367
… Μετά απ’ αυτά που συνέβησαν στον κήπο της Γεσθημανή οι στρατιώτες συνέλαβαν τον Ιησού.
«Ἡ οὖν σπεῖρα καὶ ὁ χιλίαρχος καὶ οἱ ὑπηρέται τῶν Ἰουδαίων συνέλαβον τὸν Ἰησοῦν καὶ ἔδησαν αὐτόν, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν πρὸς Ἄνναν πρῶτον· ἦν γὰρ πενθερὸς τοῦ Καϊάφα, ὃς ἦν ἀρχιερεὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου. ἦν δὲ Καϊάφας ὁ συμβουλεύσας τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι συμφέρει ἕνα ἄνθρωπον ἀπολέσθαι ὑπὲρ τοῦ λαοῦ.» (Κατά Ιωάννην 18, 12-14).
[Τότε, λοιπόν, το στρατιωτικόν απόσπασμα και ο χιλίαρχος και οι υπηρέτεςι των Ιουδαίων έπιασαν τον Ιησού και τον έδεσαν. Και τον πήγαν πρώτα στον Άννα, που ήταν πεθερός του Καϊάφα, του αρχιερέα γι’ αυτό το έτος. Ο Καϊάφας ήταν εκείνος που είχε συμβουλεύσει τους Ιουδαίους, ότι συμφέρει να χαθεί ένας άνθρωπος για να σωθεί ο λαός.]
Ο Ιησούς γνώριζε καλά, και από τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, ότι οι δίκαιοι πάντοτε υπέφεραν και διώχθηκαν και μάλιστα από εκείνους που ήσαν οι θεματοφύλακες της δικαιοσύνης και της αλήθειας. Οι Ψαλμοί και τα κείμενα των Προφητών είναι γεμάτα από τα παθήματα των μαρτύρων της αλήθειας. Όλοι αυτοί υπέφεραν από τους άδικους κάθε εποχής, που είχαν δύναμη και κατείχαν την εξουσία. Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα.
Στην ιουδαϊκή κοινωνία της εποχής του Ιησού αυτό που βάραινε περισσότερο δεν ήταν η ουσία της δικαιοσύνης, αλλά η φαρισαϊκή εφαρμογή των κανόνων και η πιστή διατήρηση των τύπων μόνο. Ο νόμος ήταν πολύ αυστηρός για κείνους που ήταν ενάντια στις διατάξεις της Τορά και δεν ακολοθούσαν πιστά τις ερμηνευτικές διατάξεις των νομοδιδασκάλων. Οι ουσιαστικοί, όμως, καταπατητές του μωσαϊκού Νόμου συνήθως βρίσκονταν στην εξουσία.
Μετά τη σύλληψή του στον κήπο της Γεσθημανή, ο Ιησούς οδηγήθηκε στο σπίτι του Αρχιερέα, που ήταν συγκεντρωμένοι οι Γραμματείς και οι Πρεσβύτεροι. Σύμφωνα με τους κανόνες του Μεγάλου Συνεδρίου, ο Ιησούς, επειδή είχε κατηγορηθεί ως ψευδοπροφήτης για βλασφημία και αποστασία, έπρεπε να περάσει από κανονική εκκλησιαστική δίκη για να καταδικαστεί από το ανώτατο δικαστήριο των Ιεροσολύμων.
Ο χρόνος όμως δεν έφτανε για να γίνουν, κανονικά, όλα αυτά. Οδηγήθηκε, λοιπόν, πρώτα στον Άννα, που διενήργησε μια «άτυπη προανάκριση».
Ο Άννας ο Πρεσβύτερος, γιος του Σηθ, είχε τοποθετηθεί αρχιερέας των Ιουδαίων το 6 ή 7 μ.Χ. από τον λεγάτο της Συρίας Κυρήνιο. Ο Ρωμαίος επίτροπος Βαλέριος Γράτος τον απομάκρυνε από τη θέση αυτή το 15 μ.Χ. Όμως, όντας άνθρωπος των ελιγμών, κατάφερε να διατηρήσει την ισχυρή επιρροή του στο Μεγάλο Εβραϊκό Συνέδριο και να κυριαρχεί στα θρησκευτικά πράγματα των Ιεροσολύμων για μισό αιώνα.
Κατόρθωσε να προωθήσει στη θέση του Αρχιερέα πρόσωπα της οικογένειας του και της απόλυτης εμπιστοσύνης του. Οι πέντε γιοί του (Ελεάζαρ, Ιωνάθαν, Θεόφιλος, Ματθίας, Άννας ο νεότερος) έγιναν αρχιερείς, καθώς και ο σύζυγος της κόρης του Καϊάφας.
Στην «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» ο Ιώσηπος αναφέρει:
«λεγόμενος ευτυχέστατος γενέσθαι•πέντε γαρ έσχε παίδας, και τούτους πάντας συνέβη αρχιερατεύσαι τω Θεώ, αυτός και πρότερον της τιμής επί πλείστον απολαύσας, όπερ ουδενί συνέβη των παρ’ ημίν αρχιερέων» (Βιβλίο 20, κεφ. 9, στ. 1).
Ήταν πρόσωπο διεφθαρμένο και μισητό λόγω της βίαιης συμπεριφοράς του και κατεχόταν συνεχώς από το φόβο της ανατροπής του ή κάποιας απόπειρας κατά της ζωής του. Αναφέρεται ότι ασκούσε την αρχιερατεία μαζί με τον γαμπρό του, τον Καϊάφα.
«ἐπ᾿ ἀρχιερέως Ἄννα καὶ Καϊάφα, ἐγένετο ῥῆμα Θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην τὸν Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ,» (Κατά Λουκάν 3,2).
[όταν αρχιερείς ήταν ο Άννας και ο Καϊάφας, διέταξε ο Θεός τον Ιωάννη, το γιο του Ζαχαρία, που έμενε στην έρημον]
Αυτό δεν μπορούσε να συμβαίνει γιατί την αρχιερατεία ασκούσε μόνο ένας αρχιερέας, αλλά ο Λουκάς ίσως αναφέρει και τον Άννα ως αρχιερέα, γιατί σε κάθε ζήτημα είχε τον πρώτο λόγο, οι δε γιοί του και ο γαμπρός του ακολουθούσαν πιστά τις συμβουλές του.
Ο Άννας και οι γιοί του ήταν πάμπλουτοι, αφού είχαν την αποκλειστική διαχείριση των εσόδων του Ναού. Με την πολιτική τους είχαν μετατρέψει τον Ναό σε σπήλαιο ληστών
«καὶ λέγει αὐτοῖς· Γέγραπται, ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν.» (Κατά Ματθαίον 21,13).
[Και τους λέει· «στις Γραφές είναι γραμμένο ότι οίκος μου θα ονομασθεί οίκος προσευχής· αλλά εσείς τον κάνατε, σπηλιά ληστών»]
Στο Ταλμούδ αναφέρεται μια κατάρα
«επί την οικογένειαν του Άννα και τους συριγμούς της ως της εχίδνης» (Pesach 57a).
Ο Άννας ρώτησε, λοιπόν, τον Ιησού για το έργο του, τη διδασκαλία του και τους μαθητές του. Είχε την ελπίδα ότι ο Ιησούς, στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί τον εαυτόν του, ή θα αναιρούσε όσα είχε διδάξει ή θα ομολογούσε. Μια τέτοια ομολογία θα διευκόλυνε τα σχέδιά του στη δίκη που θα ακολουθούσε. Την εποχή εκείνη στην Παλαιστίνη δρούσαν πολλές μυστικές οργανωμένες ομάδες με, σχεδόν, άγνωστους σκοπούς στις επίσημες αρχές. Γι’ αυτό προσπάθησε να στρέψει την εξέτασή του σ’ αυτη την κατεύθυνση. Ο Ιησούς, όμως, του απάντησε με ειλικρίνεια.
«Ὁ οὖν ἀρχιερεὺς ἠρώτησε τὸν Ἰησοῦν περὶ τῶν μαθη-τῶν αὐτοῦ καὶ περὶ τῆς διδαχῆς αὐτοῦ. ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγὼ παῤῥησίᾳ ἐλάλησα τῷ κόσμῳ· ἐγὼ πάντοτε ἐδίδαξα ἐν συναγωγῇ καὶ ἐν τῷ ἱερῷ, ὅπου πάντοτε οἱ Ἰουδαῖοι συνέρχονται, καὶ ἐν κρυπτῷ ἐλάλησα οὐδέν. τί με ἐπερωτᾷς; ἐπερώτησον τοὺς ἀκηκοότας τί ἐλάλησα αὐτοῖς· ἴδε οὗτοι οἴδασιν ἃ εἶπον ἐγώ. ταῦτα δὲ αὐτοῦ εἰπόντος εἷς τῶν ὑπηρετῶν παρεστηκὼς ἔδωκε ῥάπισμα τῷ Ἰησοῦ εἰπών· οὕτως ἀποκρίνῃ τῷ ἀρχιερεῖ; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ· εἰ δὲ καλῶς, τί με δέρεις;» (Κατά Ιωάννην 18,19-23).
[Ο αρχιερέας, λοιπόν, ρώτησε τον Ιησού για τους μαθητές του, ποίοι ήταν και γιατί τον ακολουθούσαν, και για τη διδασκαλία του. Ο Ιησούς του απάντησε· «Εγώ φανερά μίλησα στους ανθρώπους· εγώ πάντοτε δίδαξα στις συναγωγές και στις αυλές του Ναού, όπου πάντοτε, οι Ιουδαίοι συγκεντρώνονται και δεν είπα τίποτε κρυφά. Γιατί ερωτάς εμένα; Ρώτησε εκείνους, που με άκουσαν να σου είπουν τι τους δίδαξα. Ιδού, αυτοί γνωρίζουν αυτά που είπα εγώ». Οταν ο Ιησούς είπεν αυτά, ένας από τους υπηρέτες, που στεκόταν κοντά του, χαστούκισε τον Ιησού λέγοντας· «Με αυτόν τον τρόπον απαντάς στον αρχιερέα;» Του απήντησε ο Ιησούς· «Εάν κακώς μίλησα, μαρτύρησε τι κακό είπα. Εάν όμως καλά και σωστά απήντησα, γιατί με κτυπάς;»]
Μετά απ’ αυτή την πρώτη ανεπίσημη διερεύνηση («προανάκριση») ο Ιησούς οδηγήθηκε δεμένος στον αρχιερέα Καϊάφα.
Ο Καϊάφας είναι ο αρχιερέας, πρόεδρος του Μεγάλου Εβραϊκού Συνεδρίου, Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωσήφ. Το Καϊάφας ήταν υποκοριστικό και το πιθανότερο σήμαινε «ο υποτάσσων» ή, κατ’ άλλους «ο βράχος». Ο Ρωμαίος επίτροπος Βαλέριος Γράτος τον έκανε αρχιερέα το 18 μ.Χ. Παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι το 36 μ.Χ., οπότε τον απομάκρυνε ο λεγάτος της Συρίας Βιτέλλιος, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ιώσηπος στην «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία». Διατηρήθηκε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα στην αρχιερατεία, επειδή εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των Ρωμαίων. Αν και θρησκευτικός αρχηγός των Εβραίων, ποτέ δεν τους προστάτευσε απέναντι στις ρωμαϊκές αυθαιρεσίες. Δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση όταν ο Πιλάτος αποπειράθηκε να εισαγάγει στα Ιεροσόλυμα εικόνες του Καίσαρα, ή όταν άρπαξε το ταμείο του Ναού των Ιεροσολύμων κι έκανε σφαγές.
Το όνομά του αναφέρεται στους τρεις από τους τέσσερεις ευαγγελιστές, όπως και στις Πράξεις των Αποστόλων, όπου εξιστορείται ότι μπροστά σ’ αυτόν και σ’ άλλους αρχιερείς πήγαν και τον Πέτρο για ανάκριση, αλλά δεν βρέθηκε ένοχος σε κάτι και αφέθηκε ελεύθερος.
Ο Καϊάφας είχε την εξουσία αυτή την εποχή, αν και τα πράγματα τα επηρέαζε, παρασκηνιακά, ο Άννας. Άλλωστε, η αρχική προασαγωγή του Ιησού στον Άννα αυτό το σκοπό είχε, την ανεπίσημη δηλαδή διερεύνηση των πεποιθήσεών του και την μεθόδευση της δημόσιας δίκης, που θα γινόταν μπροστά στον αρχιερέα Καϊάφα και του Μεγάλου Συνεδρίου, υπό τη σκιά, πάντοτε, του Άννα. Επειδή δε η περίπτωση του Ιησού θεωρήθηκε από την αρχή ιδιαίτερα σοβαρή, ο κατηγορούμενος οδηγήθηκε «δεμένος» στον αρχιερέα και το Συνέδριο για να δικαστεί πια «κανονικά» και σύμφωνα με τους ιουδαϊκούς νόμους.
Το Μεγάλο Σανχεντρίν (Μεγάλο Συνέδριο), ήταν το ανώτατο εβραϊκό νομοθετικό και θρησκευτικό συμβούλιο που λειτουργούσε και ως δικαστήριο το οποίο είχε έδρα την Ιερουσαλήμ. Το συνέδριο αυτό συγκροτούταν από τον πρόεδρο, τον μεγάλο Αρχιερέα, που έφερε τον πριγκιπικό τίτλο «Νάση» ή «Νασί», τους δύο αντιπροέδρους τον Αμπ-Μπεϊτ-Ντιν και τον Χαμάμ και 67 άλλα μέλη (κατ’ άλλους, 120 μέλη). Μέλη του ήταν α) οι εν ενεργεία και οι διατελέσαντες αρχιερείς, β) οι εκπρόσωποι των πρεσβυτέρων και των σημαντικοτέρων ιερατικών οικογενειών, γ) οι εκπρόσωποι των μεγάλων θρησκευτικών ομάδων, όπως των Γραμματέων, των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων. Ο αριθμός αυτός των μελών είχε βαθιά παράδοση μέσα στα βιβλία της Παλαιάς διαθήκης που ξεκινούσε από την Έξοδο, όταν ο Μωυσής ανέβηκε στο όρος Σινά μαζί με τους εβδομήντα πρεσβύτερους του Ισραήλ.
«Καὶ Μωυσῇ εἶπεν· ἀνάβηθι πρὸς τὸν Κύριον σὺ καὶ Ἀαρὼν καὶ Ναδὰβ καὶ Ἀβιοὺδ καὶ ἑβδημήκοντα τῶν πρεσβυτέρων Ἰσραήλ, καὶ προσκυνήσουσι μακρόθεν τῷ Κυρίῳ·» (Έξοδος 24,1).
[Είπεν ο Θεός στον Μωϋσή· «Ανέβα στο όρος προς εμέ εσύ, ο Ααρών, ο Ναδάβ, ο Αδιούδ και εβδομήκοντα από τους γεροντότερους Ισραηλίτες. Θα προσκυνήσουν εμέ τον Κύριον από μακρυά.]
και
«Καὶ ἀνέβη Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν καὶ Ναδὰβ καὶ Ἀβιοὺδ καὶ ἑβδομήκοντα τῆς γερουσίας Ἰσραήλ» (Έξοδος 24,9).
[Ανέβηκε, λοιπόν, ο Μωϋσής στο όρος και μαζί με αυτόν ο Ααρών, ο Ναδάβ, ο Αβιούδ και εβδομήκοντα από την γερουσίαν των Ισραηλιτών.]
Είχε στις διαταγές του την κουστωδία, εθνική αστυνομική δύναμη με στρατιωτική δομή. Το Μεγάλο Σανχεντρίν συνεδρίαζε εκτός εορτών και Σαββάτων.
Σανχεντρίν ονομαζόταν κατά τους βιβλικούς χρόνους το τοπικό δικαστήριο των Εβραίων που έδρευε σε κάθε πόλη. Τα δικαστήρια αυτά ήταν 23μελή.
Το Μεγάλο Συνέδριο αποτελούσε ουσιαστικά ένα είδος ανώτατου ιερατικού και θρησκευτικού οργάνου που αποτελούσε τη μεγαλύτερη θρησκευτική αυθεντία του Ιουδαϊσμού σε όλη περιφέρεια της Γης του Ισραήλ, ιδιαίτερα κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Ασκούσε και δικαστική εξουσία, με δικαίωμα επιβολής ακόμη και της ποινής του θανάτου για θέματα αποστασίας από την πίστη και σοβαρής παράβασης του Νόμου. Το σύνολο σχεδόν των δικονομικών κανόνων, του Μεγάλου Συνεδρίου, προσδιορίζεται στα βιβλία, Δευτερονόμιο και Λευιτικό, της Π. Διαθήκης
Η θανατική ποινή προβλεπόταν για αρκετά αδικήματα, (πορνεία, μοιχεία, ανυπακοή στους γονείς) αλλά σπανίως επιβαλλόταν. Στην περίπτωση της θανατικής ποινής χρειαζόταν και η επικύρωσή της από την πολιτική εξουσία για να γίνει εκτελεστή από αρμόδια όργανα, όπως συνέβη και στην περίπτωση του Ιησού. Το Μέγα Συνέδριο, μετά την καταδικαστική απόφαση, ζητούσε, με εισήγηση του Αρχιερέα, από τον Ρωμαίο ηγεμόνα, που ήταν εκπρόσωπος της αυτοκρατορικής εξουσίας, όχι μόνο την ανάλογη επικύρωση αλλά και την εκτέλεση της απόφασης αυτής.
Η εκτέλεση της θανατικής ποινής γινόταν με διάφορους τρόπους. Ο πλέον εξευτελιστικός και βασανιστικός ήταν ο σταυρικός θάνατος, ενώ συνηθέστερος τρόπος θανάτωσης ήταν o λιθοβολισμός. Ο θάνατος στην πυρά χρησιμοποιείτο σπάνια.
Το Μεγάλο Συνέδριο είχε και την ευθύνη της ερμηνείας του Νόμου, της διαφύλαξης των παραδόσεων του λαού και της πιστής εφαρμογής των τελετουργικών διατάξεων.
Η ίδρυση του Σανχεντρίν εντοπίζεται στην εποχή της βασιλείας του Αντιόχου Δ΄ του Επιφανούς, περί το 200 π.Χ. Η δε ονομασία Σανχεντρίν (Συνέδριον) εμφανίζεται περί το 1ο αιώνα π.Χ.
Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, το 70 μ.Χ., έπαψε και η λειτουργία του. Κατ΄ άλλους καταληκτικό έτος θεωρείται το 358, όπου προσδιορίζεται η τελευταία δεσμευτική απόφαση που αφορούσε την έκδοση του εβραϊκού ημερολογίου, ενώ κατ΄ άλλους το 425 όπου διατάχθηκε η διάλυσή του με σχετικό διάταγμα του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄.
Στη σύγχρονη εποχή γίνεται προσπάθεια της ανασύστασης του Μεγάλου Σανχεντρίν στο Ισραήλ, περισσότερο για ιστορικούς, αλλά και θρησκευτικούς λόγους.
Τα δικαιώματα και οι δυνατότητες του Μεγάλου Συνεδρίου κατά τη ρωμαϊκή εποχή άλλαζαν ανάλογα με τις διαθέσεις της πολιτικής εξουσίας. Μερικές φορές είχε το δικαίωμα επιβολής της ποινής του θανάτου δια λιθοβολισμού. Την εποχή του Χριστού, φαίνεται, ότι το Μεγάλο Συνέδριο δεν είχε δικαίωμα να επιβάλει θανατική ποινή. Η επιβολή τέτοιας ποινής ήταν υπόθεση της πολιτικής εξουσίας. Το Μεγάλο Συνέδριο αντιμετώπιζε μόνο θρησκευτικής φύσης θέματα και όταν παρουσιάζονταν σοβαρές περιπτώσεις η δικαιοδοσία του περιοριζόταν μόνο στη συγκέντρωση στοιχείων που θα κατέθετε στην πολιτική δικαιοσύνη για να στηρίξει το κατηγορητήριο και την επιβολή της θανατικής ποινής.
Στην περίπτωση του Ιησού πρόεδρος του Μεγάλου Συνεδρίου ήταν ο αρχιερέας Ιωσήφ, ο λεγόμενος Καϊάφας, γαμπρός του Άννα. Τα μέλη του Συνεδρίου είχαν ειδοποιηθεί εγκαίρως και βρίσκονταν στο σπίτι του Καϊάφα όταν έφτασε η κουστωδία με τον Χριστό. Πολλά από τα μέλη είχαν ήδη αποφασίσει την καταδίκη του Ιησού και θα προσπαθήσουν να την αιτιολογήσουν. Άλλοι θέλανε όλα να γίνουν κανονικά σύμφωνα με το νόμο. Είχαν στρατολογηθεί και εξαγορασμένοι μάρτυρες για μια δίκη κατασκευασμένη, που έγινε σχεδόν νομότυπα.
Η αφήγηση του ευαγγελιστή Μάρκου:
«Καὶ ἀπήγαγον τὸν Ἰησοῦν πρὸς τὸν ἀρχιερέα καὶ συνέρχονται αὐτῷ πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς. καὶ ὁ Πέτρος ἀπὸ μακρόθεν ἠκολούθησεν αὐτῷ ἕως ἔσω εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως, καὶ ἦν συγκαθήμενος μετὰ τῶν ὑπηρετῶν καὶ θερμαινόμενος πρὸς τὸ φῶς. Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον ἐζή-τουν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ μαρτυρίαν εἰς τὸ θανατῶσαι αὐτόν, καὶ οὐχ εὕρισκον· πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐ-τοῦ, καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν. καί τινες ἀναστάντες ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ λέγοντες ὅτι ἡμεῖς ἠκού-σαμεν αὐτοῦ λέγοντος, ὅτι ἐγὼ καταλύσω τὸν ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειρο-ποίητον οἰκοδομήσω. καὶ οὐδὲ οὕτως ἴση ἦν ἡ μαρτυρία αὐτῶν. καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον ἐπηρώτα τὸν Ἰησοῦν λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐδὲν ἀπεκρίνατο. πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἐγώ εἰμι· καὶ ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ. ὁ δὲ ἀρχιερεὺς διαῤῥήξας τοὺς χιτῶνας αὐτοῦ λέγει· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; ἠκούσατε πάντως τῆς βλασφημίας· τί ὑμῖν φαίνεται; οἱ δὲ πάντες κατέκριναν αὐτὸν εἶναι ἔνοχον θανάτου. Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ κολαφίζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ· προφήτευσον ἡμῖν τίς ἐστιν ὁ παίσας σε. καὶ οἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον.» (Κατά Μάρκον 14,53-65).
[Και οδήγησαν τον Ιησούν στον αρχιερέα· και μαζεύονται στο σπίτι του αρχιερέα όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς. Και ο Πέτρος ακολούθησε τον Ιησού από μακριά μέχρι την εσωτερική αυλή του αρχιερέα. Και καθόταν μαζί με τους υπηρέτες και ζεσταινόταν κοντά στη φωτιά. Οι αρχιερείς και όλο το συνέδριο ζητούσαν να βρουν ενοχοποιητική μαρτυρία ενάντιον του Ιησού, για να τον θανατώσουν, και δεν εύρισκαν. Γιατί πολλοί παρουσιάσθηκαν και ψευδομαρτύρησαν εναντίον του, αλλά οι καταθέσεις τους δεν συμφωνούσαν μεταξύ των. Και ήρθαν άλλοι και ψευδομαρτύρησαν εναντίον του λέγοντας, «Εμείς τον ακούσαμε να λέει· Εγώ θα γκρεμήσω τον ναό που έκτισαν οι άνθρωποι και μέσα σε τρεις μέρες θα τον ξανακτίσω αχειροποίητο». Αλλά πάλι δεν συμφωνούσαν οι καταθέσεις τους. Τοτε σηκώθηκε ο αρχιερέας, στάθηκε στη μέση, και ρώτησε τον Ιησού· «Δεν απαντάς τίποτε; Τι είναι αυτά, που σε κα-τηγορούν αυτοί εδώ;» Αυτός δεν έδωσε καμμία απάντηση. Πάλι ο αρχιερέας τον ρώτησε· «Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του ευλογημένου Θεού;» Ο Ιησούς είπε· «Εγώ είμαι· και θα δείτε τον Υιόν του Ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του παντοδυνάμου Θεού και να ξανάρχεται πάνω στα σύνεφα του ουρανού». Ο δε αρχιερεύς έσχισε τα ρούχα του για την ύβριν τάχα εναντίον του Θεού που άκουσε και είπε· «Τι μας χρειάζονται πλέον οι μάρτυρες; Ακούσατε βέβαια τη βλασφημία· τι γνώμην έχετε;» Όλοι τον καταδίκασαν, ως ένοχο θανάτου για τη βλασφημία, που ξεστόμισε. Και μερικοί άρχισαν να τον φτύνουν, να του σκεπάζουν το πρόσωπο ώστε να μη βλέπει, να τον χαστουκίζουν, να τον γρονθοκοπούν και να του λένε· «Προφήτεψέ ποιός σε εκτύπησε». Και οι υπηρέτες τον χαστούκιζαν.]
Ο Καϊάφας στην αρχική φάση της θρησκευτικής δίκης ουσιαστικά λειτουργούσε σαν ανακριτής. Όταν άρχισε η εξέταση των μαρτύρων, κανένας τους δεν ήξερε το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου. Οι μάρτυρες βρέθηκαν σε σύγχυση και οι ψευδομαρτυρίες αναιρούσαν η μία την άλλη. Όλοι στο Συνέδριο προσπαθούσαν να βρούν μια αιτία για να τον καταδικάσουν σε θάνατο, αλλά δεν εύρισκαν. Παρά τις προσπάθειές τους η δίκη δεν προχωρούσε ικανοποιητικά και τα επιβαρυντικά στοιχεία δεν ήταν ισχυρά.
Το μόνο επιβαρυντικό στοιχείο ήταν η μη τήρηση από τον Ιησού της αργίας του Σαββάτου. Αλλ’ αυτό δεν μπορούσε να οδηγήσει σε θανατική καταδίκη. Γι’ αυτό οι παράγοντες της δίκης προσπαθούσαν με παραπλανητικές ερωτήσεις να κάνουν τον Ιησού να περιπέσει σε αντιφάσεις και φανεί ανακόλουθος με ό,τι δίδασκε. Στάθηκαν, λοιπόν, στην καταστροφή του Ναού και στην ανοικοδόμησή του από τον ίδιο σε τρεις μέρες. Ο Καϊάφας, αναζητώντας κάποια εξήγηση, ρώτησε τον Ιησού αν αποδέχεται την κατηγορία. Αλλά εκείνος δεν απάντησε. Άλλωστε, όταν μίλησε για την κατάλυση του Ναού, εννοούσε το θάνατό του και την Ανάστασή του, μετά τρεις μέρες.
«ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· τί σημεῖον δεικνύεις ἡμῖν ὅτι ταῦτα ποιεῖς; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν. εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· τεσσαράκοντα καὶ ἓξ ἔτεσιν ᾠκοδομήθη ὁ ναὸς οὗτος, καὶ σὺ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερεῖς αὐτόν; ἐκεῖνος δὲ ἔλεγε περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ. ὅτε οὖν ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν, ἐμνήσθησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι τοῦτο ἔλεγε, καὶ ἐπίστευσαν τῇ γραφῇ καὶ τῷ λόγῳ ᾧ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς.» (Κατά Ιωάννην 2,18-22).
[Τότε οι Ιουδαίοι του είπαν· «Δείξε μας απόδειξη, ότι έχεις την εξουσίαν να κάμνης αυτά;» Απάντησε ο Ιησούς και τους είπε· «Γκρεμίστε αυτό το ναό και εγώ σε τρεις ημέρας θα τον ξανακτίσω». Είπαν τότε οι Ιουδαίοι· «Σαράντα εξι χρόνια χρειάσθηκαν, για να κτιστεί ο ναός αυτός και συ λες, ότι θα τον ξανακτίσεις σε τρεις μέρες;» Εκείνος όμως εννοούσε το ναό του σώματός του. Όταν όμως αναστήθηκε, θυμήθηκαν οι μαθητές του τι ακριβώς εννοούσε τότε και πίστεψαν στη γραφή και στον λόγο, που είχε πει ο Ιησούς.]
Η υπόθεση άρχισε να εξελίσσεται σε παρωδία. Τότε ο Καϊάφας τον ρώτησε αν αυτός ήταν ο Υιός του Θεού. Αυτός απάντησε καταφατικά και ο αρχιερέας, αγανακτισμένος για τη βλασφημία, έσκισε τα ρούχα του.
Η διατύπωση «εγώ ειμί» προερχόμενη από τα κείμενα των προφητών ήταν ενσωματωμένη στη λειτουργική γλώσσα της ισραηλιτικής θρησκείας ως θεία αυτοαποκάλυψη. Κι άλλες φορές είχε χρησιμοποιήσει αυτή τη φράση όταν μιλούσε σε απλό κόσμο ή στους μαθητές του. Αυτή τη φορά, όμως, διατυπωμένη μπροστά στη θρησκευτική ηγεσία στο ανώτατο δικαστηρίο σε δημόσια ακροαματική διαδικασία, γινόταν επικίνδυνη.
Ο Καϊάφας αυτό ακριβώς επιδίωκε. Με την καταφατική απάντηση του Χριστού, άρπαξε την ευκαιρία, τον χαρακτήρισε βλάσφημο και εισηγήθηκε την θανατική ποινή.
Όλοι οι δικαστές είχαν ακούσει την ομολογία του Ιησού. Όταν, λοιπόν, τους τέθηκε το τελικό ερώτημα για την ενοχή όλοι συμφώνησαν. Ανάμεσά τους ήταν και οι λόγιοι Γαμαλιήλ και Νικόδημος. Ή έμειναν σιωπηλοί ή η φωνή τους πνίγηκε μέσα στις άλλες, όπως και του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας. Κατά μια άλλη πηγή ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος μειοψήφισαν. Πάντως δεν αναφέρεται να προβλήθηκε κάποια ένσταση. Τον Νικόδημο θα τον συναντήσουμε αργότερα μαζί με τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας κατά την ταφή του Ιησού, ίσως σε ένδειξη έμπρακτης μεταμέλειας.
Την επομένη το πρωί ξανασυνεδριάζει το Μεγάλο Συνέδριο, στο οποίο μετέχουν τώρα και οι πρεσβύτεροι και οι Γραμματείς για να επικυρωθεί «εν ονόματι του Θεού» η καταδικαστική απόφαση, που χαρακτήριζε τον Ιησού «βλάσφημο» και «ψευδοπροφήτη», άρα ένοχο θανάτου, χωρίς να του ζητηθεί απολογία.
Και ενώ συνέβαιναν αυτά, οι ευαγγελιστές επισημαίνουν την εγκατάλειψη του Ιησού από μαθητές, οπαδούς και φίλους. Χαρακτηριστική είναι η άρνηση του Πέτρου, στην αυλή του αρχιερέα, την ώρα της νυχτερινής δίκης.
«Συλλαβόντες δὲ αὐτὸν ἤγαγον καὶ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχιερέως. ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει μακρόθεν. ἁψάντων δὲ πυρὰν ἐν μέσῳ τῆς αὐλῆς καὶ συγκαθισάντων αὐτῶν ἐκάθητο ὁ Πέτρος ἐν μέσῳ αὐτῶν. ἰδοῦσα δὲ αὐτὸν παιδίσκη τις καθήμενον πρὸς τὸ φῶς καὶ ἀτενίσασα αὐτῷ εἶπε· καὶ οὗτος σὺν αὐτῷ ἦν. ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· γύναι, οὐκ οἶδα αὐτόν. καὶ μετὰ βραχὺ ἕτερος ἰδὼν αὐτὸν ἔφη· καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ. ὁ δὲ Πέτρος εἶπεν· ἄνθρωπε, οὐκ εἰμί. καὶ διαστάσης ὡσεὶ ὥρας μιᾶς ἄλλος τις διισχυρίζετο λέγων· ἐπ’ ἀληθείας καὶ οὗτος μετ’ αὐτοῦ ἦν· καὶ γὰρ Γαλιλαῖός ἐστιν. εἶπε δὲ ὁ Πέτρος· ἄνθρωπε, οὐκ οἶδα ὃ λέγεις. καὶ παραχρῆμα, ἔτι λαλοῦντος αὐτοῦ, ἐφώνησεν ἀλέ-κτωρ. καὶ στραφεὶς ὁ Κύριος ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ, καὶ ὑπε-μνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου, ὡς εἶπεν αὐτῷ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι ἀπαρνήσῃ με τρίς· καὶ ἐξελθὼν ἔξω ὁ Πέτρος ἔκλαυσε πικρῶς.» (Κατά Λουκάν 22,54-62).
[Αφού τον συνέλαβαν, τον έφεραν στο σπίτι του αρχιερέα. Ο δε Πέτρος ακολουθούσε από μακριά. Οι στρατιώτες και οι υπηρέτες άναψαν φωτιά στη μέση της αυλής και κάθισαν γύρω από αυτήν. Κα-θόταν και ο Πετρος ανάμεσα τους. Μια νεαρή υπηρέτρια όταν τον είδε να κάθεται κοντά στη φωτιά, τον εκύτταξε προσεκτικά και είπε· «Και αυτός ήταν μαζί με εκείνον». Ο Πέτρος αρνήθηκε λέγοντας· «Κοπέλα μου δεν τον ξέρω». Έπειτα από λίγο και άλλος τον είδε και είπε· «Και συ είσαι απ’ αυτούς». Ο Πέτρος όμως είπε· «Όχι άνθρωπέ μου, δεν είμαι απ’ αυτούς». Και αφού πέρασε μία περίπου ώρα, κάποιος άλλος ισχυρίστηκε· «Αλήθεια, και τούτος εδώ ήταν μαζί με αυτόν, που δικάζεται μέσα. Γιατί, όπως φαίνεται και από την προφορά του, είναι Γαλιλαίος». Αλλά ο Πετρος είπε· «Άνθρωπέ μου δεν ξέρω τι λες». Και ενώ μιλούσε, λάλησε πετεινός. Ο Ιησούς γύρισε το βλέμμα του και εκύτταξε τον Πετρο. Και θυμήθηκε ο Πέτρος το λόγο, που του είχε είπε, ότι πριν λαλήσει ο πετεινός, θα με απαρνηθείς τρεις φορές. Και τότε ο Πέτρος βγήκε έξω από την αυλή του σπιτιού του αρχιερέα έκλαψε πικρά.]
Στην ιουδαϊκή (θρησκευτική) δίκη, για να πετύχουν οι άρχοντες των Ιουδαίων το προσχεδιασμένο αποτέλεσμα, έγιναν αρκετές παρατυπίες:
Τόσο στο Εβραϊκό, όσο και στο Ρωμαϊκό δίκαιο, ο κατηγορούμενος, είχε δικαίωμα:
ì Να μιλήσει. Αυτό το είχε επισημάνει στους Φαρισαίους ο Νικόδημος, όπως αφηγείται ο ευαγγελιστής Ιωάννης:
«Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν·μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρω-πον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ᾿ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; Καὶ ἀπῆλθεν ἕκαστος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.» (Κατά Ιωάννην 7,45-53).
[Επέστρεψαν, λοιπόν, οι υπηρέτες στους αρχιερείς και Φαρισαίους και τους είπαν εκείνοι· «Γιατί δεν τον εφέρατε εδώ;» Απάντησαν οι υπηρέτες· «Ποτέ άνθρωπος δεν μίλησε έτσι, όπως αυτός ο άνθρωπος». Τους απάντησαν τότε οι Φαρισαίοι· «Μήπως και σεις έχετε πλανηθεί; Μήπως κάποιος από τους άρχοντας ή από τους Φαρισαίους πίστευσε σ’ αυτούς; Αλλά ο αγράμματος όχλος μη γνωρίζοντας τον νόμον είναι καταράμενοι!» Τους λέει ο Νικόδημος, που είχε επισκεφθεί νύκτα τον Χριστόν· «Ο νόμος μας δεν καταδικάζει άνθρωπο, αν ο δικαστής δεν ακούσει πρώτα την απολογία του και μάθει τι έχει κάνει;» του απάντησαν· «Μὴπως και σὺ είσαι από τη Γαλιλαία; μάθε ότι προφήτης δεν βγήκε από τη Γαλιλαία». Έφυγαν και πήγε ο καθένας στο σπίτι του.]
ì Να καλέσει μάρτυρες
ì Να τύχει καλής μεταχειρίσεως, κατά τη διάρκεια της δίκης
ì Μέχρι την τελική του καταδίκη, ο κατηγορούμενος εθεωρείτο αθώος
Κατά τη δίκη:
ì Η στρατιωτική κουστωδία δεν πήγε τον Χριστό στο Συνέδριο αλλά στο σπίτι του Άννα, ο οποίος ήταν παλαιότερα Αρχιερέας και τον ανέκρινε χωρίς να έχει κανένα θεσμικό αξίωμα εκείνη την εποχή. Κατά τη διάρκεια αυτής της «ανάκρισης» ο Ιησούς προπηλακιζόταν.
ì Μετά πήγαν τον κατηγορούμενο Χριστό στο σπίτι του αρχιερέα Καϊάφα, όπου ήταν συγκεντρωμένα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου, και όχι στο κτίριο του Συνεδρίου.
ì Η δίκη έγινε νύχτα, πράγμα που απαγορευόταν γιατί ο Μωσαϊκός Νόμος ήθελε η δίκη να γίνεται μέρα και με ανοιχτές τις πόρτες για μπορεί να την παρακολουθεί οποιοσδήποτε.
ì Η δίκη άρχισε χωρίς να υπάρχει σαφής κατηγορία, αλλά γινόταν προσπάθεια να στοιχειοθετηθεί κατηγορία από μαρτυρίες. Το Δευτερονόμιον όριζε ότι έπρεπε να υπάρχουν τουλάχιστον δύο μάρτυρες, που δεν θα γνωρίζονταν μεταξύ τους, και οι μαρτυρίες τους έπρεπε να είναι ταυτόσημες. Κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του έπρεπε να έχουν το χέρι τους στο κεφάλι του κατηγορούμενου και σε περίπτωση θανατικής καταδίκης δια λιθοβολισμού έπρεπε να ρίξουν την πρώτη πέτρα.
«ἐπὶ δυσί μάρτυσιν ἢ ἐπί τρισί μάρτυσιν αποθανεῖται ὁ απόθνήσκων• οὐκ αποθανεῖται ἐφ’ ἑνὶ μάρτυρι. καὶ ἡ χεὶρ τῶν μαρτύρων ἔσται ἐπ᾿ αὐτῷ ἐν πρώτοις θανατῶσαι αὐτόν, καὶ ἡ χεὶρ τοῦ λαοῦ ἐπ᾿ εσχάτων•καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν.» (Δευτερονόμιον 17, 6-7).
[Μετά τις καταθέσεις δύο η τριών μαρτύρων θα θανατώνεται ο ένοχος. Κανείς δεν θα θανατώνεται με τη μαρτυρία ενός μόνον. Κατά δε την εκτέλεσή του με λιθοβολισμό θανάτου πρώτα το χέρι των μαρτύρων θα ρίξει πέτρα κατά του κατάδικου, και ύστερα τα χέρια του λαού. Και θα διώξετε τον παραβάτη από ανάμεσά σας.]
Οι δύο ψευδομάρτυρες, που βρέθηκαν μετά την έναρξη της δίκης,, ήταν ταυτόχρονα παρόντες στο δικαστήριο και οι μαρτυρίες τους δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους. Στην περίπτωση αυτή οι μάρτυρες έπρεπε να καταδικαστούν σε θάνατο. Καταδίκη τέτοια όμως των ψευδομαρτύρων δεν έγινε.
«και ιδού μάρτυς άδικος εμαρτύρησεν άδικα, αντέστη κατά του αδελφού αυτού, και ποιήσετε αυτώ ον τρόπον πονηρεύσατο ποιήσαι κατά του αδελφού αυτού… Και οι επίλοιποι ακούσαντες φοβηθήσονται….» (Δευτερονόμιον).
ì Η κατηγορία στηρίχθηκε, αντιδικονομικά, στην ομολογία του Ιησού:
«ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ· ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· σὺ εἶπας· πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ.» (Κατά Ματθαίον 26,63-64).
[Ο δε Ιησούς σιωπούσε. Πήρε το λόγο ο αρχιερέας και τον ρώτησε· «Σε εξορκίζω στο όνομα του ζωντανού Θεού να μας πεις εάν συ είσαι ο Χριστός, ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού». Του απάντησε ο Ιησούς· «Εσύ το είπες, ότι είμαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού· αλλά σας λέω ότι από τώρα θα δείτε τον Υιόν του Ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του παντοδυνάμου Θεού και να έρχεται επάνω στα σύννεφα του ουρανού»]
Το «συ είπας» του Ιησού στον αρχιερέα Καϊάφα προφανώς σημαίνει ότι: «ακόμη και εσύ το λες» ή «το είπες ήδη». Η ερμηνεία αυτή είναι η μόνη που αντέχει δικονομικά και ουσιαστικά. Και δεν υπήρχε ανάγκη μαρτύρων γιατί ο Ιησούς με τη διατύπωση αυτή ομολόγησε ότι είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού και έγινε με την ομολογία αυτή κατήγορος του εαυτού του. Στην ίδια ακριβώς ιστορική συνέπεια συγκαταλέγεται και η απάντηση του Ιησού στην ερώτηση «συ ούν εί ο υιός του Θεού;», οπότε ο Ιησούς απάντησε: «υμείς λέγετε ότι εγώ ειμί». Η απάντηση αυτή του Ιησού σημαίνει ότι: «ακόμη και σεις λέτε ότι είμαι ο Υιός του Θεού». Η απόφαση του δικαστηρίου δεν μπορούσε να στηριχθεί στην παραδοχή του κατηγορουμένου αλλά μόνο σε μαρτυρίες.
ì Μετά την ομολογία αυτή ο αρχιερέας, αγανακτισμένος για τη βλασφημία, έσκησε τα ρούχα του. Το Λευιτικόν απαγόρευε, απολύτως, τέτοια κίνηση.
«Καὶ ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, τοῦ ἐπι κεχυμένου ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ ἐλαίου τοῦ χριστοῦ καὶ τετελειωμένου ἐνδύσασθαι τὰ ἱμάτια, τὴν κεφαλὴν οὐκ ἀ-ποκιδαρώσει καὶ τὰ ἱμάτια οὐ διαῤῥήξει,» (Λευιτικόν 21,10).
[Ο μέγας όμως ιερεύς, ο αρχιερεύς μεταξύ όλου του λαού, εις την κεφαλήν του οποίου εχύθη το άγιον έλαιον και εχρίσθη και έγινε χριστός Κυρίου και κατέστη ικανός να ενδύεται τα αρχιερατικά άμφια, δεν θα αφαιρέσει το κάλυμμα της κεφαλής του και δεν θα διαρρήξει τα ιμάτιά του]
ì Δεν υπήρξε στη δίκη καθόλου υπεράσπιση, απαραίτητο μέρος της δικαστικής διαδικασίας. Την υπεράσπιση την ανελάμβανε ένας τουλάχιστον από τους δικαστές, για να μην μείνει κανένας κατηγορούμενος ανυπεράσπιστος.
ì Η ψηφοφορία των Δικαστών έγινε ταυτόχρονα ενώ έπρεπε με τη σειρά και πρώτα ο νεότερος Δικαστής για να μην επηρεαστεί από την κρίση των αρχαιότερων αλλά και μεταξύ των.
ì Για να πάρουν μια τέτοια απόφαση οι Δικαστές προφανώς είχαν υπόψη τους τα εξής:
α’) «Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ· οὐ γὰρ μὴ καθαρίσῃ Κύριος ὁ Θεός σου τὸν λαμβάνοντα τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ ματαίῳ.» (Έξοδος 20,7 & Δευτερονόμιο 5,11).
[Δεν θα πάρεις στο στόμα σου το όνομα του Κυρίου χωρίς λόγο, γιατί ο Κυριος δεν θα αθωώσει εκείνον, που θα προφέρει το όνομά του μάταια.]
β’) «ὀνομάζων δὲ τὸ ὄνομα Κυρίου, θανάτῳ θανατούσθω· λίθοις λιθοβολείτω αὐτὸν πᾶσα ἡ συναγωγὴ Ἰσραήλ· ἐάν τε προσήλυτος, ἐάν τε αὐτόχθων, ἐν τῷ ὀνομά-σαι αὐτὸν τὸ ὄνομα Κυρίου, τελευτάτω.» (Λευιτικόν 24,16).
[Όποιος ασεβώς αναφέρει το όνομα του Θεού τιμωρείται με θάνατο. Όλος ο λαός του Ισραήλ θα τον θανατώσει με λιθοβολισμό. Είτε ξένος είναι είτε ντόπιος αυτός, που θα αναφέρει το όνομα του Κυρίου, θα θανατώνεται]
γ’) «ἐνεδρεύσωμεν δὲ τὸν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστι καὶ ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν καὶ ὀνειδίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα νόμου καὶ ἐπιφημίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα παιδείας ἡμῶν· ἐπαγγέλλεται γνῶσιν ἔχειν Θεοῦ καὶ παῖδα Κυρίου ἑαυτὸν ὀνομάζει· ἐγένετο ἡμῖν εἰς ἔλεγχον ἐννοιῶν ἡμῶν· βαρύς ἐστιν ἡμῖν καὒ βλεπόμενος, ὅτι ἀνόμοιος τοῖς ἄλλοις ὁ βίος αὐτοῦ, καὶ ἐξηλλαγμέναι αἱ τρίβοι αὐτοῦ· εἰς κίβδηλον ἐλογίσθημεν αὐτῷ, καὶ ἀπέχεται τῶν ὁδῶν ἡμῶν ὡς ἀπὸ ἀκαθαρσιῶν· μακαρίζει ἔσχατα δικαίων καὶ ἀλαζο-νεύεται πατέρα Θεόν.» (Σοφία Σολομώντος 2,12-16).
[Ας παγιδεύσουμε τον δίκαιο, γιατί δεν μπορούμε να τον χειριστούμε και εναντιώνεται στα έργα μας και μας κατακρίνει για παραβάσεις του νόμου και μας δυσφημεί για τα λάθη της αγωγής μας. Εμφανίζεται, ως να είναι ο μόνος που έχει γνώση του Θεού και ονομάζει τον εαυτόν του παιδί του Κυρίου. Ελέγχει τη συμπεριφορά μας. Είναι ανυπόφορος και που τον βλέπομεν μόνον. Γιατί η ζωή του δεν είναι ομοία με τους άλλους και διαφορετικοί οι τρόποι του. Μας θεωρεί κίβδηλους και αποφεύγει τους τρόπους ζωής μας, σαν να είναι βρώμικοι. Μακαρίζει το τέλος των δικαίων και ισχυρίζεται ότι έχει πατέρα τον Θεόν]
Τα πιο πάνω εδάφια θα έπρεπε να παρθούν συνδιαστικά γιατί κανένα μόνο του δεν ορίζει ενοχή και ποινή θανάτου: Το β’, που κάνει λόγο για ποινή θανάτου δεν αναφέρει για εφαρμογή της και σε όποιον ισχυρίζεται ότι είναι γιος του Θεού. Το γ’ είναι προφητεία για όσα επρόκειτο να συμβούν γιατί θα ήταν άτοπο να ζητείται καταδίκη δικαίου. Σε μια σύγχρονη δίκη αυτή η ασάφεια στη νομοθεσία θα ήταν αφορμή για αμφισβήτηση της ενοχής του κατηγορούμενου και, φυσικά, την αθώωσή του.
ì Κατά την δίκη δεν ετηρούντο πρακτικά αλλά για την καταδίκη εκδιδόταν γραπτό διάταγμα. Αλλά διάταγμα καταδίκης του Χριστού δεν έχει βρεθεί.
ì Σε περίπτωση θανατικής καταδίκης την τελική απόφαση την έπαιρναν τη μεθεπόμενη μέρα και, εάν επικυρωνόταν η θανατική καταδίκη, η εκτέλεση έπρεπε να γίνει την άλλη μέρα και όχι αυθημερόν. Από την έναρξη της ακροάσεως μέχρι την εκτέλεση χρειαζόταν τουλάχιστον 4 μέρες. Ο Χριστός συνελήφθη την Πέμπτη το βράδυ και η επίσημη δίκη διεξήχθηκε, ολοκληρώθηκε και εκτελέστηκε η θανατική ποινή μέσα στην ίδια μέρα, την Παρασκευή, κατά παράβαση των κανόνων (Sanhedrin IV,I).
ì Στον τόπο της εκτέλεσης συνόδευε τον κατηγορούμενο έφιππος δικαστής, που καλούσε το λαό να αναφέρει αμέσως στο Δικαστήριο, το οποίο συνεδρίαζε εκείνη την ώρα, οτιδήποτε ελαφρυντικό για τον κατηγορούμενο και τότε σταματούσε αμέσως η εκτέλεση.
ì Το θέμα του δόλου ήταν πολύ ευαίσθητο σημείο στη θρησκευτική ζωή των Ιουδαίων. Αυτό αποτυπώνεται σε πολλά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης:
Στο Λευιτικό:
«Οὐ ποιήσετε ἄδικον ἐν κρίσει· οὐ λήψῃ πρόσωπον πτωχοῦ, οὐδὲ μὴ θαυμάσῃς πρόσωπον δυνάστου· ἐν δικαιοσύνῃ κρινεῖς τὸν πλησίον σου. οὐ πορεύσῃ δόλῳ ἐν τῷ ἔθνει σου, οὐκ ἐπιστήσῃ ἐφ᾿ αἷμα τοῦ πλησίον σου· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν.» (Λευιτικόν 19,15-16).
[Μην αδικήσετε κανένα, κατά τη δίκη. Να μην αδιαφορήσεις για τον φτωχό ούτε να θαυμάσεις τον δυνατό. Να κρίνεις δίκαια τον πλησίον σου. Να μη συμπεριφέρεσαι δολίως στους ομοεθνείς σου και να μη πάρεις θανατική απόφαση για τον πλησίον σου. Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σας]
Στο Δευτερονόμιο:
«ἐπικατάρατος ὁ τύπτων τὸν πλησίον δόλῳ· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. ἐπικατάρατος ὃς ἂν λάβῃ δῶρα πατάξαι ψυχὴν αἵματος ἀθῴου· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο.» (Δευτερονόμιον 27,24-25).
[Καταραμένος εκείνος, που κτυπά τον πλησίον του με δόλο. Και όλος ο λαός θα πει· Ας γίνει! Καταραμένος εκείνος που θα δωροδοκηθεί για να θανατώσει αθώο. Και όλος ο λαός θα πει· Ας γίνει!]
Στους Ψαλμούς:
«ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος. ἄνδρα αἱ-μάτων καὶ δόλιον βδελύσσεται Κύριος.» (Ψαλμοί 5,7).
[Θα καταστρέψεις, Κύριε, τους ψεύτες. Τον αιμοχαρή άνθρωπο και τον δόλιο, τους απεχθάνεται ο Κύριος]
«παῦσον τὴν γλῶσσάν σου ἀπὸ κακοῦ καὶ χείλη σου τοῦ μὴ λαλῆσαι δόλον.» (Ψαλμοί 33,14).
[σταμάτα τη γλώσσα σου όταν κακολογεί και κλείσε τα χείλια σου, για να μη μιλούν με δόλο]
Οι άρχοντες, όμως, των Ιουδαίων άλλαξαν με δόλο την κατηγορία κατά την προσαγωγή του Ιησού στον Πιλάτο. Φαίνεται, όμως, ότι ο λαός δεν γνώριζε τον δόλιο τρόπο των θρησκευτικών του ηγετών. Ίσως, αν το γνώριζε, δεν θα πειθόταν ούτε θα πειθαρχούσε στις παροτρύνσεις των Αρχόντων του.
ì Για να τηρήσουν τα προσχήματα, οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι, περίμεναν να ξημερώσει και συνεδρίασαν πάλι, για να επικυρώσουν την καταδίκη, στο κτίριο του Μεγάλου Συνεδρίου, δίπλα στα τείχη της Ιερουσαλήμ.
«Καὶ εὐθέως ἐπὶ τὸ πρωΐ συμβούλιον ποιήσαντες οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅ-λον τὸ συνέδριον, δήσαντες τὸν Ἰησοῦν ἀπήνεγκαν καὶ παρέδωκαν τῷ Πιλάτῳ.» (Κατά Μάρκον 15,1).
[Και αμέσως το πρωϊ συνεδρίασαν επίσημα οι αρχιερείς με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς και όλους τους συνέδρους και αφού καταδίκασαν τον Ιησούν, τον έδεσαν, και τον παρέδωσαν ως εγκληματία στον Πιλάτο]..
Σπύρος Δερμιτζάκης
Περιοδικό “Δίαυλος”