«Αυτή η ελληνική σημαία ήταν το φυλακτό μου, το έμβλημα της καλής μου τύχης και την έφερα καθ’ όλη την διάρκεια του Παγκοσμίου Πολέμου μαζί μου, στην Ελλάδα, την Ασία και στον Ειρηνικό Ωκεανό» είπε ο Reginald Tresise
4 July 2021 4:25pm.
Στις εγκαταστάσεις της νέας Κοβενταρείου Βιβλιοθήκης Κοζάνης, ξεχωριστή θέση έχει μια Ελληνική σημαία που κατά τη διάρκεια της εισβολής των Ναζί στην Κοζάνη βρισκόταν στο Βαλταδώρειο Γυμνάσιο της πόλης, αλλά στη συνέχεια εξαφανίσθηκε χωρίς να ξέρει κανείς κάτι.
Χρειάστηκε να περάσουν 19 χρόνια για να μαθευτεί τι απέγινε το εθνικό μας σύμβολο από τον άνθρωπο που το χάραμα της 13ης Απριλίου 1941 την έβαλε στο σάκο του προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών.
Η σημαία περιπλανήθηκε μαζί με τον κάτοχό της σε όλα τα μέτωπα του πολέμου, από την ελληνική ύπαιθρο, στο Κρητικό και Λιβυκό Πέλαγος έως και τον Ειρηνικό Ωκεανό.
Πρόκειται για τον στρατιώτη Reginald Tresise της 6ης Μεραρχίας του Αυστραλιανού Εκστρατευτικού Σώματος, που τον Απρίλιο του 1941 έλαβε μέρος στη μάχη του Κλειδιού στο Αμύνταιο Φλώρινας και κατά τη διάρκεια της οπισθοχώρησης έμεινε για λίγες ώρες ξεκούρασης στο βομβαρδισμένο σχολείο της Κοζάνης.
Ο νεαρός στρατιώτης είχε τη σημαία πάντα μαζί του, δεν την αποχωρίστηκε ποτέ, ακόμη και στις πιο αιματηρές μάχες που χρειάστηκε να δώσει έως το τέλος του πολέμου.
Ο Reginald Tresise με την Μεραρχία του φτάνουν στις 5 Απριλίου στον Πειραιά από το συμμαχικό Μέτωπο της Αιγύπτου και οδικώς μεταφέρεται στο μέτωπο της Φλώρινας. Οι επιθέσεις των Ναζί ξεκίνησαν από το μεσημέρι της 11ης Απριλίου, αλλά η κύρια γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 12 Απριλίου όπου και με τη βοήθεια της ελαφριάς χιονόπτωσης οι επιτιθέμενοι κατάφεραν να αποκτήσουν πλεονέκτημα.
Αργά το απόγευμα, η συμμαχική διοίκηση αντιλαμβανόμενη ότι δεν μπορεί να ανακόψει την δύναμη των Ναζί, δίνει το σήμα της υποχώρησης. Οι Αυστραλοί που έχουν δεχθεί τον κύριο όγκο της Γερμανικής επίθεσης θα αφήσουν και τους περισσοτέρους νεκρούς στο πεδίο της μάχης.
Ο νεαρός Reginald Tresise με ορισμένους συναδέλφους του κατά την οπισθοχώρηση κατασκηνώνουν για λίγες ώρες στο Βαλταδώρειο Γυμνάσιο. Όπως αναφέρει, το σχολείο είναι διώροφο και έχει βομβαρδιστεί από τους Ναζί «το άγαλμα προ της εισόδου του σχολείου έχει ανατιναχθεί. Στο ισόγειο του σχολείου ανάμεσα στην σκόνη, στις πέτρες του μικρού δωματίου βρίσκεται και μια σημαία από μετάξι με κρόσσια και κορδόνι».
Ο στρατιώτης εντυπωσιάζεται από την εικόνα που αντικρίζει, το σχήμα και το χρώμα της σημαίας. Προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των ναζί που προελαύνουν προς την πόλη, αποφασίζει να την πάρει μαζί του. «Φαινόταν τόσο περήφανη, προκλητική και αλύγιστη στην σκόνη και την ακαταστασία του πολέμου. Την έβγαλα από το κοντάρι, την τοποθέτησα στο σάκο μου. Με την ιδέα να μην παραδοθεί ένα τέτοιο έμβλημα στους Γερμανούς όπου θα την έστελναν στην πατρίδα τους ως αναμνηστικό».
Οπισθοχωρώντας ανατινάζουν τη γέφυρα του Αλιάκμονα στα Σέρβια σε μια προσπάθεια να καθυστερήσουν την προέλαση των Γερμανών στον Νότο. Στις 28 Απριλίου μαζί με τους υπόλοιπους άντρες της Μεραρχίας του από την περιοχή της Μονεμβασιάς επιβιβάζεται σε βρετανικό αντιτορπιλικό με προορισμό την Κρήτη. Έκτοτε έως το τέλος του πολέμου η ελληνική σημαία του Βαλταδώρειου Γυμνασίου θα βρίσκεται στον σάκο του και δεν θα την αποχωριστεί ποτέ. Στην Κρήτη οι μάχες που ακολούθησαν ήταν μάλλον οι πιο σκληρές του πολέμου.
Ο νεαρός Αυστραλός περιγράφει με εντελώς λιτό λόγο την κόλαση που έζησε από την οποία βγήκε σώος μαζί με το φυλαχτό του, ενώ άλλοι συμπολεμιστές του, πέθαναν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι. «Ο πόλεμος στην Κρήτη ήταν σφοδρότερος όσο ποτέ. Εκεί έχασα τα πάντα, αλλά κράτησα την Ελληνική σημαία, δένοντάς της γύρω από το σώμα μου να με ζεσταίνει. Το μόνο πράγμα με το οποίο εξήλθα της Κρήτης ήταν η σημαία και η ζωή μου».
Η σημαία για τον Tresise είναι το φυλαχτό του, το γούρι, το ιερό σύμβολο μιας πατρίδας που έδωσε σκληρή μάχη απέναντι στους ναζί, πιστεύει ακράδαντα ότι του έφερε τύχη και τον κράτησε στη ζωή. Όσοι τα κατάφεραν, πέρασαν στην Αίγυπτο, διέσχισαν τη Συρία και την Ιορδανία με κατεύθυνση τον Κόλπο, για να τους παραλάβουν τα πλοία των συμμάχων να τους μεταφέρουν στην πατρίδα. Η σημαία είναι ό,τι πιο προσωπικό αντικείμενο του έχει απομείνει. Στα σύνορα Τουρκίας Συρίας οι συνοριοφύλακες Τούρκοι όταν μαθαίνουν την ιστορία της του ζητούν να την αγοράσουν.
«Από την Αίγυπτο περάσαμε στην Παλαιστίνη και από κει στον Γαλλικό τομέα της Συρίας. Έδειξα τη σημαία στους Τούρκους στρατιώτες στα τουρκοσυριακά σύνορα και τους διηγήθηκα την ιστορία της. Ήθελαν να την αγοράσουν, αλλά αρνήθηκα». Ο Reginald Tresise μετά από ταξίδι ζωής θα βρεθεί πίσω στην πατρίδα. Αλλά τα βάσανά του δεν λένε να τελειώσουν.
Ο Ειρηνικός Ωκεανός φλέγεται, γίνονται πολύνεκρες μάχες με τους Ιάπωνες τόσο στη θάλασσα όσο και στον αέρα, στο μεγαλύτερο μέρος του Ωκεανού, ενώ ό,τι έχει απομείνει από την 6η Μεραρχία του αυστραλιανού εκστρατευτικού σώματος με ειδική εκπαίδευση ετοιμάζεται για αποστολή στη νήσο Νέα Γουινέα Παπούα. Ο νεαρός στρατιώτης λίγο πριν το τέλος του 1941 θα βρεθεί στο νησί.
Μαζί του έχει πάντα το γούρι ζωής του σε μια από τις πιο φονικές μάχες του Ειρηνικού, όπου η αξία της ανθρώπινης ζωής ήταν ασήμαντη. «Αυτή η ελληνική σημαία ήταν το έμβλημα της καλής μου τύχης και την έφερα καθ’ όλη την διάρκεια του αγώνα στον Ειρηνικό Ωκεανό» σημειώνει ο νεαρός στρατιώτης.
H συγκεκριμένη σημαία έχει πάνω της τον πόλεμο, την αλμύρα του Λιβυκού πελάγους και του Ειρηνικού Ωκεανού, τον ιδρώτα και την αγωνία της μάχης, από έναν άνθρωπο που δεν είναι Έλληνας, αλλά τελικά αποδείχτηκε ότι είναι περισσότερο από όλους μας!
Η αν. προϊσταμένη των Αρχείων, Μουσείων και Πινακοθηκών της Κοβενταρείου Βιβλιοθήκης Κοζάνης Ελένη Μαργαρίτη, ανοίγει τον φάκελο του τεκμηρίου και με προσεκτικό τρόπο αφήνει στο τραπέζι την πάνινη συσκευασία στην οποία έως και σήμερα φυλάσσεται η σημαία που έφθασε στην Κοζάνη από τη Μελβούρνη Αυστραλίας με παραλήπτη τον τότε δήμαρχο Κοζάνης Βασίλειο Ματιάκη. Επίσης, τη χειρόγραφη λιτή επιστολή του προς τον δήμαρχο, ένα στρατιωτικό καπέλο που προέρχεται από τα προσωπικά του αντικείμενα.
«Επιθυμώ να επιστρέψω αυτήν την περήφανη σημαία στο παλιό της σχολείο διότι οι εικοσάρηδες άνδρες και γυναίκες που ήταν τότε παιδιά κατά τις δύσκολες εκείνες ημέρες, πρέπει να γνωρίσουν αυτήν τη σημαία», σημειώνει τον Ιούνιο του 1959 στην επιστολή του.