Η πρωτογενής παραγωγή. Η μεγάλη περιπέτεια της Ελληνικής Γης
Οι λαοί στον κόσμο της αφθονίας έχουν εθιστεί στην ψευδαίσθηση ότι η ζωή θα κυλάει χωρίς δυσκολίες και προβλήματα και αυτοί θα απολαμβάνουν πλούσια τα αγαθά, τα οποία στερούνται η συντριπτική πλειοψηφία των συνανθρώπων μας. Στη χωρία των προνομιούχων λαών εισήλθε και ο λαός μας ο πολύπαθος, κατά τη δεκαετία του 1960. Τότε επέτυχε κάπως να ανασάνει, αν και δεν είχε παρέλθει παρά μόλις δεκαετία από τη λήξη του φρικτού εμφυλίου πολέμου, ο οποίος αποτελείωσε την καταστροφή, που επέφεραν ο πόλεμος και οι κατακτητές στη χώρα μας. Επί μία εικοσαετία (1961-1980) η χώρα μας αγωνίστηκε να ανασυγκροτηθεί και πέτυχε άθλο, που όμως δεν εκτιμήθηκε όσο θα έπρεπε. Όχι μόνο κατέστη αυτάρκης σε πολλά γεωργικά προϊόντα και κάλυπτε σημαντικό μέρος των αναγκών της σε κτηνοτροφικά, αλλά είχε καθετοποιήσει την παραγωγή αναπτύσσοντας την ελαφρή βιομηχανία σε ικανοποιητικό βαθμό. Βέβαια παρέμενε η σε βάθος διάσπαση του κοινωνικού σώματος εξ αιτίας του διχασμού, που προκάλεσε ο εμφύλιος.
Το 1981 η χώρα μας εντάχθηκε στην ΕΟΚ. Θεωρήθηκε η ένταξη μεγάλη επιτυχία της πολιτικής της τότε κυβέρνησης. Ακολούθησε κυβερνητική μεταβολή και επί τριάντα έτη (1981-2010) ο Έλληνας έζησε σε πελάγη ονειροφαντασίας. Απόκτησε αγοραστική δύναμη χάρη κυρίως στον αλόγιστο δανεισμό και δευτερευόντως στα «πακέτα» βοήθειας των «κουτόφραγκων». Κατέπεσε από πολίτης σε καταναλωτή, ο οποίος έσπευδε με γοργούς ρυθμούς να φθάσει στο επίπεδο σπατάλης των ανεπτυγμένων Ευρωπαίων, να γίνει ένας από αυτούς! Αλλά καμία χώρα δεν είχε υποστεί τις συμφορές που υπέστη η δική μας. Και η πλήρως κατεστραμμένη Γερμανία έλαβε τρομακτική εξωτερική βοήθεια, για να ορθοποδήσει. Ο Έλληνας καταναλωτής κατέστη «εισαγόμενος». Απαξίωσε στην αφροσύνη του τα εγχώρια προϊόντα δυσφημίζοντάς τα και επέστρεψε με τις αλόγιστες αγορές τα «πακέτα» στους «κουτόφραγκους». Η ελληνική βιομηχανία κατέρρευσε υπό τα πλήγματα αθέμιτου ανταγωνισμού των βιομηχανιών των ισχυρών οικονομικά χωρών. Για να μη φανεί η ογκούμενη ανεργία οι κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν ως ναυαγοσωστικά τις ΔΕΚΟ, τις οποίες κατέστησαν, με την πάροδο του χρόνου αντιπαραγωγικές και τελικά τις εκποίησαν, όταν το σχέδιο πέρασε στην τελική φάση εφαρμογής του με την επιβολή των μνημονίων.
Το σχέδιο του διευθυντηρίου των Βρυξελλών δεν περιλάμβανε μόνο την αύξηση των εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων προς τις νεοεισερχόμενες χώρες. Οι ισχυρές οικονομικά χώρες πέρα από την ανεπτυγμένη βιομηχανία δεν έπαψαν να έχουν και σημαντική πρωτογενή παραγωγή, κυρίως κτηνοτροφικών παραγόντων. Η διαβεβαίωση ότι τα προϊόντα μας θα κατακλύσουν τις αγορές των χωρών μελών της Κοινότητας αποδείχθηκε μύθος. Δεν υπήρχε δέσμευση αγοράς ελληνικών αγροτικών προϊόντων, εφὀσον τα αντίστοιχα χωρών εκτός ΕΟΚ ήταν και παραμένουν φθηνότερα. Αυτό άλλωστε κάνουν και Έλληνες εισαγωγείς «βαπτίζοντας» τα εισαγόμενα προϊόντα ελληνικά! Ως λύση για τα πλεονάσματα γεωργικών προϊόντων προτάθηκε, για διάστημα, η απόρριψη σε χωματερές. Ο αγρότης εκμαυλίστηκε και απομακρύνθηκε από τη γη που είχε ποτίσει με άφθονο ιδρώτα. Μάλιστα έφθασε να καυχάται καθώς με τους κομματικούς εγκάθεκτους των γραφείων «κορόιδευε» τους «κουτόφαργκους», ώσπου φθάσαμε στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ! Τώρα πλέον, μετά το ηλιοβασίλεμα του ψέματος, οι λίγοι ευνοημένοι, λόγω κομματοκρατίας, αγρότες αποσπούσαν τις επιδοτήσεις, που έπρεπε να διανεμηθούν σε όλους τους παραγωγούς. Και το κόστος παραγωγής ανερχόταν σταθερά με την επέλαση της πολιτικής για γεωργία υψηλών αποδόσεων. Πάψαμε να παράγουμε ακόμη και λιπάσματα και γίναμε καλοί πελάτες των βιομηχάνων φυτοφαρμάκων. Και ακούγονταν κατά καιρούς ότι καλό είναι να ξεριζωθούν αμπελώνες και ελαιώνες και να φυτευτούν ακακίες ή φυτά τροπικών χωρών! Αλήθεια αγνοούσαν οι αρμόδιοι του υπουργείου το αδύνατο εκρίζωσης της ακακίας;
Καθώς κυρίαρχο είναι το καπιταλιστικό δόγμα ότι η αγορά αυτορυθμίζεται, οι κυβερνήσεις «απλώς προήδρευαν» και οι αγρότες παρέμεναν θύματα των μεσαζόντων με τρομακτική την απόκλιση των τιμών από το κτήμα στα ράφια. Θύματα όμως με εντεινόμενη την συνέπεια είναι και οι καταναλωτές, που βλέπουν απλησίαστα πλέον τα οπωρικά στη χώρα που πριν από λίγες δεκαετίες υπεραφθονούσαν, ώστε να απορρίπτεται μέρος της παραγωγής! Βέβαια υπήρξαν και θετικά μέτρα στο διάστημα της ονειροφαντασίας μας. Δόθηκαν άφθονες επιδοτήσεις, δεν έγινε όμως έλεγχος του τρόπου αξιοποίησης αυτών. Η Πολιτεία και η κρατική ΔΕΗ κάλυπταν τη δαπάνη ηλεκτροδότησης των αγροτικών εγκαταστάσεων. Επί πλέον η ΔΕΗ βοήθησε αρκετά τον αγρότη με το ειδικό τιμολόγιο κατανάλωσης. Όμως και ο αγρότης ήθελε να εισέλθει στο καταναλωτικό πανηγύρι, που είχαν στήσει οι ευνοημένοι αστοί, οι άμοιροι του μόχθου του και απολαμβάνοντες τον ιδρώτα του.
Τώρα στα όποια δυσμενή για τη συνέχιση της απασχόλησης σε αγροτικές εργασίες ήλθαν να προστεθούν το υψηλό κόστος ενέργειας, λόγω της καταδίκης του λιγνίτη από το διευθυντήριο των Βρυξελλών και την εσπευσμένη εκτέλεση της ποινής από την κυβέρνησή μας για τη «σωτηρία» του πλανήτη! Καθώς ο αγρότης ωθείται σε απόγνωση ακούγεται το εκμαυλιστικό τραγούδι των σειρήνων για διάθεση της καλλιεργήσιμης γης προς εγκατάσταση συσκευών μετατροπής της ηλιακής σε ηλεκτρική ενέργεια. Αυτό νομοθέτησε η πλειοψηφία των υποτιθεμένων εκπροσώπων του λαού μας στη Βουλή! Η επιδημία ευλογιάς που ενέσκηψε στα πρόβατα ίσως αποτέλεσε τη χαριστική βολή στην προβατοτροφία που έβαινε μειούμενη λόγω της μη ύπαρξης ενδιαφέροντος της νέας γενιάς για απασχόληση στην κτηνοτροφία και τη μη ύπαρξη ισχυρών κινήτρων από πλευράς της Πολιτείας για ενασχόληση στον τομέα αυτό. Χώρα που διέθετε ακμαία κτηνοτροφία προπολεμικά οδεύει προς αφανισμό του κλάδου. Άραγε δεν έχει μερίδιο ευθύνης η πολιτική των Βρυξελλών και μεγαλύτερο ακόμη οι κυβερνήσεις, που έριξαν το βάρος στην υποστήριξη της «βαρειάς μας βιομηχανίας», του τουρισμού. Ας μη λησμονούμε ότι οι «εταίροι» μας είχαν επισημάνει ευγενικά ότι η Ελλάδα έπρεπε να καταστεί χώρα του τουρισμού και των συνεδρίων. Εννοούσαν ότι οι Έλληνες έπρεπε να γίνουμε τα γκαρσόνια τους! Αποτελεί βέβαια ο τουρισμός σημαντικό παράγοντα για εισαγωγή συναλλάγματος, προκειμένου να καλύψει η χώρα τις δανειακές της υποχρεώσεις εκ του αλόγιστου δανεισμού προς πλουτισμό των «εκλεκτών» διαπλεκομένων με την εξουσία και την ολιγόχρονη «απόλαυση» του λαού. Όμως σημαντικά είναι και τα έσοδα στο ταμείο του Κράτους από την ακρίβεια, η οποία δεν επιδιώκεται να τιθασευτεί, καθώς η άνοδος των τιμών οδηγεί ανοδικά τα έσοδα εκ του ΦΠΑ! Ήδη σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία περί το 30% των πολιτών της χώρας αντιμετωπίζουν προβλήματα εκ της φτώχειας. Τί θα συμβεί, αν έκρυθμη κατάσταση εμποδίσει την έλευση τουριστών; Αναλογιστήκαμε εμείς, που αισθανόμαστε ασφάλεια στα υπερπλήρη ράφια των πλείστων πολυκαταστημάτων, ότι για να καταναλώνουμε πρέπει πρώτα να παράγουμε. Και η εγχώρια παραγωγή βαίνει διαρκώς μειούμενη; Έξι εκατομμύρια στρέμματα στη χώρα μας παραμένουν ακαλλιέργητα!
Θα ισχυριζόταν κάποιος ότι η κακοδαιμονία βαρύνει αποκλειστικά τις κυβερνήσεις της χώρας. Όμως βλέπουμε ότι εκδηλώνεται έντονη η διαμαρτυρία των αγροτών σε πολλές χώρες της ΕΕ. Όσο και αν το διευθυντήριο των Βρυξελλών επιχειρεί να κατευνάσει την αγανάκτηση και να επιτίθεται άγρια κατά των λεγομένων ευρωσκεπτικιστών, η άσχημη πορεία των οικονομιών όλων των χωρών της Ένωσης δεν είναι δυνατόν να κρυφτεί. Και αντί να λαμβάνονται μέτρα ώστε να μην πάθουν και άλλοι αυτά που προκάλεσαν σε μας εντείνουν τις δαπάνες για εξοπλισμούς προβάλλοντας τη φανταστική απειλή της Ρωσίας.
Ήταν πράγματι «ευλογία» η ένταξη στην ΕΟΚ; Ήταν για το καλό των λαών των χωρών της Ένωσης ή σύστασή της ή για την αύξηση των κερδών των τραπεζιτών, οι οποίοι ελέγχουν τις κυβερνήσεις; Είναι καιρός να συλλογιστούμε σοβαρά στο θέμα αυτό. Το πλέον σημαντικό όμως είναι να απαντήσουμε στο ερώτημα: Πώς επιβιώνει λαός σε κατάσταση κρίσης, όταν δεν διαθέτει επαρκή πρωτογενή παραγωγή;
«Μακρυγιάννης»









