι του χιόν’ χίρσι να πυκνών’. Ισί κουβάλαμι τ’ αρνίθια αλλά αφηνέτα πόξου πτου αρνιθουκούμασου, μι έχ  τίπουτα αρνιθόψιρις στς φουλιές π’ ξιχλιάζν τ νύχτα,  κιακουλήσουμι. Κι γώ πόξου θα σταθώ. Φεριμέτα κι γώ θα κάμνου ότ’ ίπιν η θειά η Νιά. Θα τα σνάζου, θα τα γκουζγκουτεύου στου γκαργκαλιάνου, θα τα τσιουμπώ στου χαρχάλ’ να πάρν μιταβουλή κι θα τα χώνου του κιβούρ στου νιρό. Αν δεν ανοίγν του σουρούκ’ θα τ ανοίγου ιγώ μι τα δάχλα.

Χιρνούν κουβαλάει ου Γιώτης τ’ αρνίθια κι η μάνατ, τα ταχτουπιάει. Τα ρίχν κι μπόλκου στιαρ κι τα τηρούν.. λίγου μιτά πτου νιρό σπαράζουνταν σχιδόν όλα. Η Όλγα πίριν τουν τισιλιάτς κι ησύχασιν. Σφαλνούν τν πόρτα πτα ‘ρνιθια μι του γιρό του μάνταλου, βάν κι ένα πουλτόξλου για νταϊαντάρ..ν’ αμπαρών ντίπ  κι ή Όλγα λέει του Γιώτη:

« Αει πιδίμ τράβα τώρα  στου μαντρί..σέβα μέσα να μη βρέχισι, αλλα μη σκαλίις καμια προυβατίνα κι κανα αρνούλ’ π’ γινούν τώρα , γιατί αν σι ιδεί του σιούτου του κριάρ θα ουρμήσ’..χπάει στα γκαβά. Θα ρθώ ιγώ να του μάσου μι τ φούρκα να του σφαλίσου δίπλα. Έρχουμι σι μσό λιφτό…Καρτέργια ένα κι ένα θα φτάσου κι γώ».

Φεβγ’ ου Γιώτης κι τραβάει σιβαίν στου μαντρί. Τηράει τριούρ ..όλου νιουλαία..γιουμάτου αρνιά κι κατσίκια. Άλλα γιντσιάρκα..άλλα λίγις μέρις, άλλα τρανύτιρα. Οι προυβατίνις βίλιαζαν ήθιλαν να φάν. Ου κρέαρους τηρούσιν ..γυάλτζαν τα μάτιατ κι φσούσι.Ου Παναιώτς ίχιν του νούτ..φλάγουνταν ..ίχιν κι στα χέριατ μια φούρκα. Σι λίγου φτάν η Όλγα μένα γκιουμούλ’ μι ζιστό νιρό κι λέει: «δώσι μι πιδίμ λίγου τν φούρκα να του μάσου , τήρα του, του ζιουγρίμ  κουρντίσκιν..φσάει  ..ούου νταούλ..κουζίν’ ..τι τανίιζ τα μάτια σαν αστρίτς;…θέλτς να χπίις του πιδίμ;..μπρρρ ψόφιου , άει σκαλίς πιρπάτα..δίπλα ισί»

Μαζών’ του κριάρ δίπλα..του σφαλνάει κι λέει στου Γιώτη:

« άει πιδίμ χίρνα..τν ξερς τη δλειάς.. βάλι λόντζια στς προυβατίνις..κι ψια καρμά στς κουπάνις κι γώ φέρνου πν’ κλαδαριά κλαδί να κριμάσου στς γίδις. Να ρίξου ψιά άχυρου πρώτα στου μπλάρ κι λίγου πίτυρα κι τυρόγαλου στου γρούν…»

Ου Παναιώτς τν ξέρ΄τη δλειάτ΄…παέν’  που δίπλα σν αχυρώνα , κι λνάει τ’ βριιζαμιά πούνι διμένου του κάθι διμάτ’ μι λόντζια. Παίρν’ δυό-δυό τουλούπις κι σιβαίν στου μαντρί. Πατάει στς κουπάνις π πέφν τα κότσαλα πτου χουρτάρ (είνι κι ψια τσιούτσιανους) ,βάν’ τς τουλούπις μες τα παρμακλίκια , τς απλών λίγου –λίγου μι τα χέριατ.Τουν ζουπόυν τα κότσαλα, σιβαίν στα νύχιατ’ κι στου κουζιν τ΄αλλα δεν τουν πειράζ’ τ’ αγαπάει πουλύ όλα τα ζουντανά. Κάμν αυτή τη δλειά αράδα ως που να ιουμώσν όλα τα παρμακλίκια.Ουρμούν τα πρόβατα κι δεν ξέρ’ ποιο να προυτουφάει. Ύστιρα υρνάει στς κουπάνις, κι μένα σνί κουβαλάει καρμά τουν ρίχν μέσα κι τουν απλών. Τώρα ουρμούν κι αμπώχνουντι τα τρανά τ αρνιά . Όσ’ ώρα φκιάν αυτά , η μάνατ, αφού ταχτουποίησιν του μπλάρ κι του γρουν’ ήφιριν στου νόμου κλαδί πτ κλαδαριά κι κριμνάει για τα γίδια. Σι λίγου μπιτίζν κι ύστιρα κοιτούν τα μκρότιρα τ΄αρνιά. Άλλα δεν τα φταν΄του γάλα άλλα δεν τα θέλν οι μάνις κι τα τρανέβν οι γκουκυραίοι μι του γαλουβύζ’

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Leave a Comment

Ταυτότητα Ιστοσελίδας:
Σαλακίδης Ιωάννης – Ατομική Επιχείρηση

ΑΦΜ: 046450157, ΔΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ

Δ/νση Έδρας: Ζαφειράκη 3, ΤΚ 0100 Κοζάνη

Email: info@efkozani.gr

Τηλ. 24610-25112

Ιδιοκτήτης, νόμιμος εκπρόσωπος και διευθυντής: Σαλακίδης Ιωάννης

Διευθύντρια Σύνταξης: Μαρία Τσακνάκη

Διαχειριστής: Σαλακίδης: Ιωάννης

Δικαιούχος του ονόματος τομέα (domain name): Σαλακίδης Ιωάννης

Efkozani logo

@2024 – All Right Reserved. Hosted and Supported by Webtouch.gr

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Διαβάστε περισσότερα

Are you sure want to unlock this post?
Unlock left : 0
Are you sure want to cancel subscription?
-
00:00
00:00
Update Required Flash plugin
-
00:00
00:00