Οι υφιστάμενες επίσημες σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας, μεταξύ άλλων και η σημαντικότατη τελωνειακή ένωση του 1995-96, βασίζονται στην «συμφωνία σύνδεσης» του 1963-64, και στο πρόσθετο πρωτόκολλο του 1970. Η συμφωνία αυτή αναφέρει ρητώς (προοίμιο και άρθρο 28) την δυνατότητα μακροπρόθεσμης προσχώρησης της Τουρκίας στην ΕΕ. Οι σχέσεις Δύσης και Ανατολής, όμως, χάνονται στα βάθη των αιώνων.
Η ίδια η διαίρεση του κόσμου σε ανατολικό και δυτικό μέρος είναι μια διαδικασία καθαρά πολιτισμική, και ως εκ τούτου βαθιά υποκειμενική. Ανατολή για εμάς είναι η Τουρκία, αλλά τί είναι Ανατολή για την Τουρκία; Είναι η ίδια, ως έναν βαθμό, όπως κι εμείς ανήκουμε στην νοτιοανατολική Ευρώπη, αλλά και στην νότιο Βαλκανική, ταυτοχρόνως.
Κι αν υποθέσουμε ότι οι όροι αυτοί αποδίδουν αποκλειστικά γεωγραφικούς προσδιορισμούς, τότε τί μας εμποδίζει να δεχθούμε την Τουρκία στην Ένωση, τηρουμένων των προϋποθέσεων ένταξης; Ούτε και η Κύπρος είναι κομμάτι της Ευρώπης, από γεωγραφική οπτική. Και ούτε η Ελλάδα ευρωπαϊκό κράτος, αν την συγκρίνουμε με το Βέλγιο, για παράδειγμα.
Η Τουρκία αιτήθηκε την πλήρη προσχώρησή της στην Ένωση το 1987, αλλά δικαιώθηκε τελικά το 1999, ως μέρος της διαπραγμάτευσης που έλαβε χώρα στην Σύνοδο του Ελσίνκι. Η άρση του πολιτικού προβλήματος της Κύπρου δεν απετέλεσε προαπαιτούμενο της ένταξης της νήσου στην Ένωση (2004), κάτι που πιστώνεται θετικά στις προσπάθειες της ελληνικής πλευράς, αποτελεί όμως πάγιο λόγο εκτροχιασμού των σχέσεων Ένωσης-Τουρκίας. Μας αρκεί, λοιπόν, η αποχώρηση των Τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο, για να βάλουμε την Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Όχι. Ποιός κερδίζει, τελικά, απ’ αυτήν την κατάσταση, συμπεριλαμβανομένου του Κυπριακού; Η απάντηση βρίσκεται στο ποιός εμπόδιζε και συνεχίζει να εμποδίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Μέσα σ’ αυτούς είμαστε κι εμείς, είτε μας αρέσει, είτε όχι. Πέραν του γεγονότος ότι η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση θεσπίζει τους όρους (άρθρο 49) και τις αρχές (άρθρο 6, παρ. 1) με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται κάθε χώρα που επιθυμεί να γίνει μέλος της, για να τελεί υπό καθεστώς ενταξιακής διαπραγμάτευσης θα πρέπει επιπλέον να πληροί τα κριτήρια της Κοπεγχάγης.
Η Τουρκία ικανοποιεί αυτά τα κριτήρια, παρά τα ανοιχτά της μέτωπα (Κουρδικό, κλπ.). Στην ίδια γραμμή, επίσης, βρίσκονται οι Σερβία, Μαυροβούνιο, Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, και φυσικά η Ισλανδία, η οποία διέκοψε τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, με δική της απόφαση. Βοσνία και Κοσσυφοπέδιο αποτελούν δυνάμει υποψήφιες χώρες, αφού πρώτα βάλαμε ως Ευρωπαίοι τα «ειρηνευτικά» χεράκια μας, στην διεθνή επιχείρηση διαμελισμού των Βαλκανίων (1991-1999). Κι εμείς, ως Έλληνες πολίτες, αδυνατούμε ή αδιαφορούμε -γι’ άλλη μια φορά- ν’ αποδεχθούμε το προφανές· ότι μετά την αποδοχή της από μέρους της αίτησης πλήρους προσχώρησης στην Ένωση (1999), η Τουρκία δεν απετέλεσε ποτέ πια στρατιωτικό κίνδυνο για την χώρα μας.
Δεν προσμετρώ την εργαλειοποίηση των προσφύγων, γιατί την θεωρώ δομικό πρόβλημα όλης της ΕΕ, άρα και της σχέσης της με τους εταίρους της. Ποιός όμως, ή τί, δημιούργησε τους πρόσφυγες, αν όχι η αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή, μέρος της οποίας αποτελεί και η άρνησή μας για ισότιμη συμμετοχή της Τουρκίας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς; Το γεγονός ότι η Τουρκία δέχθηκε τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων από την πρόσφατη κρίση του 2014 στην Μέση Ανατολή (τουλάχιστον 4 εκατομμύρια Σύριους πρόσφυγες, με τα περίπου 3,5 εκατομμύρια να συνεχίζουν να διαμένουν στην γειτονική χώρα, σύμφωνα με την Deutsche Welle, αλλά και περίπου 360.000 καταγεγραμμένους πρόσφυγες-αιτούντες άσυλο από άλλες χώρες, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ· μιλάμε δηλαδή για την πιο μεγάλη κοινότητα προσφύγων στον κόσμο), αδυνατεί να συμβάλλει έστω και στην απλή εμπέδωση της επιτακτικής ανάγκης για ουσιαστική κατανόηση του ζητήματος αυτού, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Την ίδια στιγμή, άπαντες κατηγορούν την Τουρκία ότι πήρε πολλά χρήματα (6 δις), στα πλαίσια της Συνθήκης του 2015-16 με την Ένωση, για την «συνδιαχείριση» του προσφυγικού. Αντί λοιπόν να επικεντρωθούμε στην εσωτερική μεταρρύθμιση, συνεχίζουμε να υποθάλπουμε την καταστρατήγηση της ευρωπαϊκής προοπτικής της γείτονος, αδιαφορώντας για το ότι επί της ουσίας υποθάλπουμε την ίδια την αποτυχία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, στο σύνολό της. Έτσι και ο βασικότερος στόχος της Ένωσης, δηλαδή η πολιτική της ολοκλήρωση, δεν έχει ούτε πρόκειται να επιτευχθεί ποτέ, υπό τέτοιες συνθήκες.
Θ’ αναρωτηθεί κάποιος, ευλόγως φυσικά: είμαστε όντως κερδισμένοι από μια τέτοια κατάσταση; Η απάντηση είναι «ναι». Εν μέρει, όμως. Όπως σχεδόν πάντα, άλλωστε, τα «εθνικά συμφέροντα» δεν ταυτίζονται απαραιτήτως -ή και καθόλου- με τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου. Όταν δεν αλλάζει τίποτα, είναι σαφές ότι κάποιοι βγαίνουν κερδισμένοι, υπό την έννοια ότι τα δικά τους «κεκτημένα» προστατεύονται
. Βέβαια, στην σφαίρα των πολιτιστικών μας αξιών, η σχέση μας με την Τουρκία επισκιάζεται πάντοτε από τα κακώς κείμενα του Οθωμανικού ζυγού. Η Γερμανική εισβολή και κατοχή στην Ελλάδα ήταν προτιμότερη, επειδή ήταν πιο σύντομη. Γι’ αυτό και η Ελλάδα, με επιστολή του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια προς τον Επίτροπο Διεύρυνσης Olivér Várhelyi, ζήτησε να εξεταστεί το ενδεχόμενο συνολικής αναστολής της τελωνειακής ένωσης με την Τουρκία, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές που επικαλείται το Euronews, με το σκεπτικό ότι η Τουρκία συνεχίζει να την παραβιάζει μονομερώς, με την υιοθέτηση μη προβλεπόμενων δασμολογικών, νομοθετικών και ισοδύναμων μέτρων. Αναλογιστείτε, δηλαδή, την διπροσωπία ενός δηλωμένου «ευρωπαϊστή», που στην προσπάθειά του να προκαλέσει ένα ακόμα διπλωματικό επεισόδιο, αισθάνεται ότι είναι σε θέση να υπερκαλύψει το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί, ζητώντας την αναστολή της συγκεκριμένης σύμβασης σε επίπεδο 27 κρατών-μελών.
Νιώθω πως έχουμε την εντύπωση ότι η Δημοκρατία μας ήταν πιο ισχυρή, όταν οι Ευρωπαίοι μας άνοιξαν την πόρτα του κοινού μας μέλλοντος (1979). Και νομίζω πως, ακόμα χειρότερα, θεωρούμε τα σκάνδαλα από το 1981 (έτος εφαρμογής της Συνθήκης προσχώρησης) μέχρι σήμερα, μερικές βαρύγδουπες μεν, παράπλευρες απώλειες δε. Να θυμίσω μόνο πως, προσφάτως (2019), καταργήσαμε την ΓΕΔΔ, την μοναδική ανεξάρτητη αρχή που πληρούσε όλα τα διεθνή και ευρωπαϊκά έννομα πρότυπα, με στόχο την πάταξη της Διαφθοράς. Μιας διαφθοράς αυτονόητης, επαρκώς συγκαλυμμένης, και κρατικώς χρηματοδοτημένης. Μιας διαφθοράς συνειδήσεων, πρωτίστως, που μας έχει κάνει να μην θέλουμε να δεχθούμε ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας είναι μια διαδικασία πολύ παλαιότερη της Συμφωνίας της Άγκυρας (1963-64). Όταν ο γείτονας κοιτάζει προς την Ευρώπη, είναι λογικό το μάτι του να πέφτει πρώτα πάνω σε ‘μάς. Από πουθενά δεν συνεπάγεται ότι εποφθαλμιά μια ολόκληρη ήπειρο. Κι αν αποφασίσουμε να δούμε τις διαφορές μας στην βάση της γενοκτονίας των Αρμενίων, θα πρότεινα να τις αντιπαραβάλλουμε στην γενοκτονία των Εβραίων, εκ μέρους της Γερμανίας (και των Παλαιστινίων από τους Εβραίους, μιας και ορισμένοι θα ήθελαν πολύ το Ισραήλ στην ΕΕ).
Θα μπορούσαμε επιτέλους ν’ ανοίξουμε και το κεφάλαιο των Γερμανικών αποζημιώσεων, σε επίπεδο διμερών επαφών, τις οποίες η Γερμανία επιμένει να μην αναγνωρίζει. Γι’ αυτό λοιπόν, προσοχή. Μία αποκλειστικά οικονομικού χαρακτήρα σύνδεση της Ένωσης με την Τουρκία, την οποία πολλοί από τους Ευρωπαίους δανειστές μας υποστηρίζουν (για τους δικούς τους λόγους), υποβαθμίζει το όραμα και συνεπώς και την λειτουργία των ίδιων των Ενωσιακών Συνθηκών.
Είναι γεγονός πως η Τουρκία έχει καθυστερήσει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται, ώστε να υπάρξει θετική εισήγηση για την οριστική της προσχώρηση. Από το 2005 μέχρι σήμερα έχει ανοίξει 16 από τα 35 διαπραγματευτικά κεφάλαια. Γεγονός, όμως, είναι επίσης ότι το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνέχισε να απορρίπτει το άνοιγμα των κεφαλαίων 23 και 24, σε μια στιγμή κατά την οποία η Τουρκική κυβέρνηση είχε δεσμευθεί να προχωρήσει σε σοβαρές μεταρρυθμίσεις στους τομείς της δικαστικής εξουσίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η οπισθοδρόμηση ή στασιμότητα ενός κράτους είναι μια διαδικασία σε μεγάλο βαθμό αμφιμονοσήμαντη. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο πρόσφατο ψήφισμά του για την κατάσταση στην Τουρκία (19-5-2021, βλ. Σημ.), είναι της γνώμης ότι η ενταξιακή διαδικασία έχει γίνει -για την γειτονική μας υποψήφια χώρα- αυτοσκοπός. Αν εξαιρέσουμε το ότι το ίδιο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπάρχει μόνο για να υπάρχει (περισσότερο ή λιγότερο, δεν έχει σημασία· το αποτέλεσμα μετράει), νομίζω πως είναι θετικό το μήνυμα της εθνικής σύμπνοιας υπέρ της ενταξιακής πορείας, από πλευράς Τουρκίας, ακόμα κι αν αυτή δεν συμβαδίζει πάντοτε με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Διαφορετικά, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι δύναται η οριστική διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, όπως στην περίπτωση της Ισλανδίας. Και θα πρέπει να σκεφτούμε αν είναι για το καλό μας ν’ αφήσουμε την Τουρκία -ή να την οδηγήσουμε στο- ν’ απομονωθεί, ακόμα περισσότερο. Διότι, με την Τουρκία στην Ένωση, μπορούμε να επιλύσουμε οριστικά -καθότι αναγκαστικά- τις διαφορές μας. Ουκ ολίγοι νοσταλγοί της «ΕΕ των 15», υπεισέρχονται συνεχώς σε μια διαδικασία διερεύνησης του “ποιός είναι Ευρωπαίος, και ποιός όχι”. Αλήθεια, με ποιά ακριβώς κριτήρια; Εκτός από τον σεβασμό του ενωσιακού κεκτημένου (acquis communautaire), που τουλάχιστον από τις αρχές του 2020 τον έχουμε στείλει διακοπές, ποιος ή τί είναι αυτός που θα ορίσει την ιδιότητα του Ευρωπαίου, εκτός του ότι αυτός ο ίδιος αισθάνεται Ευρωπαίος; Και γιατί είναι Ευρωπαίος ή περισσότερο Ευρωπαίος ο Καταλανός, ή ο Πολωνός, και όχι ο Τούρκος, εφόσον κι αυτός αισθάνεται το ίδιο; Είναι Ευρωπαίος ο Έλληνας, που δεν σταματάει στις διαβάσεις, περνάει με κόκκινο, οικειοποιείται το πεζοδρόμιο, ουρλιάζει για να τον ακούσεις, ενώ είσαι δίπλα του, καπνίζει μες στα μούτρα σου, και είναι σπίτι στις 12.30, ενώ σχολάει στις 14.30(*);
Όσο, λοιπόν, ψάχνουμε να βρούμε τις διαφορές μας, αυτό στο οποίο ζούμε δεν είναι ούτε πρόκειται να γίνει -όσο κι αν αποκαλείται- «ένωση».
Είναι ένα μωσαϊκό διαφόρων ρευστών γεγονότων και πραγμάτων, στο οποίο επιπλέουμε με τον αέρα του Ευρωπαίου.
(*) Την εύστοχη αυτή φράση διατύπωσε ο πρώην ΓΕΔΔ, Λέανδρος Ρακιντζής, σε διάλεξή του στο ΙΜΧΑ, στις 8-3-2017.
Γιώργος Αρκτούρος, άνεργος