Γειά σας πιδιά μ΄καλά! Τι γενησέστι;
Ιγώ από γειά καλά είμι, είχα κι άδεια από τ΄ φημιρίδα κι ξαπόστασα αυτές για τς μέρες. Άμα δεν ταν ο κορωνοϊός θα πάαινα μι τ΄μπάμπου στο Μέτσοβο, αλλά έτσ΄ όπως γίγκαμι να λέμι πάλι καλά απού δε μας βρίκι τίποτας.
Σήμιρα είπα να σας γράψω για τ΄ γουρνοχαρά. Τ΄ λέμι γουρνουχαρά, γιατί είνι απάν΄κι από γλέντ΄, απάν΄ από ζιαφέτ΄. Είνι χαρά, γιατί το γκουτζιούν είνι πλούτος κι όποιος έχ΄ γκουτζιούν είνι πλούσιους κι άμα το ξεραν θα να χαν όλ΄ από ένα γκουτζιούν. Δε νι ένα χαϊβάν απού το σφάηζ΄ για να φας δυό φορές, αλλά σι δίν΄να φας για όλ΄τ΄ χρονιά.
Σι δίν΄ λίγδα. Η λίγδα είνι ζωϊκό λίπος, συμβατό μι το ανθρωπνό το πεπτικό το σύστημα κι δε νι σαν τς μαργαρίνες που σι φέρνουν αθηροσκλήρωσ΄. Οι καλύτερες οι πίττες γέντι μι λίγδα. Κι δε νι μόνι νόστμ΄. Είνι το καλύτιρο συντηρητικό. Βάντς μέσα τον καβουρμά κι έης καβουρμά, ως τ΄ χρόν΄ κι δε χρειάζ΄νε ψυγείο νε συντηρητικά.
Σ΄ ήρθι μουσαφίρς κι δε σκανιάης όλ΄τ΄ χρονιά. Βάντς τον τενεκέ ουπάν στ΄ν πυροστιά, λυών΄ η λίγδα, βγάντς τον καβουρμά, κατηβάηζ΄ τον τενεκέ, ξαναπαγών κι ούτε ψυγείο χρειάζ΄, ούτι τίποτας. Κι ο καβουρμάς απού βγάντς είνι τόσο νόστμος που σι ρωτούν άμα τον μαείρεψε ο Πετρετζίκ΄ς ή ο Μαμαλάκ΄ς. Άφκι που άμα έης καβουρμά στο σπίτ΄ δε θα σι χρειαστεί ντελίβερι καν καμμιά φορά.
Φέτος έβγαλα κι καβουρμά πουλύ κι λίγδα πουλύ. Έβγαλα πέντε τενεκέδια λίγδα κι απέρασα κι το Θωμά το Γεράσ΄ που μ΄απερνούσι τα παληότερα τα χρόνια. Για να λέμι κι τ΄ν ισιάδα, δεν ταν γιουμάτα τα τενεκέδια. Ως τ΄μέσ΄ τα ΄χα γιουμάτα, αλλά δεν άντεχα να μι γκζοτίζ΄ ου Θουμάς.
Εβγαλάμι κι δυό τηψιά τσιγαρίδις. Θα τρώμε ως τ΄ν άν΄ξ.
Από κρεάσ΄ γιόμωσι η μπάμπου το καδί μι αλατσμένου. Θα να χουμι να τρώμι ώσπου να σφίξουν οι ζέστες. Γιόμωσι κι τον καταψύκτ κι θα να χουμι ως τ΄ χρόν΄.
Εβγαλάμι κι εικοσπέντε θλειές λουκανίτσες κι πέντε θλειές μπαμπούλιου.Άμα χιρήσουν να στιγνώνουν, η μπάμπου τς βάν΄στον τενεκέ μι τον καβουρμά κι θα να χουμι ώσπου να σωθούν.
Μι το κουζίν δεν αποφάσ΄σα κόμα άμα θα φκιάσου κινούριο σαμάρ΄ για τον Ψαρρή, ή άμα θα φκιάσου γουρνοτσάρχα. Σάματ΄ όμως θα φκιάσου γουρνουτσάρχα, γιατί θα γένουν περήφανα, γιατί το γκουτζιούν απού είχαμι ήταν μαύρο κι λοχερό, απ΄ τα παληακά. Από τ΄ν άλλ΄, θιαμαίνουμι ότι κι ο Ψαρρής θα καητεράει κινούριο σαμάρ΄ γιατί τον ήγλιπα πως τηρούσι το γκουτζιούν΄.
Τ΄φούσκα τ΄ν έδωκα να παίζουν τα μκρά. Έβαλα κι καλαμπούκι μέσα να ροποτάει, αλλά τ΄ν έφαγι τς΄ Τζήμαινας η γάτα κι τα μκρά επικήρυξαν τ΄γάτα.
Άφκι τα πατσιάδια απού εβγαλάμι. Δεν υπάρχ΄ νοστμότερο πράμα από το γουρνήτκο τον πατσιά. Για τ΄αυτό σας λέου. Το γκουτζιούν είνι πλούτος κι όποιος έχ΄γκουτζιούν΄ είνι πλούσιος.
Μπαρμπα Κώτσιος Τσιαμήτς
Ντράμστα