Η πορεία της ελληνικής λαογραφίας, από τη στιγμή της σύστασής της, μέχρι και τον 20ό αιώνα. Γράφει η Νούλα Σαλακίδου
Ζητούμενο του συγκεκριμένου άρθρου είναι μια ιστορική αναδρομή στην πορεία που διέγραψε η ελληνική λαογραφία, από την στιγμή που συστάθηκε ως «εθνική επιστήμη» κατά τον 19ο αιώνα, επηρεασμένη κυρίως από τα ευρωπαϊκά ρεύματα του ρομαντισμού και του εξελικτισμού, έως και τον 20ό, οπότε και επαναπροσδιόρισε το αντικείμενο μελέτης της, και συνεπώς και την ταυτότητά της, αποκτώντας πλέον το πρόσημο μιας κοινωνικής, και όχι εθνοκεντρικής, επιστήμης.
Εξετάζοντας τις συνθήκες υπό τις οποίες η λαογραφία του 19ου αιώνα στρατεύτηκε στους ιδεολογικούς σκοπούς του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, αποτελώντας έτσι το έρεισμα στην προσπάθειά του να εμπεδώσει τις έννοιες της εθνικής συνείδησης και υπόστασης, εξ’ ου και ο χαρακτηρισμός «εθνική», θα αναφερθούμε ιδιαίτερα, αφενός στον γερμανικό ρομαντισμό, από τον οποίο εκπορεύτηκε η γερμανική λαογραφία, και αφετέρου στον αγγλοσαξονικό εξελικτισμό, αφού αποτέλεσαν από κοινού, όπως θα δούμε, τις συνιστώσες της.
Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε σε όλους εκείνους τους λόγους που οδήγησαν την επιστήμη της λαογραφίας σε αδιέξοδο μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, αναδομώντας το θεωρητικό της υπόβαθρο, εφόσον ανάγκασαν τον λαογράφο να οργανώνει και να αναλύει πια το αντικείμενο της μελέτης του υπό το κοινωνικοπολιτισμικό πρίσμα. Το νέο κοινωνικό σκηνικό που δημιουργήθηκε μετά τον πόλεμο συνεπέφερε την σταδιακή αναδιαμόρφωση των προσεγγίσεων του λαογράφου και την προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα.
Αναφορικά με την εθνοκεντρική φυσιογνωμία της ελληνικής λαογραφίας του 19ου αιώνα, αυτή διαμορφώθηκε υπό την επίδραση πολλών παραγόντων, ένας εκ των οποίων υπήρξε, όπως προαναφέρθηκε στην εισαγωγή, ο γερμανικός ρομαντισμός, με διαπρεπέστερο και αντιπροσωπευτικότερο εκπρόσωπό του την γερμανική λαογραφική σχολή (Τζάκης,2002,σ.30). Ο γερμανικός ρομαντισμός, αντιπαρατασσόμενος στο άκρατο ορθολογιστικό πνεύμα του κινήματος του Διαφωτισμού, μεσουράνησε στην Ευρώπη από τα τέλη του 18ου αιώνα έως τα μέσα του 19ου (Τζάκης,2002,σ.30), εμφυσώντας στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και δει στη γερμανική την ιδέα της ανάδειξης του έθνους. Η ιδέα αυτή βρήκε πρόσφορο έδαφος εκεί να γονιμοποιηθεί, αφού το εθνικό φρόνημα των Γερμανών είχε πληγεί σοβαρά από την κατάκτηση γερμανικών κρατιδίων από τον Γάλλο στρατηγό Ναπολέοντα και την ήττα της Ιένας το 1806 (Κυριακίδου,2008,σ.22). Στη σκιά λοιπόν του λαβωμένου εθνικού γοήτρου της Γερμανίας γεννήθηκε η γερμανική λαογραφία, στοχεύοντας, στην ανάδειξη της έννοιας του έθνους, που θα διασφάλιζε την πολιτική συνοχή και σταθερότητα, εφόσον αυτό απαρτίζονταν από μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας με κοινή ταυτότητα και κοινά ήθη και έθιμα. Το έθνος και το αίσθημα του συνανήκειν, αποτέλεσε για τους Γερμανούς μια ιδιαίτερα σημαντική έννοια, που ονομάστηκε «ψυχή του λαού», θυμίζοντας τον αντίστοιχο ελληνικό όρο «εθνική ψυχή» (Τζάκης,2002,σ.38), και θέλοντας να δηλώσει την ταύτιση του έθνους και του λαού (Τζάκης,2002,σ.30).
Προκειμένου να μπορέσει να αναδείξει την υπερβατική, αναλλοίωτη και ανόθευτη, στο πέρασμα του χρόνου, υπόσταση της έννοιας αυτής, η γερμανική λαογραφική σχολή επικεντρώθηκε στην μελέτη του παραδοσιακού λαϊκού βίου του αγροτικού χώρου και των εκδηλώσεών του, αποδεικνύοντας μέσα από αυτές την υπεριστορικότητά της και την ικανότητά της να παραμένει αποκομμένη από το κοινωνικό πεδίο δράσης, άρα και ανεπηρέαστη (Τζάκης,2002,σ.30-31). Κατά την άποψη δε της Κυριακίδου το γερμανικό ρομαντικό κράτος υπήρξε αυστηρά εθνικό, τονίζοντας της ιδιαιτερότητά του σε σχέση με τα υπόλοιπα, και η γερμανική λαογραφία προέβαλλε το παρελθόν και όχι το παρόν, σκοπεύοντας να αναδείξει στο διάβα του χρόνου την καθαρότητα του γερμανικού έθνους. Προσέγγισε επομένως το έθνος ως φαινόμενο βιολογικό και όχι κοινωνικό, επισημαίνοντας την υπερβατική του καταγωγή (Κυριακίδου,2008,σ.22-25) και αποσιώπησε τις αντιθέσεις της πραγματικής εικόνας της κοινωνίας (Ντάτση,2008,σ.43).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, θα λέγαμε πως η γερμανική λαογραφική σχολή κλήθηκε να παίξει το ρόλο της «εθνικής επιστήμης», όπως υπογραμμίζει ο Τζάκης, εφόσον επιφορτίστηκε με το καθήκον να ανορθώσει το πληγωμένο εθνικό ανάστημα της χώρας και να συμβάλει στην εθνική αυτοσυνείδηση και αυτογνωσία των Γερμανών, διά της προσαρμογής των νόμων και της «τέχνης του κυβερνάν», με τρόπο ώστε αυτά να εναρμονίζονται με την ποιότητα της γερμανικής ψυχής (Τζάκης,2002,σ.31).
Το πνεύμα του ρομαντισμού και η αρχή της εθνικής συνείδησης, την οποία διακήρυττε, επηρέασε και την ελληνική λαογραφία του 19ου αιώνα, με τη διαφορά όμως ότι η ελληνική κοινωνία διαπνέονταν ήδη από τις αρχές του ελληνικού διαφωτισμού, δηλαδή την πεποίθηση ότι οι νεοέλληνες είναι δυνατόν να αναστήσουν την δόξα του αρχαιοελληνικού παρελθόντος. Επομένως, η στροφή στο κλασικό παρελθόν, που πραγματοποίησε η ελληνική λαογραφία κατά τη συγκρότησή της, υποδήλωνε περισσότερο τον συναγωνισμό μεταξύ νεοελλήνων και αρχαίων Ελλήνων (Κυριακίδου,2008,σ.31), και όχι του ελληνικού έθνους με κάποιο άλλο, όπως συνέβη στη Γερμανία. Το παράδοξο σ’ αυτή την περίπτωση είναι ότι συγκεράστηκαν δύο έννοιες φύσει αντίρροπες, εφόσον ο ρομαντισμός προκρίνει το ιδιαίτερο, έναντι του γενικού, στο οποίο πρεσβεύει ο διαφωτισμός, το εθνικό έναντι του υπερεθνικού, το συναίσθημα, έναντι της λογικής, τη διαφορά και την υπεροχή, έναντι της ομοιομορφίας, όπως επισημαίνει η Κυριακίδου (Κυριακίδου,2008,σ.22). Το γεγονός όμως ότι διανοούμενοι της εποχής, όπως ο Λέσβιος και ο Ψαλίδας, έκαναν λόγο για ανωτερότητα του ελληνικού γένους και το κατέτασσαν ένα σκαλί χαμηλότερα από το γένος των αγγέλων (Κυριακίδου,2008,σ.30), όχι μόνο αντιστρατεύεται τη νοησιαρχία του διαφωτισμού και του ορθολογισμού, αλλά καταμαρτυρεί εύγλωττα την μεγάλη επιρροή που δέχτηκε η ελληνική σκέψη από τον γερμανικό ρομαντισμό.
Η εθνοκεντρική ελληνική λαογραφία του 19ου αιώνα εμφανίστηκε όταν αμφισβητούνταν η καταγωγή των νεοελλήνων από τους αρχαίους Έλληνες. Συγκεκριμένα, ο Γερμανός ιστορικός Fallmerayer υποστήριξε πως η ιστορία του ελληνικού έθνους δεν είναι αδιάλειπτη, εφόσον ο αρχαιοελληνικός κόσμος έπαψε να υφίσταται στα μέσα της πρώτης χιλιετηρίδας μετά Χριστόν. Ταυτόχρονα με την κάθοδο Αλβανών και Σλάβων στον ελλαδικό χώρο, που ακολούθησε, σύμφωνα με την άποψή του, επήλθε ο εξαλβανισμός και εκσλαβισμός της ελληνικής φυλής και η νόθευσής της (Τζάκης,2002,σ.35). Η διαπίστωση λοιπόν του Fallmerayer ήταν πως οι νεοέλληνες δεν είχαν καμία συγγένεια με τους αρχαίους, αντίστοιχα, και για το λόγο αυτό διατύπωσε, στο βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1830 και τιτλοφορούνταν «Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων», την περίφημη φράση «ούτε σταγόνα αίματος ελληνικού δε ρέει στις φλέβες των σημερινών Ελλήνων» (Αυδίκος,2009,σ.61). Η άποψη αυτή του γερμανού ιστορικού απειλούσε να γκρεμίσει το όραμα της Μεγάλης ιδέας των Ελλήνων, που διατείνονταν ότι ήταν γνήσιοι κληρονόμοι του ένδοξου κλασικού μεγαλείου του παρελθόντος, ισχυροποιώντας κατ’ αυτό τον τρόπο το ρεύμα φιλελληνισμού που κυριάρχησε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (Τζάκης,2002,σ.35).
Λόγω των γεγονότων κρίθηκε επιτακτική η ανάγκη διατράνωσης της αδιάλειπτης πολιτισμικής συνέχειας του ελληνισμού από το κλασικό παρελθόν. Στο κλίμα λοιπόν της «εθνικής σταυροφορίας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Τζάκης (Τζάκης,2002,σ.35), και προκειμένου να αποδομηθούν τα ανθελληνικά επιχειρήματα του Fallmerayer, αλλά και του Νερουλού, ο οποίος, επίσης, διατύπωσε παρόμοια άποψη (Αυδίκος,2009,σ.63), οι επιστήμες της ιστορίας και της λαογραφίας κλήθηκαν να αποδείξουν, η μεν την ανάδειξη της ελληνικότητας του Βυζαντίου, που λειτούργησε ως συνδετικό στοιχείο μεταξύ νεοελληνισμού και αρχαιότητας, η δε, με θεμελιωτή της τον Νικόλαο Πολίτη (Τζάκης,2002,σ.37), την ύπαρξη στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος επιβιωμάτων του αρχαιοελληνικού παρελθόντος. Εδώ υπεισέρχεται η θεωρία του αγγλοσαξονικού εξελικτισμού και μαρτυρείται η επιρροή που δέχτηκε η ελληνική λαογραφία από την αντίστοιχη θεωρία των επιβιωμάτων του Tylor.
Ο Πολίτης, πασχίζοντας να αποδείξει την καταγωγή των νεοελλήνων, των γνήσιων σύγχρονων Ελλήνων, από τους αρχαίους Έλληνες, στράφηκε στην παρατήρηση του αγροτικού χώρου, αφού αυτός, κατά την άποψή του, αποτελούσε αυθεντική μορφή παραδοσιακού πολιτισμού, διότι παρέμεινε ανόθευτος και δεν δέχτηκε τις δυτικές επιδράσεις που χαρακτήριζαν τη ζωή στα αστικά κέντρα. Σε αντίθεση με την αγγλική λαογραφία όμως, η ελληνική διεύρυνε το πεδίο μελέτης της, συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτό, εκτός από την παραδοσιακή λογοτεχνία, τον κοινωνικό και υλικό βίο στο σύνολό του. Παρόλο που ο Πολίτης εστίασε περισσότερο την έρευνά του στις εκδηλώσεις του παραδοσιακού πολιτισμού, όπως συνέβαινε στην αγγλική λαογραφία, και όχι στον παραδοσιακό πολιτισμό στο σύνολό του, όπως συνέβαινε αντίστοιχα στην γερμανική, ο Τζάκης τον κατατάσσει πλησιέστερα στο γερμανικό μοντέλο (Τζάκης,2002,σ.37). Το γεγονός μάλιστα ότι οργάνωσε τη σκέψη του γύρω από τους άξονες της πολιτισμικής συνέχειας, με απώτερο σκοπό την απόδειξη της καθαρότητας του ελληνικού έθνους, αλλά και της Μεγάλης Ιδέας, ταυτόσημης του εθνικιστικού φρονήματος των Ελλήνων, που την εποχή εκείνη βρισκόταν σε έξαρση, ενδυναμώνει την άποψη αυτή. Σημείο σύγκλισης ωστόσο των απόψεων του Πολίτη και των άγγλων ανθρωπολόγων αποτελεί η εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος και η αποδέσμευσή του από δεισιδαιμονίες και προλήψεις του παρελθόντος, που καθιστούσαν τον άνθρωπο ανίκανο να αντιληφθεί την κοινωνική πραγματικότητα. Κατατοπιστικά ως προς αυτό λειτουργεί η παράθεση, από τον Αυδίκο, δύο αντιπροσωπευτικών αποσπασμάτων, του Πολίτη και του άγγλου κοινωνικού ανθρωπολόγου Frazer (Αυδίκος,2009,σ.80-81).
Η προσήλωση των λαογράφων του 19ου αιώνα στον παραδοσιακό, λαϊκό πολιτισμό του αγροτικού χώρου, προκειμένου εκεί να εντοπίσει επιβιώματα του παρελθόντος, κατέστησε τη λαογραφία μια επιστήμη που χαρακτηρίζονταν από ανιστορικότητα, εφόσον μέσω αυτής ο παραδοσιακός πολιτισμός νοούνταν ως ένα σώμα στατικό, αποκομμένο από το σύγχρονο κοινωνικό πεδίο δράσης, που απλώς περιείχε πολιτιστικά στοιχεία τα οποία ανάγονταν σε προγενέστερους τύπους κοινωνικής εξέλιξης και επιβίωναν στο περιθώριο της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας. Επιπλέον, το γεγονός ότι η λαογραφία επικεντρώθηκε αποκλειστικά και μόνο στην μελέτη εκείνων των εκδηλώσεων του παραδοσιακού πολιτισμού, που σκοπό είχαν να αποδείξουν την ταύτιση λαού και έθνους και την καταγωγή ενός λαού, είχε ως αποτέλεσμα να αγνοηθούν οι διάφορες πολιτισμικές υποομάδες που συνυπήρχαν στα αστικά κέντρα, στα πλαίσια του πολιτισμικού δυϊσμού, διότι αυτές θεωρούνταν ότι δεν ήταν παραδοσιακές, παρόλο που και αυτές αποτελούσαν στην ουσία υποσύνολα του λαού. Για τους λόγους αυτούς η λαογραφία της εποχής χαρακτηρίστηκε δικαιολογημένα μια επιστήμη πολιτικά και εθνικά στρατευμένη, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Herzfeld (Herzfeld,2002,σ,37) και όχι αντικειμενική.
Μεταπολεμικά, όταν, λόγω των συνθηκών, το μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού πληθυσμού αναγκάστηκε να μετακινηθεί στα μεγάλα αστικά κέντρα, χάνοντας τον παραδοσιακό, αγνό του χαρακτήρα, λόγω των αλληλεπιδράσεων του με τα υπόλοιπα πολιτισμικά υποσύνολα, η επιστήμη της λαογραφίας έμεινε ξαφνικά μετέωρη, αφού δεν υφίστατο πλέον το αντικείμενο μελέτης της. Ο εξαστισμός του αγροτικού πληθυσμού, ο οποίος αποτελούσε τη γνήσια μορφή του παραδοσιακού πολιτισμού, ταυτόσημη του έθνους, σήμανε το τέλος ύπαρξης της εθνικά προσανατολισμένης λαογραφίας. Παρεπόμενο ήταν η επιστήμη της λαογραφίας να φτάσει σε αδιέξοδο. Έπρεπε να ανασυσταθεί ως επιστήμη με όρους και κριτήρια κοινωνικά και πολιτισμικά. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της γερμανικής λαογραφίας, η οποία βιώνοντας αυτό το αδιέξοδο, στράφηκε στον αστικό πληθυσμό, μετασχηματίζοντας το ιδεολόγημα του εθνικού χαρακτήρα του Volksgeist στην κοινωνική πλέον έννοια της cultur και των πολιτισμικών αξιών (Ντάτση,2008,σ.47)
Η λαογραφία του μεταπολεμικού 20ου αιώνα δεν επικεντρώθηκε στην μελέτη της αγράμματης αγροτικής μάζας για να συλλέξει το υλικό της, αλλά σε κάθε πολιτισμικό και κοινωνικό δρώμενο, αφού είχε πλέον διαχωρίσει τις έννοιες λαός και έθνος. Στη σύγχρονη λαογραφία ο λαός αποτελεί μια έννοια κοινωνικοπολιτισμική και όχι υπεριστορική, και τα κριτήρια πλέον για τον ορισμό του είναι πολιτισμικά. Η έννοια του λαού είναι συνυφασμένη με την εικόνα της κοινωνίας, επομένως αυτός αποτελείται από τις διάφορες πολιτισμικές υποομάδες και μορφώματα που συνυπάρχουν εντός του ίδιου πολιτισμού. Η ετερότητα πλέον εξετάζεται και προβάλλεται και δεν παραγκωνίζεται, όπως συνέβαινε κατά την εθνοκεντρική λαογραφία του 19ου αιώνα, που προωθούσε το στοιχείο της πολιτισμικής ομοιογένειας (Νιτσιάκος,2008,σ197). Στη σύγχρονη λαογραφία τα επιμέρους πολιτισμικά στοιχεία, που συνθέτουν τον παραδοσιακό πολιτισμό, δεν είναι στατικά, αλλά μεταλλάσσονται, όντας σε αλληλεπίδραση με άλλες σφαίρες και πεδία της κοινωνικής ζωής (Τζάκης,2002,σ.24).
Η θεματολογική ανανέωση της μεταπολεμικής ελληνικής λαογραφίας και οι νέες προσεγγίσεις και αναζητήσεις της, που οφείλονται στο έργο των λαογράφων Λουκάτου, Ήμελλου και Κυριακίδου, διεύρυνε τους ορίζοντές της. Συγκεκριμένα, ο Λουκάτος εισήγαγε τον εθνογραφικό τρόπο μελέτης που εστιάζεται στην επιτόπια έρευνα, ο Ήμελλος πρότεινε την χαρτογραφική μέθοδο, κατά την οποία ο λαογράφος ενδιαφέρεται για τους τόπους εμφάνισης των λαογραφικών εκδηλώσεων, ενώ η Κυριακίδου στράφηκε στη διακρίβωση της συνδετικής σχέσης μεταξύ πολιτισμικών εκδηλώσεων και κοινωνικών δομών (Τζάκης,2002,σ.39-40). Τέλος, ο Μερακλής έδωσε, μέσω του έργου του, ιδιαίτερη έμφαση στον κοινωνικό χαρακτήρα που ενέχουν τα πολιτισμικά φαινόμενα (Τζάκης,2002,σ.40).
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως αυτό που διαπιστώνει κανείς, κάνοντας μια ανασκόπηση στην ιστορική διαδρομή της λαογραφίας, τόσο της ευρωπαϊκής, όσο και της ελληνικής, από την στιγμή της γέννησής της έως και την μεταπολεμική και σύγχρονη, είναι η αλλαγή των προσανατολισμών της, και η μετεξέλιξή της από εθνική επιστήμη, αρχικά, σε κοινωνική, στη συνέχεια.
Οι συνθήκες υπό τις οποίες διαμορφώθηκε η γερμανική λαογραφία ως εθνική επιστήμη, υπόδειγμα της οποίας υπήρξε και η ελληνική, ήταν η επιρροή που αυτή δέχτηκε από τον ρομαντισμό, που πρέσβευε το συναίσθημα και την υπεροχή του έθνους, σε αντίθεση με το πανευρωπαϊκό πνεύμα του διαφωτισμού, που πρέσβευε τον ορθολογισμό. Η εθνοκεντρική γερμανική λαογραφία επηρέασε και την ελληνική, σε μια εποχή που στην Ελλάδα απειλούνταν η συνοχή της εθνικής ιδεολογίας από την διατύπωση ανθελληνικών απόψεων. Τότε, ο Πολίτης προκειμένου να αποδείξει την πολιτισμική συνέχεια του νεοελληνισμού από τον αρχαίο, αλλά και να τονώσει το εθνικό και φιλελληνικό αίσθημα συγκέρασε την θεωρία του εξελικτισμού με τον γερμανικό ρομαντισμό και σύστησε την ελληνική λαογραφία που επικεντρώθηκε στη μελέτη του παραδοσιακού αγροτικού πληθυσμού, στον οποίο αντικατοπτρίζονταν τα επιβιώματα του παρελθόντος. Στην ουσία δηλαδή η λαογραφία στη Ελλάδα, επιβλήθηκε λόγω των γεγονότων, όπως αναφέρει και ο Herzfeld (Herzfeld,2002,σ.34).
Ο εξαστισμός του αγροτικού παραδοσιακού πολιτισμού και η νόθευσή του, ως αντίκτυπο της μετακίνησής του στα αστικά κέντρα, μεταπολεμικά, σηματοδότησε την μεταστροφή της λαογραφίας προς μια κοινωνική κατεύθυνση όπως και τον ορισμό του λαϊκού πολιτισμού, πλέον, από πλευράς των λαογράφων με κριτήρια πολιτισμικά και όχι εθνοκεντρικά. Αντικείμενο της σύγχρονης πλέον, ανθρωπολογικής, λαογραφίας είναι η ανάδειξη της πραγματικής μορφής του πολιτισμού, γεγονός που την καθιστά συγγενή επιστήμη της κοινωνικής ανθρωπολογίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
–Αυδίκος,Ε.,(2009)Εισαγωγή στις σπουδές του λαϊκού πολιτισμού.Λαογραφίες,λαϊκοί πολιτισμοί,ταυτότητες,Αθήνα,Κριτική,σ.46-52 και 61-85.
–Herzfeld,M.,(2002)Πάλι δικά μας.Λαογραφία,Ιδεολογία και η Διαμόρφωση της Σύγχρονης Ελλάδας,μτφρ.Μαρίνος Σαρηγιάννης,Αθήνα,Αλεξάνδρεια,κεφ.1,σ.19-37.
–Κυριακίδου,Α.,(2008)«Η ρομαντική έννοια του έθνους» στο Κ.Γκότσης-Ε.Σπαθάρη-Μπεγλίτη(επιμ.)Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ:Οι Νεότεροι Χρόνοι.Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα(19ος-20οςαι.)Πάτρα, ΕΑΠ,σ.22-25 και 29-36.
–Νιτσιάκος,Β.,(2008)«Επίλογος» στο Προσανατολισμοί.Μια κριτική εισαγωγή στη λαογραφία,Αθήνα,Κριτική,(β’έκδ.2014),σ.195-200.
–Ντάτση,Ε.,(2008)«Ο λαός της λαογραφίας.Το ιδεολογικό περιεχόμενο» στο Κ.Γκότσης-Ε.Σπαθάρη-Μπεγλίτη(επιμ.)Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ:Οι Νεότεροι Χρόνοι.Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα(19ος-20οςαι.), Πάτρα,ΕΑΠ,σ.41-55.
–Τζάκης,Δ.,(2002)«Για την Ιστορία της Ελληνικής Λαογραφίας» στο Γ.Αικατερινίδης,Ε.Αλεξάκης,Μ.Ε.Γιατράκου,Γ.Θανόπουλος,Ε.Σπαθάρη,Μπεγλίτη,Δ.Τζάκης,Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ:Οι Νεότεροι Χρόνοι.τόμος Α’,Πάτρα,ΕΑΠ,σ.21-47.









