Μαρίας Παπαευσταθίου – Τσάγκα
Σχολικῆς Συμβούλου
Ὁ τρόπος ἐκφορᾶς τῆς γλώσσας στὸ μάθημα τῆς ἱστορίας Β΄ Γυμνασίου, ποὺ ἐπονομάζεται «Μεσαιωνικὴ καὶ Νεότερη», συναρτᾶται μὲ τὸν σκοπὸ τῆς συγγραφῆς, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν τρόπο σκέψης τῶν συγγραφέων (1) της καὶ ἀποβλέπει στὴ διαμόρφωση ἑνὸς τρόπου θέασής της ἀπὸ τὸν μαθητή. Μία σημειολογικὴ ἀνάλυση τοῦ λόγου τοῦ ἐγχειριδίου εἶναι διαφωτιστικὴ τοῦ περιεχομένου. Τὸ «σημαῖνον» καθορίζει τὸ «σημαινόμενο» καὶ καθορίζεται ἀπὸ αὐτό. Ἡ παιδεία, ὅμως, εἶναι χῶρος ποὺ ἐπιδέχεται σημειωτικὴ ὀπτική; (2) Τίθεται ἐπιτακτικὸ τὸ ζήτημα τοῦ σκοποῦ τῆς ἐκπαίδευσης, τῆς Φιλοσοφίας τῆς Παιδείας (3). Τί εἴδους ἄνθρωπο θέλουμε νὰ διαμορφώσουμε; Ὑπ’ αὐτὴ τὴν ὀπτικὴ μελετῶντας τὸ βιβλίο Ἱστορίας τῆς Β΄ Γυμνασίου παρατηροῦμε ὅτι ἀρχίζει ἀπότομα (κεφ. Α΄), χωρὶς καμμία εἰσαγωγή, μὲ τὴν παράγραφο: «Βυζάντιο ὀνομάζεται τὸ χριστιανικὸ κράτος τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς Ἀνατολῆς ποὺ ἀναδύθηκε μέσα ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους. Οἱ ὅροι Βυζάντιο καὶ Βυζαντινοὶ εἶναι μεταγενέστεροι». Παρατηρεῖται ἐξαρχῆς ἕνας ὑπερτονισμὸς τοῦ ὅρου «Ρωμαῖος» καὶ «ρωμαϊκός», ὁ ὁποίoς θὰ συνεχιστεῖ σ’ ὅλο τὸ βιβλίο, συνιστῶντας, ὅπως θὰ δοῦμε, μία ὑπερβολὴ ποὺ προβληματίζει.
Ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος καὶ ἡ ἁγία Ἐλένη, τοιχογραφία σὲ ἐκκλησία τῆς Καππαδοκίας, 11ος αἰ.
Τὸ Βυζάντιο δὲν ἀναδύθηκε ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, γιατί αὐτὸ σημαίνει ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ τὴ Ρώμη (5). Αὐτὴ ἡ Αὐτοκρατορία, λοιπόν, ἡ Ἀνατολική, ποὺ ἀκμάζει ἀπὸ τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ., προϋπῆρχε ὡς αὐτοκρατορία τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν διαδόχων της Ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς, τὴν ὁποία κατέκτησε ἡ Ρώμη. Δὲν γίνεται κανένας λόγος γιὰ τὴν παρακμὴ τῆς Ρώμης ποὺ ἔφερε καὶ τὴν ἐσωτερικὴ καὶ τὴν ἐξωτερική της διάλυση γιὰ τὰ αἴτια τῆς παρακμῆς (τὴ διαφθορά, τοὺς χρεωμένους ἀγρότες, τὰ «λατιφούντια», «τοὺς δημοσιῶνες», τὸν ἐξαθλιωμένο λαὸ τῆς Ρώμης μὲ τὴ χαμένη πολιτικὴ συνείδηση καὶ τὴν ἐξαγορὰ τῆς ψήφου, τοὺς πολυετεῖς ἐμφυλίους πολέμους…). Δὲν γίνεται κανένας λόγος γιὰ τὶς συνέπειες τῶν ρωμαϊκῶν κατακτήσεων, σὰν νὰ προέκυψαν ὅλα αὐτόματα, φυσικὰ καὶ ἀβίαστα. Μία ἀπαραίτητη παράλληλη ἔρευνα στὸ βιβλίο τῆς ἱστορίας τῆς Α΄ Γυμνασίου (6) ἐπιβεβαιώνει τὴν αἴσθηση τοῦ ὑπεραπλουστευτικοῦ καὶ τοῦ «ὡς διὰ μαγείας». Γενικῶς, δίνεται ἡ ἐντύπωση μιᾶς παραδείσιας κατάστασης στὴν PAX ROMANA… (Ἀρχαία Ἱστορία Α΄ Γυμνασίου, σ. 138-139). Στὴν πραγματικότητα «τὸ ρωμαϊκὸ κράτος ἦταν τυπικὰ ἑνιαῖο, τὸ ἀποτελοῦσαν οὐσιαστικὰ δύο τμήματα διαφορετικὰ στὸν πολιτιστικὸ τομέα, στὶς παραδόσεις καὶ στὸν τρόπο ζωῆς. Τὸ δυτικό, λατινικὸ ἢ ἐκλατινισμένο καὶ τὸ ἀνατολικό, ἑλληνικὸ ἢ ἐξελληνισμένο», ἐπεσήμαινε τὸ προηγούμενο βιβλίο, ποὺ διδάσκονταν οἱ μαθητὲς πρὶν ἀπὸ τὸ 2006. Οὔτε μία ἀναφορὰ δὲν γίνεται στὴν οἰκουμενικότητα τῆς Κοινῆς Ἑλληνικῆς, καὶ τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, ποὺ καύχημα εἶχε κάθε Ρωμαῖος ἢ Σύρος ἢ Ἀσιάτης νὰ τὴν ἀποκτήσει. Ὑποτίμηση, νομίζουμε, συνιστᾶ ἡ συρρίκνωση καὶ ἡ διαστρέβλωση. Συνεπῶς, αὐτὴ ἡ ἀπαραίτητη σύνδεση τῆς Βυζαντινῆς μὲ τὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία λείπει παντελῶς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργεῖται ἕνα τεράστιο κενὸ στὸ μυαλὸ τῶν παιδιῶν καθὼς δὲν γνωρίζουν τί νὰ ἐντάξουν πού, γιὰ νὰ κατορθώσουν νὰ μάθουν.
Ὁ σχολιασμὸς τῆς συνέχειας τοῦ κειμένου εἰσαγωγὴ «οἱ ὅροι Βυζάντιο καὶ Βυζαντινὸς εἶναι μεταγενέστεροι» εἶναι, μᾶλλον, ἀνακριβὴς ἕως γενικόλογος. Καὶ αὐτὸ γιατί δὲν γίνεται συνειρμικὰ ἡ σύνδεση μὲ τὴν ἀρχαία πόλη τοῦ Βυζαντίου, ποὺ ἔχτισε ἐκεῖ ὁ οἰκιστὴς Βύζαντας τὸν 7ο αἰῶνα π.Χ. καὶ στὴν ὁποία κάνει ὁ Ἡρόδοτος θαυμάσια ἀναφορά, («Ἱστορίαι», Δ’, 144)- ἀπὸ τὴν ὁποία διαφαίνεται ὅτι ἡ λέξη εἶναι πολὺ προγενέστερη καὶ τῆς Ρωμαϊκῆς καὶ τῆς ἀρχαίας Ἱστορίας-καὶ στὸ ὁποῖο Βυζάντιο μετέφερε ὁ Κωνσταντῖνος τὴ νέα πρωτεύουσα. Δὲν ὀνομάζονταν, βέβαια, Βυζαντινοί, ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλάχιστη «συμφωνία» κάθε ὁρισμοῦ, ὡς «ὀνομάτων ἐπίσκεψις», γιὰ νὰ γνωρίζουμε γιὰ ποιὰ ἔννοια μιλᾶμε. Στὸν τίτλο τοῦ Α΄ κεφαλαίου «Ἀπὸ τὴ Ρώμη στὴ Νέα Ρώμη», καὶ ὄχι στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ παράθεμα πηγὴ δίνεται ἀπὸ τὸ ρώσικο χρονικὸ τοῦ Νέστορα Ἰσκεντέρη καὶ στὴν ἑπόμενη σελίδα παρατίθεται πολὺ μεγάλη ἀπεικόνιση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τὸ «Βιβλίο τῆς Ἐκστρατείας τοῦ Σουλεϊμάν» (σ. 7-8). Ὁ τρόπος ποὺ γίνεται ἀναφορὰ στὴ νέα θρησκεία (καὶ σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο, ὅπως καὶ στῆς Α΄ Γυμνασίου) πραγματοποιεῖται μὲ τὴ φράση «οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ» ποὺ «συγκροτοῦσαν τὴ δυναμικότερη πληθυσμιακὴ ὁμάδα τῆς Ἀνατολῆς» (σ. 8). Πῶς ἄραγε; Κι ἔτσι ξαφνικά; «Ἡ νέα αὐτὴ θρησκεία φαινόταν ὅτι μποροῦσε νὰ ἀποκαταστήσει τὴν κλονισμένη ἑνότητα τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους». Ἀλλὰ ποιό ρωμαϊκό, αὐτὸ δὲν τὴν κατεδίωξε; Ὁ Κωνσταντῖνος δὲν ἀποκαλεῖται ποτὲ Μέγας, δὲν γίνεται καμμιὰ ἀναφορὰ στὴν ἐνίσχυση τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὸ «συγκρητισμὸ» τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (ἐρώτηση 3, σ.9). Καὶ ἐνῷ ἔχουμε τελειώσει μὲ τὴ Ρώμη, στὴν ἀμέσως ἑπόμενη σελίδα, στὸ κεφ. «Ἐξελίξεις ὣς τὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰ.» ἐπανέρχεται μὲ τὴ φράση «κατὰ τὸν 4ο καὶ 5ο αἰ. μ.Χ. ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἕνα μεσογειακὸ κράτος».
Ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος καὶ ἡ ἁγία Ἐλένη, ἀνάγλυφο
Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔχει ἀλλάξει ὁ προσανατολισμὸς καὶ νὰ μὴν ἔχει ξεκινήσει ἄλλη πορεία μὲ κέντρο τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο, τὸ σημεῖο ἀναφορᾶς μοιάζει νὰ εἶναι συνέχεια ἡ Ρώμη. Οἱ αὐτοκράτορες ποὺ ἁπλῶς «εἶχαν τὴν ἕδρα τους στὴν Κωνσταντινούπολη» προσπαθοῦσαν νὰ τονώσουν τὴν οἰκονομία καὶ νὰ λύσουτὰ πολιτικὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς τους (σ. 10). Ἐκτιμοῦμε ὡς ἱστορικὰ ἀδόκιμο ἢ περίεργα ἁπλουστευτικὸ αὐτὸν τὸν τρόπο σκέψεως, καθὼς φαίνεται ἀποσιωπητικὸς καὶ … σύγχρονα ἀναχρονιστικός, ἀφοῦ χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ῖ ὅρους σύγχρονους, δύσκολους ἢ ἀκατανόηους γιὰ τὰ παιδιά, ὅπως «παρεμβατικὴ πολιτική», «ἐκχρηματισμένη οἰκονομία», «γερμανικὸ πρόβλημα», «ἀντιγερμανικὸ κόμμα» (σ. 10-11). Λέμε ὅτι ἡ σιωπὴ εἶναι συνενοχή. Στὴν περίπτωση τῆς Ἱστορίας, μήπως ἡ ἀποσιώπηση εἶναι ἐνοχή; Ὅ,τι συγκροτεῖ τὴ φ υ σ ι ο γ ν ω μ ί α τοῦ Βυζαντίου ἀ π ο σ ι ω π ᾶ τ α ι , παραλείπεται καὶ ἀλλοιώνεται. Οἱ τρεῖς πυλῶνες του, ἡ ρωμαϊκὴ παράδοση, τὸ ἑλληνικὸ περιβάλλον, ὁ πολιτισμὸς καὶ ἡ χριστιανικὴ πίστη (βλ. σ. 90 προηγούμενου βιβλίου), ποὺ συγκροτοῦσαν τὸν ἑλληνικὸ καὶ χριστιανικό του χαρακτῆρα διασαλεύονται «καίρια», σχεδὸν γκρεμίζονται. Ἀντίθετα, γίνεται ἐκτενής, ἀναλογικά, ἀναφορὰ στὴ στάση τῶν χριστιανῶν ὡς ἀρνητικὴ («φανατικοὶ» καὶ «ἀκραῖοι», «κῦμα βίας») ἀπέναντι στὰ ἀρχαῖα μνημεῖα τῆς ἐποχῆς τοῦ Θεοδοσίου. Γίνεται λόγος γιὰ «ἀνθρώπινα θύματα» (σ.14) (μοιάζει μὲ ὁρολογία τηλεοπτικοῦ ρεπορτάζ) (8) .
Σὲ παράσταση μωσαϊκοῦ μὲ σκηνὴ θυσίας στὴν Ἀντιόχεια (σ.15) δίνεται ἰδιαίτερος χῶρος γιὰ νὰ παρατηρηθεῖ ὅτι ὁ «Ἰουλιανὸς ἐδῶ δοκίμασε πικρὲς ἀπογοητεύσεις ἰδιαίτερα ὅταν ἐπιχείρησε νὰ τελέσει θυσία ζώου στὸν ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνα στὸ εἰδυλλιακὸ προάστιο Δάφνη». Πρόκειται γιὰ μία… μεμπτή, σὲ σχέση μὲ τὸ τί ἔχει παραλειφθεῖ, λεπτομέρεια. Στὸ κεφ.3 «Ἡ πάλη τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ τὴν ἀρχαία θρησκεία», τὰ ὀνόματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρονται ἁπλῶς σὲ παρένθεση καὶ μόνο ὡς ἐκπρόσωποι τῆς «χριστιανικῆς διανόησης» (σ.14). Κανένας ἐπιτονισμός, ὅπως, ἀντίθετα, συμβαίνει μὲ τὶς αἱρέσεις. Δύο παραθέματα ἐπικίνδυνα γιὰ τὴ σύγχυση τῶν παιδιῶν (σ. 13-14) . Τὸ πρῶτο ἀπὸ τὸν Θεοδοσιανὸ Κώδικα. Δίνεται ἡ διαταγὴ τοῦ Θεοδοσίου γιὰ τοὺς αἱρετικούς, στὴν ὁποία γιὰ νὰ ἀποκόψει τὶς αἱρετικὲς δοξασίες ἀπὸ τὸ ὀρθὸν τοῦ δόγματος καὶ τὸ «καθόλου» τῆς Ὀρθοδοξίας, καθιερώνει τὸν ὅρο «καθολικὸς χριστιανός»: «Διατάζουμε λοιπὸν ὅλοι ὅσοι ἀκολουθοῦν αὐτὸ τὸν νόμο νὰ ἀποκαλοῦνται καθολικοὶ χριστιανοί. Ἀμέσως, σὲ ἀγκύλη, ἀκολουθεῖ σημείωση ἐπεξηγηματικὴ τοῦ ὅρου «καθολικός», ποὺ ξαναδίνεται μὲ ἔντονα στοιχεῖα σὲ κίνηση πλεονασμοῦ: «Ὁ ὅρος καθολικὸς δηλώνει τοὺς χριστιανοὺς ποὺ δέχονται τὶς ἀποφάσεις τῶν συνόδων καὶ ἀντιτίθενται στὶς αἱρέσεις». Ἡ ἐξήγηση ἔπρεπε μᾶλλον νὰ στραφεῖ στὴν ἐτυμολογία τοῦ ὅρου καθὼς καὶ στὸν τρόπο καὶ τὸν χρόνο τῆς ἀπόφασης.
Ἀντ’ αὐτοῦ χρησιμοποιεῖται ὁ ἐνεστῶτας («δηλώνει») ποὺ παραπέμπει ὁπωσδήποτε στὸν καθολικισμὸ καὶ θὰ δημιουργήσει σύγχυση στὰ παιδιά. Ἀντίθετα, τὸ παράθεμα τῆς ἀμέσως ἑπόμενης σελίδας (14), χρησιμοποιεῖ ἐπίσης παραποιημένα τὸν ὅρο «Ὀρθοδοξία», ἀφοῦ ἀκούγεται ἀπὸ τὰ χείλη ἑνὸς Μονοφυσίτη (ὅρος, ὁ ὁποῖος, ἐπίσης ἐπεξηγεῖται, μόνο ποὺ ἐδῶ δὲν ὑπάρχουν ἔντονα στοιχεῖα), ὁ ὁποῖος μονοφυσίτης ὑποστηρίζει: «Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὁ Θεὸς τῆς ἐκδίκησης…βλέποντας τὴ σκληρότητα τῶν Ρωμαίων (πάλι οἱ Ρωμαῖοι στὸν 6ο καὶ 7ο αἰ. ἂν καὶ ὑπονοοῦνται οἱ Βυζαντινοὶ) ἔφερε ἀπὸ τὸν νότο τοὺς γιοὺς τοῦ Ἰσμαὴλ (Ἄραβες) γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν κακία, τὴν ὀργὴ καὶ τὸν σκληρὸ φανατισμὸ τῶν Ρωμαίων ἐναντίον μας». (Μιχαὴλ ὁ Σύρος ΙΙ/2,412-413, C.Μango, Βυζάντιο, σ. 118.) Ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ ποὺ δεσπόζει στὸν 6ο αἰ. καὶ χρειαζόταν περισσότερες ἀπὸ τριάντα σελίδες στὸ παλιὸ βιβλίο γιὰ νὰ φωτιστεῖ κάπως ἀπὸ τοὺς μαθητὲς (προηγούμενο βιβλίο σ. 106- 139), «ἐξαντλεῖται» σὲ 2 σελίδες (!!!). Στὴν ἀναλογία αὐτή, γιὰ τὴ «Στάση τοῦ Νίκα» (μὲ Ν κεφαλαῖο!) δίνονται τρεῖς γραμμὲς μίας στήλης, ἀλλὰ στὴ «θρησκευτική του πολιτική», ὀκτώ, γιατί ἐκεῖ πρέπει νὰ «χωρέσει» ἡ προσπάθεια τοῦ Ἰουστινιανοῦ νὰ «ἐπιβάλει» τὴν Ὀρθοδοξία σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς αὐτοκρατορίας, ὅπως τονίζει τὸ βιβλίο, ἡ «καταδίωξη τῶν ὀπαδῶν τῶν αἱρέσεων καὶ τῆς ἀρχαίας θρησκείας» καὶ τὸ ὅτι «ἀνέστειλε τὴ λειτουργία τῆς Νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας» (ἔντονα στοιχεῖα στὸ βιβλίο, σ. 16) στὴν Ἀθῆνα (τὸ 529).
Ἡ δὲ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ γινόταν κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ βιβλίου, «μὲ κάθε μέσο». Κανένας λόγος δὲν γίνεται γιὰ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Οὔτε λόγος γιὰ τὸ χαλκέντερό του χαρακτῆρα του γιὰ τὸ ἐργατικὸ καὶ τὸ πιστὸ συνάμα, τὸ ὁποῖο τοῦ ὑπαγόρευε νὰ συμπεριφέρεται στὸν ἑαυτό του μὲ τόση ἀσκητικότητα, σὰν κι αὐτὴ ποὺ περιέγραφε ὁ Προκόπιος στὸ ἀπόσπασμα ποὺ περιεῖχε τὸ προηγούμενο βιβλίο (σ. 146, Προκόπιος, Κτίσματα, Ι, VII 7-9 9). Αὐτὴ εἶναι ὅμως ἡ πνευματικότητα τοῦ Βυζαντίου (10) ; Γιατί κρύβεται ἀπὸ τὰ μάτια τῶν παιδιῶν; Σημειολογία τῆς ἀναφορᾶς στοὺς νόμους: Μὲ ἔντονα στοιχεῖα ἀναφέρεται μόνο ὁ «Ἰουστινιάνειος κώδικας» καὶ ὄχι ὁ «Πανδέκτης» ἢ οἱ «Εἰσηγήσεις» καὶ βεβαίως ὄχι οἱ «Νεαρές», στὶς ὁποῖες ἀφιερώνεται μία ἐπεξηγηματικὴ γραμμὴ ὅτι γράφτηκαν «στὰ ἑλληνικὰ οἱ περισσότερες», ἀλλά, ὄχι γιὰ «νὰ τὶς καταλαβαίνει ὁ κόσμος», ὅπως λέει ἡ ἴδια ἡ «Νεαρὰ» (VII, ΙΓ σ. 149 προηγούμενου βιβλίου), ἀλλὰ «γιατί οἱ ὑπήκοοι τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος, κυρίως, δὲν κατανοοῦσαν τὴ λατινική». Καὶ ἄλλη παραβίαση τῆς ἱστορικῆς ἀκρίβειας. Ὁ Ἡράκλειος ἔχει συμπιεστεῖ μέχρις ἐξαφανίσεως τοῦ ἰδίου καὶ τῆς πολιορκίας τῆς Πόλεως ἀπὸ τοῦ Ἀβάρους. Ἂν δὲν δοθεῖ ἄλλη εὐκαιρία τὰ παιδιά, ποτὲ δὲν θὰ μάθουν γιὰ τὴν θαυμαστὴ ἐκείνη νίκη μὲ τὸν πατριάρχη Σέργιο καὶ τὸ «Τῇ Ὑπερμάχω».
Ἂς ρίξουμε μία ματιὰ στὸ τί λέει τὸ βιβλίο τοῦ καθηγητῆ γιὰ τὶς Πηγές: (Β.τ.Κ. σ. 15). «Κατὰ τὴν ἔρευνα τῶν πηγῶν οἱ μαθητὲς ἐμπλέκονται σὲ μία σειρὰ διαδικασιῶν ἔρευνας καὶ ἐλέγχου τῆς ἀξιοπιστίας τῶν πηγῶν, ἀναζήτησης τῶν αἰτίων καὶ κινήτρων, ἑρμηνείας, διερεύνησης τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἀντικειμενικότητας. Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ συνιστοῦν μία οὐσιαστικὴ πρόκληση πρὸς τὴ σκέψη τῶν μαθητῶν καὶ μεταβάλλουν τὴν πρόσκτηση τῆς ἱστορικῆς γνώσης σὲ πραγματικὸ πνευματικὸ ἀγώνισμα». Καὶ ποιός διαφωνεῖ; Ἀρκεῖ νὰ τοὺς δίνουμε πηγὲς ποὺ πληροφοροῦν ἀπὸ πολλὲς μεριὲς κι ὄχι ἀπὸ μία, συνεχῶς ἀρνητικὴ καὶ στὴ συνέχεια νὰ τοὺς καλοῦμε σὲ ἀντικειμενικὴ στάση. Ἡ κριτικὴ ματιὰ τοῦ παιδιοῦ, ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρξει, για τί εἶναι δύσκολο ἀπὸ ψυχοπαιδαγωγικὴ ἄποψη νὰ ἀναπτυχθεῖ πλήρως σ’ αὐτὴ τὴν ἡλικία, τὸ τονίζουν οἱ ἐπιστήμονες (11), θὰ ὑπαγορευόταν ἀπὸ τὴν ἑξῆς ἐπιθυμία: «πεῖτε μας τὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ τὴν κρίνουμε». Μὲ τὰ γεγονότα στὸ σκοτάδι δὲν νοεῖται ἱστορία, ἀλλὰ σκότος ψηλαφητό. Καὶ ἐκεῖ, στὸ σκοτάδι, ἐσὺ εἶναι σὰν νὰ λὲς στὸ παιδὶ νὰ …κεντήσει! Κι ἀφοῦ γνωρίζουμε ὅτι οἱ «μαθητὲς κατανοοῦν εὐχερέστερα τὶς ἄμεσες πηγὲς» (Β. τ. Κ. σ. 15) γιατί τοὺς παραθέτουμε στὴν Α΄ καὶ Β΄ Γυμνασίου γραπτές, ἐξειδικευμένες καὶ δυσνόητες πηγὲς καὶ ὄχι ἀρχαιολογικὰ εὐρήματα, νομίσματα, ἐπιγραφές, εἰκόνες, ψηφιδωτά, ἁγιογραφίες …, ποὺ μιλοῦν ἀπὸ μόνα τους;
Μιᾶς καὶ εἶναι γνωστὸ ὅτι «τῆς ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας, τὸ καταλειπόμενον ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα», κατὰ τὸν Πολύβιο (Ἱστορία 14, 4-7). Ἡ διάσταση τοῦ χώρου εἶναι ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, ἀφοῦ γιὰ νὰ τὴν κατανοήσουν οἱ μαθητὲς τοὺς παρέχεται ἕνα καθόλου αἰσιόδοξο, διαστημικὸ παράδειγμα ποὺ κάνει «αὐτονόητη» (;) τὴ χρήση τοῦ χάρτη. Ἡ συνεχὴς ἐπανάληψη τοῦ ὅρου «Ρωμαῖος» καὶ σὲ προχωρημένη περίοδο τοῦ Βυζαντίου καθιστᾶ τοὺς συγγραφεῖς… Ρωμαϊκότερους τῶν Ρωμαίων(!), ἀφοῦ συνεχίζει νὰ ὑπάρχει πρόβλημα συνεννόησης, σὲ ποιοὺς ἀναφέρονται. Παρατίθενται διαρκῶς πηγὲς ἀραβικὲς καί, συνεπῶς, ἡ δική τους θεώρηση. Ἡ ἄλλη θεώρηση ποῦ εἶναι; Οἱ βυζαντινὲς πηγὲς παραθεωροῦνται; Παράλληλα παρατηρεῖται ἄνιση κατανομὴ τοῦ ἐναπομείναντος χώρου τοῦ βιβλίου ὡς πρὸς τὴν παράθεση τοῦ εἰκονογραφικοῦ καὶ ἐποπτικοῦ ὑλικοῦ: εἰκόνες , χάρτες, σχεδιαγράμματα ἀριθμοῦνται ὑπὲρ μιᾶς πλαστῆς ρωμαϊκῆς κυριαρχίας καὶ στὴ συνέχεια, τῆς φραγκικῆς δυτικῆς, σλαβικῆς, βουλγαρικῆς καὶ ἰσλαμικῆς ὑπεροχῆς.
Ἡ Μεσοβυζαντινὴ περίοδος ἐξαντλεῖται σὲ ἄλλες τρεῖς σελίδες ὑπὸ τὸν γενικότερο τίτλο: «Κοινωνία καὶ Οἰκονομία». Κυριαρχοῦν (καὶ προτάσσονται κατὰ τὸ συνήθη πιὰ τρόπο διάταξης τῆς ὕλης) οἱ ὅροι κλειδιά(!), τανάλιες, μᾶλλον, στὸ μυαλὸ τοῦ μαθητῆ: «ἀριστοκρατία τῶν ἀξιωματικῶν, ἀριστοκρατία τῆς γῆς, δυνατοί, πένητες, πάροικοι, χωρία, ἐκχρηματισμένη οἰκονομία, ἀστυκῶμες, συντεχνίες». Τὸ μόνο ποὺ μαθαίνουμε ἀπὸ τὴ «δυναστεία τῶν Μακεδόνων», ποὺ φυλάσσονται σὲ ἀχλὺ μυστηρίου, ἀφοῦ δὲν δίνονται τὰ ὀνόματά τους κι οὔτε προσδιορίζεται ποιὰ εἶναι ἐπιτέλους αὐτὴ ἡ Μακεδονία, εἶναι τὸ ἑξῆς: «Στὰ χρόνια τους ἡ δημογραφικὴ ἐξέλιξη σταθεροποιήθηκε(!) καὶ οἱ δεῖκτες τῆς οἰκονομίας βελτιώθηκαν» (σ. 48). Ἐπίσης, αὐτοὶ εἶναι οἱ αὐτοκράτορες ποὺ ἀσκοῦν «ἰταλικὴ πολιτικὴ καὶ ἔχουν καλὲς σχέσεις μὲ τὸ Γερμανικὸ Κράτος»! (κεφαλαῖα τὰ ἀρχικὰ ἐδῶ). Στὰ δύο παραθέματα ἀρκετὰ μεγάλα ἀπὸ τὸ «βίο Ἁγίου Φιλαρέτου τοῦ Ἐλεήμονος» (τέλη 8ου αἰ.), ἐμμέσως πλὴν σαφῶς, βγαίνει ἀντιφατικὸ συμπέρασμα ἀνάμεσα στὶς λέξεις ἅγιος καὶ ζάπλουτος. Τὸ συμπέρασμα ποὺ βγαίνει καὶ ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τὶς πηγὲς εἶναι ὅτι οἱ αὐτοκράτορες συμφεροντολογικὰ «σώζουν» τοὺς χωρικούς, ἀφοῦ αὐτοὶ «προσφέρουν ὀφέλη στὸ κράτος: φόρους, στρατό κ.λπ.». Καμμιὰ νύξη γιὰ ἔλεος, κοινωνικὴ δικαιοσύνη, αἰσθήματα ἀδικίας ποὺ ἔπνιγαν. Συνεπῶς διάχυτη εἶναι ἡ ἐντύπωση μίας ἀνάλγητης πολιτικῆς τῶν Βυζαντινῶν; Καὶ διόλου γνωστὸ δὲν θὰ γίνει στὰ παιδιὰ ὅτι ἕνας ἀπὸ σπουδαιότερους, ἂν ὄχι ὁ σπουδαιότερος νόμος, τὸ «Ἀλληλέγγυον»- ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Βασίλειο Βουλγαροκτόνο.
Ποῦ πῆγε ὁ ἀσύγκριτος πολιτισμὸς τοῦ Βυζαντίου; Ποῦ τὰ χαρίσματα τοῦ Βασιλείου τοῦ Βουλγαροκτόνου, ποῦ, καθὼς ντρεπόμαστε νὰ σταθοῦμε ἀπέναντι στὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια, δὲν προσφέρουμε καὶ τὸ συνοδευτικό του προσωνύμιο ποὺ αὐτὴ τοῦ ἀπέδωσε. Ἴσως νὰ δυσκολευτοῦμε νὰ τὸ βροῦμε καὶ στὸ βιβλιοπωλεῖο μὲ τὸν τίτλο Βασίλειος Β΄. Αὐτό, δὲν εἶναι ἔργο τῆς Πηνελόπης Δέλτα! Ἡ Εἰκονομαχία, κατὰ τὸ βιβλίο εἶχε τὴν ἑξῆς ὀλέθρια συνέπεια στὸν τομέα τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς καὶ τοῦ πολιτισμοῦ: «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δυσαρεστημένη ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους αὐτοκράτορες «γύρισε τὴν πλάτη» (αὐτολεξεὶ καὶ μὲ εἰσαγωγικὰ) στὸ Βυζάντιο, ἀπομακρύνθηκε ἀπ’ αὐτὸ καὶ ἀναζήτησε στήριξη στοὺς ἡγεμόνες τῶν Φράγκων, ἀναδυομένη τότε πολιτικὴ δύναμη τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης» (σ. 35). Μὲ ἀμφίβολο τρόπο χειρίζεται τὸ βιβλίο τὴν πολιτικὴ τῶν Ἰσαύρων στὸ θέμα τῶν εἰκόνων, ὁ δὲ Ἰωάννης Δαμασκηνός, ποὺ ἔδωσε λύση στὸ ζήτημα τῶν εἰκόνων εἶναι κάποιος ποὺ ἔζησε «στὴν ἐπικράτεια τοῦ ἀραβικοῦ χαλιφάτου» (σ. 34).
Ἀποσιωπᾶται ἡ δεύτερη πολιορκία τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Ἄραβες τοῦ Μασλαμᾶ τὸν Αὔγουστο τοῦ 717, ποὺ κράτησε ἕνα χρόνο καὶ τελείωσε μὲ θριαμβευτικὴ νίκη τῶν Βυζαντινῶν. Τόσο μεγάλης σπουδαιότητας νίκη ποὺ παραλληλίζεται μὲ τὴν ἀντίσταση τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον τῶν Περσῶν στὸ Μαραθῶνα καὶ ὁ Λέων Γ΄ ὁ Ἴσαυρος, μὲ τὸ Μιλτιάδη. Οὔτε λόγος γίνεται γιὰ τὴ σπουδαιότητα τῆς Βυζαντινής Τέχνης. Ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Ρώσων προκύπτει ὡς ἀποτέλεσμα ἐκβιασμοῦ τοῦ Βλαδίμηρου πρὸς τὸν Βασίλειο Β΄ ὅτι θὰ κατέστρεφε τὴν Κωνσταντινούπολη ἂν δὲν τοῦ ἔδιναν γιὰ γυναῖκα του τὴν Ἄννα, ἀδελφὴ τοῦ αὐτοκράτορα. (Πηγὴ ἀπὸ Λαυρεντιανὸ Χρονικὸ σὲ γερμανικὴ μετάφραση!).
Στὴν ἀνακήρυξη τοῦ Ὄθωνα ὡς αὐτοκράτορος τῶν Ρωμαίων ἀπὸ τὸν Πάπα, τὰ γεγονότα ξαναγράφονται ὑπὲρ τῆς παπογερμανικῆς πλευρᾶς. Ἔτσι, ὁ Λιουτπράνδος , ἐπίσκοπος Κρεμώνας ταξίδευε στὴν Κωνσταντινούπολη (Δεκ. 968) γιὰ νὰ προτείνει (!) εἰρήνη καὶ γάμο τοῦ γ ε ρ μ α ν ο ῦ διαδόχου (!) μὲ μία βυζαντινὴ πριγκίπισσα, χωρὶς νὰ ἀναφέρεται πουθενὰ ὅτι ὁ Ὄθων χρειαζόταν τὴν ἀναγνώριση ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ ἐπικυρώσει τὸν τίτλο του, ἀφοῦ ὁ Βυζαντινὸς αὐτοκράτορας ἦταν αὐτοκράτορας ὅλων τῶν Ρωμαίων (Ρωμαῖος ἤ… Βυζαντινὸς εἶναι ἐδῶ ὁ αὐτοκράτορας;) Παρατηροῦμε ἀκόμη ὅτι : «Ἐξισλαμισμὸς τῶν μικρασιατικῶν ἐπαρχιῶν εἶναι ἡ μεταστροφή τους στὸ Ἰσλάμ» (σ. 55). Τὸ Σχίσμα τῶν δύο ἐκκλησιῶν θεωρεῖται «ἀποτέλεσμα τῆς ἀλαζονείας τῶν διαπραγματευτῶν» καὶ εἶναι ἡ «ρήξη μιᾶς παλιᾶς ἀντιπαράθεσης Ἀνατολῆς – Δύσης, ποὺ ἀφοροῦσε οὐσιαστικὰ τὸ ζήτημα τῆς κυριαρχίας ἐπὶ τῆς χριστιανικῆς οἰκουμένης»(!) (σελ. 57).
Ὁ Μανουὴλ Κομνηνὸς ἐπαινεῖται γιατί στηρίχθηκε στὶς ὑπηρεσίες τῶν Λατίνων. Οἱ Σταυροφορίες π ρ ο ῆ λ θ α ν ἀπὸ «πρωτοβουλία τῶν παπῶν ποὺ ἀ π έ β λ ε π ε στὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Παναγίου Τάφου καὶ τῶν Ἁγίων Τόπων ποὺ εἶχαν κατακτήσει οἱ Σελτζούκοι (1077)». Οἱ δὲ στρατιῶτες τῶν φεουδαρχῶν στὴ Συρία καὶ Παλαιστίνη «ἔδειξαν σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῶν συγκρούσεων μαχητικότητα μέχρις αὐταπαρνήσεως καὶ γνήσιο θρησκευτικὸ πάθος»(!) (σ. 59). Προκλητικὴ εἶναι καὶ ἡ μεγεθυμένη μικρογραφία ἢ πίνακας (δὲν ἀναφέρεται) ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τῶν Παρισίων μὲ τίτλο «Γενίτσαροι. Τὸ σῶμα τῶν γενιτσάρων (νέος στρατὸς) προερχόταν ἀπὸ ἐξισλαμισθέντα χριστιανόπουλα» (σ. 134). Καμμία νύξη δὲν γίνεται γιὰ βιαιότητα. Μᾶλλον ἐθελοντικὰ θὰ κατατάσσονταν!
Ποιός εἶναι ὁ Κωσταντῖνος ΙΑ΄; Κανένας μαθητὴς δὲν θὰ τὸν ταυτίσει μὲ τὸν Παλαιολόγο. Ἄλλωστε στὸ κεφάλαιο τῆς Ἅλωσης (σ. 67-68) προεξάρχει ὁ Πορθητὴς ποὺ «ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας μέρα μπῆκε μὲ πομπὴ στὴν κατακτημένη πόλη, προσευχήθηκε στὴν Ἁγία Σοφία καὶ ἀνήγγειλε ὅτι ἐφεξῆς πρωτεύουσά του θὰ εἶναι ἡ Πόλη». Οὔτε λόγος γιὰ κεῖνο τὸ «αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν», οὔτε λόγος γιὰ τὸν Παλαιολόγο. Συμπερασματικὰ διαπιστώνουμε νὰ δίνεται στὸ βιβλίο μία ὡραιοποιημένη εἰκόνα τῆς Δύσης, τῶν Ἀράβων, τοῦ Ἰσλάμ, τῶν Ὀθωμανῶν καὶ τῶν Σλαβοβουλγάρων καὶ ἀμαυρωμένη τοῦ Βυζαντίου καὶ τοῦ ἑλληνισμοῦ. Αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ λέγεται κατασκευὴ ἱστορίας ἢ μᾶλλον κατασκευὴ τοῦ χάους . Μὲ ποιό σκοπό; Τὸν διαπολιτισμό; Αὐτὸς σέβεται τὴν ἑτερότητα, ἀλλὰ δὲν πολτοποιεῖ τὴν ταυτότητα. Ἀλήθεια, ποιό τὸ ὄφελος τῆς διαθεματικότητας ὅταν τὸ … θέμα στερεῖται ἀξιῶν; Σὲ συνέντευξή του στὸ περιοδικὸ «Πεμπτουσία», (προδημοσιευμένη στὴν Καθημερινή της 5.11.2000) ὁ Σὲρ Στῆβεν Ράνσιμαν ὑποστηρίζει: «Τὰ πνευματικὰ ἀναστήματα τοῦ Βυζαντίου εἶναι θαυμαστά. Ἔχουν προσφέρει πάρα πολλὰ πράγματα καὶ ὑπηρεσίες στὸν εὐρωπαϊκὸ πολιτισμό. Οἱ Βυζαντινοὶ διατηροῦσαν πάντοτε ἂν καὶ σὲ ὁρισμένες περιστάσεις δὲν τὸ πέτυχαν ἐξ ὁλοκλήρου ἕνα πνευματικὸ ἐπίπεδο ὑψηλῆς στάθμης καὶ φρονῶ ὅτι αὐτὸ εἶναι μᾶλλον ἡ πεμπτουσία, τὸ πιὸ σημαντικὸ στοιχεῖο».
Ὁ τρόπος χρήσης τῆς γλώσσας (ἐπίθετα, ἐπιλογὴ λέξεων, ἐπιτονισμός…) εἶναι δηλωτικὸς τοῦ τρόπου ἀντιμετώπισης τοῦ περιεχομένου, τῆς ἀπαξίωσής του ἢ τῆς ἀνάδειξής του. Ἡ αἴσθηση ποὺ φαίνεται νὰ ἀφήνει τὸ βιβλίο στοὺς ἐκπαιδευτικοὺς ποὺ τὸ διδάσκουν εἶναι ἑνὸς ἀναγκαστικοῦ συνεργάτη ποὺ δὲν σὲ προσβάλλει ἀνοικτά, ἀλλὰ σὲ κοιτάζει μὲ εἰρωνικὸ ὕφος καὶ σοὺ μιλᾶ μὲ ἀπαξιωτικὸ τρόπο ποὺ σοῦ προξενεῖ… κατάθλιψη. Σὲ καμμιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις δὲν ὑπάρχει ἐπικοινωνία. Ὁ «συνοπτικὸς» τρόπος παράθεσης τῆς ὕλης, τελικὰ δὲν φαίνεται νὰ διευκολύνει μαθητὲς καὶ καθηγητές, μᾶλλον ἀποτελεῖ γρῖφο γιὰ γεροὺς λύτες, παρόλη τὴν προσπάθεια ἐναλλακτικῆς ὀπτικῆς γιὰ τὴ διδακτέα ὕλη καὶ ἐναλλακτικῶν μεθόδων διδασκαλίας.
1. Ἰωάννης Δημητρούκας, (Φιλόλογος, ἐκπαιδευτικός Δευτεροβάθμιας Ἑκπαίδευσης) καὶ Θουκυδίδης Ἰωάννου, (Σχολικός Σύμβουλος), Μεσαιωνικὴ καὶ Νεότερη Ἱστορία Β΄ Γυμνασίου, ΥΠΕΠΘ Παιδαγωγικό Ἰνστιτοῦτο, ΟΕΔΒ Ἀθῆνα 2006
2. Werner Jaeger, Παιδεία , τόμοι Α΄-Γ΄, Oxford University Press, 1986. Ἑλένη Γλύκατζη – Ἀρβελέρ, Πολιτισμὸς καὶ Ἑλληνισμός, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθῆνα 2007
3. W. H. WALS, Εἰσαγωγὴ στὴ Φιλοσοφία τῆς Ἱστορίας, μτφρ. Φανούριος Κ. Βώρος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1985.
4. Γιὰ τὴ «Σύγχρονη Ἱστοριογραφία», τὴ «διδακτικὴ προσέγγιση τῆς ἱστορικῆς γνώσης» καθὼς καὶ γιὰ τὶς «σύγχρονες τάσεις τῆς διδακτικῆς της ἱστορίας» μὲ ὁδηγίες γιὰ τὴ διδασκαλία της, βλ. Βιβλίο τοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ, Μεσαιωνικὴ καὶ Νεότερη Ἱστορία, Β΄ Γυμνασίου ἀπὸ τοὺς ἴδιους συγγραφεῖς, Ἰωάννη Δημητρούκα καὶ Θουκυδίδη Ἰωάννου (ἐφεξῆς θὰ ἀναφέρεται ὡς Βιβλίο τοῦ Καθηγητῆ, μὲ συντομογραφία Β. τ. Κ.). Δὲς καὶ Ἀναλυτικὰ Προγράμματα Σπουδῶν (Α.Π.Σ) καθὼς καὶ τὰ ΔΕΠΣ
5. Παραθέτουμε ὁρισμὸ τοῦ Βυζαντίου τῆς Βυζαντινολόγου Ἑλένης Γλύκατζη Ἀρβελέρ : «Βυζάντιο εἶναι ἡ ἐκχριστιανισμένη καὶ ἐξελληνισμένη Ρωμαϊκὴ ἀνατολικὴ αὐτοκρατορία μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ πρωτεύουσα», στὸ βιβλίο της Γιατί τὸ Βυζάντιο, Ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθῆνα 2009, σ. 19.
6. Θεόδωρος Κατσουλάκος, Γεωργία Κοκκουροῦ-Ἀλευρᾶ, Βασίλειος Σκουλάτος, Ἀρχαία Ἱστορία Α’ Γυμνασίου, ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικὸ Ἰνστιτοῦτο, ΟΕΔΒ Ἀθῆνα 2006.
7. Λάμπρου Τσιακτσίρα, Ζαχαρία Ὀρφανουδάκη, Μαρία Θεοχάρη, Ἱστορία Ρωμαϊκὴ καὶ Βυζαντινὴ Β΄ Γυμνασίου (146 π.Χ.- 1453 μ.Χ) ΟΕΔΒ Ἀθῆνα (στὸ ἑξῆς θὰ ἀναφέρεται ὡς «προηγούμενο βιβλίο»).
8. Κωνσταντίνου Ἀκριβόπουλου, Ἔβλαψε τὸ Βυζάντιο τὴν Ἀρχαιότητα; (Καθημερινὴ 16-6-2002). Hans-Georg Beck, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Δημώδους Λογοτεχνίας, μτφρ, Νίκη Eideneier, Μ.Ι.Ε.Τ., Ἁθῆνα 2007
9. Προκόπιος, Περὶ Κτισμάτων, Β, 1, μτφρ. Σ. Κοκκίνου – Μαντᾶ καὶ Ἀ. Τζαφερόπουλος. Ἐπίσης Herbet Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία – Ἡ λόγια κοσμικὴ γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν, Τόμος Β΄, ΜΙΕΤ, Ἀθῆνα 2005.
10. Ἄβεριν Κάμερον, Οἱ Βυζαντινοί, ἐκδ. Ψυχογιός, μτφρ. Γιώργου Τζήμα, Ἀθῆνα 2008. Βλέπε καὶ τὴ συνέντευξη τῆς διακεκριμένης Βυζαντινολόγου, καθηγήτριας τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας καὶ τοῦ Βυζαντίου στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης, συγγραφέως, στὸ Culture, 2 Μαΐου 2009, τεῦχος 69, «Τὸ Βυζάντιο ἀφορᾶ ὅλη τὴν Εὐρώπη… Δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε ὅσα συμβαίνουν σήμερα καὶ ποὺ αὔριο θὰ εἶναι Ἱστορία, ἐκτὸς καὶ ἂν μάθουμε πολὺ περισσότερα γιὰ τὸ Βυζάντιο».
11. Ἠλίας Ματσαγκούρας, Θεωρία καὶ πράξη τῆς διδασκαλίας, Στρατηγικὲς διδασκαλίες. Ἀπὸ τὴν πληροφόρηση στὴν κριτικὴ σκέψη, τόμος Β’, Ἀθῆνα 1994. Βλ. καὶ John Dewey, Ἐμπειρία καὶ Ἐκπαίδευση, ἐκδ. Γλάρος, 1980 καθὼς καὶ Παύλου Κυριακίδη, Κριτικὴ Σκέψη, Ἠπειρωτικὰ Γράμματα, ἔτος Δ’, τεῦχ. 8, Ἰωάννινα Ὀκτώβριος 2005.