Ήρθα, δεν με κάλεσες. Ήρθα να σε τιμήσω και να σε υπηρετήσω. Το έκανα απλά, ταπεινά. Σου έδωσα άρτο και ψάρι, κρασί και μύρο και στο τέλος σου έπλυνα τα πόδια. Σου γιάτρεψα τις πληγές και συνεχίζω να το κάνω. Εσύ με έφτυσες. Με μαστίγωσες, με σταύρωσες και σαν σήμερα με κηδεύεις και σαν αύριο με ανασταίνεις.
Μα έτσι είστε εσείς οι άνθρωποι. Δεν εκτιμάτε ποτέ κάτι όταν το έχετε και μετά τρέχετε και το αποζητάτε όταν το χάσετε, είπε ο Θεός. Μα σας λυπήθηκα και σας άφησα πίσω τον υιό μου τον μονογενή. Ζήτα από εκείνον ό,τι χρειάζεσαι και αργά ή γρήγορα θα στο δώσει. Μην βιάζεσαι, έχε υπομονή. Αργεί μα έρχεται, πάντα έρχεται. Από εσένα, ένα θέλει μοναχά. Να μην τον ξεχνάς και τον θυμάσαι μόνο κάθε Μεγάλη Πέμπτη, Παρασκευή και Πάσχα.
Είναι σαν την ανάσα σου. Αν την σταματήσεις για μερικά δευτερόλεπτα, θα παρέλθεις. Είναι σαν το οξυγόνο που σου δίνει η θάλασσα. Είναι σαν το χάδι, που αποζητά το μωρό για να σταματήσει να κλαίει. Σαν το ηλιοβασίλεμα που δεν δύει ποτέ. Σαν το φεγγάρι που δεν κρύβεται. Να είσαι δίπλα του, κοντά του. Μπορεί να μην τον αγγίζεις, μα εκείνος σε νιώθει. Μπορεί να του μιλάς, μα εκείνος σε ακούει. Είναι στο χέρι σου αν θα τον κρατήσεις ζωντανό μέσα σου και αν αύριο θα τον αναστήσεις. Κάτι σαν ένα νοερό βάλς μέσα στην ψυχή!
Παρασκευή η Μεγάλη, στιγμή η μεγάλη όταν η ψυχή αναπαύεται εκεί που ανήκει. Στον θάνατο! Κείται επί του τάφου αλλά όχι μέσα γιατί είναι ελεύθερη. Και αύριο θα πετάξει στον ουρανό, θα αναστηθεί. Δεν θα το κάνει από μόνη της. Εσύ θα το κάνεις. Θα πεις και θα νιώσεις Ιησούς Ανέστη από τον τάφο. Την ίδια στιγμή θα νιώσεις χαρά και λύπη. Χαρά που αναστήθηκε και λύπη που έφυγε. Χαρμολύπη το ονομάζει η εκκλησία.
Η Χαρμολύπη της Ανάστασης. Χρήστου Γκίνη
121