Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Η ΚΙΝΤΟΥΜΕΝ’ Η ΓΡΙΝΤΙΑ ΜΙ ΤΑ ΣΟΥΓΛΙΑ ΔΡΥΟΒΟΥΝΟ, 9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1953, ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΡΙΝ ΑΝΟΙΞΟΥΝ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

0 comment 7 minutes read

Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος

Β΄κύκλος 7ο Μέρος

 

Η ΚΙΝΤΟΥΜΕΝ’ Η ΓΡΙΝΤΙΑ ΜΙ ΤΑ ΣΟΥΓΛΙΑ

ΔΡΥΟΒΟΥΝΟ, 9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1953, ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΡΙΝ ΑΝΟΙΞΟΥΝ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

(ΣΤΣ ΛΕΓΚΟΥΣ ΤΝ ΑΥΛΗ, ΜΙΤΑ ΤΝ ΠΙΡΙΠΙΤΕΙΩΔΗ ΜΕΡΑ, ΜΙ ΤΟΥ ΣΑΜΑΡΑ ΚΙ ΤΟΥΝ ΙΠΠΟΥ..)

Τάκς: Ωρέ Νιάνιου,  τι χανά πάθου σήμιρας…χανά γένου φουνιάς, χανά τουν πάρου του κιφάλ’ , κι πόσα φουνικά όργανα γύριψα να τουν μπιτίσου, να τουν πιλικίσου;. Κάμα, ντάλα, μπλίκρα, μπιτσκί , καρπουλόϊ, ταχρά τσικούρα, κόσα απ’ όλα, ικτός του γκρα π’ μι δασκάλιψιν ου αξάδιρφουζμ ου Λιόλιας, για να μη  μας πάρν χαμπάρ’.Καλά ρε, δεν απόμκιν στου χουριό καένα φουνικό όργανου;. Όρε μεχρι τώρα είχαν όλ’  του ζναρ λυμένου, κι τσιακτούσαν τα δόντια κι όλου κι κάτ’ τς βρίσκουνταν, να σι πιλικισν, να σι ξιαρίσν. Tι ρε χάλασιν ντιπ του Χουριό μας; ούτι να σφάξν καέναν, ούτι να ζιαβαρίσν, ούτι ν αφήκν καέναν σακάτκουν.. ορέ μειώθκαν ακόμα κι τα τιμαρέματα, καένας δεν άκσα τς τιλευτέις τς  τρείς τς μέρις να γιόμσι του σαμάρ σι καέναν , πάει ουδηγούμαστι σι όλιθρου, καταστρουφή, παν τα ήθη. Πόσις μέρις εχν να παραχώσν καέναν που μακέλιμα ρε; Ουπάν απου δυό, άκσις τς καμπάνις να λαλούν αργά; Είδις κανά ξυλουκρέβατου ν’ απιρνάει; Καγκαένας δεν κλαιει κι δε σταφνίζιτι, όλ γκαργκαλιούντι αράδα σα ζουρλοί..πάει χάλασιν του καμπαέτι (άλλου καμπαχάτ(ι) να μη μπιρδευουμίστι…), μόνι ξέχλιασμα έχουμι …Αλλά κάτσι ρε, για ποιόν χα να μουρναριφτώ ιγώ απου φουνκό; Για τι αυτό του μισόργμα ‘πτ Σέλτσα; Βέβια θάρσα μ’ έκλιβιν τουν ίππου, κι για τι’ αυτό μόνι χανα γίν΄φουνικό, πόλιμους χανά γέν’ . Αυτόσια ρε, ου σαμαράς πτ Σέλτσα , ούτι μσή γουμαρουγκιλτσιά δεν τσακών’ …’ φου τουν χουράει ή καρότσα π’του τρίκυκλου, μι τα σαμάρια ουπάν ,τα γουρνουκόζνα, τ’ βριζαμιά κι όλα τα τσιαμπασίρια π’ έχ’ .

Ζαρών’ στ γουνιά κι τέτοιους λίγκας π’ γένιτι απ τ’ δλειά κι τσιούτσιανους πούνι, δε φαίνιτι ντιπ, τουν απιρνάς για σιάβαρου κι τουν πουλιουμάς μι τ’ άλλα τα σκούπιρα.

Να φανταστείς, όταν ίντους ιδώ, κι βγάνου καμιά φουτουγραφία ιδώια απόξου, πόχου για φόντου, του ασβιστουμένου του ντβάρ, αυτό που ίντου που πίσου μας,  είνι τέτοιους σβόμπιρας, τσιούτσιανους κι καρκατσιούλτς, π’ πιαλάει κι τρυπών’, δίπλα , σ’ αυνούς π’ βγάνου φουτουγραφία, κι χουράει να βγαίν’ σ’ όλις…τριπουσβόλτς.

 Ύστιρα σ’ όλις π’ ιμφανίζου, τσακώνου  του ψαλίδ’ κι τς κόβου, τς μιρμιτεύου ψίχα, κι τουν βγάνου τουν πουλιουμώ σιαπέρα, γιατί αν οι θκοίμας δουν στ φουτουγραφία, ξένου σμάδ’ ικτός που Ντριανουβνό, πάει μ’ έφαγιν του μαύρου του σκουτάδ, θα μι φαν του στιάρ, θα μι χάσ’  η Λένκου…κι ιγώ τ’ Λένκου δεν τν αφήνου καμπότι…μόνι ου ζαρζαβούλτς μπουρεί να μας ξιχουρίσ’, καγκαένας άλλους.

Κατάλαβις ρε γιατί έκαμα πίσου; για τ Λένκουμ… (κουρντίσκιν ξανά κι κουκιντσιν κι ίδρουσιν κι η φαλάκρατ η τρανή,  πουδαρίζουνταν, ξιφσούσι… αλλά τότι π’του γουνιά π’  τηρούσιν , ακούσκιν.  ανακατώθκιν η φουτουγράφινα…τουν ίξιριν καλά …στιφάν. τς για χρόνια, Δημάδκους μέν, άναβιν έυκουλα αλλά τουν είχι μάθ τα κουμπιά)

Λένκου: Τάκ’, άϊντι λιβέντ’ μ’ , να σι φέρου μια πιτσέτα να σκουπστίς..πραγματι κάψους σήμιρα.

Σ’ ακούου τοσ’ ώρα…μη σειίζισι για τ’ αυνούς,δεν αξίζν .

Κάτσι κι απόλαυσι μι τουν αξάδιρφου, αυτό του θισπέσιου κι κακαπληκτικό, του ιδανικό δείλνό του Ντριανόβου μας , αυτό του γλυκό σούρουπου , του Σεπτέμβρη 1953 (ίχιν βγάλ τν τιταρτ δημουτικού). Να, σας φέρνου κινούργια μιζέδια, μπατζιου μ’ αυγά, λουκάνκα, αρμιά, καβουρμά, ψια τσέπα μι πρασου π’ πιρίσιψιν απ του μισμέρ, κινούργιις φιλιώτις απου φρεσκου πισνίκ, μια μπλάστρα τυρί, πλιυραμιά που ζγούρ, ψμέν’ παλιουπρουβάτνα, κότσια που βιτούλια, κρέχτου ν αριώντι τν τιουλτιούκου,  αν θελτι (μπουρώ να αναφέρνου ως τ χαραΐ..αλλα τ απουφεύγου να μη σας ανοιξ’ η όριξ κι πνάστι ξανά) ,κι ότ’ άλλου θέλτι για να γιουματίστι κιόλας..α κι σκέφκα να μη ανοίξουμι ακόμα αυτή τ’ ντραματζανα που μας έστειλαν , γιατί ούτι ξέρουμι τι μας στελν, όυτι πόταβου είνι, αλλά αν τν ανοίξουμι θα ξιθμαίν. κιόλας θα χαλνάει…καλύτιρα να χιρίστι μι τιουλτιούκου, πούνι θκήμας κι τν ξέρτι κιόλας…ιντάξ;

Τάκς: (Μόλις , άκσιν τ’ μαχιάτ, ημέριψιν, απ’ του κούρτζμα για του Σιλτσιώτ)…Ιντάξ Λενκου ότ’ πείς ισί..αφου ξερς , ιυαγγέλιου σ’ έχου

Λένκου: (φουνάζ’) Παναιουτάκηηη..(έπιζιν παραπέρα, απουλουιέτι) :Ά Μαμά, πέμι..

Άκσι πιδίμ..λύσ’ τουν ίππου πτου τσινάρ, πήγινι κι στουν αυλαγά , μάσι κι τ’ άλλα τα πράματα, πότστα κι σείρι δέστα στ’ αχούρ να κοιμθούν να ξιαπουστάν κι αυτά…τόσις δλειές  έκαμαν για τι μας όλ’ τ’ μέρα (οι δλειές μοιράζουνταν ..μι προυθυμία )

Παναγιουτάκς : Αμέσους μαμά, άστα σι μένα , εισύ τς δλειές …

Μετά από όλα αυτά τα πράγματα ηρεμούν…σχετικά.. Τα δυό ξαδέρφια κάθονται κι απολαμβάνουν τα πάντα…κι έτρουγαν κι έπιναν κι ήλιγαν δηλαδή (υπάρχει καλύτερο;)

Για μια στιγμή του βλέμα τ’ Νιάνιου, πέφτ’ στου πισκέσ’, που έστειλίν ου σμιθιρός π’ έφκιασιν, π’ σιακάτ ικεί ου φουτουγράφους, ου πιθιρός δηλ. απ’ του κουρίτσ’ τς αδιρφής τ’

Νιάνιους: Για πέμι ρε αξάδιρφι, που πόθιν είπις είνι ου σμιθιρός π’ έστειλιν τα πισκέσια για τν αησουτήρα;

Τάκς:Άκσι…είνι που ένα μέρους ντιπ αλλιώτκου απ τι μας…μοιάζ’ μι γριντιά τρανή, ντίπ βαϊζμέν’ , πνουπαν’ τ’ μιριά, στς άκρις έχ’ κάτ σουγλιά σα ντάμκις.

 Θαρρώ στς φουτουγραφίις π’ μ’ έστειλίν, τα σουγλιά τ’ αναφέρν’: κίσσαμους, κουλιμπάρ, Ηράκλειου, ΑηΝ κόλας , Σητεία, κάτ τέτοια .

Όχ’ σαν τα θκάμας τα γνουμκά, βούλιαρ, σάντβου, τ’ πίκα η γούρνα, σκιντέρια, πανουβρακ’, μούσγκα, λνάρια, γιουργιάννια, ντρόγκουλα, τζάκινα , μιλίς’ , μυλουνόστρατα, μπέστιαν, ντάμπαλ’ ..(πάλι σταματώ ξέρτι γιατι…ως τς χαραές). Που κατ’ κι απου δίπλα δεν έχ καντίπουτα. Πως νταϊαντάει ικεί απ βρίσκιτι, καένας δεν ξέρ..μυστήριου..κι ακσι τώρα , όταν οι μάκις οι θκές μας πουλιουμούν, στν κουπάνα μι του νιρο, να πλύν, τίπουτα πουτούρις, τσιράπια, πόχις γιαλέκα, βρακιά θκάτς, πουδιές,(στα κουδαρίτκα..μπρουστουμούνια sokin), αντιά (πάλι σταματω ..όταν λέου τετοια θα σταματώ γιατι μπιζιρνω να γραφου…κι δε μπουρώ), δεν κνιούντι όλα πέρα δώθι, κι πουλλές φουρές θελν κλούτσουν για να τα πιάεις; Κι αν χπιις μι του γόνα τν κουπάνα..δεν παεν αράδα πλιάκα-πλιούκα- πλιακα-πλιούκα, περα δώθι;

Ε… αυτή η γριντια τ’ συμπέθιρου, μες σι νιρό είνι, αλλά δε σκαλνιέτι ντίπ…αλλά σι πόταβου νιρό; Είδις ρε στν πέτρα στν αλατσιά , π’ ρίχνουμι στα πρόβατα να φάν πτι κείνα τα χουντρα τα σπυρια, πτα λέν άλας, για να φυγν οι αστένιις κι να φερν παραπάν γάλα; Είδις ύστιρα π’τα πιαλούμι όλ’ τ’  μέρα γύρου π’του πουταμ, να πιν αράδα νιρό, γιατί αλλιώς ως του βραδ θ απουμείνουμι χουρίς βιός;

Θμάσι ρε π’ έγλυψιν του τρανό του σκλί, ου μπαλιούκας κι του μκρότιρου ου καψάλτς τι έπαθαν;;…που είχαν βάλ’ τς γλώσις κι τ’ νουρά; Θμάσι π’ μας απουλιθκιν του γουμάρ, κι έγλειψιν κι αυτό, κι έβγανιν άφρια π’του στόμα κι τρικλνούσιν; Δε μι λές όταν έπλυνάμι τν αλατσιά, κι δουκιμασάμι κατά λάθους πτου νιρό, πόταβου ήταν; Δε φτιούμασταν αράδα κι θάρσαμι ότι  οι άλλις, μας έρξαν στα προυσφάϊα μας, στα τρουβάδια μας κριουλίν’ για να μας ξικάμν;;;;

Ε ρε.. η γριντιά τ’ σιμπέθιρου, τέτοιου παλιουφαρμάκ’ έχ’  τριιούρ…κι αν θέλ’, ας κάμ καένας να πιεί..θα τα κακαρώσ’ ενακένας.

Κι ξέρς πόσου είνι που πάν κι απού κατ’  πτ γριντιά; άσουτου..κι ξέρς, ειπιδή  είνι ντιπ ανέσουστ’, αφου ετς κι αλλιώς δεν πίνιτι κι δεν αριών τν τιουλτιούκου, τα ουνουμάτσαν κιόλας τς αλατσιές , τά ‘παν  λιβυκό πέλαγους μυρτώου π΄πελαγους .. ( ως τώρα , σ’ είπα ότι έχ’ ασουτ αλατσιά πουπάν κι απου κάτ’ , αργότιρα θα σι πώ, που πέρα κι δώθι, πόσου είνι πάντους ως τώρα δε μέτρησα).

 Ότ’ νάνι οι ουχτίκαβ, μσές δλειές, ούτι γκαλτσουφουλια του ουνουμάτσαν , ούτι κουτσούφλιαν, ούτι όψμα , όυτι σάνβου, ούτι βούλιαρ, ούτι δεσ’ , ούτι κλώσμα. Ντιπ μσόγαζ κι ντιπ ξιρκοί, ντίπ νιρό για πιουτί.Κι ιπιδίς δεν πίνιτι ντιπ κι ξιαπόμκαν που γλυκό, χίρσαν τς μουρλαμάρις μι του φαρμάκ’.Απόψι που γλύκανι η βραδυά ..κι θα τρανέψ’ η νύχτα θα στα μουλουγήσου όλα…έχου κι πειστήρια, φουτουγραφίις π’ μ’ εστειλιν ου συμπέθιρους πτι κείνουν του σύλλουγου, απ ίνι μέλους..(έτς γνουρίσκαν τα πιδιά..απ τς συλλόγοι απ τς φουτουγραφ..)

Νιάνιους: κι πώς είπιμι ότι  τ’  λεν αυτή τν κιντουμέν’ τ’  γριντιά τ’ συμπέθιρους ορέ φουτουγράφι;;

ΚΑΡΤΙΡΑΤΟΙ ΟΛ’ ΕΝΑΚΕΝΑΣ  ΚΡΗΤ’ , ΑΛΛΑ ΚΑΤΣΤΙ ΨΙΧΑ, ΚΑΡΤΕΡΓΙΑΤΙ..ΘΑ ΦΤΑΣΟΥΜΙ ΚΙ ‘ΚΕΙ , ΑΛΛΑ ΣΙ  ΛΙΓΟΥ .. ΘΑ ΙΔΕΊΤΙ ΠΡΩΤΑ

ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΟΛΟΙ ΚΑΛΑ (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

 

Leave a Comment

Ταυτότητα Ιστοσελίδας:
Σαλακίδης Ιωάννης – Ατομική Επιχείρηση

ΑΦΜ: 046450157, ΔΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ

Δ/νση Έδρας: Ζαφειράκη 3, ΤΚ 0100 Κοζάνη

Email: info@efkozani.gr

Τηλ. 24610-25112

Ιδιοκτήτης, νόμιμος εκπρόσωπος και διευθυντής: Σαλακίδης Ιωάννης

Διευθύντρια Σύνταξης: Μαρία Τσακνάκη

Διαχειριστής: Σαλακίδης: Ιωάννης

Δικαιούχος του ονόματος τομέα (domain name): Σαλακίδης Ιωάννης

Efkozani logo

@2024 – All Right Reserved. Hosted and Supported by Webtouch.gr

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Διαβάστε περισσότερα

Are you sure want to unlock this post?
Unlock left : 0
Are you sure want to cancel subscription?
-
00:00
00:00
Update Required Flash plugin
-
00:00
00:00