΄΄Έναν γόνα΄΄(50-60 πόντους) χιόνι θα είχε ρίξει εκείνη την μέρα του Γενάρη. Ίσως και κάτι παραπάνω. Μαζί με άλλα παιδιά κάναμε γλίστρα σε μια κατηφόρα. Εκεί, απέναντι απ΄τους Παπαστεργιάδες, σε έναν ΄΄Μπαλαμάθκου΄΄ κήπο. Λίγο παρακάτω από το σπίτι του Γιάννη Γκουτζιομήτρου που τον έλεγαν, αν θυμάμαι καλά, Σούνου. Όλοι φορούσαμε παπούτσια ΄΄λάστιχα΄΄ για να γλιστρούν στο χιόνι. Όσο πιο παλιά ήταν τα λάστιχα τόσο καλύτερα γλυστρούσαν. Και για να ΄΄πιάνουμε ΄΄ τρίτη ταχύτητα στην κατηφόρα κρατούσαμε στο κάθε χέρι κι από ένα΄΄τσάκνου΄΄(μικρό ξύλο).Που τ’ ακουμπούσαμε όπως τσουλούσαμε και για να μην πέφτουμε και για να δίνουμε ώθηση στο σώμα.
Ήταν φορές που γλιστρούσαμε τόσο γρήγορα, που αδυνατούσαμε να φρενάρουμε. Και μοιραία καταλήγαμε στον παγωμένο λάκκο. Αυτόν που κατέβαινε απ’ του Γυφτουχρήσου το σπίτι.
Θα ήταν μεσημέρι κοντά στις 12 και πιο πάνω στον ξύλινο αχυρώνα που είχαμε, εκεί κοντά που σήμερα είναι το σπίτι της θειάς μου της Ρίνας είδα τον πατέρα μου με το μουλάρι, τον ΄΄Καρά΄΄ και το γαϊδούρι, τον ΄΄Κανούτη΄΄ να προσπαθεί να φορτώσει .Τι φόρτωνε ο Γιάννης τέτοια εποχή; Τι άλλο φυσικά από χορτάρι .Που το είχαμε κόψει απ’ τον κάμπο και το αποθηκεύσαμε για ΄΄κάβα΄΄ στον αχυρώνα του χωριού.
Έτσι σαν τέλειωσε εκείνο το χορτάρι στον Κόκκινο Νόχτο ,τώρα που χιόνισε και τα πρόβατα δεν βοσκούσαν έξω, ήθελαν να φάνε μέσα. Έπρεπε λοιπόν πάση θυσία να γίνει η σχετική αποστολή σε χορτάρι, παρά το μεγάλο ΄΄ριμπούρ(ι)΄΄(χιονοθύελα) που έπιασε στο χωριό.
Έλα μου, που απ΄ την γλίστρα που γλιστρούσα βλέπω πως τα ζώα δεν ΄΄κάθονται΄΄ να φορτωθούν. Νηστικά κι αυτά όπως είναι, ό,τι φορτώνει ο πατέρας μου γυρίζουν το κεφάλι τους και το τρώνε. Κι το σαμάρι ντεραπάρει από την άλλη μεριά.Κι εκείνος συνέχεια βλαστημάει μες την τυράνια του.
Αφήνω την γλίστρα και τρέχω να βοηθήσω. Πιάνω πρώτα τον Καρά απ’ το καπίστρι και τον φορτώνουμε τα βαρύτερα δεμάτια ,γιατί αυτός άντεχε πολύ. Στην συνέχεια παίρνει σειρά ο Κανούτης.Αυτόν τον βάζουμε πιο ελαφρύ χορτάρι γιατί ο δρόμος που ήταν μονοπάτι επρόκειτο να είναι και μακρύς και δύσκολος και χιονισμένος. Σαν να ξέραμε τι τον περιμένει τον καημένο ,όπως παρακάτω θα δούμε.
Το καραβάνι ξεκινάει. Σύνολο ζώα εφτά. Και τα εφτά φορτωμένα με χόρτο. Και νοματαίοι τέσσερις .Ο ένας είναι μπροστά. Για να ανοίγει τον δρόμο απ’ τα χιόνια. Να ανοίγει τον ΄΄τορό΄΄ που λέμε. Με τα πόδια του πάντα. Κι άλλοι τρεις στο τέλος της κουστωδίας. Ο Κανούτης είναι πρώτος.΄΄Οδηγεί την κούρσα΄΄.
Σε λίγη ώρα παίρνουμε στο σπίτι μας το ΄΄μήνυμα΄΄στην τοπική λαλιά:
΄΄ Έπισει του γουμάρ(ι) στου λάκκου ΄΄.
Να τι έγινε ακριβώς:
Πιο κάτω βγαίνοντας απ’ το χωριό κοντά στου Γκουραού (Γεωργανάκη Αγοραστού) το σπίτι είχε ρέμα. Το μονοπάτι ήταν λασπωμένο και καλυμμένο με χιόνι .Ο Κανούτης πάτησε στην άκρη του δρόμου, το χώμα υποχώρησε κι εκείνος κατρακύλησε στο ρέμα. Χορτάρι, πάγος και νερό έγιναν ένα. Κι ο Κανούτης ξάπλα στο νερό.
Μια ΄΄επιχείρηση διάσωσης΄΄ζώου και χόρτου οργανώνεται. Κι οι τέσσερις συνοδοί κατεβαίνουν στο ρέμα. Δυό από δω και δυό από κει τραβούνε το γαϊδούρι να σηκωθεί. Έτσι, φορτωμένο,όπως ήταν. Έτσι σηκώνεται κι εκείνο. Φορτωμένο με το χορτάρι. Και χιονίζει συνέχεια κι η καθυστέρηση είναι σίγουρη. Με τα πολλά ο Κανούτης παίρνει πάλι την πρώτη θέση και συνεχίζουν.
Την επαύριον, καθώς το χιόνι έφθασε στο χωριό το ένα μέτρο περίπου, μαθαίνουμε πως και το καραβάνι έφθασε τελικά στον προορισμό του,στον Κόκκινο Νόχτο. Πολύ αργά το βράδυ. Μετά από οκτώ ολόκληρες ώρες διαδρομή.
Η αποστολή ΄΄βρεγμένο και χιονισμένο χορτάρι΄΄ εξετελέσθη. Με επιτυχία και με μηδέν θύματα.
Έπισι του γουμάρ(ι) στου λάκου. Κώστα Φαρμάκη.
157
προηγουμενο