Τι εννοούμε με τον όρο ‘’παιδική λογοτεχνία’’ και γιατί η ενασχόληση του παιδιού με την ίδια, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ψυχική του ωρίμανση; Ποιές δεξιότητες αναπτύσσονται και το κάνουν να ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα παιδιά κατά την περίοδο της προσχολικής και σχολικής ηλικίας; Τα παραπάνω ερωτήματα έχουν απασχολήσει λίγο πολύ όλους μας, γονείς εκπαιδευτικούς, μαθητές κλπ. Ας σκεφτούμε το πιο απλό παράδειγμα. Πόσες φορές έχουμε ακούσει την φράση ‘’διάβαζε βιβλία για να γράφεις καλές εκθέσεις’’;
Σύμφωνα με τον Γ. Σεφέρη στα ‘’δοκίμια’’ του, η χρήση της γλώσσας είναι διπλή. Η πρώτη της λειτουργία είναι πως αποβλέπει στο λογικόν του ανθρώπου, δηλαδή συγκροτεί την ρεαλιστική, λογική του σκέψη. Η δεύτερη και εξίσου σημαντική συμβολή της, αποσκοπεί στην συγκινησιακή χρήση της γλώσσας κατά την οποία ανοίγονται νέοι τρόποι αντίληψης του κόσμου. Εδώ θα εστιάσουμε στον δεύτερο τρόπο χρήσης της , διότι εντοπίζουμε μεγάλη συνάφεια λειτουργιών ανάμεσα στην παραπάνω και στον παιδικό λογοτεχνικό κόσμο.
Με τον όρο ‘’παιδική λογοτεχνία’’ αναφερόμαστε σε κείμενα που έχουν δημιουργηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να συμβάλλουν στην ψυχαγωγία, στην διαμόρφωση κριτικής σκέψης, ελεύθερης βούλησης και προσωπικής ωρίμανσης του παιδιού. Οι ενήλικοι γεννήτορες των παιδικών λογοτεχνικών κειμένων, είναι οι κύριοι υπεύθυνοι να φέρουν σ επαφή τα παιδιά με το αισθητικό φαινόμενο της τέχνης και συγκεκριμένα της λογοτεχνίας. Η γλώσσα που χρησιμοποιούν είναι απλή(όχι όμως απλοϊκή) κατανοητή, με σύντομες προτάσεις που δεν κουράζουν και κάνουν το παιδί να βαρεθεί, αλλά του κεντρίζουν την προσοχή καθώς βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το περιεχόμενο, το οποίο συνήθως χαρακτηρίζεται από φανταστικά όντα (μάγισσες, δράκοι κλπ) , ζώα και ανθρώπους (συνήθως παιδιά που μπλέκουν σε περιπέτειες, αλλά με αίσιο τέλος). Ο κύριος στόχος του συγγραφέα, είναι να δημιουργεί παιδικά λογοτεχνικά έργα τα οποία να προκαλούν το ενδιαφέρον των παιδιών και να παραμένουν στην μνήμη τους σε βάθος χρόνου. (πχ ‘’το τριζόνι’’ του Γρηγορίου Ξενόπουλου,’’ ‘’ο μικρός πρίγκιπας’’ του Αντουάν ντε Σαίντ-Εξυπερύ ‘’τα ψηλά βουνά’’ του Ζαχαρία Παπαντωνίου κλπ)
Έρευνες έχουν δείξει ότι όταν το παιδί από μικρή ηλικία μυείται στον έντεχνο λόγο, τότε παρουσιάζει όχι μόνο ραγδαία ανάπτυξη της φαντασίας του, αλλά και πρόωρη ψυχική και γλωσσική ωρίμανση.
Η ενασχόληση με την λογοτεχνία έχει ως αποτέλεσμα την γρηγορότερη ανάπτυξη του αφηγηματικού λόγου του παιδιού, (γράφει καλύτερες εκθέσεις στο σχολείο!!), την ικανότητα ανάγνωσης και την ορθή προφορική έκφραση. Έρχεται σ επαφή με νέους κόσμους και μαθαίνει να σέβεται την διαφορετικότητα. Κάνει μια πρώτη αλλά ουσιαστική γνωριμία με διάφορες αξίες (ειρήνη, αγάπη, φιλία), με στάσεις ζωής και ερμηνεύει με κριτικό πνεύμα τον κόσμο γύρω του. Με σύμμαχο το βιβλίο, αποκτά την δυνατότητα να ξεπεράσει τυχόν παιδικές φοβίες, να γεμίσει υπαρξιακά κενά που μπορεί να αισθάνεται, καθώς και να εξερευνήσει θέματα που του είναι άγνωστα. Έτσι διαμορφώνει αισθητικά και ηθικά κριτήρια. Αποκτά ερεθίσματα και μια ακόρεστη δίψα για να μάθει όχι μόνο το καθετί που συμβαίνει γύρω του, αλλά και την αιτία που το προκαλεί. Για ένα παιδί, το σημαντικότερο επίτευγμα της διαρκούς επαφής του με την τέχνη και συγκεκριμένα με την λογοτεχνία, (κυρίως μέσα από το σχολείο) είναι η κατάκτηση της γλώσσας. Με την αναφορά του παραπάνω όρου, προκύπτει το ερώτημα, ‘’πότε το παιδί κατέχει την γλώσσα;’’ Αξίζει να αναφέρουμε τους τρεις τομείς που αλληλοσυμπληρώνουν την οργάνωση του γλωσσικού συστήματος:
α) ο συντακτικός β) ο σημασιολογικός γ) ο φωνολογικός τομέας. Με την επιτυχία της κατανόησης και σωστής χρήσης των παραπάνω στον γραπτό και προφορικό λόγο, μιλάμε για την κατάκτηση της γλώσσας. Είναι λογικό να ξεχωρίσει από το σύνολο των μαθητών στην σχολική τάξη, ένα παιδί που διαβάζει και ασχολείται γενικότερα με την λογοτεχνία καθώς βρίσκεται σε πιο προχωρημένο στάδιο (ψυχικό και γλωσσικό) από τα υπόλοιπα παιδιά. Ας μην λησμονούμε και τον τεράστιο ρόλο της οικογένειας. Συνήθως υπάρχει ένας ή περισσότεροι ενήλικες σε αυτήν, (πατέρας, μητέρα, γιαγιάδες κλπ) που αποτελεί τον καθοδηγητή και μυητή στο καλό βιβλίο και θα φέρει σ’επαφή με το παραπάνω το παιδί από πολύ μικρή ηλικία, σταδιακά χωρίς πίεση. Η ύπαρξη προτύπων στο οικογενειακό περιβάλλον καθορίζει την συμπεριφορά και τον χαρακτήρα των παιδιών, επομένως και τις πράξεις τους. Φέρνουμε τα εξής παραδείγματα: Όταν ο γονέας εκβιάζει και πιέζει συνεχώς το παιδί του ώστε να διαβάσει με το ζόρι, το ίδιο θα μισήσει το διάβασμα πριν καν το γνωρίσει, ή όταν οι γονείς έχοντας μηδενική ενασχόληση με την λογοτεχνία, απαιτούν από τα παιδιά τους το αντίθετο, καταλαβαίνουμε ότι τίποτα δεν πρόκειται να λειτουργήσει σωστά.
Προϋπόθεση για να ζητήσει το παιδί το βιβλίο, είναι να του εξάψει την προσοχή. Για να αποκτήσει το ενδιαφέρον να μάθει νέα πράγματα μέσα από την λογοτεχνία, πρέπει πρώτα να την αγαπήσει.
Άρα, ο πιο σημαντικός στόχος της επαφής παιδιών και βιβλίου είναι η κατάκτηση της αγάπης για το δεύτερο.
Βασιλική Κορδώση
Καθηγήτρια φιλόλογος, απόφοιτη του πανεπιστημίου Ιωαννίνων
vasilikikord91@gmail.com