Ήμουνα όντως πολύ τυχερός άνθρωπος αλλά συνάμα και πολύ άτυχος. Είχα όχι έναν παππού, αλλά δύο παππούδες από την πλευρά του πατέρα μου. Τον πρώτο ,τον βιολογικό, που λέμε,τον Λάζο δεν τον γνώρισε ούτε ο πατέρας μου, πόσο μάλλον εγώ. Αλλά και τον δεύτερο, τον Βασίλη, τον θετό πατέρα του πατέρα μου δεν αξιώθηκα να τον γνωρίσω. Ούτε καν από φωτογραφία. Κι αυτό γιατί κάποιοι, από πολύ μακριά, φαίνεται πως «είχαν διαφορές» μαζί του. Διαφορές με τον Βασίλη. Τον απλό τσομπάνο που έβοσκε τα πρόβατά του δυό χιλιάδες χιλιόμετρα και βάλε μακριά από την πατρίδα τους, την Γερμανία.
Και επειδή ο πρώτος παππούς έφυγε χωρίς να αφήσει κάτι που θα μπορούσα να πιαστώ , είπα να ασχοληθώ με τον δεύτερο. Τον Βασίλη. Ήξερα λίγα πράγματα γι’ αυτόν και είπα να τα αυγατίσω μπας και τον γνωρίσω καλύτερα.
Έτσι μπήκα στον πειρασμό να του πάρω μια συνέντευξη, γρήγορη συνέντευξη. Στο γόνατο , που λέμε. Και να το αποτέλεσμα:
-Για πες παππού.
– Τι να σε πω παιδάκι μου. Εγώ τον Αύγουστο του 1943 βοσκούσα τα πρόβατα εδώ πάρα πέρα ,όπως σας έλεγε κι ο Χάρυ Κλιν κι οι Γερμανοί από την απέναντι πλαγιά με ρίξανε στο δέντρο που ακουμπούσα. Με πέτυχαν μεμιάς οι άτιμοι. Έτσι άφησα τα πρόβατα μοναχά κι εγώ άφησα τον μάταιο τούτο κόσμο. Τον κόσμο, που οι Γερμανοί στρατιώτες ήθελαν ντε και καλά να τον αλλάξουν και να τον κάνουν δικό τους.
-Δεν μου τα λες καλά παππού και με στεναχωρείς πολύ. Άρχισες από τα δυσάρεστα και δεν μ’ αρέσει αυτό καθόλου. Ξέρω πως εκείνη την χρονιά του 43 «έφυγες» για το στερνό σου ταξίδι με πολλούς άλλους μαζί. Ήταν απ’ την Πάδη ,απ’το Μικρόβαλτο, το Τρανόβαλτο και τους Λαζαράδες. Από τους Λαζαράδες μάλιστα είχες παρέα ,όπως έμαθα, και κάποιες γυναίκες. Αυτές που δεν τις έκαναν το χατίρι να τις πυροβολήσουν μια κι έξω. Τις έκαψαν μέσα στις καλύβες ζωντανές κάποιοι Έλληνες, συνεργάτες των Γερμανών ,γιατί φοβήθηκαν να μην τους προδώσουν οι γυναίκες , γι’ αυτά που είδαν τα μάτια τους. Αλλά σε παρακαλώ αρχίνα με τα ευχάριστα, γιατί σκοτωμούς και τέτοια δεν τα μπορώ.
-Εγώ παιδάκι μου είχα αδέρφια τον Φραγκουϊάννη,που κάποτε πάλεψε με λυσσασμένο λύκο και τον Φραγκουτσέλιου. Δεν θα τους πρόκανες εσύ, όπως έλεγε κι Χαρίλαος του ΚΚΕ. Ήσουνα αγέννητος τότε. Μη μπερδεύεσαι όμως καθόλου, αυτοί για να καταλάβεις ήταν ο Παπαστέργιος ο Γιάννης κι ο Παπαστέργιος ο Τσέλιος ή Αστέριος, όπως θα λέγατε εσείς οι γραμματισμένοι. Ο Τσέλιος σκοτώθηκε σε ατύχημα στο στρατό από εκπυρσοκρότηση όπλου και γι’ αυτό ο αδερφός μου ο Γιάννης το δεύτερο παιδί του το είπε Τσέλιο ,τον Φραγκουτσέλιο δηλαδή, τον αδελφό του Φραγκουγιώρ(η), που πρόλαβες και τον γνώρισες.
-Καλά τα πας παππού ,για συνέχισε.
-Με την γιαγιά σου τη Γιάννου δεν κάναμε παιδιά και έτσι πήραμε ψυχοπαίδι τον πατέρα σου τον Γιάννη από τους Μπζιτάδες. Αυτός ήταν Φαρμάκης ,αλλά τον κάναμε «μεταγραφή» και έτσι έζησε μέχρι τέλους με μας, τους Παπαστεργιάδες.
-Τώρα μιας κι ανάφερες τον πατέρα μου, παππού να σε πω πως όταν καμμιά φορά σε φέρναμε στην κουβέντα μας ,πάντα μ’ έλεγε πως δεν μπορεί, μια μέρα θα πάρουμε αποζημίωση για λόγου σου, γιατί ήταν πολύ άδικο που σε σκότωσαν οι Γερμανοί στα καλά καθούμενα, τσομπάνο άνθρωπο.
-Επειδή εσύ παιδάκι μου αυτή τη φορά ανέφερες το κακό, θα σου πω μεταξύ μας κι αυτό εδώ και μετά για τον άδικο χαμό μου: Χωρίς να περηφανευτώ, εγώ και τα πρόβατα βοσκούσα και τα αγαπούσα και τα πρόσεχα μα και δεν ήθελα να είμαι και μαύρο πρόβατο. Χωρίς άποψη. Γι’ αυτό στον τρουβά εκτός απ’ το ψωμί και το τυρί κουβαλούσα πάντα βιβλία και τα διάβαζα. Δεν ήμουνα βέβαια σπουδαγμένος, αλλά πολύ μ’ άρεσε να διαβάζω. Καμμιά φορά τα έχανα τα βιβλία, γιατί οι άλλοι όταν τα έβρισκαν τα πετούσαν.
«Θα χαζέψ μ’ αυτά τα βιβλία σ βρε Βασίλ(η)» μου έλεγαν και με κορόιδευαν.
Ένα τέτοιο βιβλίο διάβαζα εκείνη την μέρα, εκείνον τον Αύγουστο του 1943, που κατά το γιόμα έγινε μαύρη σαν κατράμι. Οι Γερμανοί πέρασαν και με βρήκαν στην Παλημάνα. Κοντά στην Πάδη, που αργότερα την είπατε Βογγόπετρα. Βοσκούσα τα πρόβατα. Με ρώτησαν αν είχα δει αντάρτες και είπα όχι τώρα τελευταία. Τους είπα να τους σφάξω κι ένα κριάρι. Για να φάνε. Δεν δέχθηκαν. Μου είπαν πως τα πρόβατα ήταν για μένα κι όχι γι’ αυτούς. Κι έφυγαν. Τώρα πως η οπισθοφυλακή τους που περνούσε από την απέναντι πλαγιά με πυροβόλησε και μ’ άφησε στον τόπο, κάτω απ’ το δένδρο ακόμα δεν έχω καταλάβει. Άκουσα και για κάτι αδέλφια Έλληνες. Αυτοί συνεργάζονταν, λέει, με τους Γερμανούς, και με φάγανε επειδή τους γνώρισα και φοβήθηκαν να μην τους προδώσω. Αλλά από τόσο μακριά βρε πως μπόρεσα να τους γνωρίσω; Ένας θεός ξέρει, όπως κι εγώ ένα ξέρω. Από γερμανικά στρατά και γερμανικό όπλο χάθηκα.
Αλλά βρε παιδάκι μου να σε κάνω κι εγώ μια ερώτηση;
-Ναι παππού, σ’ ακούω.
– Πήρατε τελικά για μένα αποζημίωση από την Γερμανία ναι ή όχι;
-Πολύ λυπάμαι βρε παππού. Αυτή την έρμη αποζημίωση την έκαναν μπάλα οι πολιτικοί. Από όλες τις πλευρές .Και έπαιξαν μαζί της πολλά χρόνια τώρα. Σχεδόν εβδομήντα και πέντε. Τελευταία ,δόξα το θεό, τα κατάφεραν. Μπόρεσαν μόνο να την υπολογίσουν. Άκου! Διακόσια εξήντα εννιά δισεκατομμύρια ευρώ συνολικά, χωρίς να βάζουμε τους τόκους. Μα μην ανησυχείς παππού δεν θα ξεγλιστρήσω στην ερώτηση που μ’ έκανες. Αν πήραμε δηλαδή για το χαμό σου αποζημίωση απ’ την Γερμανία. Θα σ’ απαντήσω ευθέως ,χωρίς περιστροφές και μη στεναχωρηθείς καθόλου. Σ’ απαντώ λοιπόν ξεκάθαρα και μάλιστα στην γλώσσα, που άκουσες παππού τελευταία φορά πριν φύγεις απ’ τη ζωή:
Nein, Nein.
Σημείωση:
Άξιος και πολύτιμος βοηθός στην συνέντευξη με τον παππού μου, με τα ντοκουμέντα και τις πληροφορίες του, ήταν ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΣ του ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΑΓΓΙΛΗΣ (ΧΩΡΑΦΑΣ)-Wetsikon Ελβετίας.
Κώστας Φαρμάκης