Η κλούτσα (ή κλίτσα). Ο πιο πιστός σύντροφος του τσοπάνου μετά την κάπα, το ταλαγάνι και τον τρουβά.
Αποτελούνταν από δύο μέρη:
-Το μεγάλο ξύλο. Πάντα φτιαγμένο από κρανιά και
– Το μικρό πάνω μέρος της που ήταν
φτιαγμένο από πουρνάρι ή κέδρο ή σφιντάν(ι) ή βελανιδιά. Έμοιαζε με άγκιστρο κι είχε μια τρύπα στην μέση, για να μπαίνει και να εφαρμόζει καλά το μεγάλο ξύλο. Πολλές φορές για μεγαλύτερη σιγουριά κι ασφάλεια καρφώνονταν ένα καρφί ή πρόκα για να δέσουν τα δύο μέρη.
Η κλούτσα ήταν απλή στην κατασκευή. Οι τσελιγκάδες όμως έκαναν και σκαλισμένες κλούτσες με διάφορες παραστάσεις : φίδια , γοργόνες, κεφάλι φιδιού ή αετού.
Ήταν οι γιορτινές τους και μ’ αυτές πήγαιναν σε γιορτές , πανηγύρια , εκκλησία και στα καφενεία .
Η κλούτσα χρησίμευε :
– Να υποβαστάζει το σώμα του τσομπάνου στα κακοτράχαλα μονοπάτια, να διευκολύνει το περπάτημά του στους γκρεμούς, στα απρόσιτα σημεία των απότομων πανύψηλων βουνών. Αυτή είχε αποκούμπι όταν σταματούσε να ξανασάνει ή να αγναντέψει.
– Να πιάνει την προβατίνα, απ΄το πόδι, όταν πηδούσε (άρμεχτη) από τη στρούγκα, ή όποιο πρόβατο αρρώστησε ξαφνικά.
-Να υπολογίζει τον χρόνο (δυό κλούτσες θέλει να κρυφτεί ο ήλιος).
-Να υπολογίζει το βάθος του νερού στο θολό το ρέμα.
-Να ανιχνεύει μέσα στη θεοσκότεινη νύχτα.
– Να τιμωρεί το ατίθασο κι απείθαρχο πράμα (ζώο), κτυπώντας στα καπούλια το νωθρό μουλάρι ή γομάρι να περπατήσει πιο γρήγορα.
-Να κρεμάει τον τρουβά στην πλάτη του, ή το ταλαγάνι ή το παλτό του.
-Να κατεβάζει χαμηλά τα κλαδιά απ΄τα δένδρα για να φαν τα γιδοπρόβατα.
-Να λύνει ΔΥΣΤΥΧΩΣ κάποιες φορές τις διαφορές του με το συνορίτη του, ή τον τσομπάνο απ’ τ’ άλλο χωριό.
– Να «καθαρίζει» την οχιά, που τύχαινε στο μονοπάτι ή στο διάβα του.
-Να αντιμετωπίζει από κοντά το λύκο, που όρμησε στο κοπάδι του στο γρέκι ή στην βοσκή.