Το σήμερα παραμένει δεμένο με το χθες. Το σύνολο του παρελθόντος είναι πάντα εν ζωή και εν λειτουργία μέσα στο παρόν, ακόμη και αν εμείς σήμερα δεν το θυμόμαστε πια. Η γνωριμία με το παρελθόν, η επαφή με τις ρίζες μας αποτελεί η βάση για το μέλλον. Με τους ανθρώπους συμβαίνει αυτό που συμβαίνει με τα δέντρα. Όταν τα δέντρα ξεριζώνονται μαραζώνουν και πεθαίνουν. Όσον οι ρίζες μένουν στη γη, αυτά επιβιώνουν, ανθίζουν, καρπίζουν.
Ζούμε σε καιρούς που χαρακτηρίζονται από το άγχος, την αστάθεια, την κρίση των αξιών, τις επιφανειακές ανθρώπινες σχέσεις και την μοναξιά. Καιροί απρόσωποι, όπου ο άνθρωπος χάνεται στην ανωνυμία και την γεωμετρική μονοτονία της πόλης και ζει σε γυμνά και ανιαρά κατασκευάσματα που επί το πλείστων κάθε άλλο παρά ανθρώπινα είναι. Σε αυτή την εποχή της ύλης, της ταχύτητας και παραβίασης της φυσικής πορείας περιφρονήσαμε, αγνοήσαμε και αμφισβητήσαμε την πολιτιστική μας παράδοση και τις αξίες της. Υποτιμήσαμε τις πνευματικές παραδόσεις, μιμηθήκαμε ξένα έθιμα. Έτσι χάθηκε σχεδόν ανεπίστρεπτα ένας ολόκληρος κόσμος που σφράγισε τις μνήμες πολλών και σημάδεψε την ψυχή τους.
Ο κόσμος αυτός παρέπεμπε στους κοντινούς βυζαντινούς και στους μακρινούς αρχαίους μας προγόνους, μέχρι την έκλειψη του πριν από λίγες δεκαετίες, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας που οδήγησε στην αλλαγή του τρόπου ζωής των κατοίκων. Όσοι πρόλαβαν την εποχή εκείνη την θυμούνται με ανάμεικτα συναισθήματα. Η εποχή εκείνη δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αισθήματα νοσταλγίας- τουλάχιστον για όσους έζησαν την φτώχεια των ημερών εκείνων. Πάντως σε ένα συμφωνούν όλοι: Γενικότερα οι άνθρωποι ήταν πιο δεμένοι μεταξύ τους και με το περιβάλλον τους. Η κοινωνική αποξένωση που χαρακτηρίζει το σήμερα ήταν κάτι που απέφευγαν παλιά μέσω της κοινωνικής συνεύρεσης. Οι βρύσες, οι πλατείες του χωριού, τα καφενεία, τα πανηγύρια ήταν σημεία συνάντησης όπου αναπτύσσονταν όλα τα γεγονότα που σχολιάζονταν στην μικρή κοινωνία του άνω Βοΐου και των πανέμορφων χωριών του.. Και ποιος δεν θυμάται τα νυχτέρια των γυναικών τα βράδια στους δρόμους στις γειτονιές και το παιχνίδι των παιδιών στους δρόμους ή στα χωράφια στα κοπάδια που αντιλαλούσαν από τις κραυγές τους .
Την Λαογραφία πρέπει να την δούμε άμεσο συνδεμένο με το σήμερα, ακόμα και αν δυστυχώς δεν καταφέραμε να ενσωματώσουμε στις ημέρες μας όλα τα στοιχεία αφήνοντας τα πίσω μας. Για να θυμηθούν οι μεγαλύτεροι και για να δοθεί στους νεότερους η ευκαιρία να γνωρίσουν και να γευτούν το χθες, για να αναδείξουν θετικά στοιχεία του παρελθόντος που θα τους βοηθήσουν να βρουν μια πιο ισορροπημένη ζωή στο μέλλον.
Είναι αλήθεια ο τόπος μας χρειάζεται την φροντίδα μας την αγάπη μας την στήριξη μας !! Μόνο έτσι κάτι θα καταφέρουμε!!
(Φωτογραφία)
Γυναικεία παραδοσιακή στολή του Αυγερινού στο Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο της Μακεδονίας στην Θεσσαλονίκη.
Η στολή ανήκει στην αείμνηστη Πρεσβυτέρα Μαρία Πούλιου, από την συλλογή του Ιωάννη Ταρη.
Βιογραφικό Ιωάννη Ταρη
Ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας Δημητρίου και Σουλτάνας Τάρη. Φιλομαθής, εργατικός και λάτρης της παράδοσης από την παιδική ακόμα ηλικία διακρίθηκε στις τέχνες και τα γράμματα ως ερασιτέχνης λιθοξόος, πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και διπλωματούχος λογιστής της Εμπορικής Ακαδημίας Αθηνών. Σε νεαρή ηλικία και για μικρό χρονικό διάστημα εργάστηκε ως δάσκαλος στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Αργότερα διορίστηκε στην Εμπορική Τράπεζα Τρικάλων. Από εκεί μετατέθηκε στην Εμπορική Τράπεζα Θεσσαλονίκης, τόπος που στάθηκε σταθμός στην πορεία του και σημάδεψε τη ζωή του. Παντρεύτηκε την Ελένη Π. Κεφαλά και απέκτησε δύο κόρες, τη Δήμητρα-Σουλτάνα και την Άννα.
Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα
Συνέδεσε το όνομά του με την επαναλειτουργία της Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας (ΜΦΑ) στη Θεσσαλονίκη το 1924. Διετέλεσε πρόεδρός της περίπου για μια τριακονταετία (1931-1958). Στο διάστημα αυτό η Αδελφότητα γνώρισε μία από τις πιο γόνιμες σε έργο περιόδους του βίου της. Στον Ιωάννη Τάρη οφείλεται η ίδρυση του Τμήματος Λαογραφίας, το οποίο λειτούργησε υπό την άγρυπνη καθοδήγησή του για τη διάσωση του λαογραφικού πλούτου των επαρχιών της Βόρειας Ελλάδας. Χάρη στο ζήλο και στον πολύχρονο προσωπικό του μόχθο, συγκεντρώθηκε ένας αξιόλογος αριθμός από λαογραφικά αντικείμενα, τα οποία ο Ι.Τάρης διέσωσε σε δύσκολους καιρούς (Γερμανική Κατοχή) με κίνδυνο της ζωής του και αποτέλεσαν τον πυρήνα του ιδρυθέντος το 1970 Λαογραφικό Μουσείο Βορείου Ελλάδος.
Τελευταία χρόνια
Το 1958, σε ηλικία 73 ετών, ο Ιωάννης Τάρης απεσύρθη από την ενεργό δράση, παραιτούμενος από το αξίωμα του προέδρου και εγκαταστάθηκε για οικογενειακούς λόγους στην Αθήνα. Έφυγε ήρεμα από τη ζωή, μετά από καρδιακό επεισόδιο, το καλοκαίρι του 1968 στον Αυγερινό, το χωριό του, που τόσο αγάπησε και τον αγάπησε.
Χρήστος Γκίνης