Σάλο έχει προκαλέσει στον ιατρικό κόσμο, νέα καναδική έρευνα, που καταλήγει ότι η χαμηλή πρόσληψη αλατιού από τη διατροφή προκαλεί έμφραγμα και εγκεφαλικό. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στο Βρετανικό ιατρικό περιοδικό The Lancet, η κατανάλωση αλατιού που δεν ξεπερνά το 50% της συνιστώμενης ημερήσιας πρόσληψης συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακή υγεία.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή κλινικής επιδημιολογίας και βιοστατιστικής Άντριου Μέντε της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου ΜακΜάστερ του Καναδά, ανέλυσαν στοιχεία για περισσότερους από 133.000 ανθρώπους με μέση ηλικία 55 ετών σε 49 χώρες, εκ των οποίων οι 63.550 με υπέρταση.
Οι Καναδοί επιστήμονες συσχέτισαν την ποσότητα κατανάλωσης νατρίου (αλατιού) με την πιθανότητα καρδιοπάθειας, εγκεφαλικού και πρόωρου θανάτου. Συμπέραναν ότι οι μόνοι τελικά που πρέπει να ανησυχούν για το αλάτι στο φαγητό τους, είναι αφενός όσοι ήδη έχουν υψηλή αρτηριακή πίεση και αφετέρου όσοι τρώνε πάρα πολλά αλμυρά.
Η τρέχουσα διαπίστωσή τους είναι ότι, αν κανείς έχει υπέρταση ή όχι, η χαμηλή κατανάλωση νατρίου (αλατιού) σχετίζεται με περισσότερα εμφράγματα, εγκεφαλικά και πρόωρους θανάτους, σε σχέση με την μέτρια κατανάλωση. Όσοι δεν έχουν υπέρταση και τρώνε λίγο αλάτι, έχουν 11% μεγαλύτερο κίνδυνο σοβαρού καρδιαγγειακού επεισοδίου.
Ο επικεφαλής της έρευνας Άντριου Μέντε είπε χαρακτηριστικά ότι «τα δεδομένα δείχνουν τη σημασία της μείωσης της υψηλής κατανάλωσης αλατιού από όσους έχουν υπέρταση, δεν υποστηρίζουν ότι η μείωση αυτή πρέπει να πέσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα«. Με άλλα λόγια, ακόμη και για τους υπερτασικούς αρκεί μια μείωση του αλατιού σε μέτρια επίπεδα
(4 έως 5 γραμ.τη μέρα), αλλά όχι κατ’ ανάγκη σε χαμηλά (κάτω από 3 γραμ. τη μέρα).
Ακόμη, η έρευνα δείχνει ότι υπάρχει ένα όριο κάτω από το οποίο η μείωση στην κατανάλωση του αλατιού γίνεται επισφαλής και δυνητικά επικίνδυνη, ενώ ο κίνδυνος της υψηλής κατανάλωσης (πάνω από 6 γραμ. τη μέρα) περιορίζεται μόνο στους υπερτασικούς. Σύμφωνα με τη μελέτη, αυτός ο συνδυασμός -υπέρταση και μεγάλη κατανάλωση αλατιού- αφορά μόνο έναν στους 10 ανθρώπους (10%) παγκοσμίως.
Ο Μέντε υποστήριξε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο καταναλώνουν τη σωστή ποσότητα αλατιού και δεν χρειάζεται να ανησυχούν υπερβολικά. Γι’ αυτό, ανέφερε ότι η καμπάνια για μείωση του αλατιού στη διατροφή πρέπει να είναι εστιασμένη μόνο στην ομάδα υψηλού κινδύνου (το 10%). Ενώ επεσήμανε ότι το σημερινό συνιστώμενο όριο για υγιεινή κατανάλωση αλατιού είναι πολύ χαμηλό.
Οι γιατροί συνήθως συστήνουν ότι η συνολική κατανάλωση νατρίου δεν πρέπει να ξεπερνά τα 2,3 γραμμάρια τη μέρα. Η μεγαλύτερη κατανάλωση αλατιού γίνεται μέσω του νατρίου που περιέχουν τα επεξεργασμένα τρόφιμα.
Σε συνοδευτικό σχόλιο της επίμαχης μελέτης, στο Lancet, ο Ιρλανδός καθηγητής μοριακής φαρμακολογίας Eoin O’Brien του University College του Δουβλίνου φαίνεται να προβλέπει την αντίδραση που θα ξεσηκωνόταν, καθώς αναφέρει ότι «όταν αμφισβητείται το προφανές δόγμα, δεν θα έπρεπε να μιλάμε για διαμάχη, αλλά μάλλον να αποδεχθούμε την επιστημονική αβεβαιότητα». Όσον αφορά την μεθοδολογία, θεωρεί «βάσιμη» τη μέτρηση του νατρίου με βάση τα πρωινά μόνο ούρα.
Τη αντίθεση του εξέφρασε ο καθηγητής Francesco Cappuccio, επικεφαλής του Κέντρου Διατροφής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, επικρίνοντας τόσο την μεθοδολογία της μελέτης (επειδή μέτρησε την ποσότητα του νατρίου μόνο στα πρωϊνά ούρα), όσο και το περιοδικό που τη δημοσίευσε. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα διαβάζαμε τόσο κακή επιστήμη δημοσιευμένη στο Lancet», δήλωσε.