Από το βιβλίο του τ. Γυμνασιάρχη Παναγιώτη Ζ. Παπαδόπουλου
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΕΚΕΙΝΗΣ.
Μελετώντας κανείς την ιστορία της Κοζάνης διαπιστώνει το «φιλόμουσο» και το «φιλέμπορο» των κατοίκων της. Εκείνο δηλαδή που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τους Κοζανίτες είναι η αγάπη τους για τα γράμματα και το εμπορικό τους δαιμόνιο. Και στους δυο αυτούς τομείς σημείωσαν μεγάλη επιτυχία σε τρόπο ώστε να δημιουργήσουν μια μεγάλη παράδοση παιδείας και πλούσιας εμπορικής δραστηριότητας.
Για να ερευνήσει κανείς σωστά και αντικειμενικά, πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα του παρελθόντος, πρέπει να τα εντάξει και τοποθετήσει στα ιστορικά πλαίσια της εποχής που συνέβησαν. Συγκεκριμένα για να ερευνήσουμε το θέμα της παιδείας στην Κοζάνη κατά την οθωμανική κατοχή θα πρέπει να γνωρίζουμε ποιες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες επικρατούσαν τότε σ’ αυτή την περιοχή, που αναμφίβολα επέδρασαν θετικά ή αρνητικά ενίοτε, στην πνευματική αυτή δραστηριότητα. Τις σχετικές πληροφορίες αντλούμε από όσους, από παλιά μέχρι σήμερα, ερεύνησαν και κατέγραψαν την ιστορία αυτής της πόλης.
Έτσι από γραπτές μαρτυρίες (τούρκικα χρονικά, επιγραφές, γραψίματα σε βιβλία, προφορικές παραδόσεις κλπ) διαπιστώνεται ότι η Δυτική Μακεδονία και, κατά συνέπεια και η Κοζάνη, έπεσε στα χέρια των Τούρκων γύρω στα 1385-1390, δηλαδή λίγο πριν ή μετά τη μάχη στο Κοσσυφοπέδιο (1389).
Οι κατακτητές κράτησαν για τους εαυτούς τους τις εύφορες πεδιάδες της περιοχής εγκαθιστώντας φανατικούς μουσουλμάνους, ενώ οι χριστιανοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα ορεινά για να βρουν κάποια ασφάλεια. Η ίδια η πόλη της Κοζάνης δεν κατοικήθηκε βέβαια ποτέ από τους Τούρκους, ούτε κτίστηκε σ’ αυτήν τζαμί αλλά οι Κοζανίτες βρέθηκαν να «οικούν και να διάγουν ως πρόβατα εν μέσω λύκων». Αυτή η γειτνίαση με τους αλλόθρησκους και αγροίκους κατακτητές δε στάθηκε εμπόδιο στην πρόοδο και ανάπτυξη της Κοζάνης, ούτε επηρέασε αρνητικά την πίστη και τον πατριωτισμό των κατοίκων της. Αντίθετα, με επιμονή και καρτερικότητα, κράτησαν βαθιά μεσ’ στην ψυχή τους την ορθόδοξη πίστη, τις πάτριες παραδόσεις και την εθνική τους συνείδηση.
Στο μεταξύ, όσο περνούν τα χρόνια, η Κοζάνη μεταμορφώνεται από χωριό σε πόλη, ιδιαίτερα από τις αρχές του 17ου αιώνα, λόγω της αθρόας μετοίκησης χριστιανών από τις γύρω περιοχές, αλλά και από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, και της εγκατάστασής τους σ’ αυτήν την ήρεμη και ήσυχη πόλη. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 17ου αιώνα η Κοζάνη, χωρίς να χάσει κατά βάση τον γεωργοκτηνοτροφικό χαρακτήρα της, αναπτύσσει σε μεγάλο βαθμό το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Η θέση της ανάμεσα σε πολλά χριστιανικά και τούρκικα χωριά τη μεταβάλλει σε κέντρο συνάντησης και ανταλλαγής προϊόντων. Οι έξυπνοι και δραστήριοι έμποροι δεν περιορίζονται σε μια μικρής εμβέλειας αγορά. Πάντα αναζητούν καινούργιες ευκαιρίες ή ψάχνουν κι άλλα είδη προϊόντων, που δεν παράγονται στον τόπο τους. Έσπευσαν λοιπόν οι Κοζανίτες και σε άλλες αγορές του εσωτερικού και έφτασαν ακόμα ως τις Σέρρες. Και πήραν το δρόμο για την ξενιτιά, σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης, όπως την Αυστροουγγαρία και άλλες επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η επαφή αυτή και επικοινωνία με την πολιτισμένη Ευρώπη, πέρα από τα τεράστια κέρδη και τον πλούτο που τους απέφερε, τους πρόσφερε πολύτιμες γνώσεις και εμπειρίες, ώστε γρήγορα να αλλάξουν τον τρόπο του σκέπτεσθαι, τα ενδιαφέροντά τους και γενικά τον τρόπο ζωής τους. Μάλιστα πολλοί απ’ αυτούς δεν επέστρεψαν στην πατρίδα τους, αλλά εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε μεγάλα αστικά κέντρα του εξωτερικού, όπου ανάπτυξαν με μεγάλη επιτυχία τις εμπορικές και οικονομικές τους δραστηριότητες, χωρίς να διακόψουν όμως τους δεσμούς με τη μητέρα πατρίδα. Κάποιοι απ’ αυτούς, φιλογενείς και πατριώτες, θα βοηθήσουν με πολλούς τρόπους τη δεινοπαθούσα υπόδουλη πατρίδα τους. Είναι οι μεγάλοι δωρητές και ευεργέτες της Κοζάνης για τους οποίους θα γίνει λόγος σε επόμενα κεφάλαια.
Η οικονομική πρόοδος της Κοζάνης και κατά συνέπεια η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της, που είναι απότοκος εσωγενών και εξωγενών παραγόντων, δημιουργεί τις πιο κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε από πολύ νωρίς να υπάρχει η «όρεξη δια την καλλιμάθειαν», το ενδιαφέρον των Κοζανιτών για τα γράμματα, τη μάθηση και την παιδεία γενικότερα. Έτσι από το 1540 έχουμε γραπτά ντοκουμέντα – επιτάφιες επιγραφές, ενθυμήματα σε εκκλησιαστικά χειρόγραφα και βιβλία, σημειώσεις στο πίσω μέρος αγίων εικόνων, επιστολές, συμβάσεις, συμβολαιογραφικές πράξεις αγοραπωλησίας ακινήτων κλπ -, που αποδεικνύουν ότι στην Κοζάνη υπάρχουν μορφωμένοι, κληρικοί και λαϊκοί, για να προσφέρουν κάποιας μορφής παιδεία, «καθ’ ον χρόνον αλλαχού της δυσμοίρου Ελλάδος μέγα σκότος αμαθείας επεκράτει».
Παραταύτα μέχρι το 1668 δεν φαίνεται να υπάρχει επίσημο σχολείο. Αυτή την έλλειψη δημόσιου την αναπλήρωναν οι ιερείς και οι μοναχοί που διέθεταν κάποιες γραμματικές γνώσεις. Αυτοί, ως οικοδιδάσκαλοι, συγκέντρωναν στα σπίτια και δίδασκαν τα παιδιά εκείνα, των οποίων οι γονείς φυσικά είχαν τη δυνατότητα να πληρώνουν κάποια δίδακτρα. Με τον τόπο αυτό τα παιδιά μάθαιναν να διαβάζουν, να μπορούν να γράφουν και να εκτελούν τις στοιχειώδεις αριθμητικές πράξεις. Αυτά τα εφόδια ήταν αρκετά για να μπορούν να διαβάζουν με άνεση τα ιερά γράμματα των εκκλησιαστικών βιβλίων, να λογαριάζουν, να συντάσσουν κατάστιχα και επιστολές, φιλικές ή εμπορικές. Αυτός ήταν κι ο λόγος που άργησε η σύσταση και η λειτουργία τακτικού σχολείου, μια και η μόρφωση που προαναφέραμε, ικανοποιούσε τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του καθημερινού βίου.
Ίδρυση δημόσιας σχολής
Στο μεταξύ, ενόσω κυλούσε ο χρόνος και η Κοζάνη προόδευε και αναπτυσσόταν, το ενδιαφέρον των κατοίκων για ίδρυση επίσημου σχολείου ολοένα και αυξάνονταν. Έτσι «κατά το έτος 1668 κοινή γνώμη και ψήφω ωρίσθη τόπος δημόσιος προς ίδρυσιν ελληνικής Σχολής και προσεκλήθη διδάσκαλος αντί μισθού εκ του ταμείου της πολιτείας». Ο χώρος, όπου στεγάσθηκε το σχολείο, κατά το Λιούφη, ήταν το σπίτι του Μπαμπούρα, απέναντι από την κύρια είσοδο του ιερού ναού του Αγ. Νικολάου, εκεί που είναι σήμερα κτισμένο το Μπλιούρειο Εκκλησιαστικό Ίδρυμα. Ο τότε επίσκοπος, ως πρόεδρος της επιτροπής, κάλεσε για δάσκαλο το Γεώργιο Κονταρή που γεννήθηκε και ανατράφηκε στα Σέρβια. Οι γονείς του κατάγονταν από επιφανείς προγόνους του Βυζαντίου, που πριν ή μετά την άλωση της Πόλης διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη. Ο Κονταρής ήταν σεμνός στους τρόπους, είχε πλούσια μόρφωση και σεβάσμιο χαρακτήρα. Μετά το θάνατο του Επισκόπου Σερβίων Διονυσίου και με απαίτηση του χριατιανικού πληρώματος αυτής της επαρχίας χειροτονήθηκε επίσκοπος και μετονομάστηκε Γρηγόριος. Στα Σέρβια αρχιεράτευσε μόνο τέσσερα χρόνια και κατόπιν μετετέθη στη Μητρόπολη Αθηνών, όπου παρέμεινε ως το τέλος του βίου του. Ο Κονταρής ήταν και επιτήδειος κεντητής ιερών αμφίων με χρυσόσυρμα, και ο Επιτάφιος Θρήνος του Χριστού που κρέμεται απέναντι από τον αρχιερατικό θρόνο του Αγίου Νικολάου είναι έργο των χειρών του, που φανερώνει τη λεπτή τέχνη του.
Στο πρώτο αυτό σχολείο έδωσαν την προσωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΚΟΖΑΝΗΣ» και τη δαπάνη για τα έξοδά της ανέλαβε η κοινότητα από το κοινό ταμείο της. Μ’ αυτή τη μορφή η σχολή της Κοζάνης λειτούργησε ως το 1743. Κατά την περίοδο αυτή δίδαξαν: Γεώργιος Κονταρής (1668-1673), Νικόλαος Ορφανός (1673-1678), Νεόφυτος Ιερομόναχος (1678-1694), Γεώργιος Παρακείμενος (1694-1707), Σωτήριος ιερέας και οικονόμος (1707-1728), Σεβαστός Λεοντιάδης (1728-1734 και 1736-1738) και Χρηστάκης ο Λειβαδίτης (1738-1743). Μετά την αποχώρηση του Χρηστάκη και ελλείψει χρημάτων για τη συνέχιση της λειτουργίας της η σχολή κλείνει για δυο χρόνια.
Σχολές της Κοζάνης κατά τον 18ο αιώνα
Οι Κοζανίτες με την πατροπαράδοτη φιλία και αγάπη τους για τα γράμματα στενοχωρήθηκαν για το κλείσιμο της σχολής και για το λόγο αυτό κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξεύρεση αξιόλογου δασκάλου. Αφού συσκέφτηκαν με τον τότε αρχιερέα Μελέτιο, αποφάσισαν να αυξήσουν τα οικονομικά του ταμείου. Και πρώτα πρώτα έκαναν έρανο στην πόλη και εισέπραξαν από τους εύπορους Κοζανίτες αρκετά χρήματα, κατόπιν δε απευθύνθηκαν στους πραματευτάδες ομογενείς της Ουγγαρίας, που ήταν οργανωμένοι σε συντεχνιακή αδελφότητα με το όνομα «Κομπανία» και ζήτησαν τη βοήθεια και συμπαράστασή τους γι’ αυτό το σκοπό.
Πραγματικά οι πατριώτες της Ουγγαρίας ανταποκρίθηκαν με μεγάλη προθυμία στο αίτημα αυτό. Έτσι κάθε χρόνο έστελναν τους τόκους από ένα μεγάλο κεφάλαιο που κατέθεσαν σε τράπεζα. Με βάση τα νέα οικονομικά μέτρα ιδρύθηκε το 1745 νέα σχολή, που εγκαταστάθηκε, κατά μία εκδοχή, σε νεόκτιστη ευρύχωρη αίθουσα στον κήπο του επισκοπικού μεγάρου. Η σχολή αυτή πήρε την ονομασία «Στοά» δεδομένου ότι περιβαλλόταν εξωτερικά με περιστύλια και τόξα.
Αφού λύθηκε το ζήτημα της στέγασης της σχολής δεν έμενε παρά να εξευρεθεί το κατάλληλο πρόσωπο, που θα αναλάμβανε τη διεύθυνσή της. Για το σκοπό αυτό το 1745 οι πρόκριτοι της Κοζάνης με επικεφαλής τον τότε επίσκοπο Μελέτιο μετέβησαν στα Γιάννενα και κάλεσαν ως σχολάρχη τον ιεροδιάκονο Ευγένιο Βούλγαρη, που ήταν περιβόητος για τη μόρφωση και τη σοφία του. Την επόμενη χρονιά έρχεται ο μεγάλος διδάσκαλος του Γένους στην Κοζάνη και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της σχολής. Οι βιογράφοι του τον χαρακτηρίζουν ως ένα από τους μεγαλύτερους πνευματικούς ανθρώπους του νεώτερου Ελληνισμού. Πραγματικά ο Βούλγαρης ήταν μια πολύπλευρη προσωπικότητα. Υπήρξε βαθυστόχαστος θεολόγος, εξαίρετος φυσικομαθηματικός, πρωτότυπος συγγραφέας και μεγάλος παιδαγωγός. Δίδαξε θεολογία, φιλοσοφία, μαθηματικά και αστρονομία. Η φήμη του έγινε ξακουστή σ’ όλο το Πανελλήνιο και η σχολή της Κοζάνης απέκτησε μεγάλο κύρος και αίγλη, ώστε να έρχονται να παρακολουθήσουν μαθήματα σπουδαστές απ’ όλα τα μέρη της πατρίδας μας. Δυστυχώς όμως το 1752 εγκατέλειψε την Κοζάνη και επανήλθε στα Γιάννενα αφήνοντας πίσω του δυσαναπλήρωτο κενό. Τον Βούλγαρη ακολούθησαν αρκετοί άλλοι – οι πιο πολλοί Ηπειρώτες – , ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο Ιωάννης ο Αιτωλός (1777). Η Σχολή-Στοά αργότερα μεταφέρθηκε στον περίβολο του Ναού του Αγίου Νικολάου, όπως μας πληροφορεί ο Κοζανίτης λόγιος γιατρός Κ. Γουναρόπουλος με τα όσα γράφει κατωτέρω στο περιοδικό «Πανδώρα», σελ. 509. «Τέλος δια του ευλαβεστάτου Αρχιεπισκόπου Αχρίδος τυχόντες αδείας σουλτανικής, ανήγειρον κατά το 1721 τον ναόν του Αγίου Νικολάου. Κείται δε ούτος εις το κέντρον της πόλεως και της αγοράς, έχει κτίριον ασφαλές και περίβολον λιθόκτιστον, όπου κελλία τινά, η ελληνική σχολή, η βιβλιοθήκη και τινές τάφοι επισήμων ανδρών …». Επί σχολαρχίας Στ. Σταμκίδη (1808-1833) κτίστηκε νέο διδακτήριο της σχολής, εκεί όπου βρίσκεται το σημερινό Δημαρχείο της πόλης.
Αλλά τι ακριβώς ήταν η περίφημη σχολή της Κοζάνης; Μια πλήρη απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα μπορούμε να βρούμε με τα όσα γράφει ο συμπολίτης πολιτικός και συγγραφέας Μιχ. Παπακωνσταντίνου: «Αν κρατήσουμε τις αναλογίες κι αν σκεφτούμε πώς τα ελληνόπουλα, στο μεγαλύτερο μέρος του υποταγμένου στους Οθωμανούς ελλαδικού χώρου, μάθαιναν τα γράμματά τους με τη βοήθεια ιερέων ή των ελαχίστων ευκαιριακών δασκάλων ή κάπως γραμματισμένων συμπατριωτών τους, δε θα είμαστε μακριά από την πραγματικότητα αν χαρακτηρίζαμε τη σχολή της Κοζάνης σαν ένα μικρό πανεπιστήμιο της σκοτεινής εκείνης εποχής. Απ’ ό,τι σήμερα βρίσκουμε στη βιβλιοθήκη, απ’ τα ονόματα των δασκάλων, τα εγχειρίδια διδασκαλίας, τα προγράμματα των μαθημάτων, το σύστημα εκπαίδευσης που ακολουθούσανε, θα δεχθούμε ασφαλώς τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο αξέχαστος φίλος της πατρίδας μας και από τους σημαντικότερους διανοούμενους της εποχής μας Βασίλης Λαούρδας: Η μια απ’ τις δυο βασικές γραμμές των εκπαιδευτικών κατευθύνσεών της ήταν η καθιέρωσή της ως κέντρο ελληνομάθειας, η συγκέντρωση δηλαδή των αρχαίων κειμένων και η μελέτη τους, όπως και η μελέτη του λόγου του Ευαγγελίου. Ο συγκερασμός και τα κείμενα των Ευαγγελίων αποτελούσαν για την εποχή εκείνη τη βάση κάθε διδασκαλίας για όλους τους σκλαβωμένους Έλληνες που διψούσαν για μάθηση. Εκτός απ’ τα φιλοσοφικά διδάγματα των αρχαίων κειμένων, με τα οποία κρατιόταν άσβεστη η φλόγα του Ελληνισμού, με το διάβασμα των ευαγγελικών κειμένων, τονωνόταν η πίστη των «άπιστων», όπως τους αποκαλούσαν οι κατακτητές τους. Η άλλη γραμμή μάθησης ήταν η διοχέτευση στα παιδιά όποιου μορφωτικού αγαθού έστελνε η Ευρώπη, για να μπορεί έτσι να υπάρχει και κάποιος προσανατολισμός προς τις πνευματικές κατακτήσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού εκείνης της περιόδου.
Σ’ αυτή τη γραμμή περιλαμβανόταν – κι ας μη φανεί παράδοξο – όχι μόνο η αστρονομία, η γεωγραφία και η ζωοτεχνία, αλλά ακόμα και η μάθηση ξένων γλωσσών όπως και των λατινικών. Στη βιβλιοθήκη μας υπάρχουν παλιά εγχειρίδια φυσικής, χημείας, ιατρικής – ακόμα και στα γερμανικά – που έφερναν οι απόδημοι για τα Κοζανιτόπουλα. Έτσι η σχολή ήταν εστία μάθησης, από τις ελάχιστες που υπήρχαν στη σκλαβωμένη Ελλάδα.
Κοντά στη σχολή άρχισε να λειτουργεί από το 1813 και κοινοτική βιβλιοθήκη με την επιγραφή «Οίκος βελτιώσεως» για να εντρυφούν οι μαθητές στο περιεχόμενο των βιβλίων της, αλλά και να «συνέρχωνται κατά καιρούς οι πεπαιδευμένοι, ίνα μελετώσι, φιλολογώσι και διαλέγωνται». Η βιβλιοθήκη αυτή στη διαδρομή του χρόνου και με τη γενναιοδωρία πλούσιων φιλομαθών Κοζανιτών, μητροπολιτών και άλλων, εμπλουτίστηκε με πάρα πολλά βιβλία, χειρόγραφους κώδικες και άλλο πολύτιμο ιστορικό υλικό, ώστε σήμερα με την ονομασία «Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης» να αποτελεί πραγματικό πνευματικό θησαυρό της ομώνυμης πόλης.
Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1760, λόγω διαφωνίας μεταξύ των ντόπιων και των αποδήμων Κοζανιτών της Ουγγαρίας, ιδρύθηκε και δεύτερο σχολείο στην πόλη, η «Σχολή της Κομπανίας», όπως ονομάστηκε. Αυτό το δεύτερο σχολείο λειτούργησε για τέσσερα χρόνια (1768-1772). Η σχολή αυτή έκλεισε ελλείψει χρημάτων δεδομένου ότι η Μαρία Θηρεσία, αυτοκράτειρα της Αυστρίας, απαγόρευσε την εξαγωγή συναλλάγματος από τη χώρα της. Πέντε χρόνια μετά το κλείσιμο της σχολής της «Κομπανίας» και η Κοζάνη αποκτά μια άλλη σχολή, του Δη. Παγούνη, Κοζανίτη έμπορου της Λειψίας. Ο Παγούνης δώρισε το πατρικό σπίτι του στην κοινότητα Κοζάνης με την υποχρέωση να ιδρυθεί σχολή, τα λειτουργικά έξοδα της οποίας θα καλύπτονταν από τόκους ενός κεφαλαίου, κατατεθειμένου σε τράπεζα της Βενετίας.
Ο ιστοριογράφος Γ. Μπουντιούκος διατυπώνει την άποψη ότι διασώζεται μέχρι σήμερα το οίκημα που στεγάστηκε η σχολή και βρίσκεται στην αρχή της οδού Τράντα. Πρόκειται για το αρχοντικό, ιδιοκτησίας Ηλία Βαμβακά. Πληρεξούσιος για την είσπραξη των τόκων και της αποστολής των χρημάτων στην Κοζάνη ορίστηκε ο φίλος του Παγούνη Στέφανος Καραγιάννης, γενάρχης των μετέπειτα Φον Καραγιάν.
Η σχολή λειτούργησε από το 1777 μέχρι το 1783, οπότε και έκλεισε, όταν οι Γάλλοι κατέλαβαν τη Βενετία και απαγόρευσαν την εξαγωγή συναλλάγματος από τη χώρα αυτή.
Μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα ξεχωρίζουν δυο σπουδαίοι δάσκαλοι, ο ιερομόναχος Αμφιλόχιος του Παρασκευά και ο Χριστόδουλς Κλωνάρης, που αργότερα διετέλεσε πρώτος πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Κατά τον 19ο αι΄να διακρίνονται οι Στέφανος Σταμκίδης, Χαρίσιος Μεγδάνης, Γεώργιος Σακελλαρίου, Νικόλαος Τριανταφυλλίδης, Στέργιος Δαρδούφας, Γεώργιος Ρουσιάδης, Ιωάννης Παπανικολάου Ατλάζης, όλοι Κοζανίτες. Ο Δημήτριος Αργυριάδης απ’ τη Σιάτιστα, ο Ιωάννης Τσικόπουλος από το Καταφύγι, ο Ιωάννης Καλοστύπης από την Πελοπόννησο, ο Αναστάσιος Πηχεών από την Αχρίδα κ.α. Κατά τις δύο δεκαετίες, πριν την απελευθέρωση της Κοζάνης, στον εκπαιδευτικό κόσμο της πόλης ξεχωρίζει η προσωπικότητα του Παναγιώτη Λιούφη, διευθυντή του ημιγυμνασίου πρώτα (1894-1901) και στη συνέχεια γυμνασιάρχη του Βαλταδωρείου Γυμνασίου (1901-1910 και 1911-1916). Ο Παναγιώτης Λιούφης, γέννημα και θρέμμα της Κοζάνης, σπούδασε με υποτροφία του Μουράτειου κληροδοτήματος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έγινε διδάκτορας της φιλολογίας. Δίδαξε τρία χρόνια στο ιδιωτικό Λύκειο του συμπατριώτη του Ζήση Αγραφιώτη, στον Πειραιά, και απέκτησε πλούσια εκπαιδευτική και διοικητική εμπειρία. Η εφορεία των σχολείων Κοζάνης με επιστολή της την 13η Αυγούστου 1894 τον κάλεσε να αναλάβει την διεύθυνση του ημιγυμνασίου της πόλης και παράλληλα του ανέθεσε την εποπτεία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Κοζάνης, όλων των βαθμίδων, ήτοι του Νηπιαγωγείου, της Αστικής Σχολής Αρρένων και του Παρθεναγωγείου.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ