Εδώ και δύο χρόνια το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων υποβαθμίζει
σταθερά την μεγαλύτερη τράπεζα σπόρων και παραδοσιακών ποικιλιών φυτών, την
Τράπεζα Διατήρησης Γενετικού Υλικού του ΕΘΙΑΓΕ. Η Τράπεζα ιδρύθηκε το 1981 και υπαγόταν στο Κέντρο Γεωργικής Έρευνας Βόρειας Ελλάδας του ΕΘΙΑΓΕ. Εντούτοις, το ΕΘΙΑΓΕ μαζί με άλλους οργανισμούς συγχωνεύτηκαν το 2011 στον ΕΛ.Γ.Ο. ΔΗΜΗΤΡΑ, με τα γνωστά προβλήματα που οδηγούν στη λειτουργική συρρίκνωσή του. Στην Τράπεζα πλέον δεν υλοποιούνται προγράμματα για τη ζωντανή αναπαραγωγή του υλικού της, ενώ το φυλασσόμενο υλικό δεν είναι διαθέσιμο στους καλλιεργητές. Έτσι ο Οργανισμός αυτός αδυνατεί να εξυπηρετήσει τους καλλιεργητές και να εκπληρώσει την αποστολή του, που είναι η διατήρηση, αλλά και αξιοποίηση του φυτογενετικού πλούτου της χώρας.
Την ίδια στιγμή είναι γνωστές οι πιέσεις που, εδώ και χρόνια ασκούν οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες στις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών για τον έλεγχο των σπόρων από τις ίδιες και όχι από τους κρατικούς φορείς. Σκοπός του είναι τελικά να επιτύχουν την εκμηδένιση της ελληνικής, εν προκειμένω, σποροπαραγωγής και την εξάρτηση της ελληνικής γεωργίας από εισαγόμενους σπόρους και τεχνολογία.
Στον «πόλεμο των σπόρων» έχει ενδώσει και η Ευρωπαϊκή Ένωση, με την συζήτηση που άνοιξε στην Ε.Ε περί νομοθεσίας για το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό. Συζήτηση που αφορά στη διαχείριση των σπόρων και του πολλαπλασιαστικού υλικού, με την οποία ουσιαστικά επιχειρεί να θεσμοθετήσει υποχρέωση για όλους τους βιοκαλλιεργητές και γενικότερα όλους τους γεωργούς να αγοράζουν σπόρους από τις μεγάλες εταιρίες κάθε χρόνο – με αποτέλεσμα και την εκτόξευση του κόστους – καθώς δεν αναγνωρίζει τις καλλιέργειες από ιδιοπαραγόμενους σπόρους, τους οποίους διατηρούν για αιώνες οι παραγωγοί και οι οποίοι έχουν διασώσει ό,τι έχει απομείνει από την βιοποικιλότητα της ευρωπαϊκής γης.
Η «υπόθεση σπόροι», πολυεθνικές, υποχρεωτική καταγραφή ποικιλιών, γενετικά τροποποιημένα, πατέντες – που προωθούνται γοργά και στις ευρωπαϊκές νομοθεσίες – δεν αφορά στενά τους αγρότες, αλλά γενικότερα την κοινωνία καθώς διαμορφώνει ένα συγκεκριμένο μοντέλο παραγωγής τροφής και ένα νέο μοντέλο καλλιέργειας -όλα αυστηρά ελεγχόμενα από εταιρείες. Οι συγκεκριμένες εταιρείες επηρεάζοντας το νομικό καθεστώς παραγωγής και εμπορίας σπόρων θέλουν να χειραγωγήσουν προς το αποκλειστικό τους συμφέρον την αγορά σπόρων και τη διατροφική αλυσίδα παγκοσμίως. Οι ξένες πολυεθνικές στον τομέα αυτό, συμπεριλαμβανομένης της Monsanto, έχουν ήδη κάνει κινήσεις για να εγγραφούν περίπου 100 σπόροι που, εάν εγκριθούν από τον αρμόδιο Οργανισμό, θα πρέπει να επιτραπεί η χρήση τους στην ευρωπαϊκή γεωργία.
Το πρόβλημα είναι ότι οι παραδοσιακοί σπόροι θα αντικατασταθούν από νέες ποικιλίες και ότι η αγορά των σπόρων θα διέπεται από τα πιστοποιητικά και διπλώματα ευρεσιτεχνίας των πολυεθνικών.
Επειδή, η Τράπεζα Διατήρησης Γενετικού Υλικού του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ, ο αρμόδιος δηλαδή δημόσιος φορέας, για την έγκαιρη συλλογή και την αποτελεσματική