Η ΡΑΠ μουσική: ρυθμός και ποίηση κινείται μεταξύ τραγουδιού και διήγησης σε πεζό λόγο, κάτι σαν πεζοτράγουδο, δηλαδή, με μέτρο ποιητικό σε ιαμβικό και τροχαϊκό, κυρίως, στίχο. Εμφανίστηκε στο τέλος της 10/ετίας του 1970 και γνώρισε αξιόλογη ακμή στη 10/ετία του 1980 ως είδος της Χιπ – χοπ (hip – hop) υποκουλτούρας της Αμερικής, που δημιουργήθηκε στις αστικές και ημιαστικές περιοχές από Αφροαμερικανούς.
Η Hip = γνώση Hop= αναπήδηση υποκουλτούρα αναλύεται σε Ραπ μουσική κατά τον στίχο, σε Djing κατά τη μουσική, σε Graffiti και Break Dance κατά τον χορό.
Κύριο γνώρισμα της Ραπ μουσικής είναι η αυθεντική έκφραση του “Εγώ” του πρωταγωνιστή, μέσω της κατανάλωσης ουσιών, της επίδειξης δύναμης, καθώς και της εκδήλωσης σεξουαλικών τάσεων και ορμών. Ορίζεται ως είδος Storytelling , διήγησης ιστορίας με περιεχόμενο βασισμένο σε στερεότυπα. Όχι σπάνια αναφέρεται και σε θέματα πολιτικά και κοινωνικά ενάντια στην καταπίεση και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Είναι κατά βάση είδος λυρικής ποίησης και εκφράζει προσωπικά βιώματα. Εστιάζει πιο πολύ στη ρίμα και στον στίχο και λιγότερο στη μουσική.
Στο σημείο αυτό , ειδικά, κινείται πολύ κοντά στα ποντιακά δίστιχα, έτσι όπως εκφράζονται αυτά στην παντομίμα: “Τα μωμογέρια ή Γοτζαμάνια”, που είναι θεατρικό είδος, ένα κράμα διθύραμβου και θεάτρου του δρόμου. Η ποντιακή ως άνω παντομίμα ως θεατρικό είδος αποτελεί σύνθεση προσωπικής λυρικής ποίησης και αντικειμενικής επικής. Στο λυρικό της στοιχείο προσομοιάζει πολύ με τη Ραπ μουσική και στο χορικό της με τη χοπ αναπήδηση. Τα ποντιακά δίστιχα της παντομίμας κινούνται και αυτά, όπως ακριβώς και η Ραπ μουσική, μεταξύ τραγουδιού και πεζής διήγησης σε ποιητικό στιλ με μέτρα τροχαϊκά ή ιαμβικά: Τα κάρναβαλα χόρευαν τα Φώτα τ΄αγιαννία, ση νύφε απάν ποιος θα κρούει την μάναν ατ’ να αλία…. Τ’ εμέτερον και η νυφε, ιταλικόν μετάξι, τα χρόνα τ’ς είν δεκαοχτώ , η σεβντα τ’ς με την τάξι…Τα κάλαντα οι Μώμοερ, τα Φώτα οι ποπάδες, ν’ αλί την μαυρομάναν ατ’ π’ εχ όμορφες νυφάδες κλπ.
Σημείωση: η νύφη στα Μωμογέρια – Γοτζαμάνια συμβολίζει τον νέο χρόνο και την ευτυχία που προσδοκούμε κατά τη διάρκειά του ή την Ελλάδα, που τη προστατεύουν ως κόρη οφθαλμού τα παλικάρια.
Θεόδωρου Κωνσταντινίδη