3ο μέρος (τελευταίο)
Τη Νέα Ελληνική γλώσσα, λοιπόν, οφείλουμε – και μπορούμε – να καλλιεργήσουμε, γιατί Νέοι Έλληνες είμαστε και όχι Πλάτωνες ή Δημοσθένηδες ή Αισχύλοι! Αυτούς, μόνο αφομοιώνοντας τα έργα τους και πορευόμενοι στα χνάρια του πνεύματός τους, τους τιμούμε. Με τη ματαιοπονία για νεκρανάσταση της γλώσσας τους – που είναι υποκρισία και ψεύδος να το επιχειρούμε, αφού γνωρίζουμε ότι οι νεκροί δεν ανασταίνονται – , τους χλευάζουμε περισσότερο παρά τους τιμούμε. Η γλώσσα τους δεν μας χρειάζεται. Κάθε εποχή έχει τη γλώσσα της, όπως έχει τα άλλα μέσα για να πραγματώνει τα έργα της. Αρκεί να αγωνίζεται. Το πνεύμα τους, όμως, μας χρειάζεται. Και τώρα περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Γιατί είναι αυτό, ακριβώς, που λείπει από την ανθρωπότητα σήμερα. Γι’ αυτό βαδίζουμε από το κακό στο χειρότερο. Γλώσσα αρχαιοελληνική δεν είχαν και δεν έχουν όσοι και σήμερα δημιουργούν έργα άξια και πολιτισμό και τέχνη και στοχασμό.
Το Μακρυγιάννη μας δεν τον εμπόδισε η άγνοια της αρχαίας γλώσσας να πει τις αλήθειες που είπε. Και τόσο όμορφα, με την πηγαία του απλή γλώσσα. Οι Μαυροκορδάτοι και οι Κωλέττηδες, όμως, που ήσαν «αρκούντως γνώσται της αρχαίας ελληνικής γλώσσης» αλλά ουσιαστικά άγευστοι παιδείας αρχαιοελληνικής, επεσώρευσαν μύρια όσα δεινά στην ταλαίπωρη Ελλάδα, με το ξενόδουλο πνεύμα και τις ραδιουργίες τους. Γιατί η αρχαία ελληνική γλώσσα, μόνη της, δεν διδάσκει την εντιμότητα, που τόση ένδεια έχει η εποχή μας και η ανθρωπότητα. Την εντιμότητα τη διδάσκει το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Και είναι καιρός να καταλάβουμε και να διακρίνουμε τον τύπο από την ουσία και να επιβάλουμε στο κατεστημένο να ακολουθήσει το δρόμο της ουσίας στο χώρο της εκπαίδευσης και όχι να βαδίζει αποπροσανατολιστικά, παγιώνοντας την απαιδευσία του λαού, με προγράμματα ανούσια και τυπολατρικά.
Είμαστε πλούσιοι σε τύπους και πάμφτωχοι σε ουσία. Το ζητούμενο – και μάλιστα εναγώνια – είναι να δημιουργήσουμε πολίτες με εντιμότητα, με συνείδηση του καθολικού αγαθού. Όχι ταλαντούχους ατομιστές, που πέρα από το σαρκίο τους τίποτε δεν τους ενδιαφέρει. Τέτοιους ικανούς έχουμε άπειρους. Και όσο περισσότεροι είναι οι έντιμοι ταλαντούχοι, τόσο η δυστυχία στον κόσμο γιγαντώνει.
Ο Μαυροκορδάτος και πνεύμα εύστροφο ήταν και ικανότατος πολιτικός. Δεν χρησιμοποίησε, όμως, τα χαρίσματά του για να υπηρετήσει το έθνος. Αντίθετα, το έβλαψε. Γιατί δεν είχε εντιμότητα, δεν είχε οικειωθεί το πνεύμα του αρχαίου ελληνισμού. Κατείχε, όμως, επαρκώς τους τύπους. Οι τύποι μπορούν να είναι χρήσιμοι μόνο γι’ αυτούς που τους κατέχουν. Να υπηρετούν το ατομικό τους συμφέρον. Η ουσία, αντίθετα, υπηρετεί το σύνολο, λειτουργεί ευεργετικά για το όλον, για την ανθρωπότητα ολόκληρη. Έτσι, ευοδώνεται η πρόοδος και θεμελιώνεται ο πολιτισμός, η Δημοκρατία, η κοινωνική δικαιοσύνη, η παγκόσμια ευημερία. Γι’ αυτό λυσσαλέα καταπολεμιέται η ουσία, το πνεύμα των αρχαίων (και όποιο αγαθό πνεύμα, όποιου καιρού) και καλλιεργείται ο τύπος, η επιδερμίδα, η επιφάνεια, η αν-ουσία, που βολεύει τους «έχοντες και κατέχοντες» και γίνεται τροχοπέδη κόντρα στην αφύπνιση του λαού. Γι’ αυτό οι «κρατούντες» ελέγχουν και στρέφουν πάντοτε την Εκπαίδευση προς την κατεύθυνση της ολοκληρωμένης απαιδευσίας του λαού, κηρύττοντας, όμως, προς το θεαθήναι, με «δεκάρικους» πανηγυρικούς, το «αμέριστον ενδιαφέρον» τους για δωρεάν λαϊκή παιδεία, για παιδεία σύγχρονη και άλλα ηχηρά φληναφήματα. Έγραφε ο Ν. Καζαντζάκης σχετικά: «Είναι στη φύση του αστικού κράτους να μη θέλει ποτέ – γιατί δεν το συμφέρει – να ξυπνήσει εντελώς την ψυχή του λαού. Δεν συμφέρει να δει ο λαός πόσο κι από ποιους αδικείται ούτε να νιώσει πως έχει στα χέρια του όλη τη δύναμη».
Φρίττει, λοιπόν, το κατεστημένο και φροντίζει να μη φτάσει η αλήθεια στο λαό. Εφτασφράγιστη, καταχωνιασμένη στα σκοτεινά ερμάρια να μείνει. Γιατί αν φανερωθεί η αλήθεια, γίνεται δύναμη ανατιναχτική κάθε σάπιου και διεφθαρμένου. Και ο στόχος κάθε κατεστημένου είναι σταθερά η λαϊκή απαιδευσία, η άγνοια, η υποδούλωση του λαού. Γιατί
«αν ξυπνήσει, μονομιάς
Θα ’ρθει ανάποδα ο ντουνιάς».
(Κ. Βάρναλης)
Πολιτική και θρησκεία με τους ως τώρα αντιπροσώπους τους – αλλά και Τέχνη και Επιστήμη, δυστυχώς – συναγωνίζονται στο παιχνίδι της αποβλάκωσης του λαού. Δεν υπήρξε ως τώρα στον κόσμο – με εξαίρεση την κλασική Ελλάδα, αλλά κι αυτή με τις εξαιρέσεις της – ηγεσία (πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική, πνευματική) που να νοιάστηκε πραγματικά για το λαό, για το δίκιο του και την προκοπή του. Και λέγοντας για το λαό, εννοούμε το Σύνολο, για Όλους. Διότι μερικοί ευδαίμονες πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν. Τι γίνεται, όμως, με τις στρατιές των βασανισμένων, των πεινασμένων, των εξαθλιωμένων του κόσμου, μέσα σε ολόκληρη τη διαδρομή της ανθρώπινης ιστορίας; Ποιος, πότε και πώς νοιάστηκε γι’ αυτούς; Ποιος ενδιαφέρθηκε γι’ αυτούς που τόσο παραστατικά αναφέρει το ποίημα «Ο ψεύτικος Θεός», το οποίο παραθέτω ολόκληρο εδώ, γιατί νομίζω πως έχει και τη θέση και την αξία του.
Ο Ψεύτικος θεός
Από τόπους μακρινούς
πίσω από βουνά
πέρα από τους γκρεμούς και φαράγγια σκοτεινά,
που φυσομανούσε και αντιβοούσε
με μιας θύελλας οργή το φθινοπωριάτικο τ’ αγέρι
διάβαινε ένα ασκέρι.
Όλο «αλήτες», ερημοσπίτες
διάβαινε τραβώντας θλιβερά
προς του Γάγγη τα νερά.
Το αδυνατισμένο τους κορμί
με κουρέλια σκεπασμένο
φάνταζε μελανιασμένο απ’ τη βροχή
και τον άνεμο δαρμένο.
Τρεις μέρες περπατούσαν οι «αλήτες»
λίγο ψωμί, κάποια φιλόξενη γωνιά
να βρουν ν’ αναπαυτούνε, τίποτα!
ώσπου τ’ αδυνατισμένο τους το μάτι
κάπου λαμπρό ξεχώρισε να ξεπροβάλλει κάτι.
Ήταν ναός, και κει έτρεξαν όλοι
σαν ναυαγοί σ’ αραξοβόλι.
Στη μέση του ναού, ο Σακιαμούνι στητός
στεκόταν, ιερός.
Και είχε στην πορφυρή του την κορώνα διαμάντι,
που ως έλαμπε άστραφτε σαν αστραπής ντορός.
Τότε ένας απ’ την παρέα των ζητιάνων λέει:
«Πλησιάστε με κι ακούστε με αδέρφια:
Με το διαμάντινο που βλέπουμε πετράδι,
αν το πουλήσουμε στης χώρας το παζάρι,
άφθονα ρούχα και λεφτά και πλούτια και σπουδή,
στο μερτικό του ο καθένας μας θα πάρει.
Τι να το κάνει ο Βούδας; Δεν το θέλει.
Γι’ αυτόν που έπλασε τη φύση όλη
απ’ τα φύκη του βυθού ως τη νεφέλη,
χιλιάδες χιλιάδων λάμπουν τώρα πιο καλά οι ουράνιοι θόλοι,
με αμέτρητα αστέρια και πετράδια» λέει
και το σύνθημα έδωσε στους κλέφτες δείχνοντας το Βούδα.
Μα σαν άπλωσαν τα βέβηλά τους χέρια προς το άγαλμα
το κόσμημα να πάρουν,
άστραψε, βρόντηξε μεμιάς και σείστηκε ο τόπος,
σίφουνας άρπαξε και πέταξε μακριά
τους βέβηλους ανθρώπους.
Και ο αντίλαλος της ερημιάς πιότερον έκανε
τον πόνο της καρδιάς.
Μονάχα ένας τη στιγμή εκείνη,
γεμάτος μεγαλείο και γαλήνη
βγαίνει θαρρετά δυο βήματα μπροστά
και πλησιάζοντας το Βούδα λέει:
«Ντροπή σου,
τι τάχα, ψέματα μας λέγαν οι ιερείς σου,
ως είσαι πράος, ταπεινός, ευσπλαχνικός κι ωραίος
και πως αγαπάς τους πόνους ν’ απαλύνεις,
και στους φτωχούς παρηγοριά να δίνεις;
Να όμως που τώρα για ένα περιττό κι ασήμαντο πετράδι,
ξαπολάς τις αστραπές και τους κεραυνούς σου,
στο πεινασμένο κ’ έντρομο αυτό κοπάδι.
Του κόσμου Παντοκράτορας εσύ και δυνατός,
γίνεσαι άδικος κριτής και τιμωρός.
Και ξεσηκώνεσαι μ’ αφάνταστη οργή,
για ν’ αφαιρέσεις του ζητιάνου τα λίγα ψίχουλα ψωμί.
Του κόσμου άρχοντα, των βασιλιάδων βασιλιά,
να, ίσος με Σένα στέκομαι ο άφρονας εδώ μπροστά σου.
Κάψε με αν μπορείς κι αν δύνασαι με την τρομερή φωτιά σου!
Μα θα στο πω μ’ ανήκουστη κραυγή,
μπροστά σε ουρανό και γη,
της γης ο ασήμαντος εγώ και ταπεινός
ψεύτικος, ψεύτικος πως είσαι εσύ Θεός».
Οι ασήμαντοι και ταπεινοί όλου του κόσμου πρέπει να σηκώσουμε το βλέμμα θαρρετά και να βροντοφωνάξουμε με λόγια και με έργα πως μας περιβάλλουν και μας δυναστεύουν κάθε είδους ψεύτικοι θεοί. Και να τους γκρεμίσουμε από τα βάθρα τους – που είναι τόσο πιο ψηλά, όσο περισσότερα είναι τα θύματά τους, όπως έγραψε κάποιος στοχαστής – και να υψώσουμε τον ένα και αρκετό θεό: τον άνθρωπο. Αν φτάσουμε σ’ αυτή την επανάσταση, σ’ αυτή τη γνώση, την απόφαση και την πραγμάτωση, να αναγορεύσουμε θεό μας τον άνθρωπο, να τον τιμήσουμε, να τον υπηρετήσουμε σταθερά και μόνιμα, θα έχουμε μπει στο δρόμο της αληθινής ευτυχίας. Και αυτή η ευτυχία είναι η μόνη που μπορεί να έχει βέβαιο μέλλον. Ναι. Γκρεμίζοντας τις βασιλείες όλων των θεών – «όλα τα φονικά ρηγάτα, θεμελιωμένα στην ψευτιά» – που δυναστεύουν τον άνθρωπο, να οικοδομήσουμε τη βασιλεία του Ανθρώπου!
Του απλού ανθρώπου, που και τίμιος και άγιος είναι. Οι «μεγάλοι» και φανταχτεροί ηγέτες και μεγιστάνες είναι μύθοι καλλιεργημένοι με πολύχρονη και πολύτροπη προπαγάνδα, για να κρύψουν τα εγκλήματά τους και να παραπλανήσουν τους εύπιστους απλούς ανθρώπους. Γι’ αυτό γιούχα στους «μεγάλους» της πολιτικής, της θρησκείας, της στρατιωτικής, της διανόησης. Οι πλείστοι είναι ολετήρες λαών και αξιών, είναι «τάφοι κεκονιασμένοι» που φαντάζουν μεγαλόπρεποι εξωτερικά, – αλλά μέσα υπάρχει «σκωλήκων βρώμα και δυσωδία»! Ελάχιστες, σπανιότατες, οι εξαιρέσεις. Χρέος βαρύ όλων μας να μελετήσουμε την αληθινή Ιστορία της ανθρωπότητας – ψάχνοντας όπου τη βρούμε – και να απομυθοποιήσουμε κάθε «μεγάλο», κάθε απατεώνα, που προβάλλει και προβάλλεται ως άγιος και σωτήρας.
Έτσι, θα μπορέσουμε να απαλλαχτούμε από τις ποικιλώνυμες μάστιγες, που μας ταλανίζουν ανελέητα, και να πορευτούμε το δρόμο για την ευτυχία όλων των ανθρώπων. Και ο δρόμος αυτός υπάρχει και μπορούμε να τον βρούμε. Δεν μπορεί να πέφτουμε αδιάκοπα θύματα της απάτης και της αδικίας του κατεστημένου. Δεν μπορεί να δεχτούμε πως η κοινωνία είναι αδιέξοδη, πως ο μόνος δρόμος που μας μέλλεται είναι αυτός που μέχρι τώρα έχουμε περπατήσει. Γιατί ο μέχρι τώρα δρόμος είναι πράγματι αδιέξοδος, σπαρμένος εγκλήματα. Τόσα πολλά που «δεν πάει άλλο». Ανάγκη να αναζητήσουμε τον άλλο δρόμο, εγκαταλείποντας τη μέχρι τώρα μαρτυρική και αιματοβαμμένη πορεία μας. Το ταχύτερο δυνατό, μάλιστα. Γιατί – για να κλείσω, συμβολικά, με τον Θουκυδίδη που τόσο σοφά διδάσκει – «οι καιροί ου μενετοί».