2ο μέρος
Γιατί ο ίδιος ο Πλάτωνας υπογραμμίζει: «ουκ έστιν αίσχιον ή το παρέχειν εαυτόν τιμώμενον μη δι’ εαυτόν αλλά διά δόξαν προγόνων».
Όσοι, συνεπώς, κορδώνονται για τους προγόνους είναι απλά προγονόπληκτοι και επικίνδυνοι αγράμματοι, έτοιμοι να μπούνε στη δούλεψη οποιουδήποτε που θα τους υποσχεθεί προστασία του σαρκίου τους. Δεν εννοούν οι τέτοιοι ούτε από αρχαίο πνεύμα ούτε από ιδανικά ούτε από όσια και ιερά ούτε από αλήθειες. Επειδή δεν μπορούνε, συνεπώς, να στραφούν κατά των αρχαίων κατά τρόπο ευθύ και άμεσο – μήπως κατηγορηθούν ως μη εθνικόφρονες (!) – διαλέγουν τη δοκιμασμένη μέθοδο της τεθλασμένης. Και κηρύττουν: ναι στα αρχαία, στη θεσπέσια γλώσσα, τη γλώσσα των Θεών! Μόνο αυτό! Όντως, η γλώσσα ήταν και είναι θεσπέσια. Αλλά είναι δυνατό να γίνει κτήμα όλων των Ελλήνων; Υπάρχει σοβαρός άνθρωπος, που θα ισχυριστεί ότι όλοι οι σημερινοί Έλληνες μπορούν να μιλάνε και να γράφουν όπως ο Θουκυδίδης ή ο Δημοσθένης ή…; Πρώτοι που το γνωρίζουν αυτό καλά είναι αυτοί που εισηγούνται την υποχρεωτική διδασκαλία της αρχαίας γλώσσας. Γιατί; Διότι αυτός ο καταναγκασμός, η δοκιμασία, για εκμάθηση μιας γλώσσας που υπήρξε πριν από χιλιάδες χρόνια και που λογικό είναι να μη μπορεί να αναστηθεί – όσο κι αν τη λατρέψει ο τωρινός μαθητής – θα γίνει βραχνάς ανυπόφορος για τις στρατιές των μαθητών που θα υποχρεώνονται να βασανίζουν το μυαλό με δοτικές και απαρέμφατα, με πρωθύστερα και υπερβατά, με συνημμένες και απόλυτες μετοχές, με ταυτοπροσωπίες και ετεροπροσωπίες και άλλα παρόμοια, που ήταν υπέροχα και απαράμιλλα, αλλά σήμερα είναι νεκρά! «Αντί ποιητές πρόβαλλαν γραμματικοί, αντί ρήτορες ρητοροδιδάσκαλοι τύπου Ισοκράτη, αντί φιλόσοφοι δάσκαλοι της φιλοσοφίας κι αντίς ιστορικοί ιστοριογνώστες. Τα γράμματα πέθαναν, όταν γεννήθηκε η γραμματική». Δεν λειτουργούν παρά μόνον επιδερμικά και σε ελάχιστους. Τους πλείστους τους αφήνουν αδιάφορους. Το πνεύμα, όμως, οι ιδέες του Θουκυδίδη, του Αριστοφάνη, είναι και τώρα επίκαιρες, γιατί μιλάνε για προβλήματα υπαρκτά και τότε και άλυτα μέχρι σήμερα. Άρα, τις ιδέες αυτές μπορούμε να τις μελετήσουμε, να τις αφομοιώσουμε. Και αν μας είναι χρήσιμες και για τη δική μας ζωή, να τις υιοθετήσουμε. Και είναι βέβαιο ότι θα τις υιοθετήσουμε. Αλλά αυτό ακριβώς ξέρει και φοβάται το αισχρό κατεστημένο. Και φροντίζει «πάση θυσία» να μας αποτρέψει από αυτό. Πώς; Προκαλώντας μας αποστροφή προς τους αρχαίους! Και η αποστροφή προκαλείται με τον καταναγκασμό, με τον άχαρο και αναποτελεσματικό ρόλο να μάθουμε τη γλώσσα, που είναι βέβαιο ότι δεν μαθαίνεται.
Ο βασανιζόμενος, όμως, μαθητής, που «δίνει και παίρνει» άδικα για να διακρίνει τη γενική υποκειμενική και να την αντιδιαστείλει από «την αντικειμενικήν τοιαύτην», μπαϊλντισμένος από αυτή τη δοκιμασία, αηδιάζει και στρέφει τα νώτα του στον κάθε αρχαίο! Γιατί μέσα στην παιδική του ψυχή μόνο βάσανα και ταλαιπωρίες του δημιούργησε η γλώσσα τους! Έτσι, μόλις τερματίσει – με μύρια βάσανα – το σχολείο, όπου τον υποχρέωναν να κουβαλάει παραμάσχαλα τον Ξενοφώντα ή τον «Κρίτωνα» και να ασχολείται με τα γραμματικοσυντακτικά παράδοξα και απαρχαιωμένα για τον σημερινό νέο, αναθεματίζει κάθε ώρα και στιγμή τους αρχαίους και δεν θέλει ούτε να τους ακούει! Αυτό είναι το λογικό, φυσικό αποτέλεσμα που έχει η υποχρεωτική διδασκαλία της αρχαίας γλώσσας – της νεκρής γλώσσας (στο βαθμό που είναι νεκρή, γιατί όσο τμήμα της είναι ζωντανό συνεχίζεται στη Νέα Γλώσσα, χωρίς να έχει ανάγκη τους γλωσσαμύντορες να την υποστηρίζουν). Η αποστροφή, λοιπόν, που θρονιάζεται στη συνείδηση του νέου είναι η μεγάλη εγγύηση ότι δεν θα ασχοληθεί με τη μελέτη του αρχαίου πνεύματος. Συνεπώς, όσο κι αν φαίνεται υπερβολικό, κάθε ιδέα και σκέψη που υπάρχει στην κοινωνία μας, πραγματικά αξιόλογη, έχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη ρίζα της στο αρχαίο πνεύμα. Που κι αυτό ήταν προϊόν κι άλλων επιρροών, φυσικά. Ελάχιστοι, όμως, έχουν ασχοληθεί με το πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων. Γι’ αυτό και η κοινωνία μας, οι θεσμοί, η Δημοκρατία, τα ιδεώδη, η κοινωνική οργάνωση είναι απάνθρωπα και βάρβαρα. Πότε, πόσοι και πόσο ενστερνίστηκαν το πνεύμα του κλασικού Ελληνισμού; Πού είναι η άμεση Δημοκρατία της κλασικής Ελλάδας; Πού είναι το «βελτίους ποιείν τους πολίτας» του αρχαίου θεάτρου; Ωχρή ανάμνηση όλα. Και το ζητούμενο είναι: πώς μπορούν να αναβιώσουν αυτά; Ένας δρόμος υπάρχει: να διδαχτούμε τους αρχαίους (τους πράγματι πρωτοπόρους, όχι όλους και όχι όλα τα έργα, αλλά τα βαρυσήμαντα, ξέρουμε ποια είναι!) συστηματικά (σε όλα τα σχολεία από την πρώτη τάξη του…Δημοτικού μέχρι τα… ΚΑΠΗ!), μεταφρασμένους! Να μάθουμε το πνεύμα τους, τις ιδέες τους. Και ύστερα βλέπουμε. Βλέπει ο καθένας. Γιατί τότε θα βλέπει. Ενώ τώρα μηρυκάζει κάποια γλυκανάλατα και παρασταίνει τον σπουδαίο!
«Ο κλασικός πολιτισμός, η κλασική σκέψις, θα έπρεπε να είναι διάχυτος υπό τον ίδιον αυτόν ουρανόν, κάτω από τον οποίον εδημιουργήθη. Δια την μεγάλην μάζαν του λαού, την μη ευτυχήσασαν να καθίσει εις τα θρανία της κλασικής (της μέσης) εκπαιδεύσεως, θα έπρεπε να υπάρχουν οι κλασικοί συγγραφείς εν μεταφράσει. Θα έπρεπεν ο μέσος Έλλην πολίτης να ανδρούται με αυτούς ως κύριον ανάγνωσμά του και να ζει εις την ατμόσφαιράν των, υποβάλλων ούτω την ψυχικήν του διάπλασιν υπό την επίδρασιν των υπεροχοτέρων προτύπων». Το επιχείρημα μερικών ότι δεν έχουμε καλές μεταφράσεις των αρχαίων είναι αληθινό, δεν είναι, όμως, λόγος σοβαρός για να μη μάθουμε τους αρχαίους από μετάφραση. Γιατί διαβάζοντας τους αρχαίους από (έστω κακές ή μέτριες) μεταφράσεις δεν θα εμποδιστούμε να αφομοιώσουμε το πνεύμα τους. Και αυτό μας ενδιαφέρει πρώτιστα. Αυτός πρέπει να είναι ο μεγάλος στόχος. Όταν αυτός κατορθωθεί, τα άλλα έρχονται με τον καιρό. Αλλά ποιος να ανοίξει τέτοιους «ασκούς του Αιόλου» εδώ στη χώρα των γραικύλων, της «πνευματικής» και «πολιτικής» παρεούλας, που δεν δίνει «δεκάρα τσακιστή» για την προκοπή του τόπου και του Λαού;
Αυτοί που νοιάζονται για τους γλωσσικούς τύπους της αρχαίας γλώσσας μας, αλλά προκαλούν – με τον τρόπο που είπαμε – αποστροφή προς το πνεύμα των αρχαίων; Ποιος από αυτούς μπήκε ως τώρα στην ουσία της Αρχαίας Γραμματείας; Ποιος τόλμησε ή τολμάει να τη φέρει στο φως, ώστε να γίνει κτήμα του λαού; Ποιος τολμάει να δώσει στον κόσμο το πνεύμα του Θουκυδίδη, του Λουκιανού, του Δημοσθένη ή του Αριστοφάνη; Αλλά προσέξτε! Να δώσει ολόκληρα τα άξια έργα, όχι αποσπάσματα. Γιατί με αποσπασματικές θεωρήσεις και αναφορές, όπως είναι γνωστό, μπορείς να αποδείξεις ότι το Ευαγγέλιο κηρύττει την… αθεϊα!
Από τους γραικύλους, λοιπόν, του κάθε είδους κατεστημένου (πολιτικού, πνευματικού, εκκλησιαστικού) δεν περιμένουμε τίποτα καλό! Είναι φυσικό. Τον εαυτό τους υπηρετούν και περιφρουρούν. Άρα, μόνοι μας πρέπει να ανασκουμπωθούμε και να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας. Οι γραικύλοι μας κάνουν τη δουλειά τους. Οι «πολιτικοί» μας κρατούν σε απαιδευσία, οι «πνευματικοί» μας εθίζουν στην υποτέλεια και την πνευματική ευτέλεια και ημιμάθεια και οι θρησκευτικοί «ηγήτορες» μας μπολιάζουν με το πνεύμα της μοιρολατρίας και του τυφλού θρησκευτικού φανατισμού, για να μας έχουν ταπεινούς δούλους (το λένε απερίφραστα και αναίσχυντα: «ο δούλος του Θεού»!, που θα γεμίζουμε τα παγκάρια των «ιερών» τους ναών με εκατομμύρια, για να έχουν οι δεσποτάδες να γεμίζουν με όλα τα υλικά αγαθά την πάντα ευτραφή κοιλιά τους! Έτσι, πάντα αυτοί οι… λειτουργοί του Υψίστου! Ποιανού Υψίστου; Του υψίστου βαθμού καλοπέρασης! Ναι, διαβάστε την Ελληνική Νομαρχία του Ανωνύμου του Έλληνος. Θα φρίξετε με τα από τότε (αλλά και τώρα) καμώματα των Δεσποτάδων!
Και δείτε πόσο ωραία θωρακίζονται από το λυντζάρισμα του λαού: κρατούν το λαό σε πλήρη άγνοια για το νόημα, το πνεύμα του Ευαγγελίου. Δεν είμαι κανένας θερμός κήρυκας του Ευαγγελίου. Αδιάφορος είμαι για κάθε θρησκεία και θεό. Για μένα θρησκεία μόνη και αναντικατάστατη είναι η αγάπη στον άνθρωπο, ο σεβασμός στον άνθρωπο. Τον άνθρωπο με σάρκα και οστά, τον καθημερινό και βασανισμένο. Τον άνθρωπο που ζει κάτω από το βλέμμα του ασυγκίνητου «θεού των Δεσποτάδων» και είναι βυθισμένος σε αθλιότητα και μιζέρια! Σ’ αυτόν τον άνθρωπο πιστεύω και μου αρκεί. Αφήνω τις μεταφυσικές και τα θολά νερά για τους ευτραφείς λειτουργούς του Υψίστου (είπα ποιανού Υψίστου!), που ευλογούν τα όπλα των μεν (πιστών!) για να εξοντώνουν τους δε (άπιστους!). Αυτοί οι ευλαβέστατοι (!) λειτουργοί του Θεού και κήρυκες του Ευαγγελίου, επειδή γνωρίζουν ότι ποδοπατούν τόσο βάναυσα το Ευαγγέλιο – τα όσα θετικά γράφει – , τρέμουν την οργή του κόσμου και τον κρατούν σε άγνοια σχετικά με τα λεγόμενα του Ευαγγελίου. Αυτός είναι ο λόγος που κρατάνε αμετάφραστο το Ευαγγέλιο. Τα λεγόμενά τους, για παραποίηση ενδεχομένως (αν μεταφραστεί) ή για σεβασμό της παράδοσης και άλλα ανάλογα είναι αστεία!
Ένας και μοναδικός είναι ο λόγος που το Ευαγγέλιο διατηρείται επιμελώς και επίμονα αμετάφραστο: να μη γίνει κατανοητό από τον απλό ανθρωπάκο, που είναι και ο μόνος που επαναστατεί, όταν βλέπει «τέρατα και σημεία» να διαπράττονται, κόντρα στο πνεύμα του Ευαγγελίου. Παράλληλο ακριβώς φαινόμενο με τη μεθοδολογία των «ελληνιστών» να προκαλέσουν αποστροφή προς το πνεύμα των αρχαίων ελληνικών έργων. Πνευματικό και θρησκευτικό κατεστημένο απεργάζονται την απαιδευσία του λαού, για ευχερέστερη υποδούλωση και αποτελεσματικότερο ευτελισμό του. Ώστε να επιβαίνουν αυτοί ανενόχλητα της εξουσίας και ο λαός να παραμένει εσαεί το αχθοφόρο δίποδο-υποκατάστατο του συμπαθέστατου κυρ-Μέντιου!
Θα μπορούσα να επεκταθώ σε πολλά σημεία ή πτυχές του προβλήματος «Αρχαία Ελληνικά», όπως π.χ. το γεγονός ότι και λαοί και άτομα που δεν έμαθαν την αρχαία ελληνική γλώσσα προόδευσαν και προοδεύουν αξιοζήλευτα. Ακόμη, στοχαστές με εφάμιλλες των αρχαίων ελληνικών ιδέες έζησαν και εκτός Ελλάδας και πριν ακόμη από τους Έλληνες στοχαστές. Δεν μπορεί, επομένως, να τα αναγάγουμε «δίκην μονοπωλίου» όλα στους αρχαίους Έλληνες. Γιατί δεν είναι αλήθεια. Αλήθεια είναι μόνο τούτο: οι αρχαίοι Έλληνες ό,τι έπαιρναν από άλλους (και καλά έκαναν και έπαιρναν γιατί, όπως εύστοχα έλεγε ο Βακχυλίδης, «έτερος εξ ετέρου σοφός, το τε πάλαι το τε νυν») το διαμόρφωναν σε καλύτερο, του έδιναν την πνοή της δικής τους δημιουργικής ικανότητας. Αυτό είναι αλήθεια. Όχι, όμως, ότι είναι ο μόνος λαός που είχε ιδέες, σκέψη, στοχασμό, πολιτισμό, τέχνη, επιστήμη. Διότι το Πυθαγόρειο θεώρημα λ.χ. φαίνεται πως δεν ήταν τόσο… Πυθαγόρειο. Πριν από τον Πυθαγόρα ήταν γνωστό (υπάρχουν σχετικά αρχαιολογικά ευρήματα από την Μεσοποταμία, όπου ο πολιτισμός ανάγεται στην 6η π.Χ. χιλιετία).
Αλλά και οι περίφημες καμπύλες του Παρθενώνα πρέπει να ήσαν γνωστές στη Μεσοποταμία πολύ πριν από τον Παρθενώνα.
Και ασφαλώς δεν μειώνει κατά κανέναν τρόπο τους Έλληνες αυτό. Παράλληλες ιδέες, ταυτόσημες ή παρεμφερείς, δεν αποκλείεται να παρουσιάζονται σε λαούς ή άτομα και δάνεια πνευματικά (όπως και οικονομικά που τόσο του συρμού είναι σήμερα) δεν αποκλείονται ούτε μειώνουν τον δανειζόμενο. Εκείνο που αποτελεί τιμή ή μομφή για τον δανειζόμενο είναι η χρήση του δανείου, η αξιοποίησή του. Αν τα δάνεια που πήρε η Ελλάδα την εποχή της Επαναστάσεως του ’21 αξιοποιούνταν σωστά και υπέρ του αγωνιζόμενου και δεινοπαθούς λαού, θα ήταν ευεργετικά. Σπαταλήθηκαν, όμως, για μερικούς κομπιναδόρους κηφήνες και έγιναν «φτερό στον άνεμο». Ο λαός, απλώς, τα πλήρωσε! Ούτε τα είδε ούτε τα καρπώθηκε. Τα έφαγαν οι επιτήδειοι. Όταν διαβάζει κανείς τις λεπτομέρειες σχετικά με αυτά και πολλά άλλα, καταθλίβεται, αηδιάζει, εξοργίζεται. Δεν διαβάζουμε, όμως. Γι’ αυτό, τέτοια φαινόμενα επαναλαμβάνονται και, ίσως, πολλαπλασιάζονται. Χάρη στη δική μας άγνοια και, συνεπώς, και ανοχή. Από αυτή την άγνοια πρέπει να βγούμε. Είναι ανάγκη να μάθουμε. Χωρίς γνώση η ιστορία, η ζωή, η πρόοδος δεν προχωράνε. Βυθίζονται σε τέλμα. Και η στασιμότητα οδηγεί στη σήψη. Φυσικά, μας κρύβουν την αλήθεια όλοι και πάντοτε. Λέει, όμως, ο λαός θυμόσοφα: «εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα (αναμμένα) κάρβουνα»! Αν ο δρόμος ήταν στρωμένος τριαντάφυλλα, όλοι θα περπατούσαμε άνετα και ευχάριστα. Στα δύσβατα μονοπάτια ποιος θα περπατήσει, όμως; Εδώ δοκιμάζεται η αγωνιστικότητα και η αντοχή του ανθρώπου. Και έχει ο άνθρωπος και αγωνιστικότητα και αντοχή. Δεν ενεργοποιείται, όμως, εύκολα.
Επιστρέφοντας στην αρχική μου σκέψη για την αρχαία ελληνική γλώσσα, θα πρόσθετα λίγες σκέψεις για εκείνους που υπερασπίζονται το πολυτονικό σύστημα. Δεν συμμερίζομαι μια τέτοια άποψη, πιστεύοντας ότι το προέχον σε κάθε δημιούργημα είναι το περιεχόμενο και δευτερευόντως η μορφή. Στην προκείμενη περίπτωση οι τόνοι και τα πνεύματα δεν μειώνουν τις ιδέες – αν αυτές υπάρχουν. Φυσικά, ο φόβος μερικών ότι η κατάργηση των τόνων θα γίνει το εφαλτήριο για την κατάργηση και της ιστορικής ορθογραφίας (με αντικατάσταση με λατινικούς χαρακτήρες) και της ίδιας της γλώσσας, κι αν ακόμη είναι βάσιμο δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με την προσήλωση στο πολυτονικό σύστημα και την ιστορική ορθογραφία.
Αντιμετωπίζεται με έργα ουσίας, με δημιουργικό πνεύμα, με ουσιστική σπουδή του περιεχομένου της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Όταν αυτό κατορθωθεί, κοντά στην ουσία θα διατηρηθεί και ο τύπος, που πάντως δεν είναι sine qua non. Το πνεύμα, οι ιδέες, η ουσία με οποιαδήποτε μορφή διατηρεί την αξία. Έχουμε καταντήσει επικίνδυνα θιασώτες του τύπου, παραμερίζοντας και – το χειρότερο – αγνοώντας την ουσία. Θα πρόσθετα, ακόμη, για το συγκεκριμένο πρόβλημα, πως ούτε ιστορικά δεν τεκμηριώνεται η άποψη για το πολυτονικό. Ο αρχαίος Ελληνισμός δημιούργησε χωρίς τόνους και πνεύματα, χωρίς χωρισμό τω λέξεων, χωρίς σημεία στίξης. Και είναι γνωστά τα δυσερμήνευτα κείμενα «λόγω αμφιβολίας περί την ανάγνωση», όπως λ.χ. το ΕΧΕΤΩΤΑΜΑΠΑΝΤΑΛΕΩΝ που μπορεί να διαβαστεί: ΕΧΕΤΩ ΤΑ ΜΑ ΠΑΝΤΑ ΛΕΩΝ αλλά και ΕΧΕΤΩ ΤΑ ΜΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ. Επίσης, γνωστό είναι ότι, όταν οι Αλεξανδρινοί (δεινοί όντως) φιλόλογοι καθιέρωσαν στίξη, τόνους και πνεύματα, είχαν συμπεριλάβει και τη βαρεία, που «ετίθετο» σε όλες τις μη τονιζόμενες συλλαβές. Η τονιζόμενη συλλαβή έπαιρνε οξεία ή περισπωμένη, ανάλογα. Οι άλλες συλλαβές έπαιρναν βαρεία. Έτσι, η λέξη π.χ. σιδηρόδρομος γραφόταν: σίδήρόδρόμός. Με το πέρασμα του καιρού, οι ίδιοι οι Αλεξανδρινοί κατάργησαν τη βαρεία με το πολύ λογικό σκεπτικό: «ίνα μη καταχαράσσωνται τα βιβλία». Το πρακτικό πνεύμα δεν βλάπτει. Οι υπερβολές βλάπτουν. Είτε προς τη μία είτε προς την άλλη πλευρά. Ακόμη, αισθάνομαι την ανάγκη να υπογραμμίσω και τούτο: Οι Έλληνες έχουμε χρέος να οικειωθούμε το πνεύμα της αρχαίας κλασικής Ελλάδας με εμπεριστατωμένη μελέτη της αρχαίας γραμματείας από μετάφραση (μελέτη από το πρωτότυπο είναι μύθος, είναι ανέφικτη για το σύνολο, για κάποιους παθιασμένους μπορεί να κατορθώνεται, όπως και η ανάβαση στο Έβερεστ για κάποιους μανιώδεις. Αυτό είναι άλλο ζήτημα, η οποιαδήποτε μανία κάποιων δεν μπορεί να φορτώνεται στο σύνολο των ανθρώπων ως sine qua non γνώση) και να δημιουργήσουμε, να αφήσουμε ανεμπόδιστη να δημιουργηθεί ρωμαλέα νεοελληνική γλώσσα. Με αυτή τη γλώσσα πρέπει να ασχοληθούμε και με αυτή ως εργαλείο να δημιουργήσουμε πνευματικά έργα άξια και μεγάλα. Ο Σολωμός, χωρίς αρχαία γλώσσα (διευκρινίζω: γλώσσα, και την αντιδιαστέλλω από την παιδεία, το πνεύμα), δημιούργησε έργο αξιότατο.
Αυτό πρέπει να κάνουμε όλοι. Και όχι να αναλώσουμε τις όποιες δυνάμεις μας στη διαμάχη υπέρ ή κατά της αρχαίας γλώσσας. Η αρχαία γλώσσα, όσο άξια και τέλεια, κάποτε θα κλείσει τον βιολογικό της κύκλο. Νεκραναστάσεις ούτε γίνονται ούτε ωφελούν. Η νέα φύτρα, η νέα γλώσσα (συνέχεια ως ένα βαθμό και με πολλά αρχαία στοιχεία στο σώμα της) θα είναι για μας η γλώσσα της δικής μας δημιουργίας. Πόσα και ποια στοχεία από την αρχαία μήτρα της θα κρατήσει ζωντανά η νέα γλώσσα, μόνη της θα το αποφασίσει και θα κάνει τις επιλογές. Οι γλώσσες δεν δημιουργούνται στα γραφεία των μανδαρίνων «κατ’ επιταγήν» των όποιων δήθεν σπουδαίων. Η γλώσσα γίνεται με το έργο των γνήσιων πνευματικών ανθρώπων, των πραγματικών δημιουργών της Λογοτεχνίας, και όχι με «τσιτάτα» ανεγκέφαλων «πολιτικών» ή εμπόρων του πνεύματος.
συνεχίζεται