Τα νομικά πρόσωπα, όπως είναι οι επιχειρήσεις, δεν αρρωσταίνουν για να χρησιμοποιούν το ΕΣΥ. Δεν θα πάρουν εθνική σύνταξη από τον προϋπολογισμό, όση κι αν τελικώς απομείνει αυτή. Δεν πάνε σχολείο για να επιβαρύνουν τις εκπαιδευτικές δομές. Γι’ αυτό και είναι άδικη η υψηλή φορολογία 29% των εταιρικών κερδών, που ισχύει σήμερα. Αδικος όμως είναι και ο συντελεστής 20% που εξήγγειλε από το βήμα της ΔΕΘ (15.9.2018) ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης.
Βεβαίως οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν άλλες δομές του κράτους. Η αστυνομία προστατεύει τα γραφεία τους (δεν ισχύει για τις επιθέσεις του «Ρουβίκωνα», αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση), η πυροσβεστική καλείται αν συμβεί το κακό, κάνουν χρήση του δικαστικού συστήματος για συμβάσεις, προστασία της πνευματικής τους ιδιοκτησίας κ.λπ. Συνεπώς, κάτι πρέπει να πληρώνουν, ως αυτοτελή νομικά πρόσωπα, γι’ αυτές τις υπηρεσίες. Ομως η υψηλή φορολόγηση των κερδών, αδιακρίτως προορισμού αυτών, υπάρχει μόνο για να βουλώνουν οι τρύπες του κράτους, οι οποίες είναι πολλές.
Με δεδομένο ότι θέλουμε να έχουμε επιχειρηματικότητα που να δημιουργεί κέρδη, ένας χαμηλός συντελεστής που θα πληρώνει ίσα ίσα την επιβάρυνση των κρατικών δομών από τη λειτουργία των επιχειρήσεων είναι το πρέπον και δίκαιο. Τα κέρδη που επανεπενδύονται δεν πρέπει να φορολογούνται ούτε πρωτογενώς. Συνεπώς ο συντελεστής 10% που εξήγγειλε ο κ. Μητσοτάκης για τα «αγροτικά συλλογικά εγχειρήματα» είναι πιο λογικός. Πρέπει να ισχύσει για όλα τα επιχειρηματικά εγχειρήματα, διότι στο κάτω κάτω της γραφής και οι συνεταιρισμοί είναι επί της ουσίας πολυμετοχικές εταιρείες.
Οι μέτοχοι των επιχειρήσεων, όμως, από την άλλη πλευρά (κάποια στιγμή πρέπει σε αυτήν τη χώρα να διακρίνουμε τις επιχειρήσεις από τους μετόχους) χρησιμοποιούν όλες τις προαναφερθείσες δομές του κράτους· αστυνομία, ΕΣΥ, σχολεία, ασφαλιστικό σύστημα κ.λπ. Είναι άδικο λοιπόν και αντισυνταγματικό να μη συμμετέχουν εξίσου στα βάρη. Σήμερα, κάποιος που κερδίζει 100.000 ευρώ αποκλειστικά από την εργασία του φορολογείται με ανώτατο συντελεστή 45%· πληρώνει δηλαδή (λόγω κλίμακας) γύρω στις 35.000 ευρώ φόρο. Κάποιος που ζει μόνο από μερίσματα θα πληρώσει 15.000 ευρώ και ο κ. Μητσοτάκης υποσχέθηκε ότι θα το μειώσει στις 5.000.
Αυτό δεν είναι δίκαιο ούτε παραγωγικό. Δημιουργεί αντικίνητρο στην επανεπένδυση των κερδών και δικαιολογημένες πικρίες σε όσους δεν είναι μερισματούχοι. Εξάλλου, το άρθρο 4 του Συντάγματος είναι σαφές: «Οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Να υπογραμμίσουμε ότι λέει «ανάλογα με τις δυνάμεις τους» και όχι ανάλογα με την προέλευση των χρημάτων τους.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι τα εισοδήματα των μερισμάτων πιθανώς να επανεπενδυθούν. Δεν το ξέρουμε, όπως ουδείς γνωρίζει τι γίνονται τα πλεονάζοντα εισοδήματα των –έστω υψηλά αμειβομένων– εργαζομένων. Με την πιθανολόγηση δεν χαράσσεται οικονομική πολιτική. Εξάλλου, σε μια οικονομία που οι εργαζόμενοι πρέπει να αποκτούν διαρκώς νέες δεξιότητες, ακόμη και τα μεσαία εισοδήματα επενδύονται σε διαρκή εκπαίδευση· μη μιλήσουμε για την επένδυση που όλοι οι εργαζόμενοι και μη κάνουν στη νέα γενιά πληρώνοντας τη μόρφωση των παιδιών τους.
Ενα δίκαιο και παραγωγικό φορολογικό σύστημα θα μηδενίσει την υπερφορολόγηση των πρωτογενών κερδών, δηλαδή θα έχει συντελεστή που θα πληρώνει μόνο την επιβάρυνση των επιχειρήσεων στις κρατικές δομές, και από κει και πέρα άπαντες θα είναι ίσοι απέναντι στον νόμο και στην εφορία. Με χαμηλότερους, φυσικά, συντελεστές. Για όλους…