Έχουμε φτάσει αισίως στο 2024 και η οικονομική και πολιτική σκέψη που χρειάστηκε ένα πραξικόπημα και λουτρό αίματος για να πρωτοεισβάλει δυναμικά στο ιστορικό προσκήνιο πριν από 50 χρόνια στην Χιλή, έχει εξαπλωθεί σε μεγάλο τμήμα του πλανήτη χωρίς να έχει πλέον ανάγκη ούτε από χούντες, ούτε από στρατό, ούτε από συλλήψεις, βασανισμούς και δολοφονίες για να επιβληθεί. Απλούστατα γιατί ο «νεοφιλελευθερισμός» (ο σωστός όρος είναι μονεταρισμός) πλέον δεν επιβάλλεται, αλλά εφαρμόζεται σχεδόν παντού από δημοκρατικά εκλεγμένους πολιτικούς αντλώντας την νομιμοποίηση του από τα εκλογικά σώματα.
Τι είναι αυτό όμως αυτό που κάνει τους πολίτες να δέχονται «το δόγμα του σοκ» αδιαμαρτύρητα; Πως γίνεται να πείθονται πλέον με επιχειρήματα και όχι με τανκς για την αποτελεσματικότητα επιλογών οι οποίες είναι οφθαλμοφανώς ενάντιες προς τα συμφέροντά τους; Τι είναι αυτό που κάνει την κοινωνία να ψηφίζει οικειοθελώς αυτούς που εφαρμόζουν αντικοινωνικές πολιτικές;
Η απάντηση είναι πολύ απλή, και βρίσκεται εντέχνως κεκαλυμμένη στον τίτλο ενός εκ των βιβλίων του μοναδικού (συντοπίτη μας εκ Σερβίων ορμώμενου) Βασίλη Ραφαηλίδη: «Καπιταλισμός: η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας». Με τον φαντεζί τίτλο «η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» ουσιαστικά περιγράφεται η ελπίδα που πουλάει το εν λόγω σύστημα στον καθένα ξεχωριστά ότι ίσως κάποια μέρα, μετά από χρόνια κοπιαστικής δουλειάς και έναν συνδυασμό τύχης και σωστών επιλογών, μπορεί κάποιος να γίνει εκατομμυριούχος έχοντας ξεκινήσει από το μηδέν! Παραφράζοντας λίγο τον μεγάλο Τζον Στάινμπεκ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι «οι φτωχοί δεν βλέπουν πλέον τους εαυτούς τους σαν φτωχούς, αλλά σαν προσωρινά ατυχήσαντες εκατομμυριούχους».
Θα ήταν τουλάχιστον κωμικοτραγικό να προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε το πόσο έωλη και ουτοπική είναι η θεώρηση αυτή. Φυσικά και σχεδόν κανένας δεν πρόκειται να γίνει μεγιστάνας του πλούτου ξεκινώντας από το μηδέν με μοναδικά εφόδια την σκληρή δουλειά ή/και την τύχη. Ο προσηλυτισμός που ασκεί το εν λόγω σύστημα όμως εδράζεται ακριβώς στην μαγική λέξη «σχεδόν». «Ελάχιστοι θα τα καταφέρουν. Κι αν είσαι εσύ ένας από αυτούς;», μας λέει και μας κλείνει το μάτι. Ταυτόχρονα και προς επίρρωση του αφηγήματός του, φροντίζει να προβάλει και να διαφημίζει αδιάκοπα τους ελάχιστους «σχεδόν» αυτού του κόσμου, οι οποίοι καθόλου τυχαία προέρχονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία από τον χώρο του αθλητισμού, όπου τα φυσικά προσόντα αρκούν για να σε εκτοξεύσουν στα αστέρια.
Δεν θα μπορούσε να βρεθεί πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα από τον δικό μας Γιάννη Αντετοκούνμπο. Ένα παιδί μεταναστών, που όντως ξεκίνησε από το μηδέν, βίωσε ανυπέρβλητες κακουχίες, απερίγραπτες στερήσεις, αντιξοότητες και εμπόδια κάθε είδους, για να φτάσει μερικά χρόνια αργότερα να στεφθεί πρωταθλητής του NBA, MVP των τελικών και φυσικά με δεκάδες εκατομμύρια δολάρια στον τραπεζικο του λογαριασμό έχοντας ως μοναδικό εφόδιο την σκληρή δουλειά. Ο ορισμός του american dream! Μισό λεπτό όμως. Είχε σαν μοναδικό εφόδιο την σκληρή δουλειά; Όχι βέβαια. Είχε και τα θηριώδη προσόντα με τα οποία τον προίκισε η φύση. Αν ο Γιάννης δεν είχε ύψος 2,13 μέτρα, άνοιγμα χεριών 2,21 μέτρα και διασκελισμό 2,64 μέτρα, κανένας σκάουτερ του NBA δεν θα συνωστιζόταν για να κρατάει σημειώσεις στο μπλοκάκι του στο κλειστό γυμναστήριο Ζωγράφου του Φιλαθλητικού. Και όσο σκληρά κι αν είχε δουλέψει, μάλλον θα συνέχιζε να μοιράζεται το φαγητό του με τα αδέρφια του δίνοντας καθημερινό αγώνα για την επιβίωση του, σε μια χώρα που ντύνει στα τιμημένα γαλανόλευκα τους μετανάστες μόνο αν οι τελευταίοι είναι καλοί στα αθλήματα και αχνοφαίνεται στον ορίζοντα η περίπτωση να φέρουν κάποιο μετάλλιο.
Το περίφημο απόφθεγμα λοιπόν «There’s no such thing as society… only individuals and families», δηλαδή «δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο μεμονωμένα άτομα και οι οικογένειες τους» που ειπώθηκε από την αρχιέρεια του κοινωνικού δαρβινισμού Μάργκαρετ Θάτσερ συμπυκνώνει στον απόλυτο βαθμό όλα τα παραπάνω: ασχολήσου μονάχα με τη δουλειά σου, κοίτα την πάρτη σου και μια μέρα μπορεί να γίνεις πλούσιος. Κι αν δεν γίνεις με τη δουλειά σου, μπορεί να κερδίσεις το λαχείο.
Μόνο που όπως λέει και ο δικός μας Οδυσσέας Ελύτης στον κήπο με τις αυταπάτες, «παράδεισος που να έχει κερδηθεί σε λαχείο, δεν γίνεται».