109
Η ΦΟΝΙΣΣΑ. Ολυμπίας Τσικαρδάνη
Η λέξη “συγκλονιστικό”, νομίζω πως είναι λίγη για να αποδόσει το αποτέλεσμα της κινηματογραφικής ματιάς της Εύας Νάθενα, πάνω στο έργο του Παπαδιαμάντη ” Η φόνισσα”.
Το χωροχρονικό πλαίσιο της φτωχής και εξαθλιωμένης Ελλάδας των αρχών του αιώνα, αποτυπώνεται με τρόπο καθηλωτικό.
Άγονη γη, γκρίζα τοπία, ένας τόπος φτιαγμένος από πέτρα και πόνο, εσωτερικοί χώροι σπιτιών με ελάχιστα αντικείμενα αλλά με πλεονάζουσα τη γυναικεία παρουσία- απουσία, μέσα από αιχμηρούς συμβολισμούς για το πόσο καθοριστική είναι η επίδραση του τόπου και του τοπίου στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, συνθέτουν το φόντο για τη δράση μιας γυναίκας που είναι για πολλά χρόνια θύμα, όχι μόνο μιας ανδροκρατούμενη εποχής αλλά και της φτώχειας των απομονωμένων νησιωτών, που δεν αφήνει κανένα περιθώριο διαφυγής.
Φυσικά, δεν είναι η μόνη.
Μια διαγενεαλογική αλυσίδα στερήσεων, κακοποίησης και καθημερινής πάλης με τα στερεότυπα του φύλου τους, κάνουν τις γυναίκες να γίνονται σκληρές απέναντι στις άλλες γυναίκες αλλά και στις ίδιες τους τις κόρες,
για να τις προετοιμάσουν για το ζοφερό μέλλον τους που απαιτούσε αντοχή, υπομονή και σιωπή…
Η γυναίκα αυτή που είναι αρκετά έξυπνη για να έχει συνείδηση του κακού ριζικού που περιμένει κάθε φτωχό κορίτσι, φτάνει στο σημείο να ” ψηλώσει ο νους της” και από θύμα να γίνει θύτης, σκοτώνοντας μικρά κορίτσια έχοντας ως άλλοθι, την σκέψη ότι έτσι τα λυτρώνει από τις δυσκολίες μιας αβάσταχτης ζωής…
Δεν είναι άκαρδη ή κακιά από τη φύση της.
Είναι βαθιά πληγωμένη από τη στέρηση της αγάπης της μάνας της, που τη στοιχειώνει με τη σκληράδα της και την ακολουθεί ως ανεπούλωτο τραύμα ως το τέλος, με τη μορφή της να την ακολουθεί σαν φάντασμα. Αποκαλυπτική για αυτό, η σκηνή που παίρνει το χέρι της πεθαμένης μάνας της, και το βάζει να χαϊδεύει το μάγουλό της, ξεσπώντας σε λυγμούς….Αυτό ήταν και το μόνο χάδι της…
Είναι εντελώς απροστάτευτη από την πολιτεία και τους θεσμούς της, καθώς και από την ανδρική δύναμη που δεν την έχει γνωρίσει παρά μόνο ως επιβαλλόμενη κυριαρχία.
Η απόδοση του χαρακτήρα της αντιηρωίδας Χαδούλας, με την μεγαλοφυία της υποκριτικής, της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη,
γίνεται αναπόφευκτα το μεγάλο ατού της ταινίας.
Το άγριο από τον πόνο βλέμμα της, το σφίξιμο των χειλιών για να μη μιλήσει,
τα βρώμικα χέρια της που από τη μια φέρνουν στη ζωή αθώα μωρά, κι από την άλλη τα πνίγουν, η αλλόκοτη καρτερία της που γίνεται στη συνέχεια, ένσταση και ενοχή,
αποτελούν μια συνειδητή καταγγελία εναντίον των κοινωνιών που θρέφουν την ανισότητα και την αδικία.
Γύρω από τη Φραγκογιαννού, μια κοινωνία συνένοχη σε ένα διαρκές έγκλημα κατά των γυναικών, οπλίζει ορατά και αόρατα, το χέρι των ίδιων των γυναικών κατά των κοριτσιών τους διαιωνίζοντας τη δυστυχία και στις επόμενες γενιές.
Η σκηνοθετική ματιά, χωρίς να χάσει ούτε στιγμή την επαφή της με τις αλήθειες του Παπαδιαμάντη, προσθέτει σ’ αυτές μια ευρύτερη διάσταση, που ξεπερνά την ατομική ιδιαιτερότητα της Φραγκογιαννούς.
Τονίζει στο τέλος, πως η ιστορία της, δεν είναι μεμονωμένη και καθαρά ψυχοπαθολογική.
Είναι κομμάτι μιας άγνωστης στους περισσότερους, συστηματικής από τις φτωχές κοινωνίες, φυλοκτονίας, εξαιτίας του θεσμού της προίκας που επιβάρυνε τις φτωχές οικογένειες και επέφερε εκατομμύρια θανάτους σε κοριτσάκια, σε όλο τον κόσμο, σαν “λύση” για τις αδιέξοδες ζωές τους…
Ένα είναι σίγουρο.
Η ταινία της Φόνισσας, θα γίνει στο μέλλον, σημείο αναφοράς στην κινηματογραφική τέχνη.
Γιατί κατάφερε, να μεταμορφώσει τη λογοτεχνία σε ένα έργο διαχρονικής αλήθειας και πολλαπλών συμβολισμών.
Η ταινία, μοιάζει τελικά με κιβωτό της συλλογικής μας μνήμης και μέσο αναβίωσης μιας άγνωστης ιστορίας.
Για τον απαιτητικό και σκεπτόμενο θεατή, μοιάζει επίσης και με χαστούκι αφύπνισης
που τον αναγκάζει να έρθει αντιμέτωπος, με όλα τα σύγχρονα ατιμώρητα “φονικά” εις βάρος των αθώων παιδιών του κόσμου.
Μπορεί να άλλαξαν μορφή, αλλά είναι το ίδιο θανατηφόρα…