Κατά την επανάσταση των προγόνων μας προς αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού δουλείας, περί τους χίλιους αλλοεθνείς έσπευσαν να συστρατευθούν με τους επαναστάτες και κάποιοι έχυσαν το αίμα τους στα πεδία των μαχών. Τους έχουν χαρακτηρίσει αυτούς οι ιστορικοί μας φιλέλληνες και ο όρος έχει καθιερωθεί. Αν εξετάσουμε βαθύτερα το θέμα των φιλελλήνων, θα διαπιστώσουμε ότι εύκολα διαχωρίζονται εκείνοι σε ομάδες. Μιας ομάδας το κίνητρο ήταν η αγάπη για την ελευθερία, καθώς στη Δύση η φεουδαρχία αποχωρούσε από το προσκήνιο της ιστορίας. Άλλη ομάδα, αποτελούμενη από υπέρμαχους ιδεολογίας ανατρεπτικής του καθεστώτος της χώρας τους, ήλθε στη χώρα μας, καθώς κινδύνευε με σύλληψη και καταδίκη. Τρίτη ομάδα συνιστούσαν οι λάτρεις της πολεμικής περιπέτειας, αξιωματικοί σχεδόν στο σύνολό τους. Όλοι αυτοί θα έσπευδαν να στηρίξουν τον δίκαιο αγώνα και οποιουδήποτε άλλου λαού. Έτσι πιο ορθό είναι να χρησιμοποιείται ο όρος φίλοι της ελευθερίας, κοινωνικοί επαναστάτες ή φίλοι της περιπέτειας αντί φιλέλληνες. Τέλος υπήρξαν και κάποιοι πράκτορες των χωρών τους, ίσως όλοι οι Άγγλοι. Με εξαίρεση τους της τελευταίας ομάδας, όλοι οι άλλοι προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στον αγώνα και, κατά τον Μακρυγιάννη, χάριτας χρωστά σ’ αυτούς το Έθνος. Για να κατανοήσουμε αυτό σημειώνουμε ότι οι Πολωνοί που κατήλθαν να αγωνιστούν στην επαναστατημένη Ελλάδα ήσαν περισσότεροι από τους Έλληνες εθελοντές στο πλευρό των Σέρβων κατά την αιματηρή σύρραξη του τέλους του 20ού αιώνα.
Φιλέλληνες αποκαλούμε ακόμη και τους καθηγητές των κλασικών γραμμάτων, τους διανοούμενους, τους λογοτέχνες και καλλιτέχνες, οι οποίοι ναι μεν δεν κατήλθαν να αγωνισθούν, προσπάθησαν πάντως με τις παρεμβάσεις τους προς πρόσωπα της εξουσίας να μετριάσουν οι κυβερνήσεις τους την προκλητικά φιλοτουρκική πολιτική. Όλοι εκείνοι κάτοχοι της κλασικής παιδείας αγνοούσαν βέβαια τη νεοελληνική πραγματικότητα ή τη γνώριζαν μέσα από τα οδοιπορικά των περιηγητών, οι οποίοι έγραψαν με μεγάλο θαυμασμό για τα ερείπια του πολιτισμού των προγόνων μας και με μεγάλη απογοήτευση για τους Νεοέλληνες, που τους χαρακτήρισαν εκφυλισμένους απογόνους ενδόξων προγόνων, δουλοπρεπείς και ανήμπορους να απελευθερωθούν, βυθισμένους στις προλήψεις και στις δεισιδαιμονίες (έτσι θεωρούσαν την ορθόδοξη πίστη). Συνεπώς οι φιλέλληνες αυτού του είδους ό,τι έκαναν το έκαναν χάρη των αρχαίων προγόνων μας και μόνο, σε εποχή έξαρσης του ρομαντισμού. Πολλά πράγματα βέβαια δεν πέτυχαν, πάντως και σ’ αυτούς οφείλει ευγνωμοσύνη το έθνος μας.
Αν δεν πέτυχαν πολλά, αυτό οφείλεται στη σκληροκαρδία των κυβερνήσεων των χωρών τους. Μπορεί η φεουδαρχία να είχε καταρρεύσει σε μεγάλη έκταση της ευρωπαϊκής ηπείρου, όμως η μοναρχία διατηρούσε ισχυρά ερείσματα και όχι μόνο πλήθος λαών στέναζε υπό καθεστώς δουλείας, αλλά και οι λαοί των μητροπολιτικών χωρών, όπως η Ρωσία στέναζαν υπό καθεστώς δουλοπαροικίας. Όσο για τη «δημοκρατική» Αγγλία, στην οποία είχε εξαπλωθεί η βιομηχανική επανάσταση, η κατάσταση των γηγενών δεν ήταν καλύτερη. Την περιγραφή της κάνει με ενάργεια ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο». Οι εξουσίες ποτέ δεν είναι διατεθειμένες να παραχωρήσουν δικαιώματα στους υπηκόους τους. Τα παραχωρούν μόνο υπό την πίεση των λαών και υπό την αίσθηση του κινδύνου ανατροπής. Κατά μείζονα λόγο δεν είναι διατεθειμένες να υπερασπίσουν τα δίκαια δούλων λαών. Γι’ αυτό δεν αποτέλεσε έκπληξη η εξ αρχής εχθρική στάση όλων των ισχυρών έναντι των ελληνικών δικαίων. Και η εχθρότητα εκδηλώθηκε επίσημα και στο τέλος του 1822, όταν στο συνέδριο της Βερόνας αρνήθηκαν να δεχθούν τους εκπροσώπους των Ελλήνων επαναστατών, που σκοπό είχαν να ζητήσουν από τους ισχυρούς να αναθεωρήσουν την προκλητικά φιλοτουρκική πολιτική τους. Ούτε ο τσάρος ούτε ο εκπρόσωπος της Αγγλίας, η οποία, υποστηρίζεται, ότι είχε μεταβάλει πολιτική με την άνοδο του «φιλέλληνα» Κάνιγκ στον θώκο του υπουργού επί των Εξωτερικών. Όλων τα συμφέροντα ήθελαν να παραμείνει η οθωμανική αυτοκρατορία αλώβητη, αν και όλοι επιθυμούσαν να την κατασπαράξουν με πρώτες την Αυστρία και τη Ρωσία. Όμως από του 1815, μετά τη συντριβή του Ναπολέοντα είχε εμφανιστεί και τρίτος διεκδικητής εδαφών. Η Αγγλία, μετά την παραχώρηση σ’ αυτήν των Επτανήσων απόκτησε ισχυρή ναυτική βάση στη Μεσόγειο. Αυτή θα τη διευκόλυνε να αποκτήσει και άλλες, ώστε να αποκτήσει ισχυρό έρεισμα στην Ανατολική Μεσόγειο στην πορεία της προς τη δημιουργία της αυτοκρατορίας σ’ όλη την έκταση του πλανήτη. Η λεγόμενη αλλαγή της πολιτικής της στόχευε σ’ αυτό ακριβώς. Και ενώ φάνηκε να αναγνωρίζει το δικαίωμα των Ελλήνων να πολεμήσουν κατά των Οθωμανών κατακτητών (μεγάλη η χάρη της), παρέμεινε μέχρι τέλους στο πλευρό του σουλτάνου. Παράλληλα όμως επέτυχε την πλήρη επικράτηση των οργάνων της μεταξύ των επαναστατών με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, στον οποίο καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν τα ποσά των λεγομένων αγγλικών δανείων (αντί του ορθού των τραπεζικών δανείων). Και τα δάνεια δεν ήταν δυνατόν να δοθούν με έωλες εγγυήσεις από μέρους των επαναστατών. Δόθηκαν με κάποια μυστική εγγύηση ότι μέρος της υπόδουλης χώρας θα απελευθερωνόταν, όπως και συνέβη. Άφησαν τον Ιμπραήμ, που είχε τη φανερή υποστήριξη της Γαλλίας, ως αντίδραση στη στενή σχέση της Αγγλίας με την Πύλη, επί δυόμισι έτη να ρημάζει την Πελοπόννησο, χωρίς να επιχειρεί κατά του Ναυπλίου, για να θέσει τέρμα στην επανάσταση. Τελικά αποφάσισαν την απελευθέρωσή μας με το σχηματισμό θνησιγενούς κρατιδίου καταπονημένου από τις αιματηρές συρράξεις που είχαν προηγηθεί και βαρημένου από επαχθή και ληστρικά δάνεια. Το ισχυρό εμπόδιο, ο Καποδίστριας, υπερπηδήθηκε με τη δολοφονία του. Το ασθενέστερο, ο Όθων, με την έκπτωσή του. Η Αγγλία από το 1864 είχε αποκτήσει ισχυρό έρεισμα, ενώ παράλληλα είχε καταφέρει να μη διαταραχθούν διόλου οι σχέσεις της με τον σουλτάνο, στον οποίο πρόσφερε εκδουλεύσεις, μαζί με τη Γαλλία πλέον, ώστε να μην επεκταθούν προς νότο οι αντίπαλοί της Αυστρία και Ρωσία. Το έδειξαν περίτρανα με την πολεμική σύμπραξη κατά Ρώσων (Κριμαϊκός πόλεμος) και την κατάπνιξη της ελληνικής επανάστασης (1854).
Έκτοτε πορευθήκαμε συρόμενοι από «φίλους» και «συμμάχους» σε πολέμους προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους και υποστήκαμε τρομακτικές συμφορές, αλλά μυαλό δεν βάλαμε. Επιμένουμε να κάνουμε λόγο για «φίλους», «συμμάχους» και «εταίρους». Καυχόμαστε ότι είμαστε ισότιμα μέλη ισχυρών οργανισμών πολιτικοστρατιωτικών και οικονομικών και αποτελούμε παράγοντα σταθερότητας. Όμως στιγμή δεν πάψαμε να δεχόμαστε τις προκλήσεις της γείτονος «συμμάχου» μας στο ΝΑΤΟ, εξ αιτίας των οποίων αιμορραγούμε οικονομικά αγοράζοντας διαρκώς εξοπλιστικά συστήματα από «φίλιες» χώρες. Και καθώς δεν αρκεί η μεγάλη συμφωνία στα πλαίσια του ΝΑΤΟ σπεύδουμε να υπογράψουμε και διμερείς με χώρες μέλη της «συμμαχίας». Πανηγυρίστηκε η πρόσφατη υπογραφή συμφωνίας με τη Γαλλία! Το χειροπιαστό είναι η νέα παραγγελία εξοπλισμού από τη Γαλλία, που πρόσφατα γεύθηκε την πικρία από την ακύρωση μεγάλης συμφωνίας από την Αυστραλία, στα πλαίσια νέας συμμαχίας αγγλοσαξονικής υφής. Πριν στεγνώσει η μελάνη, η χώρα μας υπέγραψε και νέα συμφωνία με τις ΗΠΑ αυτή τη φορά. Σιωπή για το ότι η χώρα μας έχει καταστεί απέραντη βάση της δύναμης, που αφελώς υποστηρίζεται ότι αποχωρεί από την περιοχή μας. Άραγε τις βάσεις στη χώρα μας τις θέλει, για να στραφεί κατά της «άτακτης» Τουρκίας; Δεν είναι εμφανής ο στόχος; Δεν είναι ακόμη εμφανής ο άλλος στόχος στη νοτιανατολική Ασία; Να ευχηθούμε να μην έχουμε νέο γενικευμένο πόλεμο. Θα πληρώσουμε πολύ ακριβά τα «παιχνίδια» των ισχυρών.
Αλλά τι μπορούμε να κάνουμε εμείς, οι ανίσχυροι να επηρεάσουμε τα πράγματα πολίτες; Να πάψουμε να είμαστε αφελείς και να αφουγκραζόμαστε.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»