Του Ιωάννη Σ. Λάμπρου
Πολιτικού Επιστήμονος
Στα πλαίσια της συνόδου του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη τον Ιούλιο του 1997, οι Κ. Σημίτης και Σ. Ντεμιρέλ υπέγραψαν ένα κείμενο αρχών, με την ενθάρρυνση των ΗΠΑ, το οποίο καθόριζε ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο οι δύο πλευρές δεσμεύονταν να κινηθούν για τον καθορισμό των μεταξύ τους σχέσεων. Ανακοινωθέν το οποίο εξέφραζε με τον καλύτερο τρόπο την διολίσθηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Οι κύριες πρόνοιες του κοινού ανακοινωθέντος ήσαν οι εξής:
Υπήρχε αναφορά για σεβασμό στην κυριαρχία των δυο κρατών. Η τοποθέτηση, όμως, ήταν γενική και αόριστη χωρίς να διευκρινίζεται αν η Τουρκία αποδεχόταν τα υφιστάμενα σύνορα, γεγονός δηλωτικό των αναθεωρητικών της σχεδίων συντηρώντας την θεωρία των γκρίζων ζωνών.
Τα δυο κράτη δήλωναν σεβασμό στις αρχές του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμφωνιών. Γινόταν γενική αναφορά στο Διεθνές Δίκαιο αλλά δεν διευκρινιζόταν ότι τα δυο μέρη δέχονταν να λυθούν οι διαφορές στο Aιγαίο με βάση το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Για την Tουρκία δε, η εμμονή στην ευθυδικία, η επιλεκτική εφαρμογή του διεθνούς δικαίου είναι αρχή της πολιτικής της.
Η φράση η οποία προκάλεσε την μεγαλύτερη αντίδραση ήταν η δέσμευση κάθε κράτους να σεβαστεί τα ‘θεμιτά, ζωτικά συμφέροντα’ του άλλου κράτους τα οποία είναι μεγάλης σπουδαιότητας για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία. Η θέση της τότε ελληνικής κυβέρνησης ήταν πως η Ελλάς αποδεχόταν ότι η Τουρκία έχει ζωτικά νόμιμα συμφέροντα στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, συμφέροντα τα οποία απορρέουν από κανόνες του διεθνούς δικαίου. Σε αυτά τα νόμιμα συμφέροντα αναφερόταν το κοινό ανακοινωθέν και όχι στις αυθαίρετες διεκδικήσεις και καταχρηστικές αξιώσεις/ερμηνείες της Τουρκία. Σημασία, όμως, έχει η υποκειμενική ερμηνεία την οποία δίνει έκτοτε η Τουρκία η οποία είναι διασταλτική και δεν συμφωνεί με τη συσταλτική της ελληνικής πλευράς. Τα ζωτικά συμφέροντα μπορούν να δικαιολογηθούν από την Τουρκία επικαλούμενη κριτήρια στρατιωτικά, γεωπολιτικά, οικονομικά. Από την στιγμή μάλιστα κατά την οποία γινόταν διασύνδεση των ζωτικών συμφερόντων κάθε κράτους με την ‘ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία’ αυτό είναι μονόδρομος. Δεν υπήρχε συγκεκριμενοποίηση αυτών των συμφερόντων με αποτέλεσμα η Ελλάς να είναι εκτεθειμένη στις συνεχείς απαιτήσεις της τουρκικής πλευράς. Το πρόβλημα είναι πως τα ζωτικά συμφέροντα της Tουρκίας στο Aιγαίο αναιρούν κυριαρχικά δικαιώματα της Eλλάδας…
Το συγκεκριμένο λάθος επαναλήφθηκε το 1999 στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής στο Ελσίνκι όπου στα συμπεράσματα γινόταν γενική αναφορά για διασυνοριακές διαφορές των υποψηφίων κρατών όπως η Τουρκία. Δεν υπήρχε ρητή αναφορά για την υφαλοκρηπίδα, την μόνη ελληνοτουρκική διαφορά στο Αιγαίο την οποία αναγνωρίζει η Ελλάδα. Ως αποτέλεσμα των άνω αστοχιών στα τέλη του 2003 είχε επέλθει μια συμφωνία για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για θέματα υφαλοκρηπίδας αλλά και για όποια άλλα θέματα η τουρκική πλευρά θεωρούσε ότι μπορούσε να θίξει ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου…
Τα δύο κράτη, επίσης, αναλάμβαναν την υποχρέωση να απέχουν από μονομερείς ενέργειες προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Τεχνηέντως επιχειρήθηκε ουδετεροποίηση του Αιγαίου εξισώνοντας το νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα με τις αυθαίρετες ενέργειες της Τουρκίας ( κατάληψη βραχονησίδας).
Τέλος, τα δύο μέρη δεσμεύονταν να επιλύσουν τις μεταξύ τους διαφορές με ειρηνικά μέσα βάσει συναινετικών διαδικασιών χωρίς την χρήση βίας. Η αναφορά σε διαδικασίες κοινής αποδοχής, εξυπηρετούσε την στοχοθεσία της Τουρκίαςέτσι ώστε να ελέγξει ποια ζητήματα θα θιχτούν και ποιο θα είναι το εφαρμοστέο δίκαιο. Σε περίπτωση που η Ελλάδα επιχειρήσει να προχωρήσει στην επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 μίλια, σύμφωνα με όσα υπογράφτηκαν στη Μαδρίτη, θα πρέπει να αναζητήσει συναινετικές διαδικασίες με την Τουρκία. Από την στιγμή κατά την οποία έχει αναγνωριστεί στην Τουρκία ότι έχει ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο, αυτόματα νομιμοποιείται το τουρκικό casus belli αφού είναι αποδεκτό ότι κάθε χώρα νομιμοποιείται να προστατέψει τα ζωτικά συμφέροντα της ακόμα και με πόλεμο. Το ανακοινωθέν της Μαδρίτης δεν απενεργοποίησε το τουρκικό casus belli. Τουναντίον, το ενίσχυσε παρέχοντας στην τουρκική κυβέρνηση έγγραφη αιτιολόγηση χρησιμοποίησης του. Ήταν έκδηλη η αγωνία του κ. Σημίτη να πείσει για το αντίθετο, ισχυριζόμενος ότι η Τουρκία αναγνώρισε πως η χρήση ή απειλή χρήσης βίας δεν έχει θέση στις μεταξύ των δυο χωρών σχέσεις τονίζοντας ότι αυτό σημαίνει μια άρση του casus belli. Χαρακτήρισε το ανακοινωθέν ως πρακτικά σύμφωνο μη επιθέσεως!!! Το casus belli ψηφίστηκε από την τουρκική Βουλή και εξακολουθεί να ισχύει και θα παύσει να ισχύει μόνο μετά από απόφαση της τουρκικής βουλής και όχι από μια αναφορά σε ένα ανακοινωθέν…
Αποτίμηση-Επίλογος
Το κοινό ανακοινωθέν δεν είναι διεθνής συνθήκη, δεν είναι δεσμευτικό κείμενο, είναι μια πολιτική διακήρυξη αρχών οι οποίες θα πρέπει να διέπουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η Τουρκία δεν μπορεί να εγκαλέσει την Ελλάδα για μη τήρηση των συμφωνηθέντων από την στιγμή μάλιστα κατά την οποία η ίδια έχει καταστήσει διάτρητη την Συνθήκη της Λοζάννης, την ιδρυτική συνθήκη του τουρκικού κράτους. Αποτελεί, όμως, πολιτικό κεκτημένο. Μ τον ίδιο τρόπο που η Άγκυρα έχτισε την Μαδρίτη πάνω στα Ίμια, θα χτίσει τις μελλοντικές της απαιτήσεις της πάνω στην Μαδρίτη προσδοκώντας πάντα σε συνετή και φρόνιμη ελληνική αντίδραση…
Η ελληνική κυβέρνηση επιχειρηματολόγησε ότι το κοινό ανακοινωθέν δεν προβλέπει πολιτικό διάλογο σε αντιδιαστολή προς το Νταβός Ι και Νταβός ΙΙ όπου είχε συμφωνηθεί η έναρξη πολιτικού διαλόγου εφ’όλης της ύλης ενώ αντίθετα υιοθετεί βήμα προς βήμα προσέγγιση για την αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων. Αυτή η ερμηνεία, όμως, αναιρείται από το γεγονός ότι δεν διασαφηνίζονται επ’ακριβώς τα ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας. Επίσης, στο κοινό ανακοινωθέν δεν υπήρχε η παραμικρή αναφορά για το Κυπριακό. Πως θα πείσουμε τρίτους να δείξουν ενδιαφέρον για την Κύπρο όταν η Ελλάς διστάζει να πράξει τούτο;
Καμία αλλαγή δεν σημειώθηκε στην συμπεριφορά της Τουρκίας μετά την υπογραφή του κοινού ανακοινωθέντος. Από την επαύριον της Mαδρίτης πύκνωσαν οι αεροπορικές παραβιάσεις. Η τουρκική αεροπορία έφτασε σε σημείο να παρενοχλεί το αεροπλάνο του Έλληνα Υπουργού Εθνικής Aμύνης! Ο Ετσεβίτ πραγματοποίησε δηλώσεις περί προσαρτήσεως των κατεχομένων. Ο Υπουργός Εξωτερικών Θ. Πάγκαλος λίγους μήνες μετά την υπογραφή χαρακτήρισε τους Τούρκους ‘δολοφόνους, ληστές και βιαστές’ και συνέκρινε την Τουρκία με την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία του 1938.
Η σπουδή την οποία επιδεικνύουν κατά καιρούς οι ελληνικές κυβερνήσεις για διάλογο με την Τουρκία είναι μια πράξη απελπισίας για να καλυφθεί η γύμνια και η απουσία στρατηγικής. Ο τουρκικός επεκτατισμός είναι δομικός και βρίσκεται εντός του πολιτικού συστήματος και της παρακαταθήκης του Μουσταφά Κεμάλ. Δεν κατευνάζεται με ικεσίες για διάλογο αλλά ανακόπτεται μέσω υιοθέτησης στρατηγικής αποτροπής…
“ΕΛΙΣΜΕ”