Από το βιβλίο του τ. Γυμνασιάρχη Παναγιώτη Ζ. Παπαδόπουλου
Από τα μέσα του 19ου αιώνα οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία, συγκρούονται με τη Ρωσία, στα πλαίσια του Ανατολικού Ζητήματος, δεδομένου ότι η τελευταία ήθελε να μπει στο παιγνίδι της μοιρασιάς του «Μεγάλου Ασθενή», όπως ονόμαζαν τότε την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ενώ μέχρι τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856) η Αγία Ρωσική Αυτοκρατορία παρουσιαζόταν ως προστάτης των ομόδοξων λαών της Βαλκανικής, απ’ εδώ και πέρα, αλλάζει ριζικά την πολιτική της. Επιδιώκοντας να υλοποιήσει το όνειρό της για κάθοδο στο Αιγαίο ενισχύει τους Νοτιοσλάβους και ιδιαίτερα τους Βουλγάρους. Με το «Μεγάλο πόλεμο» της Ανατολής, όπως ονομάστηκε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877, τα ρωσικά στρατεύματα, προελαύνοντας έφτασαν στα πρόθυρα της Κωνσταντινουπόλεως. Στις 19 Φεβρουαρίου 1878 στο προάστιο της Πόλης, Άγιο Στέφανο, υπογράφεται η ομώνυμη συνθήκη. Ν’ αυτήν δημιουργείται η Μεγάλη Βουλγαρία, που περιλαμβάνει σχεδόν ολόκληρη τη Μακεδονία, μέχρι την Καστοριά και την Κοζάνη και αφήνει απ’ έξω τη Θεσσαλονίκη και την Χαλκιδική. Ύστερα από τα παραπάνω, γίνεται ολοφάνερο, ότι κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα τα μαύρα σύννεφα σιγά σιγά πυκνώνουν και σκεπάζουν τον πολιτικό ορίζοντα της μακεδονικής μας πατρίδας. Ο κίνδυνος να ξεσπάσει μια μεγάλη μπόρα μεταξύ των λαών της Βαλκανικής είναι παραπάνω από ορατός και άμεσος.
Ενόψει αυτού του κινδύνου, ο μακεδονικός Ελληνισμός παίρνει όλα εκείνα τα ενδεδειγμένα μέτρα, που θα του εξασφαλίσουν τη θωράκιση της γης του Μεγάλου Αλεξάνδρου από οποιαδήποτε βουλιμία επίδοξου κατακτητή.
Σ’ αυτή την ιστορική συγκυρία εμφανίστηκε η Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα, που απετέλεσε μια πρώτη αντίδραση των Δυτικομακεδόνων στη σοβινιστική κίνηση των Βουλγάρων και την αυτοάμυνά του εναντίον του πανσλαβισμού. Η ανωτέρω αδελφότητα ιδρύθηκε στις 21 Ιουλίου 1871 στο Φανάρι και τέθηκε υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Άμεσος καρπός της Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας ήταν κατά σειρά η ίδρυση των ιστορικών Γυμνασίων Τσοτυλίου (1871), της Σιάτιστας (1888) με δαπάνη του Ιωάννη Τραπαντζή και του Γυμνασίου Κοζάνης (1899) με δωρεά των αδελφών Λάμπρου και Βασιλείου Βαλταδώρου.
Τα ιστορικά αυτά εκπαιδευτήρια, κέντρα μάθησης και παιδείας, αλλά και θερμοκήπια εθνικού φρονηματισμού των σπουδαστών τους, θα αναδειχθούν προμαχώνες, φρούρια και επάλξεις αντίστασης των Μακεδόνων κατά της βουλγαρικής προπαγάνδας. Ταυτόχρονα θα αποτελέσουν φυτώρια για την ανάδειξη στελεχών κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
Το έναυσμα για την ίδρυση γυμνασίου στην πόλη μας το δίνει ουσιαστικά η μεγάλη δωρεά, 20.000 γροσίων, του Επισκόπου Βενιαμίν το 1849 για την ενίσχυση των εσόδων της Σχολής της Κοζάνης. Παίρνοντας αφορμή απ’ αυτή τη δωρεά οι τότε έφοροι των σχολείων Γ. Μουράτης και Κ. Τακιατζής, με τους επίτροπους Νικ. Αρμενούλη και Ζήση Τσιμηνάκη, σε συνεδρίαση με άλλους έγκριτούς πολίτες, πρότειναν την αναβάθμιση της λειτουργούσας τότε Σχολής σε Γυμνάσιο. Η πρόταση αυτή που χρονολογικά τοποθετείται στο 1850 έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό και για το λόγο αυτό κρίθηκε απαραίτητο να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για την εξεύρεση των απαραίτητων πόρων.
Για να πραγματοποιήσουν αυτό το έργο ζήτησαν την οικονομική ενίσχυση των πλούσιων Κοζανιτών του εσωτερικού, κυρίως όμως των ομογενών της διασποράς. Πρώτα πρώτα απευθύνθηκαν στους υιούς Χαρίση, Κοζανίτες εμπόρους της Θεσσαλονίκης, που ανταποκρίθηκαν με μεγάλη ευχαρίστηση, μάλιστα δε εξέφρασαν την επιθυμία να συμπεριληφθούν στον κατάλογο των εφόρων του υπό ίδρυση Γυμνασίου. Ιδιαίτερα έγινε μεγάλη κινητοποίηση μεταξύ των ξενιτεμένων πραματευτάδων της Αυστροουγγαρίας για τη συλλογή εράνου. Τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά, δεδομένου ότι σε διάστημα δύο χρόνων συγκεντρώθηκε το σημαντικό ποσό των 185.638 γροσίων.
Το 1852 ο επίσκοπος Ευγένιος και οι περί αυτόν προσκείμενοι πρόκριτοι Κοζανίτες, που αποτελούσαν την επιτροπή διαχειρίσεως αυτών των χρημάτων, αντί να τα χρησιμοποιήσουν για το σκοπό που προορίζονταν, δηλαδή για την οικοδόμηση Γυμνασίου, πήραν απόφαση και διέθεσαν περίπου το ένα τρίτο από τα διαθέσιμα χρήματα για το χτίσιμο του καμπαναριού του Αγ. Νικολάου, του οποίου οι εργασίες άρχισαν το 1853 και ολοκληρώθηκαν το 1855.
Η πράξη αυτή της διαχειριστικής επιτροπής, σε συνδυασμό με τη σπατάλη μέρους του υπόλοιπου κεφαλαίου, προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση μερίδας πολιτών Κοζανιτών, που ασκούσαν ένα είδος αντιπολίτευσης την εποχή εκείνη. Η παράταξη αυτή κατηγόρησε τους αντιπάλους της για αυθαιρεσία, κακοδιαχείριση και κατάχρηση. Η κυβερνώσα την κοινότητα παράταξη αποκάλεσε ειρωνικά τους αντιφρονούντες «βουλγαρικό κόμμα». Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί ρήξη και διχόνοια μεταξύ των αντιμαχόμενων παρατάξεων. Οι έριδες και οι διαμάχες κράτησαν πολλά χρόνια και αποτέλεσαν τροχοπέδη για την πρόοδο και ανάπτυξη της πόλης. Ιδιαίτερα ανησύχησαν τους ομογενείς του εξωτερικού, που όπως ήταν φυσικό, εξέφρασαν τη δυσπιστία και την δυσαρέσκειά τους για την τύχη των συνεισφορών στην ιδιαίτερη πατρίδα τους.
Έτσι, λοιπόν, σ’ αυτή τη φάση χάνεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την ίδρυση Γυμνασίου στην Κοζάνη. Το όνειρο όμως των Κοζανιτών για την επιτυχία αυτού του στόχου δεν χάθηκε. Θα περάσουν περίπου πενήντα χρόνια ακόμα, ώσπου να τεθεί ο θεμέλιος λίθος του διδακτηρίου, τον Ιούνιο του 1899.