Η Δυτική Μακεδονία ξανά εκτός πλάνου. Ακυρώνεται το Κέντρο Πολιτικής Προστασίας – Επιστροφή στο μηδέν και εκτεθειμένη σε κινδύνους χωρίς υποδομές
Παρά τις μεγαλόστομες εξαγγελίες των τελευταίων ετών, το φιλόδοξο εγχείρημα για την ίδρυση 13 Περιφερειακών Κέντρων Πολιτικής Προστασίας –μεταξύ αυτών και στη Δυτική Μακεδονία– φαίνεται να καταρρέει. Μετά από αλλεπάλληλες αλλαγές σχεδιασμού και πηγών χρηματοδότησης, το έργο απεντάχθηκε και από το Ταμείο Ανάκαμψης, επανερχόμενο και πάλι σε αβέβαιη τροχιά.
Έτσι, ακυρώνεται η Σχολή εκπαίδευσης Πολιτικής Προστασίας που θα γινόταν στην πρώην ΑΕΒΑΛ στην Πτολεμαΐδα.
Η συγκεκριμένη δομή, που προοριζόταν να λειτουργήσει ως βασικό επιχειρησιακό κέντρο για την πρόληψη και διαχείριση φυσικών καταστροφών στη Δυτική Μακεδονία, αποτέλεσε για χρόνια «σημαία» της Πολιτικής Προστασίας. Εντάχθηκε αρχικά μέσω Σύμπραξης Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), σχέδιο που κατέληξε σε αποτυχία. Κατόπιν μεταφέρθηκε στο Ταμείο Ανάκαμψης, με δεσμευμένη χρηματοδότηση άνω των 120 εκατ. ευρώ συνολικά για όλη τη χώρα.
Στο σκέλος που αφορούσε τη Δυτική Μακεδονία, προβλεπόταν αγορά και εξοπλισμός νέου σύγχρονου κτιρίου, πλήρως επιχειρησιακού, που θα ενίσχυε τις τοπικές αρχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις κρίσεων, όπως πυρκαγιές, σεισμοί, πλημμύρες και ακραία καιρικά φαινόμενα – όλα όσα, δυστυχώς, έχουν πλήξει κατ’ επανάληψη την περιοχή.
Με την πρόσφατη αναθεώρηση του προγράμματος, το έργο (κτίριο Σχολής) αφαιρέθηκε από το Ταμείο Ανάκαμψης και μεταφέρθηκε –τυπικά– στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, χωρίς σαφές χρονοδιάγραμμα ή εξασφαλισμένους πόρους. Πρόκειται ουσιαστικά για «πάγωμα» του έργου, αφήνοντας τη Δυτική Μακεδονία ξανά χωρίς κρίσιμη υποδομή στον τομέα της Πολιτικής Προστασίας.
Το πρόβλημα δεν είναι απλώς γραφειοκρατικό. Η κλιματική κρίση είναι ήδη εδώ και οι τοπικές κοινωνίες χρειάζονται αποτελεσματικούς μηχανισμούς πρόληψης και συντονισμένης δράσης. Η απουσία ενός Περιφερειακού Κέντρου Πολιτικής Προστασίας στην Κοζάνη ή σε άλλη πόλη της Δυτικής Μακεδονίας αποτελεί σοβαρό κενό για την ασφάλεια της περιοχής και των πολιτών της.
Το ερώτημα πλέον δεν είναι ποιος φταίει, αλλά πότε – και αν – θα γίνει πράξη η δημιουργία μιας τέτοιας δομής.