Ένας από τους πιο σημαντικότερους Έλληνες δημοσιογράφους του Μεσοπολέμου, ο δημοσιογράφο Σταμάτης Σταματίου, γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Σταμ. Σταμ. σ’ ένα από τα πολλά αφιερώματα του στις αθηναϊκές εφημερίδες για την Κοζανίτικη Αποκριά, όπως το άρθρο που έγραψε στις 31 Μαρτίου 1940, στην εφημερίδα Έθνος, , αναφέρει χαρακτηριστικά « Όταν επήγα εις την Κοζάνην, ήσαν ημέραι Αποκριάς, και όλα ήσαν μετεμφιεσμένα. Έμψυχα και Άψυχα. ….και η φύση είχε μασκαρευτεί εις ….Φιλανδίαν, όλη η Μακεδονία κάτασπρη και παγωμένη να δέρνεται από φαρμακερούς, παγερούς ανέμους και τα χιόνια να τα μαζεύει ο αγέρας σαν βουνά…. Οι δρόμοι γυάλινοι από τους πάγους και το κρύο να σφυρίζει λυσσασμένο από παντού. Εζήτησα σαν έφτασα ένα ποτήρι νερό από ένα καφενείο, …και ως να το πιω η επιφάνεια του άρχισε να παγώνει. …μαθαίνω ότι η θερμοκρασία έφθασεν εις τους 12 βαθμούς Κελσίου υπό του μηδενός …και παρ’ όλα αυτά με αυτό το κρύο ο κόσμος να γλεντάει και χαίρεται τις Απόκριες με θερμότητα ορέξεως κινήσεως και ζωηρότητας που αν ήτο δυνατόν να θερμομετρηθεί η ζωηρότης θ’ ανέβαινε στους ογδοήκοντα βαθμούς και μέσα εις τα κέντρα και στους δρόμους ο κόσμος αυτός που γλεντάει έτσι υπό τοιαύτας περιστάσεις σου δίδει την εντύπωσιν λαού …ψυχικώς δυνατού».
Και σήμερα ακόμα, 80 χρόνια μετά, αν θερμομετρούνταν το κοζανίτικο κέφι την περίοδο της Αποκριάς θα ήταν το ίδιο με την εποχή του ’40, με τις θερμοκρασίες να είναι απόλυτα εναρμονισμένες με την εποχή του Σταμ Σταμ. . Η Αποκριά εξακολουθεί και στις μέρες μας να είναι η λαμπρότερη γιορτή της πόλης μας . Η Αποκριά ή οι Απουκρές, όπως τις αποκαλούσαν οι πιο παλιές γενιές Κοζανιτών, που τις θεωρούσαν ανέκαθεν ανώτερες και από τις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές σε μια πόλη που τηρούσε παράλληλα με ευλάβεια και τις θρησκευτικές της παραδόσεις.
Ποιές ανάγκες όμως οδήγησαν τους Κοζανίτες να γιορτάζουν την Αποκριά με την ίδια πάντα ευθυμία, την ίδια όρεξη, το ίδιο πάθος και την ίδια δύναμη και ζωηρότητα;
Μήπως η ίδια ανάγκη ευωχίας και ανατροπής που οδηγούσε και τους αρχαίους λαούς (Αιγυπτίους, Βαβυλωνίους, Έλληνες, Ρωμαίους) αλλά και τους Βυζαντινούς αργότερα σε γιορτές ξεφαντώματος , φαλλικής έκφρασης και ανατροπής με επίκεντρο λατρείας τους το θεό Διόνυσο κι άλλους θεούς; Μήπως πάλι η ανάγκη των απλών ανθρώπων να υποβοηθήσουν με μαγικό τρόπο τη φύση να βλαστήσει και να αναζωογονηθεί; Η μήπως τέλος μια εσωτερική ανάγκη των ανθρώπων για ξεφάντωμα, αμφισβήτηση και ανατροπή της ιεραρχίας και των κοινωνικών συμβατοτήτων, της κατάργησης των ορίων και της φυσικής τάξης των πραγμάτων, έστω και προσωρινά , για μια μέρα μόνο το χρόνο , όπως γιορτάζονταν παλιότερα η Αποκριά στην Κοζάνη, την Κυριακή της Τυροφάγου ή της Τυρινής; Μπορεί κι όλα αυτά μαζί, γι’ αυτό και η Αποκριά κατάφερε να φτάσει ζωντανή και λαμπερή μέχρι τις μέρες μας.
Η γιορτή της Αποκριάς ήρθε στην Κοζάνη μαζί με τους πρώτους εποικιστές της πόλης από την Ήπειρο γύρω στα 1650 . Γρήγορα υιοθετήθηκε από όλους και έγινε η κατ’ εξοχήν λατρευτική έκφραση των λαϊκών στρωμάτων και παρά τους μανδύες που κατά καιρούς άλλαξε έφθασε στη σύγχρονη εποχή διατηρώντας σταθερά το ίδιο πνεύμα και τον ίδιο πυρήνα. Το ίδιο αυτό πνεύμα διακατείχε και τις πρώτες δυάδες καρναβαλιστών , τα περίφημα Ρουγκατσαρια που ντυμένοι με κουδούνια και προβιές τράγων περιφέρονταν σε σπίτια εορταζόντων και στο τρίγωνο μπροστά από το Ναό του Αγίου Νικολάου από του Βασιλειού μέχρι και τα Φώτα ή του Γιαννιού. Το ίδιο πνεύμα διακατέχει και τους σύγχρονους Κοζανίτες καρναβαλιστές ή ντυμένους με τις παραδοσιακές στολές που , συνεχίζουν να συμμετέχουν ακόμη μαζικά στις αποκριάτικες εκδηλώσεις που έχουν μεταφερθεί στην καρδιά του Τριωδίου.
Είναι αυτό το ίδιο πνεύμα που τη διαφοροποιεί από όλες τις άλλες γειτονικές γιορτινές εκδηλώσεις του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων ( Κλαδαριές Σιάτιστας και Φλώρινας, Μπούμπαροι Επταχωρίου, Λουγκατσιάρια Μεταμόρφωσης, Ρουγκατζιάρια Τρανοβάλτου) αλλά και των αποκριάτικων εκδηλώσεων του Τριωδίου (Αργος Ορεστικό, Αμύνταιο, Σέρβια) τόσο στη Δυτική Μακεδονία όσο και πανελλαδικά.
Η ειδοποιός διαφορά της Κοζανίτικης Αποκριάς ήταν και είναι οι Φανοί που άναβαν μέχρι τα τέλη του ’60 σε κάθε γειτονιά και σε κάθε σταυροδρόμι της Κοζάνης την Κυριακή το βράδυ της Μεγάλης Αποκριάς (Κυριακή της Τυροφάγου) μόνο, μετά το τέλος της εκκλησίας κρατώντας αμείωτο το γλέντι και το χορό μέχρι και μετά τα μεσάνυχτα. Ο Φανός, συνδυασμός φωτιάς , ιδιότυπου αποκριάτικου τραγουδιού και χορού αποτελεί ουσιαστικά την πεμπτουσία της Κοζανίτικης Αποκριάς. Δεν παύει η Κοζανίτικη Αποκριά, παρά την επιμήκυνση της– οι εορτασμοί εδώ και 40 χρόνια από τις αρχές του ’80 ξεκινούν την Τσικνοπέμπτη και κορυφώνονται την Κυριακή της Μεγάλης Αποκριάς– και την μεγάλη ποικιλία των προστιθέμενων εκδηλώσεων της να είναι βασικά η μεγάλη γιορτή της γειτονιάς που φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά μες την καρδιά του χειμώνα κάνοντας τους παρεξηγημένους όλο το χρόνο γειτόνους να μονιάσουν και πάλι μέσα από τη διαδικασία της συγχώρεσης και να ξεφαντώσουν όλοι μαζί με το χορό και το τραγούδι..
Το τελετουργικό του Φανού με τα διάφορα στάδια του, έτσι όπως καταγράφτηκε στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, παραπέμπει σε αρχέγονες ανθρώπινες τελετές: την προετοιμασία του Φανού, τη συγχώρεση των βασικών μελών του πριν το άναμμα της καθαρτήριας φωτιάς πάνω στο βωμό, την έναρξη του χορού με τον κορυφαίο τραγουδιστή επικεφαλής να συντονίζει σε αργό ρυθμό στην αρχή τα βήματα όλων των μυημένων, το τραγούδι με την ολοένα αυξανόμενη ένταση, της αγάπης, κλέφτικο ή απλά σατυρικό στην αρχή του τελετουργικού με λόγια γεμάτα υπονοούμενα, συνοδευόμενα από σκετς και κινήσεις, μέχρι τα σκληρά ξεδιάντροπα που λεγόντουσαν από τους άντρες μόνο αργά το βράδυ μετά τα μεσάνυχτα, μετά την αποχώρηση των γυναικόπαιδων και τέλος τους κυκλικούς χορούς γύρω από την ελεγχόμενη πάνω σε βωμό φωτιά, που με τη βοήθεια του οίνου συντελούσε στην ανάταση της ψυχής και στην απελευθέρωση του ανθρώπου.
Μετά την αναχώρηση των γυναικών και των παιδιών, γύρω στα μεσάνυχτα, ο κύκλος του χορού έμοιαζε να κλείνει ανοίγοντας αποκλειστικά στους πιο μυημένους, τους άνδρες, που μαζεύονταν γύρω από τη φωτιά για να πουν τα ξίτκα τους, τα ξεδιάντροπα, χωρίς όρια και φραγμούς φαλλικά τραγούδια. Ο άγραφος προπολεμικός νόμος ήταν πολύ αυστηρός και δεν επέτρεπε στον κύκλο των μυημένων ενηλίκων εκείνη την ώρα ούτε την παρουσία, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, των πιο νέων παλικαριών της γειτονιάς.
Ο Φανός πάνω από όλα ήταν και είναι οι άνθρωποι, οι άνθρωποι των λαϊκών κυρίως τάξεων της πόλης (αγρότες, εργάτες, τεχνίτες, τσαγγάρηδες, υδραυλικοί, ράφτες, μπακάληδες, φούρναροι), καθώς η μεσαία και αστική της τάξη προτιμούσε να γιορτάζει την Αποκριά στα νυχτερινά κέντρα οργανώνοντας χορούς που άφησαν εποχή! Οι άνθρωποι που γύρω από την αποκριάτικη φωτιά τραγουδούσαν τα φαλλικά τραγούδια ένιωθαν βαθειά μέσα τους ότι έπαιρναν μέρος σε μια ιερή τελετή που τους κληροδότησαν οι πρόγονοι τους και που δεν έπρεπε με τίποτα να σβήσει ή να αλλάξει παρά τις αντίξοες εξωτερικές συνθήκες . Η Λιζέτα Κρανιώτη από το Φανό του Αγίου Δημητρίου θυμάται χαρακτηριστικά τον θειό της Στέργιο Βλάχο, αδελφό της μάνας της και ξακουστό αντάρτη, με τόνομα Καπετάν –Φώτης που απολύθηκε στο τέλος της δεκαετίας του ’50 από τη φυλακή λόγω Εμφυλίου, να γιορτάζει το γυρισμό του στην κανονική ζωή παίρνοντας την παραμονή της Μεγάλης Αποκριάς τα όργανα μαζί με τη Λιζέτα ντυμένη τσολιά και να ρίχνεται σ΄όλη την Κοζάνη, από το Συνοικισμό μέχρι τη Σκρκα, παρά το χιόνι και τον ψόφο που επικρατούσε έξω.
Οι προεξάρχοντες των Φανών, απλοί και σοβαροί άνθρωποι αλλά και ευσεβείς χριστιανοί στην καθημερινή τους ζωή , την Αποκριά μετουσιώνονταν σε άλλες υπάρξεις, γεμάτες φλόγα που δεν ντρέπονταν καθόλου με δυνατή και όλο πάθος φωνή να τραγουδούν τα μασκαραλίτκα τραγούδια , με παραστατικό πολλές φορές τρόπο και κινήσεις. Ήταν αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι που χόρευαν με το ίδιο πάθος και την ίδια θρησκευτική ευλάβεια τον τσάμικο χορό μπροστά στο Δεσπότη, μες την αυλή του Δεσποτικού, την Κυριακή του Πάσχα, στη Δεύτερη Ανάσταση.
Αυτήν ακριβώς την δισυπόστατη εικόνα των ανθρώπων της Κοζανίτικης Αποκριάς, προσπάθησε να μεταφέρει και στον νεοφερμένο Μητροπολίτη Διονύσιο, το 1957, ο Γιώργος Γκάτζιαρης , έμπορος και προμηθευτής του Ναού του Αγίου Νικολάου σε γίδινα κιλίμια και διαδρόμους, όταν ο πρώτος από τον άμβωνα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου ευχαρίστησε δημόσια το πλήρωμα της εκκλησίας για τη μεγάλη του ανταπόκριση στον εσπερινό της Συγχώρεσης, το απόγευμα της Κυριακής της Τυροφάγου. Ο Γιώργος Γκάτζιαρης, πιστός χριστιανός και μέλος ταυτόχρονα του Φανού Κατσ’κάθκα άδραξε αυτή την ευκαιρία για να επισημάνει στο Δεσπότη ότι είναι αυτοί οι ίδιοι ευσεβείς χριστιανοί που λίγο αργότερα, το βράδυ της ίδιας μέρας θα σπεύσουν μασκαρεμένοι και στους Φανούς της Αποκριάς να τραγουδήσουν και να πουν τα μασκαραλιτκα τραγούδια υποδεικνύοντας εμμέσως πλην σαφώς στον Διονύσιο την μετριοπαθή στάση που έπρεπε να κρατήσει απέναντι στα αποκριάτικα δρώμενα της πόλης.
Οι Φανοί της Κοζάνης επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη αντοχή στο χρόνο, εκτός από την ανοχή της Επίσημης Εκκλησίας , γνώρισαν και την ανοχή των διαφόρων κατακτητών (Τούρκων, Γερμανών). Έτσι , τον καιρό της Κατοχής άναψαν στις περισσότερες γειτονιές της πόλης με τους Κοζανίτες να προσπαθούν να απαλύνουν τις πολύ δύσκολες κατοχικές μέρες επινοώντας μέχρι και τραγούδια όπως αυτό της Πείνας του ‘42. Τον καιρό της Χούντας όμως σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά του καθεστώτος της 7χρονης τυραννίας οι Φανοί δεν άναψαν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που σημειώθηκαν την πρώτη χρονιά της Χούντας (1968), παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις και τα δέλεαρ των τοπικών χουντικών αρχών προς τους διοργανωτές με κυριότερο τη χορήγηση χρημάτων.
Μετά την Κατοχή βέβαια τα πράγματα άλλαξαν. Η πολυπόθητη ελευθερία ήρθε μαζί με την απελευθέρωση των ανθρώπων από διάφορα ταμπού. Οι γυναίκες επιτρεπόταν πλέον να κάθονται μέχρι αργά το βράδυ στο Φανό και να ακούν μέχρι και τα ξίτκα. Δεν ήταν όμως και σπάνιες οι γυναίκες που ξεπέρασαν νωρίτερα αυτές τις προκαταλήψεις και στάθηκαν στην κορυφή του χορού με ξεδιάντροπα τραγούδια, παρουσία των ανδρών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Ειρήνη Τράγια από τη Σκ’ρκα και η Αλεξάνδρα Πάπιστα -Κόκκα από τα Καρακλανάθκα. Υπάρχουν ακόμα και χαρακτηριστικές περιπτώσεις γυναικείων αποκλειστικά Φανών, όπως αυτός στης Μπηνιώς το Πηγάδι ή αυτός στο σταυροδρόμι του Γκατζογιάννη ή ακόμη και στα Καρακλανάθκα που γίνονταν από κοπέλες ή μεγάλες σε ηλικία γυναίκες.
Σε πιο παλιές εποχές το τραγούδι συνοδεία του χορού ήταν ο αποκλειστικός κυρίαρχος του Φανού -τα όργανα μπήκαν στο Φανό προς το τέλος της δεκαετίας του ’50- με το τελετουργικό των Φανών να επιβάλει κι άλλους κανόνες. Την ιεραρχία και τον σεβασμό των νεοτέρων προς τους μεγαλύτερους δίνοντας πάντα το προβάδισμα στους κορυφαίους τραγουδιστές, που ήταν συνήθως και οι γεροντότεροι. Οι μικρότεροι ακολουθούσαν από πίσω. Ο κάθε κορυφαίος έλεγε τα τραγούδια που ήξερε καλύτερα και χωρίς να μονοπωλεί το τραγούδι έδινε σταθερά πάσα σε κάθε στίχο στο χορό των ανδρών που ακολουθούσε πίσω του, κερδίζοντας έτσι και τον απαραίτητο χρόνο για λίγες δικές του ανακουφιστικές ανάσες όπως και σε άλλους καλλίφωνους τραγουδιστές στη συνέχεια του γλεντιού. Μ’ αυτόν τον τρόπο το τραγούδι και ο χορός κρατούσαν μέχρι αργά το βράδυ. Οι κορυφαίοι συνήθιζαν να ανοίγουν τον χορό με τα ίδια τραγούδια πάντα κλέφτικα ή της αγάπης συνήθως.
Ο Φανός, ζωντανή ακόμα έκφραση του καρδιακού παλμού και της ψυχής της Κοζανίτικης Αποκριάς, άρρηκτα δεμένος με την ιστορία και τον πολιτισμό της πόλης μας, έφθασε αλώβητος, ζωντανός και λαμπερός στο σήμερα, παρά τις ταλαιπωρίες και τους περιορισμούς που συνεχίζει να υφίσταται τα τελευταία τρία χρόνια λόγω της βαριάς πανδημίας του covid. Αισιοδοξούμε πιστεύοντας ακράδαντα ότι αυτά θα είναι ένα μικρό μόνο διάλειμμα στη μακραίωνη ιστορία του και θα πάρει πάλι μπροστά με τις μηχανές του στο φουλ ……, όπως ήξεραν μια ζωή οι άνθρωποι των Φανών να κάνουν αυτή την περίοδο!
Καλές Απουκρές απ’ τ’ ν Απάποδη κι φέτος λόγω κορονοιού…….!