Από το βιβλίο του τ. Γυμνασιάρχη Παναγιώτη Ζ. Παπαδόπουλου
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΤΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης (1889-1892, 1894-1910)
Υπάρχουν διάφορες εκδοχές ως προς τον τόπο γεννήσεώς του στηριζόμενες σε ενδεικτικές μαρτυρίες. Κατά το Λιούφη, που είναι σύγχρονος με τον Κωνσταντίνο και συνεργάστηκε πολύ στενά για εκπαιδευτικά και άλλα ζητήματα, γεννήθηκε στην Κοζάνη τον Απρίλιο του 1841 από γονείς καταγόμενους από το Μικρόβαλτο της επαρχίας Σερβίων. Από νεαρή ηλικία έδειξε ζήλο και φρόνημα εκκλησιαστικό και για το λόγο αυτό ο Επίσκοπος Ευγένιος τον χειροτόνησε διάκονο της Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης.
Επιθυμώντας διακαώς να ακολουθήσει ανώτερες σπουδές μετέβη στην Τρίπολη, όπου με τη βοήθεια και συμπαράσταση του Επισκόπου Θεοφάνη, καταγομένου εκ Σελίτσης (Εράτυρας) Κοζάνης, φοίτησε και περάτωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Στη συνέχεια γράφτηκε και φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών απ’ όπου και έλαβε το σχετικό δίπλωμα. Διορίστηκε και διηύθυνε επί διετία την ομώνυμη σχολή της Κλεισούρας. Τότε τον κάλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ιωακείμ ο Γ’, μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, προκειμένου να διακονήσει την οικεία Μητρόπολη.
Το 1875 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Αρδαμερίου. Σ’ αυτή τη θέση υπηρέτησε επί 14 χρόνια, όπου και άφησε άριστες εντυπώσεις στο ποίμνιό του «δια την αγαθήν και σώφρονα πολιτείαν του». Τον Ιούλιο του 1889 προήχθη σε Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης. Μετά από τριετή ποιμαντορία (1889-1892) μετατέθηκε στη Μητρόπολη Δριυνουπόλεως. Στη θέση του τοποθετήθηκε ο Γεράσιμος Τανταλίδης (1892-1893) παρά τη σφοδρή αντίδραση του εκκλησιαστικού πληρώματος που, σταθερά και αταλάντευτα, επιθυμούσε την παραμονή του Κωνστάντιου, ως Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης. Στις 23 Οκτωβρίου 1893 ο Γεράσιμος μετατέθηκε στη Μητρόπολη Πισιδείας, ενώ στη θέση του τοποθετήθηκε ο Ρόδου Γρηγόριος, ο οποίος, λόγω της δυσμενούς γι’ αυτόν διαθέσεως του ποιμνίου, ούτε καν ήλθε στην Κοζάνη για να ασκήσει το έργο του. Τελικά ύστερα από συνεννόηση μεταξύ των δύο μητροπολιτών γίνεται δεκτή η αμοιβαία μετάθεση. Έτσι την 31η Μαΐου 1894 επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Νεόφυτου αναγγέλλει τη μετάθεση του Κωνστάντιου στη γενέτειρά του Κοζάνη.
Τον Ιούνιο του 1897 με απόφαση της Συνόδου του Πατριαρχείου διορίζεται και τοποθετείται έξαρχος του Αγίου Όρους, ενώ την 27η Μαρτίου του επόμενου έτους εκλέγεται συνοδικό μέλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η επί διετία παραμονή του Αρχιερέα στην Κωνσταντινούπολη υπήρξε πολύ ωφέλιμη δεδομένου ότι κάποια εκκρεμή ζητήματα, όπως η ίδρυση του Γυμνασίου Κοζάνης, απαιτούσαν άμεση αντιμετώπιση. Τον Ιανουάριο του 1903 ανανεώθηκε για μια ακόμη τριετία ο διορισμός του Κωνστάντιου ως μέλους της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου.
Δράση του Αρχιερέα
Η δράση του επισκόπου Κωνστάντιου είναι πολύπλευρη και αποτελεσματική. Ο γυμνασιάρχης Π. Λιούφης σκιαγραφώντας με λίγες γραμμές την προσωπικότητα του ανωτέρω μητροπολίτη γράφει τα εξής: «Ην ανήρ άοκνος, μελετηρός, φιλόπατρις και φιλόμουσος στερρώς εχόμενος των πατρίων και των θρησκείας και λατρείας».
Με τα εξαίρετα πνευματικά του προσόντα και τις αρετές που τον χαρακτήριζαν ανταποκρίθηκε με επιτυχία στην υψηλή του αποστολή. Επεδίωξε και πέτυχε την αναβάθμιση των εκκλησιαστικών πραγμάτων με την ίδρυση και συντήρηση των ναών και των μοναστηριών της δικαιδοσίας του, με τη σωστή οργάνωση των ενοριών και με τη χειροτονία μορφωμένων ιερέων. Πίστευε ακράδαντα ότι η ανάταση και ανάσταση του Γένους περνούσε μέσα από την παιδεία και τα γράμματα. Γι’ αυτό και στον τομέα αυτό έδωσε μεγάλη βαρύτητα με αξιόλογη προσφορά. Η ίδρυση σχολείων, ο διορισμός των εκπαιδευτικών, τα προγράμματα διδασκαλίας, η εξεύρεση πόρων για τις ανάγκες συντήρησης και λειτουργίας των εκπαιδευτηρίων ήταν κύριο μέλημά του. Όπως είδαμε, με τη δική του συνδρομή, ιδρύθηκε και οικοδομήθηκε το Βαλταδώρειο Γυμνάσιο, για το οποίο ένιωθε ιδιαίτερη υπερηφάνεια.
Ο Κωνστάντιος ήταν καρδιά γεμάτη πατριωτικά αισθήματα και τον διέκρινε εθνική ευαισθησία. Έζησε σε μια εποχή όπου κυριολεκτικά διακυβευόταν το μέλλον του Μακεδονικού Ελληνισμού. Σε προμνησθείσα επιστολή του προς το Υπουργείο Εξωτερικών σχετικά με την οργανωμένη βουλγαρική προπαγάνδα γράφει μεταξύ άλλων και τα εξής: «Αυτός δε ως ποιμήν και τέκνον της ταλαίνης ταύτης χώρας μετά δεινού και ψυχικού άλγους και υπό δακρύων καταπνιγόμενος και μετά συντετριμμένης της καρδίας μου εκφέρω τας λέξεις ταύτας, διότι εγνώρισα την άτεγκτον και ψυχράν καρδίαν ουκ ολίγων κατά κακήν μοίραν τοιούτων προξένων…».
Ο πρόξενος Ελασσόνος Αρ. Παπαδόπουλος σε απόρρητη έκθεσή του προς τον τότε υπουργό των Εξωτερικών εκφράζοντας τη δυσφορία του για την ασύγγνωστη ολιγωρία, όσον αφορά τα εθνικά θέματα κάποιων μητροπολιτών αναφέρει: «Μία εισέτι υπολείπεται ημίν ελπίς και αύτη εστίν ο μητροπολίτης Κοζάνης (Κωνστάντιος), όστις φαίνεται υπό πατριωτικών εμφορούμενος αισθημάτων και μετά ζήλου ου τυχόντος εργαζόμενος τόγε νυν υπέρ του έθνους του εκ δε της μετ’ αυτού συνεργασίας του προξενείου ελπίζω ότι πολλάς θέλει προσπορισθεί η πατρίς ωφελείας…».
Όμως δεν ήταν μικρότερο και το ενδιαφέρον του Κωνστάντιου για τα κοινοτικά ζητήματα. Πρώτα-πρώτα επεδίωξε και πέτυχε την ειρήνη και ομόνοια μεταξύ των αντιμαχομένων παρατάξεων στη γενέτειρά του Κοζάνη, η έλλειψη των οποίων ταλάνισε το λαό της πόλης για πολλά χρόνια. Με δική του συνδρομή καταρτίστηκε και ψηφίστηκε ο Κανονισμός της Ελληνορθοδόξου Κοινότητας Κοζάνης το έτος 1895 και αμέσως τέθηκε σε εφαρμογή. Αποτελεσματική ήταν επίσης η παρέμβασή του για την επίλυση προσωπικών και κοινωνικών αντιθέσεων μεταξύ των μελών του εκκλησιαστικού πληρώματος της επαρχίας του.
Πέθανε στις 10 Ιουνίου 1910.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΒΑΛΤΑΔΩΡΟΣ (1838-1896)
Γιος του Νικολάου Βαλταδώρου. Γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1838. Οι πρόγονοί του κατάγονταν από τη Ρεντίνα της Πιερίας και μετοίκησαν στην Κοζάνη λόγω καταδιώξεων από τους Τούρκους.
Ο πατέρας του ασκούσε το επάγγελμα του καπνοπώλη και από αυτό προήλθε η προσωνυμία Βαλταδώρος, που παρέμεινε ως οικογενειακό επίθετο.
Ο Λάμπρος διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα από το φημισμένο δάσκαλο Ν. Τριανταφυλλίδη και στη συνέχεια μετέβη στο Μοναστήρι, όπου και εργάστηκε ως υπάλληλος σε εμπορικό κατάστημα. Φύσει όμως προοδευτικός ήθελε ν’ αναπτύξει δική του εμπορική δραστηριότητα. Έτσι, αφού παρέμεινε κάμποσα χρόνια στο Μοναστήρι, ταξίδεψε στο Βουκουρέστι, όπου και άνοιξε κατάστημα ζαχαροπλαστικής. Αφού επεξέτεινε τον κύκλο των δραστηριοτήτων του προσέλαβε στην εργασία του και τα δυο αδέρφια του, τον Κωνσταντίνο και το Βασίλειο. Παρά τη μεγάλη αφοσίωση στη δουλειά του, δεν ξέχασε την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κοζάνη,, που την αγάπησε πολύ. Όταν προαισθάνθηκε το τέλος του βίου του με επιστολή του προς την Κοινότητα ανάγγειλε ότι προσφέρει ως δωρεά 500 εικοσόφραγκα, σαν πρώτη δόση, για την ίδρυση γυμνασίου. Έτσι η ευγενική του χειρονομία υπήρξε η πρώτη καλή αρχή για το χτίσιμο του γυμνασίου. Δεν πρόλαβε όμως να το δει χτισμένο και να το χαρεί, γιατί πέθανε ξαφνικά στις 17 Νοεμβρίου του 1896.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΒΑΛΤΑΔΩΡΟΣ (1849-1904)
Αδελφός του Λάμπρου Βαλταδώρου. Γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1849. Σε ηλικία είκοσι χρόνων ο αδελφός του Λάμπρος τον προσέλαβε στην επιχείρησή του στο Βουκουρέστι, όπου εργάστηκε με πολύ ζήλο. Είχε την αγάπη και τη συμπάθεια των ομογενών λόγω της καλοσύνης και της ευγένειας του χαρακτήρα του. Μετά το θάνατο του αδελφού του Λάμπρου ανέλαβε αυτός την εμπορική επιχείρηση και τη μεγάλωσε ακόμα περισσότερο.
Θερμός λάτρης της ελληνικής αγωγής και παιδείας κράτησε πιστά τις εθνικές παραδόσεις και την αγάπη για την πατρίδα του Κοζάνη, που την επισκέφτηκε για πρώτη φορά το 1895. Ο ερχομός του στην Κοζάνη τον έβαλε σε σκέψη με ποιο τρόπο θα βοηθούσε κι αυτός στην πρόοδο και ανάπτυξή της. Από τότε τον κατέλαβε θερμός ζήλος που δεν άργησε να τον εκδηλώσει έμπρακτα. Όταν πέθανε ο Λάμπρος ανέλαβε αυτός να συμπληρώσει το απαιτούμενο ποσό για την οικοδόμηση του γυμνασίου. Η έναρξη του κτίσματος του διδακτηρίου και η πρόοδος των οικοδομικών εργασιών τον ενθουσίασαν πολύ. Πολύ περισσότερο όμως χάρηκε από τις εκδηλώσεις αγάπης και ευγνωμοσύνης των συμπολιτών του και από τα συγχαρητήρια που δέχτηκε απ’ το Πατριαρχείο και από το μητροπολίτη Κωνστάντιο.
Για τις πλούσιες δωρεές του προς την πατρίδα τιμήθηκε στις 18 Ιουνίου του 1902 με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος. Πέθανε στις 5 Απριλίου του 1904 σε ηλικία 55 χρόνων. Η Κοινότητα της Κοζάνης περιέβαλε με μεγάλη εκτίμηση το πρόσωπό του, όπως επίσης και τον αδελφό του Λάμπρο και τους κατέταξε μεταξύ των μεγάλων ευεργετών της πόλης.