Η Κρήτη δεν είναι αυτή των Καλάσνικοφ
Και µε πονά να το γράφω, γιατί έζησα εκεί χρόνια ολόκληρα.
Την περπάτησα από τα Χανιά µέχρι τη Μεσσαρά, την έζησα στις αυλές και στα κατώγια, στις ρακοπαρέες και στα πανηγύρια, στις χαρές και στις λύπες, στα γλέντια που κρατούν ως το ξηµέρωµα, µα και σε ώρες θλίψης, τότε που η Κρήτη σιωπά, σκύβει το κεφάλι και πονά µαζί µε τους ανθρώπους της.
Και το λέω χωρίς ίχνος υπερβολής. Αν ξαναγεννιόµουν, θα ήθελα να γεννηθώ Κρητικός.
Όχι όµως Κρητικός της βεντέτας, της οµερτά και της σφαίρας. Αλλά Κρητικός της λεβεντιάς, της τιµής, του φιλότιµου και πάνω απ’ όλα της φιλοξενίας.
Γιατί η κρητική φιλοξενία δεν είναι απλώς µια συνήθεια. Είναι ιεροτελεστία.
∆εν είναι “πέρασε να πιεις έναν καφέ”. Είναι “πέρασε να φας, να κοιµηθείς, να ξεκουραστείς, να νιώσεις σπίτι σου”.
Είναι το τραπέζι που στρώνεται χωρίς προειδοποίηση.
Είναι το πιάτο που γεµίζει ξανά, ακόµη κι όταν λες «φτάνει».
Είναι το ποτήρι ρακής που δε στο φέρνουν απλώς για να πιεις, στο δίνουν για να σε τιµήσουν.

Είναι η γιαγιά που θα σε ταΐσει µε το χέρι της, ο παππούς που θα σε κεράσει χωρίς να ρωτήσει ποιος είσαι, το παιδί που θα σου πει “καλώς όρισες” χωρίς να µάθει ποτέ από πού ήρθες.
Αυτός είναι ο πολιτισµός της Κρήτης. Να δίνεις χωρίς να µετράς, να αγαπάς χωρίς να ρωτάς, να προστατεύεις τον ξένο σαν αδερφό.
Κι όµως, κάποιοι λίγοι, µα κραυγαλέοι, τον ποδοπατούν.
Χτες έριξαν βοµβίτσα σε σπίτι. Την άλλη µέρα, άλλοι απάντησαν µε δυο χιλιάδες σφαίρες. Νεκροί, τραυµατίες, χωριά σε πανικό. Και όλοι µιλούν για “παράδοση”, “ξεκαθαρίσµατα”, “αντρειοσύνη”.
Ποια αντρειοσύνη; Ποια τιµή; Αυτή δεν είναι η Κρήτη. Αυτή είναι η ντροπή του νησιού.
Η Κρήτη του Καζαντζάκη και του Θεοτοκόπουλου, του Ελευθέριου Βενιζέλου και των επαναστατών της ελευθερίας, δεν έχει καµία σχέση µε τη βία, τη µαγκιά και τη χυδαιότητα.
∆εν είναι λεβεντιά να σκοτώνεις.
∆εν είναι τιµή να πυροβολείς.
∆εν είναι “παράδοση” να απειλείς.
Είναι µικροψυχία. Είναι δειλία. Είναι ξεπεσµός.
Η Κρήτη που γνώρισα είναι αλλιώς.
Είναι εκείνη που σε κάνει να πιστεύεις ξανά στον άνθρωπο.
Που σε βάζει στο σπίτι της κι ας µη σε ξέρει.
Που αν περάσεις από το χωριό, θα σε ρωτήσουν “έφαγες;” πριν σε ρωτήσουν “ποιος είσαι”.
Που αν σε δουν κουρασµένο, θα σου πουν “έλα να ξαποστάσεις”, όχι “τι γυρεύεις εδώ”.
Αυτή είναι η φιλοξενία που κάνει την Κρήτη ευλογηµένο τόπο.
Και όσο υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι, κι υπάρχουν πολλοί, θα υπάρχει ελπίδα.
Αλλά όσο κάποιοι λίγοι µετατρέπουν το νησί σε πεδίο µάχης, όσο τα Καλάσνικοφ αντικαθιστούν τα τραγούδια και οι κουµπαριές την αξιοπρέπεια, η ντροπή θα σκεπάζει τη λεβεντιά.
Η Κρήτη δεν είναι τα όπλα, οι µαφιόζοι και τα “ξεκαθαρίσµατα”.
Είναι το χαµόγελο της γιαγιάς που σε ταΐζει, το βλέµµα του γέροντα που σε καµαρώνει, η φωνή του λυράρη που τραγουδάει τη ζωή, όχι τον θάνατο.
Μέχρι να το θυµηθούν όλοι αυτό, θα το λέω ξανά και ξανά.
Η Κρήτη δεν είναι αυτή.
Είναι η ντροπή κάποιων.
Αλλά η αληθινή Κρήτη, η Κρήτη της καρδιάς, της λεβεντιάς και της φιλοξενίας, θα επιβιώσει.
Γιατί η ψυχή της δεν πυροβολεί.
Αγκαλιάζει.
Αγκαλιάζει τον ξένο σαν αδερφό.









